ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D239
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 844/2013)
3 Απριλίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TΑ ΑΡΘΡΑ 28, 25, 23, 30 ΚΑΙ 146
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΑΛΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
2. ΚΟΣΜΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
3. ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ,
4. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗ,
Aιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/Ή ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------------------------
Ξένια Ευγενίου (κα) για Ανδρέα Σ. Αγγελίδη, για τους Αιτητές.
Αριάδνη Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση των καθ' ων η αίτηση, σε σχέση με καθένα από αυτούς, με την οποία αφυπηρέτησαν από την Αστυνομία δυνάμει των προνοιών του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα περιλαμβανομένων των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012 (Ν.216(Ι)/12) (εφεξής «ο Νόμος») και συγκεκριμένα βάσει του άρθρου 9(2)(γ) του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι τα μέλη της Αστυνομίας τα οποία κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου βρίσκονται σε προαφυπηρετική άδεια, θα αφυπηρετήσουν σύμφωνα με τις ισχύουσες πρόνοιες του κυβερνητικού σχεδίου συντάξεων.
Όπως εξειδικεύεται στην ένσταση της Δημοκρατίας, ο αιτητής 1, Αστυνόμος Α', γεννήθηκε στις 22.3.1952, γράφτηκε στην Αστυνομία στις 29.5.72 και από τις 18.3.2010 εκτελούσε καθήκοντα Βοηθού Αστυνομικού Διευθυντή (Δ) του Τμήματος Β' του Αρχηγείου Αστυνομίας. Αναχώρησε με προαφυπηρετική άδεια στις 16.5.2012, η οποία και έληξε την 1.4.2013.
Ο αιτητής 2, Ανώτερος Υπαστυνόμος, γεννήθηκε στις 8.2.1952 και υπηρετούσε στην Υπηρεσία Επιθεωρήσεως και ελέγχου του Αρχηγείου Αστυνομίας. Στις 7.3.2012 αναχώρησε με προαφυπηρετική άδεια η οποία έληξε την 1.3.2013.
Ο αιτητής 3, Ανώτερος Υπαστυνόμος, γεννήθηκε στις 14.5.1952 εκτελούσε καθήκοντα Βοηθού Αστυνομικού Διευθυντή του Τμήματος Β' του Αρχηγείου Αστυνομίας από 17.5.2010 και αναχώρησε με προαφυπηρετική άδεια στις 13.5.2011 η οποία έληξε την 1.3.2013.
Ο αιτητής 4, Ανώτερος Υπαστυνόμος, γεννήθηκε την 7.2.1952 και από 17.5.2010 εκτελούσε καθήκοντα Βοηθού Αστυνομικού Διευθυντή (Υ) του Τμήματος Β' του Αρχηγείου Αστυνομίας. Αναχώρησε με προαφυπηρετική άδεια στις 17.5.2011, η οποία έληξε την 1.3.2013.
Σημειώνεται ότι απαντώντας σε επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας, ημερομηνίας 27.12.2012, η οποία απεστάλη με σκοπό τη διευκρίνιση κατά πόσο, δυνάμει των προνοιών του Νόμου τα μέλη της Αστυνομίας που βρίσκονταν με προαφυπηρετική άδεια κατά την 1.1.2013 θα επέστρεφαν ή όχι στην Υπηρεσία, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού επισήμανε στη σχετική επιστολή του ημερομηνίας 28.12.2012 τις πρόνοιες του Νόμου (άρθρο 9(2)(γ)), ο οποίος θα τίθετο σε ισχύ από 1.1.2013 και ότι σύμφωνα με την ερμηνεία που δίδεται στο άρθρο 2, ο όρος «κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων», σημαίνει το σχέδιο συντάξεων η λειτουργία του οποίου διέπεται από τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται. Οι αιτητές δηλαδή θα αφυπηρετούσαν με βάση τις ισχύουσες πρόνοιες του «κυβερνητικού σχεδίου συντάξεων», όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο Νόμο.
Με την ένσταση τους, οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση η οποία αφορά στο παραδεκτό της προσφυγής λόγω της έλλειψης των προαπαιτούμενων για νομιμομοποίηση της ομοδικίας. Συγκεκριμένα, οι καθ' ών η αίτηση θεωρούν ότι, ανεπίτρεπτα προσβάλλονται αυτοτελείς και ανεξάρτητες η μία από την άλλη διοικητικές πράξεις, εφόσον δεν έχουν συνάφεια μεταξύ τους, ενώ η συμπερίληψη των αιτητών στο ίδιο δικόγραφο επίσης είναι ανεπίτρεπτη καθότι η απόφαση σε σχέση με τον κάθε αιτητή αποτελεί ξεχωριστή διοικητική πράξη.
Κρίθηκε πρόσφορο να εξεταστούν οι προδικαστικές ενστάσεις κατά προτεραιότητα και οι δύο πλευρές καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις επ' αυτών. Η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση παρέπεμψε σε σχετική παλιά νομολογία (του έτους 1990), ήτοι στη Σιμιλλή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 463 και Λόρδος & Αναστασιάδης Λτδ κ.ά ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντος (1990) 3 Α.Α.Δ. 535 στις οποίες υποδεικνύεται ότι δεν επιτρέπεται η προσβολή δύο ή περισσότερων αυτοτελών διοικητικών πράξεων με την ίδια αίτηση. Συνένωση γίνεται παραδεκτή μόνο εφόσον οι διοικητικές πράξεις συνδέονται μεταξύ τους οργανικά και οι επιπτώσεις τους είναι άρρηκτα συνυφασμένες. Εξίσου απαράδεκτη είναι η ομοδικία μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων εκτός εάν η προσφυγή στρέφεται εναντίον της ίδιας διοικητικής πράξης, της οποίας η ακύρωση επιδιώκεται για κοινούς λόγους (βλ. Associated Agencies Ltd κ.α. ν. Δήμου Λεμεσού (1990) 3 ΑΑΔ 3700).
Εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι θέσεις του συνηγόρου των αιτητών, ο οποίος υποστήριξε ότι επειδή η προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία «διέταξαν» την αφυπηρέτηση όλων των αιτητών που βρίσκονταν σε προαφυπηρετική άδεια, πριν αυτοί συμπληρώσουν το προβλεπόμενο, νόμιμα, έτος της ηλικίας τους και η απόφαση στηρίχθηκε στην ίδια πολιτική με την ίδια νομική και πραγματική βάση, ορθά οι αιτητές ομοδίκησαν με την ίδια προσφυγή. Η ομοδικία εδώ επιτρέπεται αφού προσβάλλεται μια και ίδια απόφαση πολιτικής και/ή συγκεκριμένη τακτική, για σκοπούς έκδοσης ενιαίας απόφασης, μείωσης εξόδων και διαφύλαξης δικαστικού χρόνου. Δεν υπάρχουν ξεχωριστές ή αυτοτελείς αποφάσεις που λήφθηκαν ανεξάρτητα η μια από την άλλη, αλλά οι ημερομηνίες αφυπηρέτησης καθορίστηκαν κατ΄ εφαρμογή μιας κοινής πολιτικής. Συνεπώς οι αιτητές έχουν ακριβώς το ίδιο έννομο συμφέρον και στηρίζουν την υπόθεση τους στα ίδια πραγματικά και νομικά δεδομένα.
Λόγω του σκοπού και της φύσης της διοικητικής δικαιοσύνης, οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί δεν έχουν εφαρμογή σε περιπτώσεις ομοδικίας, όπως η παρούσα, με σκοπό την προσβολή, με την ίδια προσφυγή, περισσοτέρων της μίας διοικητικής πράξης. Το Δικαστήριο, σε τέτοιες περιπτώσεις, εφαρμόζει τη δικονομία που ισχύει σε χώρες που έχουν το ίδιο σύστημα διοικητικού δικαίου, όπως η Eλλάδα, (βλ. Georghiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 400 και Μαρία Σιμιλλή κ.ά (ανωτέρω)).
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 273, διαβάζουμε σχετικά τα ακόλουθα:
«Κατ' αρχήν η αίτησις ακυρώσεως πρέπει να ασκήται μεμονωμένως. Υφίστανται όμως και περιπτώσεις καθ' ας συγχωρείται η ένωσις πλειόνων αιτούντων εν τω αυτώ δικογράφω. Τούτο συμβαίνει οσάκις πάντες οι αιτούντες συνδέονται διά του δεσμού της ομοδικίας, ήτοι εκ της αυτής πράξεως της Δ/σεως, επί του αυτού νομικού και πραγματικού λόγου ερειδομένης, προσβάλλονται έννομα συμφέροντα αυτών, ουχί δ' οσάκις αυτοτελώς και αντιστοίχως εις ένα έκαστον των αιτούντων επέρχεται η προσβολή αύτη: 415, 416 (56).
.......................................................................................
Μη συντρεχούσης ομοδικίας η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις δεκτή ως προς τον πρώτον εκ των εν τη αιτήσει αναφερομένων αιτούντων: 252(33), 2129 (52), 1662 (56).»
Επίσης, σύμφωνα με το σύγγραμμα «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» του Π.Δ. Δαγτόγλου, τέταρτη Έκδοση, σελ. 347-348, όπου παρατίθενται και αναλυτικά παραδείγματα ενεργητικής ομοδικίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αναφέρονται τα εξής:
«Εντούτοις, οι νομολογία του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου δέχεται την άσκηση κοινού ένδικου βοηθήματος, εφόσον προβάλλονται στο δικόγραφο κοινοί για όλους τους αιτούντες λόγοι, στηριζόμενη στην αυτή νομική και πραγματική βάση. Έτσι μπορούν π.χ. εκλογείς του ίδιου δήμου να προσβάλλουν μαζί την ίδια απόφαση του δημοτικού συμβουλίου ή συνιδιοκτήτες ή συγκληρονόμοι ενός ακινήτου την πράξη κηρύξεώς του ως απαλλοτριωτέου, εφόσον όλοι προβάλλουν τους ίδιους λόγους ακυρώσεως. Δεν επιτρέπεται όμως ομοδικία κατά μιας πράξεως που αποτελείται ουσιαστικώς από περισσότερες με χωριστή νομική και πραγματική βάση, όπως π.χ. μιας πράξεως κηρύξεως πολλών ακινήτων ως απαλλοτριωτέων. Ούτε επιτρέπεται ομοδικία κατά πολλών πράξεων που απευθύνονται σε διάφορους αποδέκτες, αν και μπορούν οι αποδέκτες να προσβάλλουν από κοινού την κανονιστική πράξη της διοικήσεως, στην οποία στηρίχθηκαν οι ατομικές πράξεις.
.......................................................................................
Και στη διοικητική δίκη λοιπόν ενεργητική ομοδικία επιτρέπεται, όταν περισσότερα από ένα πρόσωπα έχουν παρόμοιο νομικό και πραγματικό σύνδεσμο με το επίδικο αντικείμενο.»
Η παλιότερη ελληνική νομολογία δεχόταν ως παραδεκτή κοινή προσφυγή δύο ή περισσότερων αιτητών, μόνο όταν στρεφόταν εναντίον της ίδιας διοικητικής πράξης και σε όση έκταση οι λόγοι ακύρωσης ήταν ταυτόσημοι.
Πολλές είναι οι περιπτώσεις παραδεκτής ομοδικίας αιτούντων και στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο γενικά έχει διευρύνει την έννοια της ομοδικίας. Δέχτηκε ότι υπάρχει ομοδικία και στην περίπτωση που περισσότεροι αιτητές με το ίδιο δικόγραφο προσβάλλουν περισσότερες αντίστοιχες πράξεις ή παραλείψεις για τους ίδιους λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι δηλαδή, στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση, (βλ. ΣτΕ 129/1987, 2603/1987, 1617/1988). Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την ΣτΕ 2566/02 στην οποία τα μέλη μιας οικογένειας παλιννοστούντων ομογενών ζητούσαν την ακύρωση της απόφασης ανάκλησης προηγούμενης απόφασης, υπογραμμένης με εντολή Νομάρχη, με την οποία είχε διαπιστωθεί η ελληνική ιθαγένεια τους:
«Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση αναλύεται σε περισσότερες τέσσερεις) ατομικές διοικητικές πράξεις, εκάστη των οποίων αφορά έναν έκαστο των αιτούντων. Παραδεκτώς, όμως, ομοδικούν εφόσον οι μεν ως άνω επιμέρους πράξεις ερείδονται επί του αυτού νομικού και πραγματικού λόγου, οι δε προβαλλόμενοι με την αίτηση ισχυρισμοί και λόγοι ακυρώσεως ερείδονται επί κοινής για όλους τους αιτούντες νομικής και πραγματικής βάσεως (βλ. ΣτΕ 2613/1982).»
Στην δική μας νομολογία πέραν από τη Σιμιλλή (ανωτέρω) που έθεσε τις αρχές που διέπουν το υπό εξέταση θέμα, υπάρχουν αρκετές αποφάσεις που απορρίπτουν την ομοδικία και συνάφεια, εφόσον δεν συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Διακρίνονται οι πιο κάτω αποφάσεις:
- Στην Associated Agencies Ltd (ανωτέρω) δέκα διαφορετικές εταιρείες ζήτησαν ακύρωση των αποφάσεων του Δήμου Λεμεσού να επιβάλει σε καθεμία από αυτές, με ειδοποίηση ίδιας ημερομηνίας, τέλη αποκομιδής σκυβάλων για τα υποστατικά των γραφείων τους. Εξετάστηκε μόνο η πρώτη στη σειρά και οι υπόλοιπες προσφυγές θεωρήθηκαν ως ανύπαρκτες διότι το Δικαστήριο εξέφρασε τη γνώμη ότι η διαδικασία καταχώρησης μιας κοινής προσφυγής από όλες τις εταιρείες ήταν λανθασμένη και ότι θα έπρεπε να καταχωρηθούν δέκα διαφορετικές προσφυγές, αφού η κάθε ειδοποίηση αποτελεί χωριστή διοικητική πράξη.
- Στην Μιχαηλίδης κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Παλαιχωρίου (2001) 3 ΑΑΔ 398 προσβλήθηκε η απόφαση του καθ' ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε με την ανάρτηση καταλόγων στους οποίους περιέχονταν οι «φορολογίες» που επέβαλε στους αιτητές. Επρόκειτο για (α) δικαιώματα για την άσκηση επαγγέλματος κτλ· (β) εισφορά για κοινοτικές υπηρεσίες· και (γ) τέλη σκυβάλων, βάσει των διατάξεων του τότε ισχύοντος Νόμου, ήτοι, του περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, Κεφ. 243 (όπως τροποποιήθηκε) και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 274/96). Το Εφετείο εντόπισε πρόβλημα στην ομοδικία, αφού δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις. Λέχθηκαν τα εξής:
«Ο συνήγορος των εφεσειόντων αντέτεινε σ΄ αυτό ότι η ομοδικία ήταν θεμιτή γιατί οι αιτητές προσέβαλλαν τη νομιμότητα μιας πράξης γενικής μορφής "έστω και αν αναλύεται σε δεκάδες ατομικές". Παρατηρούμε κατ΄ αρχάς πως με την προσφυγή ετίθετο και ζήτημα αναφορικά με το ύψος των αντίστοιχων επιβληθέντων ποσών αφού, κατά τους εφεσείοντες, οι επιβληθείσες φορολογίες ήταν αυθαίρετες, υπερβολικές και άδικες. Αλλά και να μην ετίθετο ζήτημα για τα επί μέρους, τα οποία αφορούσαν στον καθένα ξεχωριστά, δεν θα μας ήταν δυνατό να δεχθούμε την άποψη πως υπήρχε, πέραν των αντίστοιχων ατομικών πράξεων για τα επί μέρους, και μια άλλη, εκείνη από την οποία προήλθαν, ως γενική και αυτοτελής πράξη η οποία θα μπορούσε να προσβληθεί ανεξάρτητα από τις διάφορες ατομικές.»
Ωστόσο, υπάρχει και αριθμός αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες έγινε δεκτή η ομοδικία αιτητών που προσέβαλλαν πολλές αυτοτελείς διοικητικές πράξεις:
- Στην Κυριάκος Παπακυριακού κ.α. ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Αμυνας (1994) 4 ΑΑΔ 648 έγινε δεκτή κατά την διευρυμένη έννοια της ομοδικίας, η προσφυγή 80 αξιωματικών, κατά αυτοτελών ατομικών διοικητικών αποφάσεων, με την οποία ζητούσαν την ακύρωση του μέρους της «απόφασης που κοινοποιήθηκε με έγγραφο του Αρχηγού του Στρατού όπως οι προαγόμενοι από 1/09/90 αξιωματικοί γραφτούν στην επετηρίδα.μετά τους τώρα υπηρετούντες ομοιόβαθμους τους, μέχρι εκδόσεως της νέας επετηρίδας». Το δικαστήριο είπε τα εξής:
«Με την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας στις Υποθέσεις Αρ. 129/1987, 2603/1987, 1617/1988, η έννοια της ομοδικίας έχει διευρυνθεί. Υπάρχει ομοδικία και στην περίπτωση που περισσότεροι αιτητές, με το ίδιο δικόγραφο, προσβάλλουν περισσότερες αντίστοιχες αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις, για λόγους ακυρώσεως οι οποίοι στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση.
Εάν δεν υπάρχει ο δεσμός της ομοδικίας, αλλά απλή σώρευση αιτήσεων ακυρώσεως από μέρους πολλών αιτητών στην ίδια προσφυγή, η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνο για τον πρώτο και είναι απαράδεκτη για τους άλλους αιτητές - (βλ. Απόφαση Σ.Ε. 3321/91).
Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση υπέβαλε ότι δεν είναι επιτρεπτή η συνένωση των 50 αιτητών στην παρούσα προσφυγή, γιατί η κατάταξη των Αξιωματικών στην Επετηρίδα γίνεται με βάση τα συναφή ατομικά στοιχεία του κάθε Αξιωματικού, έχει το χαρακτήρα χωριστής διοικητικής απόφασης και, παρόλο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση φαίνεται ως ενιαία, στην ουσία πρόκειται για πολλές αυτοτελείς αποφάσεις.
Το Δικαστήριο είναι σύμφωνο ότι με την προσφυγή προσβάλλονται αυτοτελείς ατομικές διοικητικές αποφάσεις.
Οι αιτητές προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως, που στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση.
Με βάση την πιο πάνω νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία το Δικαστήριο τούτο υιοθετεί και εφαρμόζει, υπάρχει ομοδικία και, ως εκ τούτου, η προσφυγή είναι παραδεκτή.»
- Στην Κοινότητα Πυργών μέσω κοινοτάρχη και Χωρητικής αρχής Πυργών και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 3498 έγινε δεκτή η ενεργητική νομιμοποίηση και ομοδικία της Χωρητικής Αρχής, των οργανώσεων, σωματείων και επιτροπών της κοινότητας, περιλαμβανόμενης της Περιβαλλοντικής Κίνησης Πύργων, που προσέφυγαν εναντίον της απόφασης του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας να παραχωρήσει άδεια για την εγκατάσταση και λειτουργία λατομείου στην περιοχή τους.
(βλ. επίσης Μαρία Χριστοδούλου Ευθυμίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 668/08, ημερομηνίας 7.6.2010 και Βιολάρης κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγρού (1992) 4 ΑΑΔ 1456).
Επανερχόμενη στην επίδικη περίπτωση, παρόλο που δεν είναι σαφές από το αιτητικό της προσφυγής ποιές ακριβώς είναι οι αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, με τις οποίες οι καθ' ων η αίτηση «διέταξαν» τον καθένα από τους αιτητές να αφυπηρετήσει σε συγκεκριμένη ημερομηνία (βλ. αντίστοιχες επιστολές που επισυνάπτονται ως Παραρτήματα Α, Β, Γ και Δ στην ένσταση), είναι φανερό από την επιχειρηματολογία του δικηγόρου των αιτητών ότι προσβάλλεται η ημερομηνία αφυπηρέτησης των αιτητών όπως αυτή οριστικοποιήθηκε με το Νόμο που τέθηκε σε εφαρμογή την 1.1.2013 και την ερμηνευτική επιστολή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ημερομηνίας 28.12.2012 (Παράρτημα Στ) που αφορούσε στην ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των μελών της Αστυνομίας που κατά την ημερομηνία που ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ, βρίσκονταν σε προαφυπηρετική άδεια, όπως οι αιτητές. Αναφερόμενος δε στη γραπτή του αγόρευση στην εφαρμογή από τους καθ' ων η αίτηση μιας πολιτικής και/ή τακτικής, ο συνήγορος των αιτητών δεν διευκρινίζει σε τι αναφέρεται, αλλά καθώς συμπεραίνω αναφέρεται στην εφαρμογή της εν λόγω εγκύκλιου/επιστολής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ως προς την ερμηνεία των προνοιών του άρθρου 9(2) του Νόμου.
Εν προκειμένω λοιπόν, θεωρώ ότι έστω και αν η ημερομηνία αφυπηρέτησης του κάθε αιτητή ήταν διαφορετική, αυτό που ουσιαστικά προσβάλλεται είναι η εφαρμογή συγκεκριμένης νομοθεσίας και απόφασης για το γενικότερο χειρισμό των αστυνομικών που βρίσκονταν σε προαφυπηρετική άδεια κατά την 1.1.2013. Δεν έγινε εδώ οποιαδήποτε αυτοτελής και ξεχωριστή εξέταση για καθένα από τους αιτητές που να οδηγούσε σε πράξεις απρόσβλητες με κοινό δικόγραφο, αλλά, αντιθέτως, τα πραγματικά και νομικά κριτήρια έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων είναι ακριβώς τα ίδια. Τόσο το αιτιολογικό, όσο και το αντικείμενο των αποφάσεων ταυτίζονται.
Η παρούσα διαφοροποιείται από τη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι καθ' ων η αίτηση. Στις υποθέσεις εκείνες προσβάλλονταν με το ίδιο δικόγραφο αποφάσεις μη συναφείς μεταξύ τους, οι οποίες διαφοροποιούνταν λόγω ιδιαίτερων πραγματικών κριτηρίων του κάθε αιτητή, είχαν εξεταστεί από τη Διοίκηση διαφορετικά και σε κάθε περίπτωση η προσβαλλόμενη πράξη είχε στηριχθεί σε διαφορετικές πρόνοιες και σκεπτικό. Σε αντίθεση με την προκειμένη περίπτωση στην οποία κρίνω ότι δεν έχει τεθεί τίποτα ενώπιον μου που να εμποδίζει την ομοδικία των αιτητών, χάριν μάλιστα εξοικονόμησης δικαστικού χρόνου και εξόδων.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προδικαστική ένσταση αποτυγχάνει.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή στο τέλος.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου