ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D274
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 754/2012)
21 Απριλίου, 2015
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΝΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Η ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Αιτητής παρών.
Μ. Κοτσώνη, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής αξιοί από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:
«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση στην επιστολή τους με ημερ. 26/1/2012 ΠΑΡ. 1 η οποία φέρει ως τίτλο Προσφυγή αρ. 1779/2009 και ελήφθη 1/3/2012 και πληροφορείται ο Αιτητής ότι ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων προχώρησε στην έκδοση απόφασης για τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας από 1/5/2009 καθώς δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η Νομοθεσία για να καταστεί Αιτητής δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας, ενώ ο Αιτητής ήτο δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας εγκριμένος από 13/10/2000 για ποσοστό 100% ΠΑΡ. 6 και υπογραμμένο από τον ίδιο διευθυντή και στη βάση τα κριτήρια που ισχύουν για όλους τους πολίτες και αρνούμενοι να εφαρμόσουν την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δείχνοντας ασέβεια και απάθεια και περιφρόνηση αντί σεβασμό στις αποφάσεις είναι άκυρη, παράνομη, αντιδεοντολογική, εκδικητική, αντισυνταγματική, καθ΄ υπέρβαση εξουσίας εστερημένη έννομου αποτελέσματος και νομικά εσφαλμένη και συνιστά άνιση μεταχείριση των πολιτών και περιφρόνηση της απόφασης του Δικαστηρίου.»
Η παρούσα προσφυγή αποτελεί συνέχεια της προσφυγής αρ. 1779/2009 μεταξύ των ιδίων διαδίκων, από την απόφαση της οποίας καταγράφονται και τα γεγονότα.
Στις 9.7.2008 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας δηλώνοντας ως διεύθυνση του Τ.Θ. 22880, 1524 Λευκωσία. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις Ιατρικές Εκθέσεις που προσκόμισε ο Αιτητής από θεράποντες ιατρούς του, ενέκριναν την αίτηση του για σύνταξη σε ποσοστό 100% ανικανότητας. Ο Αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερ. 10.9.2008.
Στις 31.10.2008 το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στο εξής «το Υπουργείο», παρέλαβε επιστολή από τον Αιτητή ημερ. 3.10.2008, με την οποία ζητούσε όπως η σύνταξη ανικανότητας που του έχει εγκριθεί, του καταβληθεί αναδρομικά, με βάση προηγούμενη αίτησή του το 2005, η οποία είχε απορριφθεί από τις Υπηρεσίες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αιτητής είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο (προσφυγή 804/06), εναντίον της απορριπτικής απόφασης των Υπηρεσιών και η προσφυγή του απορρίφθηκε στις 30.5.2008.
Ενώ εξεταζόταν το πιο πάνω αίτημα, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων δέχθηκαν πολλαπλές καταγγελίες, ότι οι Ιατρικές Εκθέσεις που προσκόμισε ο Αιτητής στην αρχική του αίτηση, ήταν πλαστές. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων με αναφορά στην αρχική αίτηση του Αιτητή ημερ. 9.7.2008, με επιστολή τους ημερ. 23.10.2008 ζήτησαν από τον Αιτητή να προσκομίσει Ιατρικές Εκθέσεις «από Οφθαλμίατρο καθώς και από Ογκολόγο ή Χειρούργο για τον CA προστάτη», με σκοπό την παραπομπή του Αιτητή σε Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών.
Ο Αιτητής με επιστολή του ημερ. 29.10.2008, συνδέοντας το αίτημα των Υπηρεσιών με την αίτηση του ημερ. 30.10.2008, για παραχώρηση αναδρομικού επιδόματος (αντί με την αρχική του αίτηση ημερ. 9.7.2008, στην οποία έκαμναν αναφορά οι Καθ' ων η αίτηση), ζήτησε να πληροφορηθεί τους λόγους για τον οποίους ήταν αναγκαίο να σταλούν νέα ιατρικά πιστοποιητικά, αφού η κατάσταση της υγείας του είχε διαπιστωθεί με την επιστολή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 23.10.2008.
Σημειώνεται επίσης, ότι η Πρεσβεία της Κύπρου στο Τελ Αβίβ, με επιστολή της ημερ. 19.12.2008 προς τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων Εξωτερικών, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Υγείας, κατήγγειλε τον Αιτητή ότι με απειλές προσπάθησε να εξαναγκάσει υπαλλήλους της Πρεσβείας, να πιστοποιήσουν Ιατρικά Πιστοποιητικά που εκδόθηκαν από Ισραηλίτη ιατρό. Επίσης, κατάγγειλε τον εν λόγω ιατρό, ο οποίος έναντι αμοιβής πιστοποιεί οτιδήποτε του ζητηθεί. Στην περίπτωση του Αιτητή, ο εν λόγω Ιατρός πιστοποίησε τόσο το 2005 όσο και το 2008, ότι ο ασθενής βρισκόταν στο τελικό στάδιο καρκίνου.
Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή της ημερ. 28.1.2009, απάντησε στις δύο προαναφερθείσες επιστολές του Αιτητή με ημερ. 3.10.2008 και 29.10.2008, αναφορικά με την αναδρομική πληρωμή Σύνταξης Ανικανότητας, εξηγώντας τους λόγους που αυτό δεν έγινε κατορθωτό να ικανοποιηθεί. Περαιτέρω, τον πληροφορούσε για τις καταγγελίες που είχε το Υπουργείο, ότι ο ίδιος πλαστογράφησε τα ιατρικά πιστοποιητικά που παρουσίασε στο Ιατροσυμβούλιο το 2008. Εξηγήθηκε στον Αιτητή ότι ήταν προς το συμφέρον του να προσκομίσει τα ιατρικά πιστοποιητικά που του ζητήθηκαν, διαφορετικά θα αναστελλόταν η περαιτέρω πληρωμή σύνταξης ανικανότητας. Ο Αιτητής, ενώ με την επιστολή του ημερ. 5.2.2009 απάντησε στον Υπουργό, όχι μόνο δεν προσκόμισε τις Ιατρικές Εκθέσεις που του ζητήθηκαν, αλλά ζήτησε να του παραχωρηθεί αντίγραφο των Ιατρικών Εκθέσεων, τις οποίες ο ίδιος είχε προσκομίσει στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και για τις οποίες οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων είχαν λάβει καταγγελίες αναφορικά με την γνησιότητά τους.
Ακολούθως, οι Υπηρεσίες μετά τις διατυπωθείσες καταγγελίες και με σκοπό την άμεση διερεύνηση της γνησιότητας της περίπτωσης του Αιτητή, τον κάλεσαν για εξέταση από Νευρολόγο Ιατρό στις 24.4.2009. Η συγκεκριμένη ειδικότητα επιλέχθηκε κατόπιν σχετικής συμβουλής της Ιατρικής Συμβούλου των Υπηρεσιών και σύμφωνα με τα Ιατρικά πιστοποιητικά που είχε προσκομίσει ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησης του για σύνταξη ανικανότητας.
Στις 24.4.2009 ο Αιτητής εξετάστηκε από Νευρολόγο Ιατρό στην παρουσία Βοηθού Ασφαλιστικού Λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ο Νευρολόγος Ιατρός που εξέτασε τον Aιτητή ανέφερε στην Έκθεσή του ότι:-
«Ο ασθενής αρνείτο επίμονα να απαντήσει οποιαδήποτε ερώτηση μου σχετικά με την υγεία του. Στην προσπάθεια μου να τον εξετάσω παρουσίαζε πλήρη αδυναμία όλων των άκρων και κρατούσε τα μάτια του κλειστά. Όταν έγινε προσπάθεια νευροφυσιολογικού ελέγχου για να διαπιστωθεί αν πράγματι είχε τετραπληγία, προτού καν αρχίσω ξαφνικά έβγαλε όλα τα ηλεκτρόδια, παρουσίασε πλήρη κίνηση με φυσιολογική δύναμη των άκρων και άρχισε να φωνάζει άναρθρες κραυγές. Βγαίνοντας από το δωμάτιο έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο και κοίταζε την οθόνη.
Από την εξέταση αυτή, παρά την έλλειψη οποιασδήποτε συνεργασίας, διαπίστωσα ότι η δύναμη των άκρων του ήταν φυσιολογική όταν αντέδρασε βίαια στην προσπάθεια για νευροφυσιολογικό έλεγχο.»
Διάγνωση: Δεν διαπίστωσα νευρολογικό πρόβλημα. Πλήρης έλειψη συνεργασίας.»
Με βάση την πιο πάνω γνωμάτευση του Νευρολόγου Ιατρού, τα στοιχεία και καταγγελίες από την Πρεσβεία της Κύπρου στο Ισραήλ που αμφισβητούσαν την γνησιότητα της περίπτωσης του Αιτητή, της έλλειψης συνεργασίας από τον ίδιο, ο οποίος αρνείτο να προσκομίσει νέες Ιατρικές Εκθέσεις που να αποδεικνύουν ότι θα παρέμενε μόνιμα ανίκανος για εργασία, όπως προϋποθέτει το άρθρο 38(1)(β), οι Υπηρεσίες προχώρησαν στον τερματισμό της σύνταξης του Αιτητή από 1.5.2009. Ο Αιτητής ενημερώθηκε για την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή ημερ. 28.5.2009.
Στο μεταξύ ο Αιτητής προέβη σε καταγγελίες για τον τρόπο που ο Νευρολόγος Ιατρός τον εξέτασε, για τις οποίες διεξήχθη έρευνα και εξεδόθη σχετικό πόρισμα. Το Υπουργείο, με επιστολή του ημερ. 12.8.2009 ενημέρωσε τον Αιτητή για το πόρισμα και του διευκρίνισε για άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας, ότι η κλήση σε νέο Ιατροσυμβούλιο γίνεται στα πλαίσια περιοδικών ελέγχων που διενεργούνται, για λήπτες σύνταξης ανικανότητας, στα πλαίσια επανεξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 38(3) του Νόμου και ότι σ' αυτή την προσπάθεια εντάσσεται η συστημένη επιστολή που του στάληκε από 20.7.2009 με την οποία ο Αιτητής καλείτο να προσέλθει εκ νέου σε εξέταση από Ιατροσυμβούλιο. Η σχετική επιστολή, αποστάληκε διπλοσυστημένη στη διεύθυνση την οποία ο Αιτητής είχε δηλώσει στην αίτησή του, ενώ ενημερώθηκε και τηλεφωνικώς. Σημειώνεται ότι η επιστολή επιστράφηκε στις Υπηρεσίες, καθώς ο Αιτητής δεν ανταποκρίθηκε στην σχετική ειδοποίηση και δεν ζήτησε τη διπλοσυστημένη επιστολή που του είχε σταλεί. Τελικά ο Αιτητής δεν προσήλθε κατά την ορισθείσα ημερομηνία και ούτε προσκόμισε τις ιατρικές εκθέσεις και άλλα στοιχεία που του ζητήθηκαν.»
Το Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 2.12.11 δικαίωσε τον αιτητή και ακύρωσε την απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση ημερ. 28.5.09 με την οποία τερμάτισαν την παραχώρηση σύνταξης ανικανότητας του αιτητή από 1.5.09.
Οι καθ΄ ων η αίτηση επανεξέτασαν την υπόθεση του αιτητή και με επιστολή ημερ. 26.1.12 του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων προχώρησαν εκ νέου σε τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας του από 1.5.2009. Το περιεχόμενο της επιστολής έχει ως ακολούθως:
«Αναφέρομαι στην ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 1779/2009 με ημερομηνία 2/12/2001 και επιθυμώ να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:
Υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ακυρώσει την απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 28/5/2009 για τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας σας από 1/5/2009 και στα πλαίσια συμμόρφωσης με την εν λόγω απόφαση, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων επανεξέτασε την υπόθεση σας με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων του 1980 (άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010), σύνταξη ανικανότητας καταβάλλεται σε ασφαλισμένους μισθωτούς ή αυτοτελώς εργαζόμενους που ικανοποιούν τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις και έχουν απώλεια της δυνατότητας τους να κερδίζουν από εργασία που εύλογα αναμένεται να εκτελούν σύμφωνα με τις δυνάμεις, δεξιότητες και τη μόρφωση τους σε βαθμό τουλάχιστον 66 2/3%.
Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μεταξύ άλλων έλαβε υπόψη ότι στη δική σας περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 38(3) του εν λόγω Νόμου (άρθρο 40(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010), κληθήκατε σε ιατρική εξέταση από Ειδικό Νευρολόγο Ιατρό των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις 24/4/2009, ο οποίος σας εξέτασε με βάση το άρθρο 67 του εν λόγω Νόμου (άρθρο 71 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων του 2010) και τους σχετικούς Κανονισμούς και ότι κατά την κλινική εξέταση που διενήργησε ο εν λόγω Ειδικός Νευρολόγος Ιατρός διαπιστώθηκε πλήρης κίνηση με φυσιολογικές δυνάμεις των άκρων, ενώ δεν διαπιστώθηκε οποιοδήποτε νευρολογικό πρόβλημα. Ως εκ τούτου, ο Ειδικός Νευρολόγος Ιατρός που σας εξέτασε γνωμάτευσε ότι ήσασταν ικανός για κανονική εργασία.
Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, συνεκτιμώντας τα πιο πάνω μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου σας κατά τον ουσιώδη χρόνο, υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Ειδικού Νευρολόγου Ιατρού και προχώρησε στην έκδοση απόφασης για τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας σας από 1/5/2009 καθώς δεν πληρείτε τις προϋποθέσεις που θέτει η Νομοθεσία για να καταστεί αιτητής δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας.
Σε περίπτωση που δεν σας ικανοποιεί η απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχετε δικαίωμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Νομοθεσίας όπως εντός δεκαπέντε ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης, να αποταθείτε γραπτώς στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με Ιεραρχική Προσφυγή ή να προσφύγετε στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός εβδομήντα πέντε ημερών.»
Με την παρούσα προσφυγή ως γίνεται αντιληπτό επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης ημερ. 26.1.12.
Στις 6.4.15 ότε η προσφυγή ήτο ορισμένη η ευπαίδευτη συνήγορος διά τους καθ΄ ων η αίτηση δήλωσε στο Δικαστήριο ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ανεκλήθη. Περαιτέρω παρουσίασε στο Δικαστήριο επιστολή του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 3.4.15, Τεκμ. Α, που απευθύνεται προς τον αιτητή με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Κύριε,
Με την παρούσα επιστολή μας σας ενημερώνουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 26.1.12 έχει ανακληθεί λόγω μη ορθής συγκρότησης του αρμόδιου συμβουλευτικού Διοικητικού οργάνου.»
Με επιμονή του αιτητή η ακρόαση της αιτήσεως συνεχίστηκε διότι όπως ανέφερε οι καθ΄ ων η αίτηση και συνήγοροί του τον ταλαιπώρησαν δι΄ επτά έτη, δεν τους έχει εμπιστοσύνη και πιστεύει ότι θα επαναλάβουν την ίδια συμπεριφορά προκειμένου και πάλι να τον καθυστερήσουν και ταλαιπωρήσουν.
Αντίθετη ήταν η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση η οποία εισηγήθηκε ότι εν όψει της ανάκλησης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης η προσφυγή θα πρέπει ν΄ αποσυρθεί και/ή απορριφθεί.
Εχόντων των γεγονότων ως άνω εγείρεται θέμα κατά πόσο η προσφυγή έχει απωλέσει το αντικείμενό της. Στην απόφασή μου στην υπόθεση 1666/11 ημερ. 15.7.13 εξετάζοντας παρόμοιο θέμα ανέφερα τα ακόλουθα:
Το θέμα μπορεί να εξετασθεί από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα, ως θέμα δημόσιας τάξης. Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 643 αναφέρονται τ' ακόλουθα σχετικά:
«Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η δίκη καταργείται για διάφορούς λόγους στους οποίους περιλαμβάνεται η έλλειψη αντικειμένου. Κατά κανόνα η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώρηση και πριν την εκδίκασή της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της, όπως π.χ. η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της, η σιωπηρά ανάκλησή της η οποία εξυπακούεται από νέα πράξη του ίδιου οργάνου που ρυθμίζει το ίδιο θέμα και η πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή. Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη καταργείται γιατί η συνέχισή της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Στην περίπτωση όμως που έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται. Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν ήδη προκύψει σ' αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για τη συνέχιση της δίκης.»
(Βλέπε επίσης: Irrigation Division Katzilos v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1068. Salem v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 453, Τσάτσος, «Αίτηση Ακυρώσεως» 3η έκδοση, σελ. 372, Wahad v. Δημοκρατίας κ.α. (2006) 3 ΑΑΔ 622, Hossain v. Δημοκρατίας, υποθ. 372/09 ημερ. 22/9/11 και Stoyanov v. Δημοκρατίας κ.α. Υποθ. 1406/11, ημερ. 31/5/12).
Σύμφωνα με το σύγγραμμα Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 12η έκδοση, Τόμος Ι, σελ. 85, παραγρ. 457, διαφοροποιήσεις που επέρχονται στην εξέλιξη των γεγονότων δυνατόν να έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση του έννομου συμφέροντος είτε για υποκειμενικούς είτε για αντικειμενικούς λόγους. Επίσης ότι όπου η μεταβολή στα αντικειμενικά δεδομένα επέρχεται μεταγενέστερα της καταθέσεως της προσφυγής τότε «... η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου».
Στην Maghdesian v. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 437 κρίθηκε ότι τόσο η προσφυγή όσο και η έφεση ήταν ουσιαστικά άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι τα δυο παιδιά του εφεσείοντα ενηλικιώθηκαν μέχρι την ακρόαση αίτησης του στο Οικογενειακό Εφετείο γι' επικοινωνία μαζί τους. Το παράπονο του ήταν η άρνηση παραχώρησης σ' αυτόν άδειας ολιγοήμερης παραμονής στην Κύπρο για υποστήριξη της άνω αίτησης του, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση..
........................................................................
«Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι ήδη έχουν προκύψει σε αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για τη συνέχιση της δίκης.»
Η απόδειξη αυτών των ενδεχομένων ζημιογόνων συνεπειών δεν θα αφεθεί βεβαίως να εξεταστεί κατά το στάδιο θεμελίωσης αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, όπου είναι πλέον αναγκαία η προσκόμιση σχετικής και ικανής μαρτυρίας ως προς αυτές, (Γεωργία Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 884/09, ημερ. 30.11.2010). Για να δυνηθεί ο αιτητής να καταφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα πρέπει προηγουμένως να πετύχει την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Αλλά για να το επιτύχει αυτό στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί ή αλλοιωθεί λόγω κατάργησης ή ανάκλησης της διοικητικής πράξης, θα πρέπει να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η εκδίκαση της προσφυγής δεν συνεχίζεται επί ματαίω, αλλά λόγω του ότι έχουν όντως προκύψει τέτοιες ζημιογόνες συνέπειες, οι οποίες έστω και εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζονται υπαρκτές και δεδομένες. Και αυτό εναπόκειται στον αιτητή να το δείξει με κατάλληλη και ανάλογη αναφορά σε δεδομένα και στοιχεία υποστηρικτικά της θέσης του. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι θεωρητική, αλλά πραγματική. Το κατάλοιπο της συνέπειας της έκδοσης της διοικητικής πράξης είναι αναγκαίο να διαφανεί ως παράγωγο δυσμενών αποτελεσμάτων στο διοικούμενο, έστω και εκ πρώτης όψεως, (Αφρόκηπος Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281, και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 242-243). Εφόσον εκ πρώτης όψεως διαφανεί αυτή η συνέπεια, τότε η έκταση της ζημιάς αποφασίζεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Όπως και στην απόφαση Παναγιώτη Θεοδουλίδη ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 1717/2009, ημερ. 28.9.2010, ο εδώ αιτητής ουδέν συγκεκριμένο ανέφερε ή κατέγραψε στην προσφυγή του που να οριοθετεί ευλόγως τα όσα ο συνήγορος του εισηγήθηκε περί ύπαρξης ζημιογόνων συνεπειών. Είναι βεβαίως δεδομένο ότι η ανάκληση έγινε διαρκούσης της εκκρεμοδικίας της προσφυγής έτσι ώστε τα κατ' ισχυρισμόν ζημιογόνα αποτελέσματα να αναφέρονται στην απαντητική αγόρευση...»
Αναμφίβολα εις τα περιστατικά της παρούσης υπόθεσης οποιαδήποτε παράγωγα δυσμενών αποτελεσμάτων στον αιτητή έχουν ως πυρήνα την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 28.5.09 η οποία ακυρώθηκε από τα Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 1779/2009 με την απόφασή του ημερ. 2.12.11. Σύμφωνα με τον αιτητή αυτός καταχώρησε, ως αποτέλεσμα της άνω απόφασης, την αγωγή αρ. 89/2012 «για διεκδίκηση των δικαιωμάτων του», βλ. παράγραφο 7 των γεγονότων της αίτησής του. Με την ανάκληση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ημερ. 26.1.12 η εκδίκαση της άνω αγωγής θα δώσει τη δυνατότητα στον αιτητή να διεκδικήσει οποιεσδήποτε ζημιογόνες συνέπειες είχε από 1.5.2009, ως αποτέλεσμα της απόφασης ημερ. 2.12.11 (ανωτέρω). Συνεπώς η συνέχιση εκδίκασης της παρούσας προσφυγής θα είναι μάταιη.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Ουδεμία διαταγή δι΄ έξοδα εκδίδεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΦ.