ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-04-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο MAΡΙΟΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1384/2011, 24/4/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D283

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υπόθεση Αρ. 1384/2011)

                                                           

   24 Απριλίου, 2015

                                    

[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

                                     MAΡΙΟΣ  ΗΡΟΔΟΤΟΥ

                                                                                     Αιτητής,

KAI

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.     ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ

     ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

2.     ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΕΡΓΑΣΙΑΣ  ΚΑΙ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ

ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

                                                                       Καθ' ων η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή.

Ζ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους  Καθ' ων η

 Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 25.8.2011, με την οποία τερματίστηκε η σύνταξη ανικανότητάς του και του ζητήθηκε η επιστροφή του ποσού των €15,238.69, ως αντικανονικά καταβληθέντος.

 

Ο αιτητής, είχε υποβάλει αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 3.7.2003, επικαλούμενος "Μυασθένεια Gravis". Σύμφωνα με τα στοιχεία της αίτησής του, απασχολείτο τότε ως οικοδόμος στην εταιρεία MCH Construction Company Ltd ("η MCH Construction") και με βάση τη διάγνωση του θεράποντος ιατρού του, ήταν πλέον ικανός μόνο για ελαφρά, μη χειρωνακτική εργασία.

 

Πάνω στη βάση έκθεσης του Ιατρικού Συμβουλίου που εξέτασε τον αιτητή στις 9.2.2004 εγκρίθηκε στις 28.5.2004 η καταβολή σ' αυτόν σύνταξης ανικανότητας για ποσοστό 75%, από 1.8.2003.

 

Το ποσό της εγκριθείσας σύνταξης ανερχόταν σε £166,71 μηνιαίως, συμπεριλαμβανομένου ενός ποσού £44,05 ως αύξηση για δύο εξαρτώμενα.

 

Στις 30.12.2010, ο αιτητής υπέβαλε στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων αίτηση για επίδομα ασθενείας, δηλώνοντας ως επάγγελμα στα "Στοιχεία Απασχόλησης", ότι ήταν μισθωτός, εργολάβος οικοδομών στην  MCH Construction.

 

Κατά την έρευνα απασχόλησης που ακολούθησε, διεφάνη ότι ο αιτητής εργοδοτείτο στην MCH Construction, της οποίας ήταν και Διευθυντής από το 2008, ασκώντας γραφειακά καθήκοντα και είχε, με βάση τις φορολογικές δηλώσεις του, ακαθάριστες απολαβές ύψους €18.000 για το 2008, €19.500 για το 2009 και €19.500 για το 2010.

 

Ο ίδιος ο αιτητής, σε κατάθεσή του στις 10.6.2011 ενώπιον του Επαρχιακού Λειτουργού των καθ' ων η αίτηση, δήλωσε ότι τα καθήκοντά του στην MCH Construction ήταν να πηγαίνει στην Τράπεζα, γραφειακή δουλειά, π.χ. κοινωνικές ασφαλίσεις, παραγγελίες προϊόντων, επιθεώρηση εργασίας, ότι εργαζόταν συνολικά 3-4 ώρες την ημέρα  και ότι ο μισθός που έπαιρνε κάθε μήνα ήταν €1.200.

 

Ως αποτέλεσμα, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφού έλαβαν υπόψη στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας αναφορικά με τον μέσο μηνιαίο μισθό ενός υγιούς εργαζομένου της ίδιας κατηγορίας και  το άρθρο 40(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν.59(Ι)/2010), το οποίο καθορίζει την έννοια του όρου «ανίκανος προς εργασία», προχώρησαν στον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας του αιτητή, γιατί τα εισοδήματά του από την εργασία του (μηνιαίος μισθός €1.200) ήταν υψηλότερα από το 1/3 των αντίστοιχων εισοδημάτων ενός υγιούς ατόμου της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας και μόρφωσης.

 

Η σύνταξη τερματίστηκε αναδρομικά από 1.1.2008, επειδή όπως διαπιστώθηκε, η MCH Construction κατέβαλλε εισφορές Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με βάση χαμηλότερες αποδοχές από αυτές που δηλώνονταν από τον αιτητή στις φορολογικές δηλώσεις του.

 

Ως εκ τούτου, ο αιτητής κλήθηκε να επιστρέψει το ποσό των €15.238,69, το οποίο του είχε καταβληθεί αντικανονικά για την περίοδο 1.1.2008 - 31.7.2011.

 

Η σχετική απόφαση, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 25.8.2011.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης, τα άρθρα 51 και 53 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) και το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασής του και ότι η αιτιολογία της είναι πεπλανημένη και παράνομη.

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι δεν ήταν επιτρεπτό για τη διοίκηση να απαιτήσει την επανάκτηση, μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, του ποσού των €15,238.69, που του είχε καταβληθεί ως Σύνταξη Ανικανότητας και το οποίο έλαβε καλόπιστα, και ότι η συγκεκριμένη απόφαση των καθ' ων η αίτηση παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης. Προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας του, ο αιτητής επικαλείται τις πρωτόδικες αποφάσεις Ψαθά v. Δημοκρατίας  (2000) 4(Α) ΑΑΔ 82, Tσικουρής v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3(ΣΤ) ΑΑΔ 4419 και Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (1991) 4(Γ) ΑΑΔ 2296.

 

Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση απαντά ότι ο τερματισμός της καταβολής της σύνταξης ανικανότητας στον αιτητή ήταν απόρροια των ευρημάτων των περιοδικών ελέγχων της απασχόλησής του, και των σχετικών στοιχείων που ο ίδιος συμπεριλάμβανε στις ετήσιες φορολογικές δηλώσεις του σε συνάρτηση με το μέσο μηνιαίο μισθό ενός υγιούς εργαζόμενου της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας, και τα οποία οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν απώλεσε τα 2/3 του αντίστοιχου εισοδήματος ενός υγιούς εργαζομένου και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ανίκανος για εργασία, μέσα στα πλαίσια του σχετικού νομοθετικού ορισμού. Επιπρόσθετα, επισημαίνουν ότι η καταβολή σύνταξης ανικανότητας στον αιτητή δε δικαιολογείτο από τη στιγμή που είχε κριθεί από το Ιατρικό Συμβούλιο ως ικανός για εργασία μη χειρωνακτικής φύσεως, όπως ήταν και το είδος της εργασίας που διαπιστωμένα ασκούσε στην ΜCH Construction, και ότι ο εξεταστής απαιτήσεων είχε με βάση το Νόμο τη δυνατότητα αναθεώρησης μιας απόφασής του, εφόσον αυτή, είτε εκδόθηκε κάτω από συνθήκες πλάνης ή άγνοιας ουσιώδους γεγονότος, είτε επειδή στο μεταξύ επήλθε μεταβολή των περιστάσεων μιας περίπτωσης.

 

Προς τεκμηρίωση των θέσεών τους, οι καθ' ων η αίτηση παραπέμπουν στις αποφάσεις Σωτήρης Νικολάου v. Kυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1186/2008, ημερομηνίας 2.12.2010 και Βίκτωρας Τουμάζου, Υπόθεση Αρ. 1218/2010, ημερομηνίας 4.10.2012.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 40(5) του Ν. 59(Ι)/2010:

 

«Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «ανίκανος προς εργασία», θεωρείται ο ασφαλισμένος, όταν λόγω ειδικής ασθένειας ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, η οποία άρχισε ή επιδεινώθηκε ουσιωδώς μετά την ασφάλιση του, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία την οποίαν εύλογα αναμένεται να εκτελεί, λαμβανομένων υπόψη των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μόρφωσης και της συνήθους επαγγελματικής απασχόλησης του, πέραν από το ένα τρίτο ή, εάν πρόκειται για πρόσωπο ηλικίας μεταξύ (60) και εξήντα τριών (63) ετών, πέραν από το ένα δεύτερο του ποσού, το οποίο κερδίζει συνήθως στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιές πρόσωπο της ίδιας μόρφωσης».

 

Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής είχε κριθεί από το Ιατρικό Συμβούλιο ως ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου, αλλά ως ικανός για μη χειρωνακτική εργασία, και ήταν με βάση αυτό το πόρισμα που του είχε παραχωρηθεί η Σύνταξη Ανικανότητας.

 

Αργότερα, μέσα στα πλαίσια διερεύνησης της απασχόλησης του αιτητή, διαπιστώθηκε ότι αυτός απασχολείτο με συγκεκριμένα γραφειακά καθήκοντα για 4-5 ώρες ημερησίως στην MCH Construction Ltd και ότι το μηνιαίο εισόδημα του, από την συγκεκριμένη εργασία,  ανερχόταν περίπου στα €1.200, ποσό  που, σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν από το Τμήμα Στατιστικής, ήταν περισσότερο του 1/3 του αντίστοιχου μέσου μηνιαίου μισθού ενός υγιούς εργαζόμενου της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας. Δεν υπήρχε δηλαδή μείωση του εισοδήματος του κατά τα 2/3, όριο που δικαιολογεί την παροχή σύνταξης ανικανότητας.

 

Επομένως, με βάση το άρθρο 40(5) πιο πάνω, ο αιτητής δεν ενέπιπτε στην κατηγορία του «ανίκανου προς εργασία».

 

Σημειώνεται ότι τα στοιχεία σε σχέση με την απασχόληση και τις απολαβές του αιτητή για τη γραφειακή εργασία του στην ΜCH Construction δεν ήταν γνωστά στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά την υποβολή και έγκριση της αίτησής του για σύνταξη ανικανότητας, αλλά προέκυψαν αργότερα, κατά τον έλεγχο των φορολογικών δηλώσεων του, των ετών 2008 - 2010.  

 

Το άρθρο 80 του Ν. 59(Ι)/2010, παρέχει στον Διευθυντή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων την εξουσία αναθεώρησης κάθε απόφασης που εξέδωσε σχετικά με οποιαδήποτε αίτηση για παροχή, εάν ικανοποιηθεί ότι:

 

«(α) όταν εκδόθηκε η απόφαση, αυτός αγνοούσε ουσιώδες γεγονός ή τελούσε υπό πλάνη ως προς τέτοιο γεγονός, ή

 

(β) από την έκδοση της απόφασης επήλθε μεταβολή των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η έκδοση της απόφασης ή που αποτελούσαν σύμφωνα με το νόμο την προϋπόθεση για την έκδοση της».

 

Συνακόλουθα, η απόφαση για τον τερματισμό της καταβολής της σύνταξης ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Όπως τονίστηκε στη Βίκτωρας Τουμάζου v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1218/2010, ημερομηνίας 4.10.2010:

 

«Το γεγονός ότι ένας ασφαλισμένος κρίνεται από το ιατροσυμβούλιο ως μερικώς ανίκανος για εργασία, δεν οδηγεί, χωρίς άλλο, σε απόφαση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, εφόσον διακριβώνεται ότι ο ασφαλισμένος συνεχίζει να κερδίζει από την εργασία του, οπότε και εφαρμόζονται οι πρόνοιες και προϋποθέσεις του άρθρου 38(5) του Νόμου.»

 

(Σημειώνεται ότι το άρθρο 38(5) του προϊσχύοντος Ν. 41/80, αντιστοιχεί στο άρθρο 40(5)του ισχύοντος Ν.59(Ι)/2010).

 

Το επόμενο ζήτημα που τίθεται για εξέταση είναι η νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να αξιώσουν από τον αιτητή την επιστροφή του ποσού των €15.238,69 που του είχε καταβληθεί για την περίοδο από 1.1.2008 μέχρι 31.7.2011.

 

Τα άρθρα 51 και 53 του Ν.158(Ι)/99 που επικαλείται ο αιτητής δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση, διότι το θέμα ρυθμίζεται από το άρθρο 68 του Ν.59(Ι)/2010 και, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου δεν ισχύουν όταν το θέμα διέπεται από ειδική νομοθετική πρόνοια (βλ. A.& S. Antoniades & Co. v. Republic (1965) 3 CLR 673, Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ v. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 - 1959, σελ. 198 - 199 και Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 7η έκδοση, σελ. 73).

 

Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 68 του Ν.59(1)/2010:

 

«(1) Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ένα πρόσωπο έλαβε οποιοδήποτε ποσό υπό μορφή παροχής, χωρίς να το δικαιούται, το πρόσωπο αυτό οφείλει να επιστρέψει το ποσό που εισέπραξε, εάν αυτό του καταβλήθηκε λόγω αποσιώπησης ή ψευδούς παράστασης ουσιώδους γεγονότος, είτε η αποσιώπηση ή η ψευδής παράσταση ήταν δόλια ή όχι.

 

(2) Το οφειλόμενο ποσό δύναται να παρακρατηθεί από οποιαδήποτε παροχή που οφείλεται μεταγενέστερα, χωρίς όμως να αποκλείεται η διεκδίκηση του εν λόγω ποσού με οποιοδήποτε άλλο μέσο:

 

Νοείται ότι, όταν πρόσωπο που έλαβε οποιοδήποτε ποσό υπό μορφή παροχής χωρίς να το δικαιούται, αποδεικνύει ότι το έλαβε με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι δεν το δικαιούται, το ποσό επιστρέφεται αμέσως ή παρακρατείται από οποιαδήποτε παροχή που οφείλεται μεταγενέστερα, εάν δεν παρήλθε εύλογος χρόνος».

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, με βάση την έρευνα απασχόλησης του αιτητή, η οποία διεξήχθη με σκοπό την εξακρίβωση της συμβολής του στη διεξαγωγή των εργασιών του και η οποία ολοκληρώθηκε στις 14.6.2011, διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής λάμβανε σύνταξη ανικανότητας, ενώ είχε τουλάχιστον από την 1.1.2008, εισόδημα από εργασία, την οποία εύλογα αναμενόταν να εκτελεί, πάνω από το 1/3 των αντίστοιχων μέσων απολαβών ενός υγιούς εργαζομένου.

 

Η πιο πάνω διαπίστωση ενεργοποιούσε αφενός τη δυνάμει του άρθρου 80(1) του Ν.59(Ι)/2010 εξουσία του Διευθυντή, να επανεξετάσει και αναθεωρήσει την αρχική απόφαση του για παραχώρηση σύνταξης ανικανότητας στον αιτητή και αφετέρου την πρόνοια του άρθρου 68(1) για επιστροφή του ποσού, το οποίο είχε καταβληθεί στον αιτητή, λόγω αποσιώπησης ουσιώδους γεγονότος.

 

Οι αποφάσεις που επικαλέστηκε ο αιτητής δε σχετίζονται με την παρούσα περίπτωση, διότι αφορούσαν είτε αναζήτηση, μετά πάροδο μακρού χρόνου, μισθολογικών αποδοχών που καταβλήθηκαν κατά λάθος σε καλόπιστους υπαλλήλους (Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας και Τσικουρής v. Aρχής Λιμένων), είτε αποκοπή από τη σύνταξη ποσού που είχε καταβληθεί αχρεωστήτως, λόγω λάθους της διοίκησης κατά τους υπολογισμούς των δικαιούμενων ποσών (Ψαθά v. Δημοκρατία).

 

Αντίθετα, στην παρούσα, το θέμα δεν αφορά μαθηματικούς υπολογισμούς, αλλά ευθέως την τήρηση της νομοθετικής πρόνοιας του άρθρου 40(5), άγνοια του οποίου δεν μπορεί να επικαλείται ο αιτητής.

 

Δεδομένου δε ότι, με βάση τα στοιχεία του φακέλου, η έρευνα ολοκληρώθηκε στις 16.6.2011 και η επίδικη απόφαση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 25.8.2011 καλούσε τον αιτητή να επιστρέψει τα ποσά που του είχαν καταβληθεί για την περίοδο από 1.1.2008 μέχρι 31.7.2011, οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν εντός ευλόγου χρόνου.

 

Αναφορικά με το δικαίωμα ακρόασης του αιτητή που κατά την άποψή του παραβιάστηκε, αρκεί να σημειωθεί ότι ο αιτητής, είχε κληθεί στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπου και έδωσε σχετική κατάθεση στις 10.6.2011, ενώ, μετά τη κοινοποίηση της επίδικης απόφασης, ζήτησε μέσω δικηγόρου την επανεξέτασή της, θέτοντας διάφορα στοιχεία ενώπιον της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και παρουσιάζοντας μέσω Λογιστών αναθεωρημένες φορολογικές δηλώσεις της ΜCH Construction Ltd.

 

Κατ' επέκταση, δε διαπιστώνεται ότι στερήθηκε της ευκαιρίας να θέσει καθ' οιονδήποτε χρόνο τις απόψεις του, ενώπιον των αρμοδίων αρχών.

 

Αβάσιμοι είναι τέλος και οι ισχυρισμοί περί πεπλανημένης και παράνομης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην επίδικη επιστολή του Διευθυντή των Υπηρεσιών κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 25.8.2011, γίνεται σαφής αναφορά σε συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες και εξηγείται στον αιτητή ο λόγος για τον οποίον, βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου, δεν ήταν δυνατό να παραχωρηθεί σ' αυτόν σύνταξη ανικανότητας.

 

Επιπρόσθετα, η αιτιολογία συμπληρώνεται άνετα από το περιεχόμενο και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται. Τα έξοδα της υπόθεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                                  Κ. Σταματίου,

                                                                            Δ.

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο