ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D291
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1272/2011)
29 Απριλίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΛΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
---------------------------
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Δένα Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Δώρα Κωνσταντίνου (κα), για Κύπρο Χρυσοστομίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: H αιτήτρια προσβάλλει την εκ νέου προαγωγή του Πανίκου Γεωργούδη (στο εξής Ενδιαφερόμενο Μέρος) από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (εφεξής ΕΕΥ), κατόπιν επανεξέτασης που έγινε στις 12.8.2011, στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, αναδρομικά από 1.11.2009.
Η πρώτη απόφαση για προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην επίδικη θέση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (απόφαση Ερωτοκρίτου Δ.[1]) στην Προσφυγή αρ. 1767/09 με το σκεπτικό ότι «η ΕΕΥ δεν μπορούσε ..., να στηριχτεί στο πιστοποιητικό επιτυχίας των Κρατικών Ινστιτούτων, εφόσον αυτό εκδόθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων» ούτε στις μεταπτυχιακές σπουδές του Ενδιαφερομένου Μέρους σε αγγλόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα καθότι «δεν μπορούσε να αθροίσει τη χρονική διάρκεια των δυο προγραμμάτων σπουδών , ώστε να συμπληρωθεί η ελάχιστη διάρκεια του ενός έτους», προκειμένου να αναγνωρίσει στο Ενδιαφερόμενο Μέρος την κατοχή του απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντος της πολύ καλής γνώσης μιας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες, εν προκειμένω, της αγγλικής, δυνάμει των «αποδεχτών τεκμηρίων για γνώση της Αγγλικής, της Γαλλικής και Γερμανικής γλώσσας στα απαιτούμενα από Ορισμένα Σχεδία υπηρεσίας της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας επίπεδα».
Η ΕΕΥ κατά την επανεξέταση υιοθέτησε τις αποφάσεις που είχε πάρει στις συνεδρίες ημερομηνίας 30.9.2009 σε σχέση με τη νομιμότητα του καταλόγου των συστηνομένων που είχε ετοιμάσει η Συμβουλευτική Επιτροπή καθώς και ως προς τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί εναντίον του καταλόγου, εκτός από το θέμα της κατοχής από το Ενδιαφερόμενο Μέρος του προσόντος της πολύ καλής γνώσης μιας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Προκειμένου να εξετάσει σχολαστικά το θέμα, έλαβε υπόψη την απόφαση πολιτικής ημερομηνίας 8.7.2008 (αποδεκτά τεκμήρια γνώσης γλωσσών), μελέτησε εκ νέου τον προσωπικό φάκελο του Ενδιαφερόμενου Μέρους και έλαβε υπόψη τις βεβαιώσεις που προσκόμισε ο ίδιος στα γραφεία της ΕΕΥ ημερομηνίας 10.8.2011 και 12.8.2011. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε το εν λόγω προσόν μέχρι τον ουσιώδη χρόνο στις 29.12.2008. Καταγράφοντας την απόφαση της ανέφερε τα εξής:
«6.1 Επιτυχία στις εξετάσεις ELTS/IELTS με βαθμό 6 και άνω. Σύμφωνα με τη βεβαίωση ημερομηνίας 8.8.2011 του Director του Herb Alpert School of Music του UCLA:
6.1.1 Το UCLA απαιτούσε μία από τις παρακάτω εξετάσεις γλωσσών απ΄ όλους τους φοιτητές που προέρχονταν από μη Αγγλόφωνες χώρες: τα ELTS (τώρα ΙELTS) και τα TOEFL.
6.1.2 O Δρ Γιωργούδης πέτυχε στις εξετάσεις ELTS το βαθμό 6.5 ικανοποιώντας τις γλωσσικές απαιτήσεις του UCLA. Αυτή η απαίτηση μαζί με άλλα έγγραφα είχαν κατατεθεί στο πορτφόλιο του Γιωργούδη από το Goldsmith΄s College του University of London. Επίσης, έχοντας λάβει την υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, ο Δρ. Γιωργούδης έγινε δεκτός για το μεταδιδακτορικό πρόγραμμα σπουδών στο UCLA όπως αναφέρεται στο πιστοποιητικό ημερομηνίας 6.9.1990.
6.2. Συμπλήρωση προγραμμάτων σπουδών με φοίτηση σε αγγλόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, συνοδευόμενα από πιστοποιητικά επιτυχίας σε σχετικές εξετάσεις.
Σύμφωνα με τη βεβαίωση ημερομηνίας 11.8.2011 του Director του Herb Alpert School of Music του UCLΑ, ο Δρ. Γιωργούδης εκπλήρωσε τις μεταδιδακτορικές του σπουδές όπως φαίνεται στο πιστοποιητικό ημερομηνίας 6.9.1990, ως μέρος ενός ενωμένου προγράμματος μεταδιδακτορικών σπουδών μεταξύ του Goldsmith΄s College του University of London και του UCLA. To φθινοπωρινό πρόγραμμα σπουδών συμπληρώθηκε στο Goldsmith΄s College του University of London, όπως φαίνεται στο πιστοποιητικό που εκδόθηκε από το εν λόγω ίδρυμα. Συνεπώς, οι μεταδιδακτορικές του σπουδές πρέπει να θεωρούνται ως ένα συνεχές και πλήρες ακαδημαϊκό πρόγραμμα σπουδών διάρκειας ενός έτους. Κατά τη διάρκεια των σπουδών στο UCLA και στο Λονδίνο, ο Δρ Γιωργούδης συμπλήρωσε επιτυχώς δύο ξεχωριστές διατριβές στο ίδιο θέμα (το ρόλο της μουσικής στις ζωές των Ελλήνων μεταναστών στο Λονδίνο και στο Λος Άντζελες), παρέστη σε σειρές μαθημάτων και πέτυχε σε όλες τις σχετικές εξετάσεις.
Περαιτέρω, η Επιτροπή σημειώνει τα πιο κάτω αναφορικά με τα τεκμήρια γλωσσών που η ίδια καθόρισε. Τα εν λόγω τεκμήρια είναι ενδεικτικά και αποτελούν καθοδήγηση για αυτή ενώ δεν είναι εξαντλητικά. Η Επιτροπή μπορεί να εξετάζει την κάθε περίπτωση υποψηφίου που έχει ενώπιόν της και να αποφασίσει κατά πόσον τα προσόντα που έχει ο συγκεκριμένος υποψήφιος είναι ισοδύναμα με τα προσόντα που καταγράφονται ως τεκμήρια στην απόφαση πολιτικής της Επιτροπής.»
Με βάση τα πιο πάνω, το Ενδιαφερόμενο Μέρος περιλήφθηκε στον τελικό κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων. Η ΕΕΥ υιοθέτησε τα όσα είχε διαπιστώσει για τους υποψηφίους του τελικού κατάλογου από σχετική μελέτη των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων καθώς και την κρίση για την απόδοση τους στις συνεντεύξεις, αφού δεν κρίθηκε ως ελαττωματική από την ακυρωτική απόφαση.
Έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε των ανθυποψηφίων του για τους λόγους που είχε διατυπώσει και κατά την ακυρωθείσα απόφαση και τον προήγαγε αναδρομικά.
Τέθηκε προδικαστική ένσταση από τον δικηγόρο του Ενδιαφερόμενου Μέρους ότι η αιτήτρια δεν διαθέτει το προβλεπόμενο στην παρ. 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντος, ήτοι «Εκπαιδευτική Υπηρεσία δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ετών, από τα οποία τα δύο να είναι σε θέση με μισθολογική κλίμακα όχι κατώτερη από την Α11» και συνεπώς στερείται εννόμου συμφέροντος.
Η αιτήτρια είχε κριθεί τόσο κατά την πρώτη διαδικασία όσο και κατά την επανεξέταση ως προσοντούχα και ουδέποτε τέθηκε από την ίδια την ΕΕΥ τέτοιο ζήτημα.
Σε περίπτωση που κάποιος αιτητής προσβάλλει διορισμό ή προαγωγή και κατά τη διαδικασία για το διορισμό ή την προαγωγή δεν είχε κριθεί ότι δεν ήταν προσοντούχος, ήτοι ότι δεν κατείχε τα τυπικά προσόντα ή κάποιο τυπικό προσόν ή έτι περαιτέρω κρίθηκε ότι τα κατέχει, δεν μπορεί εν συνεχεία να εγερθεί ισχυρισμός από αυτόν που διορίσθηκε ή προάχθηκε (Ενδιαφερόμενο Μέρος) ή ακόμη και από το συλλογικό όργανο που έκανε την προαγωγή ή το διορισμό, μέσω μεταγενέστερων ισχυρισμών των δικηγόρων τους, ότι ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να εγείρει προσφυγή γιατί δεν κατέχει οποιοδήποτε από τα τυπικά προσόντα για διορισμό ή προαγωγή. Ως προς αυτόν που διορίσθηκε ή προάχθηκε, δηλαδή το Ενδιαφερόμενο Μέρος, αυτός δικαιούται μόνο να υποστηρίξει την απόφαση για διορισμό ή προαγωγή και δεν μπορεί να εγείρει θέμα εννόμου συμφέροντος του αιτητή, αναφορικά με τα προσόντα του, αμφισβητώντας, ουσιαστικώς, τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης. (βλ. Μωυσής Ταρτίου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 199/2009 κ.α., ημερομηνίας 29.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:C722 και Μάριος Αγγελίδης κ.ά. v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Συν. Πρ. αρ. 46/2011 κ.ά., ημερομηνίας 1.9.2014). Η παρέμβαση του Ενδιαφερόμενου Μέρους στη διαδικασία σκοπό μπορεί να έχει μόνο την υποστήριξη της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Μαρία Πάτσαλου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Πρ. αρ. 663/2011 κ.ά., ημερομηνίας 26.6.2014 και Γεώργιος Φινόπουλος κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Πρ. αρ. 1729/2011 κ.ά., ημερομηνίας 10.12.2013).
Στην Φιλίππα Καρσερά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πρ. αρ. 692/2004, ημερομηνίας 24.7.2006, η οποία επικυρώθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109, το ζήτημα τέθηκε ως εξής: «Το επιχείρημα του ενδιαφερόμενου μέρους ότι δεν τεκμαίρεται ότι η αιτήτρια είναι πράγματι κάτοχος καλής γνώσης της γαλλικής γλώσσας, δεν μπορεί να εξεταστεί, αφού η παρέμβασή του στην παρούσα διαδικασία σκοπό έχει μόνο την υποστήριξη της προσβαλλόμενης απόφασης».
Άλλωστε, τυχόν επιτυχία του ισχυρισμού θα είχε ως αποτέλεσμα να πληγεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, το κύρος της οποίας το Ενδιαφερόμενο Μέρος υποστηρίζει. Σχετική είναι η Στέλιος Στυλιανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1719/2007, ημερ. 22.7.2010. Συνεπώς η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να εξεταστεί και απορρίπτεται.
Προχωρώντας να εξετάσω την ουσία των λόγων ακύρωσης που προβάλλονται από την αιτήτρια, προηγείται η εξέταση των θέσεων της για παραβίαση του δεδικασμένου και έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με την κατοχή εκ μέρους του Ενδιαφερόμενου Μέρους του επίμαχου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Με ιδιαίτερη αναφορά στο εύρημα στην ακυρωτική απόφαση ότι η ΕΕΥ δεν μπορούσε να αθροίσει τη χρονική διάρκεια των σπουδών του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ώστε να συμπληρωθεί η ελάχιστη διάρκεια του ενός έτους και ότι όφειλε να προβεί σε έρευνα αναφορικά με την διάρκεια των σπουδών του, η αιτήτρια ισχυρίζεται πως η ΕΕΥ όφειλε να παραπέμψει το ζήτημα στη Συμβουλευτική Επιτροπή προς εξέταση. Κακώς, υποστηρίζει, αρκέστηκε η ΕΕΥ σε υποθετικούς συλλογισμούς βάσει ηλεκτρονικών μηνυμάτων που το ίδιο το Ενδιαφερόμενο Μέρος παρουσίασε, ότι κατείχε δίπλωμα ELTS (IELTS) επειδή ήταν μια από τις προϋποθέσεις τις οποίες το Ενδιαφερόμενο Μέρος πληρούσε για αποδοχή του από το UCLA και κακώς δεν ρωτήθηκε το ΚΥΣΑΤΣ ή το Υπουργείο Παιδείας αν τα δυο προγράμματα μεταδιδακτορικών σπουδών θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως συνεχές ακαδημαϊκό πρόγραμμα σπουδών. Τέλος παρατηρεί ότι και πάλι δεν υπήρχε κανένα στοιχείο ενώπιον της ΕΕΥ που να αποδεικνύει τη συμβατότητα των δυο προγραμμάτων, το περιεχόμενο τους και την ύπαρξη εργασιών ή εξετάσεων.
Στον αντίποδα βρίσκονται οι θέσεις της καθ΄ ης η αίτηση και του Ενδιαφερόμενου Μέρους, οι οποίοι προβάλλουν ότι υπήρξε πλήρης συμμόρφωση προς το δεδικασμένο κατά την επανεξέταση. Η έρευνα που διεξήχθη μέσω των βεβαιώσεων ημερομηνίας 10.8.2011 και 12.8.2011 ήταν η δέουσα και σε βάθος και το συμπέρασμα τεκμηριώθηκε επαρκώς με αναφορά στα τεκμήρια γλωσσών τα οποία η ίδια καθόρισε με την απόφαση πολιτικής της, σύμφωνα με την οποία αποδεκτά τεκμήρια για πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας είναι, μεταξύ άλλων, ELTS/IELTS με βαθμό 6 και άνω και Προγράμματα σπουδών με φοίτηση σε αγγλόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, συνοδευόμενα από πιστοποιητικά επιτυχίας σε σχετικές εξετάσεις.
Κατ΄ αρχάς, θεωρώ ότι η επιλογή της ΕΕΥ να επανεξετάσει η ίδια, χωρίς να παραπέμψει το θέμα της αξιολόγησης του επίδικου προσόντος στη Συμβουλευτική Επιτροπή, ελέγχεται ως νόμιμη. Η επανεξέταση ακυρωθείσας προαγωγής, όπως ειδικότερα ορίζει και το άρθρο 37Β των περί Δημόσια Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, γίνεται από την ίδια την ΕΕΥ χωρίς να υποβάλλεται εκ νέου στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Εξάλλου το μέρος της διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τα σχετικά της συμπεράσματα δεν εθίγηκαν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα, ούτε αποτέλεσαν αντικείμενο κρίσης, ώστε να χρειάζεται να επαναληφθούν. Χρήσιμη αναφορά επί του προκειμένου μπορεί να γίνει στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2004) 3 Α.Α.Δ 329, στην οποία επικυρώθηκε κατ΄ έφεση το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«... έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην απουσία οποιασδήποτε νομικής πλημμέλειας στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που εξετάστηκε στην προηγούμενη προσφυγή 180/96, δεν επιβαλλόταν η παραπομπή του ζητήματος εκ νέου στη Συμβουλευτική Επιτροπή. (Ιδε Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2261 της 21.7.99)".»
Αυτό που πρέπει να αποφασισθεί είναι αν η ίδια η ΕΕΥ με την αξιολόγηση στην οποία προέβη μέσα από την διερεύνηση των δύο βεβαιώσεων που είχε προσκομίσει το Ενδιαφερόμενο Μέρος (κυανούν 17 και 20 στο φάκελο - Τεκμήριο 2Β), εκπλήρωσε το καθήκον της για συμμόρφωση με ότι επέβαλε το ακυρωτικό δεδικασμένο.
Προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση η υποχρέωση της ΕΕΥ προτού αναγνωρίσει τις μεταδιδακτορικές σπουδές του Ενδιαφερομένου Μέρους στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, δυνάμει της παρ. (vii) των αποδεκτών τεκμηρίων ως τεκμήριο πολύ καλής γνώσης, να προβεί σε έρευνα αναφορικά με την διάρκεια των σπουδών του.
Στο πλούσιο βιογραφικό σημείωμα του Ενδιαφερομένου Μέρους ως μεταδιδακτορικές σπουδές σημειώνονται τα εξής:
«4. Μεταδιδακτορικές
LONDON UNIVERSITY, GOLDSMITH΄S COLLEGE
Αnthropology methods with Prof. Peter Loizos and Ethno research with Prof. Stanley Glasser, September 1989-January 1990, Granted by the British Council
UNIVERSITY OF CALIFORNIA, LOS ANGELES (UCLA)
(Winter, Spring & Summer Quarters January-August 1990, Granted by Onassis Foundation), Post-doctoral course of study in Ethnomusicology Methods (with Prof Tim Rice and UCLA faculty)»
Οι βεβαιώσεις από τον ίδιο τον πανεπιστημιακό φορέα (Διευθυντή του UCLA) που απέμεινε το πιστοποιητικό ολοκλήρωσης των μεταδιδακτορικών σπουδών (κυανούν 16), μπορούσαν να ληφθούν υπόψη αφού επεξηγούν την χρονική διάρκεια των σπουδών και τις γλωσσικές απαιτήσεις, τις οποίες το Ενδιαφερόμενο Μέρος πληρούσε. Με βάση το περιεχόμενο τους, εύλογα η ΕΕΥ κατέληξε στα συμπεράσματα που καταγράφονται ανωτέρω και θεωρώ ότι αιτιολόγησε πλήρως την απόφαση της να συνεκτιμήσει τα δυο αυτά αλληλένδετα προγράμματα σπουδών ως πρόγραμμα σπουδών ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους συνοδευόμενο από πιστοποιητικό επιτυχίας σε τελικές εξετάσεις.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην διαπίστωση κατοχής των αναγκαίων προσόντων, που είναι έργο του διορίζοντος οργάνου, εφόσον αυτή είναι εύλογη και στηρίχθηκε σε δέουσα έρευνα, όπως στην παρούσα περίπτωση.
Η αιτήτρια περαιτέρω ισχυρίζεται ότι λανθασμένα πιστώθηκε το πτυχίο Μουσικολογίας ως Μaster. Ο ίδιος ισχυρισμός είχε προβληθεί στην προσφυγή 1767/09 και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο κατά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
«Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους, οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε πλήρη έρευνα των γεγονότων. Κατά την κρίση μου αξιολόγησαν ορθά τα γεγονότα της υπόθεσης προτού καταλήξουν στην επίδικη απόφαση και καμία πλάνη δεν εμφιλοχώρησε στην σκέψη τους. Τόσο η Συμβουλευτική, όσο και η ΕΕΥ, κατά την εξέταση του κατά πόσο οι υποψήφιοι πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα, έκριναν ότι το ΕΜ πληρούσε την πρόνοια (2) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας που απαιτεί κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου. Ενώπιον της ΕΕΥ, τέθηκε πιστοποιητικό αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 16.7.2009, το οποίο είναι το μόνο προς τούτο αρμόδιο σώμα για αναγνώριση της ισοτιμίας των τίτλων σπουδών. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διακριτική ευχέρεια ερμηνείας των σχεδίων υπηρεσίας καθώς και πρωτογενών διαπιστώσεων αναφορικά με την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων από τους υποψηφίους, έχει μόνο το διορίζον όργανο, ενώ το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις που η ερμηνεία που δίδεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή (βλ. σχετικά τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Δημοκρατία ν. Κυπρή (1989) 3(Δ) ΑΑΔ 2600, Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) ΑΑΔ 1253 και Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 347, 354-355). Στην προκειμένη περίπτωση η ΕΕΥ, ως αποφασίζον όργανο ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της εξουσίας και βασιζόμενη στο σχετικό πιστοποιητικό ισοτιμίας του ΚΥΣΑΤΣ, αιτιολόγησε δεόντως της απόφασή της χωρίς να αφήνει οποιεσδήποτε αμφιβολίες, με αποτέλεσμα ο δικαστικός έλεγχος να είναι απόλυτα εφικτός. Καμιά πλάνη ως προς τα προσόντα του ΕΜ δεν διαπιστώνεται. Η αναφορά της ΕΕΥ στην υπόθεση Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1323/07, ημερ. 15.1.2009 και Καπελίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 279, ήταν κατά την άποψή μου εύστοχη.»
Συνεπώς ο ισχυρισμός καλύπτεται από το δεδικασμένο και δεν μπορεί να εγερθεί εκ νέου.
Ο επόμενος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται είναι ότι είναι λανθασμένη η αριθμητική μετατροπή της αξίας της αιτήτριας με βάση τις υπηρεσιακές της εκθέσεις. Η αιτήτρια προβάλλει ότι ενώ από το 2000 αξιολογείτο ως Καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, με το σύστημα που ισχύει για του δημοσίους υπαλλήλους, ήτοι σε οκτώ τετραγωνάκια (Εξαίρετος, Πολύ Ικανοποιητικά, κλπ) και όχι με αριθμητική αξιολόγηση, όπως τους εκπαιδευτικούς, η ΕΕΥ με βάση ένα αυθαίρετο σύστημα αποτίμησης, προχώρησε στην αποτίμηση σε μονάδες των 8 «Εξαίρετα» της αιτήτριας, που σταθερά ελάμβανε για τα έτη 2006, 2007 και 2008, δίδοντας της βαθμό 38 και όχι το 40 που είναι η ανώτατη αξιολόγηση. Η εσφαλμένη αποτίμηση της αξίας της αιτήτριας με βάση τις ετήσιες υπηρεσιακές της εκθέσεις ήταν λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε και στην προηγούμενη διαδικασία, αλλά δεν εξετάστηκε.
Η καθ' ης η αίτηση απαντά ότι η αριθμητική αποτίμηση δεν έγινε στην επίδικη διαδικασία της επανεξέτασης, αλλά προηγουμένως, στα πλαίσια της διαδικασίας, η νομιμότητα της οποίας εξετάστηκε από το Δικαστήριο στην Προσφυγή 1767/2009. Για να μπορέσει να καταλήξει η ΕΕΥ σε κατάταξη των υποψηφίων με βάση το σύνολο των υπηρεσιακών τους εκθέσεων, απέδωσε τις μη αριθμητικές αξιολογήσεις όπως της αιτήτριας ως εξής :
«4(Ε), 3(ΠΙ), 1(Ι)=34, 5(Ε), 3(ΠΙ)=35, 6(Ε), 2(ΠΙ)=36, 7(Ε), 1(ΠΙ)=37, 8(Ε)=38»
Θεωρεί ότι η μετατροπή αυτή οδήγησε στην ορθή σύγκριση και δεν έφερε την αιτήτρια σε δυσμενέστερη θέση αλλά, αντιθέτως, την ευνόησε. Ανατρέχοντας στο πρακτικό λήψης της ακυρωθείσας απόφασης, αναφορικά με την αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων, η κατάταξη τους με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις είχε στηριχθεί στην αναγωγή των μη αριθμητικών αξιολογήσεων σε αριθμητική αποτίμηση από το 34 ως το 38. Παρατηρώ ότι αυτό δεν επαναλήφθηκε κατά την επανεξέταση. Η ΕΕΥ περιορίστηκε να επαναλάβει τα εύλογα σχόλιά της από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων αναφορικά με την έφεση των υποψηφίων για μόρφωση, τις μεταπτυχιακές τους σπουδές και τη δράση τους ως εκπαιδευτικών.
Όσον αφορά το σύνολο των υπηρεσιακών τους εκθέσεων, η ΕΕΥ στην επίδικη διαδικασία έκρινε τους υποψηφίους ως περίπου ισοδύναμους με βάση τον πιο κάτω πίνακα:
Αρ. Φακ. |
Ονοματεπώνυμο |
1998 |
1999 |
2000 |
2001 |
2002 |
2003 |
2004 |
2005 |
2006 |
2007 |
2008 |
8421 |
Γιωργούδης Πανίκος |
34 |
35 |
36 |
37 |
ΒΔ38 |
| |||||
1793Π |
Χατζηγεωργίου Έλλη |
|
|
4(Ε) 3(ΠΙ) 1(Ι) |
5(Ε) 3(ΠΙ) |
6(Ε) 2(ΠΙ) |
7(Ε) 1(ΠΙ) |
7(Ε) 1(ΠΙ) |
7(Ε) 1(ΠΙ) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) |
Συνεπώς, εδώ δεν φαίνεται να έγινε οποιαδήποτε αριθμητική μετατροπή της αξίας στις υπηρεσιακές εκθέσεις της αιτήτριας και ο σχετικός λόγος ακύρωσης κρίνεται αβάσιμος. Εξάλλου, βάσει του Καν. 28 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμοί του 1976, ΚΔΠ 223/76, η βαθμολογία 36 και άνω αντιστοιχεί στο «Εξαίρετος». Συνεπώς, η γενική εικόνα των υποψηφίων στα έτη που εμφανίζονται στον πίνακα στοιχειοθετεί το συμπέρασμα της ΕΕΥ ως προς την περίπου ισοδυναμία τους σε ό,τι αφορά τις αξιολογικές εκθέσεις.
Στη συνεχεία, η αιτήτρια παραπονείται ότι το υποκειμενικό στοιχείο των συνεντεύξεων αποτέλεσε το μόνο και αποφασιστικό κριτήριο επιλογής κατά παράβαση της νομολογίας, σύμφωνα με την οποία εκλαμβάνεται ως συμπληρωματικό μόνο στοιχείο κρίσης. Επίσης ότι η καθ' ης απέτυχε να εκπληρώσει το καθήκον της για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.
Η καθ' ης η αίτηση απαντά ότι έλαβε υπόψη όλα τα κριτήρια που είχε ενώπιον της. Η υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην προφορική εξέταση ήταν σαφέστατη. Αφού δε επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία, επαυξάνεται η σημασία της προφορικής εξέτασης ενώπιον του οργάνου και αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο για τη διάγνωση της αξίας και της καταλληλότητας των υποψηφίων.
Σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η προφορική εξέταση διαδραματίζει ρόλο στην διακρίβωση της αξίας των υποψηφίων (βλ. Παπαντρέου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ 509, Στέλιος Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ 195). Η αιτήτρια είχε αξιολογηθεί με το γενικό χαρακτηρισμό «Μέτρια» και το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως «Σχεδόν Εξαίρετος», ενώ στο πρακτικό αναγράφονται εκτενή σχόλια και αξιολόγηση των απαντήσεων των υποψηφίων που αποδίδουν ικανοποιητική αιτιολόγηση για την απόδοση τους στη συνέντευξη.
Οι διάδικοι εύλογα κρίθηκαν ως περίπου ισοδύναμοι στην αξία με βάση το περιεχόμενο των αξιολογικών τους εκθέσεων και ισοδύναμοι όσον αφορά το περιεχόμενο των φακέλων. Στο κριτήριο της αρχαιότητας καταγράφηκε ρητά ότι προηγείται το Ενδιαφερόμενο Μέρος, που κατέχει τη θέση του Βοηθού Διευθυντή από 1.9.2005, και τελευταία είναι η αιτήτρια που κατείχε τη θέση Καθηγητή Παιδαγωγικού Ινστιτούτου από 1.9.2000.
Αναφορικά με τα προσόντα, και οι δυο κατείχαν πρόσθετα προσόντα (Παράρτημα 4 στο πρακτικό λήψης της απόφασης), πολλά από τα οποία μάλιστα είναι ακαδημαϊκά, τα οποία δεν έδιναν προβάδισμα σε κανέναν από τους δυο, εφόσον δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα κατά το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Με τα πιο πάνω δεδομένα δεν δικαιολογείται η εισήγηση για απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στις συνεντεύξεις ούτε ο ισχυρισμός για συγκριτική υπεροχή και καταλληλότητα της αιτήτριας, η οποία υστερούσε σε αξία λόγω της απόδοσης της στις συνεντεύξεις και σε αρχαιότητα.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της καθ΄ ης η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου