ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 145
Ρούσος Νίκος ν. Πάνου Σ. Ιωαννίδη και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 549
Sportsman Betting Company Limited ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 591
Θαλασσινός Γρηγόριος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 507
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
A.F.K. κ.α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 44/2018, 91/2018, 6/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:B515
Γ.Ι. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.44/2019, 18/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:B315
ECLI:CY:AD:2015:D277
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.126 /2013)
23 Aπριλίου, 2015
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΟΛΟΣ
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
Υπουργού ΄Αμυνας
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Αίτηση ημερ. 30/1/2014 για προσαγωγή μαρτυρίας
Μ.Β.Ιωάννου, για τον αιτητή
Αγ.Κάρνου, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής με την πιο πάνω αίτηση επιδιώκει να του δοθεί άδεια του Δικαστηρίου όπως υποβάλει ένορκη δήλωση «προς υποστήριξη της προσφυγή επί γεγονότων που ονομάζει ο ίδιος ως αμφισβητούμενα, δηλαδή επί της απόφασης ότι είναι ικανός Ι4 για εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας, δεν είναι σε θέση να υπηρετήσει τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά σαν Ι4 και σε περίπτωση που καταταγεί θα επιδεινωθεί περαιτέρω η κατάσταση της υγείας του «σύμφωνα πάντα με τη γνώμη του θεράποντος ιατρού του κλινικού ψυχολόγου κ.Μ.Πυργά». Ακόμη ο αιτητής ισχυρίζεται ότι τα γεγονότα τα οποία επιθυμεί να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου περιλαμβάνονται στα γεγονότα που κατέγραψε στην αίτηση ακύρωσης και ήταν ενατίον του αρμοδίου οργάνου όταν λαμβάνετο η προσβαλλόμενη απόφαση. (βλ. ειδικά παρ.8 και 9 της Ενόρκου Δηλώσεως Αιτήσεως).
Ο Κανονισμός 10(2) των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και ο περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1975 που στηρίζει την αίτηση έχει ως εξής:
«10(2) Κατά την διάρκειαν της τοιαύτης ακροάσεως το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώσει τοιαύτας οδηγίες αναφορικώς προς περαιτέρω εγγράφους προτάσεις, λεπτομέρειας, αποκάλυψιν ή επιθεώρησιν εγγράφων, αποδεικτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων ενόρκων ομολογιών αποδεικνυουσών τα γεγονότα εφ΄ων βασίζεται έκαστος διάδικος, επιθεώρησιν του επιδίκου μέρους, διαδικασίαν συμφώνως προς την παράγραφον 2 του ΄Αρθρου 134, ημερομηνίαν δημοσίας ακροάσεως, καταχώρισιν και ανταλλαγήν μεταξύ των διαδίκων εγγράφου επιχειρηματολογίας εντός καθοριζομένων χρονικών ορίων ως και την διάρκειαν τυχόν μεταγενεστέρων αγορεύσεων, ή οιασδήποτε άλλας οδηγίας σχετικάς τυχόν μεταγενεστέρων αγορεύσεων ή οιασδήποτε άλλας οδηγίας σχετικώς προς την διαδικασίαν της υποθέσεως ως ήθελε κρίνη αναγκαίον».
Όπως ορθά επισημαίνει η κα.Κάρνου, εάν τα πιο πάνω πιστοποιητικά του κλινικού ψυχολόγου Μ.Πυργά όπως εισηγείται ο αιτητής, οι καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν να τα λάβουν υπόψη ενώ όφειλαν, είναι ζήτημα που είναι εκ των επιδίκων θεμάτων που θα αποφασισθούν συναρτώμενο με τους λόγους ακύρωσης.
Δεν θα προσθέσουν λοιπόν ο,τιδήποτε. Η νέα δε έκθεση του ψυχολόγου ημερ. 4/1/2014 τεκμ.Γ δεν είναι σχετική γιατί αφορά μεταγενέστερη κατάσταση και «τυχόν αποδοχή της ως μαρτυρία θα ισοδυναμούσε με αλλοίωση των στοιχείων που είχε η διοίκηση ενώπιον της κατά τον ουσιώδη χρόνο», με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καλείται να προβεί σε πρωτογενή κρίση στη βάση στοιχείων που δεν είχαν τεθεί ούτε βρίσκονταν ενώπιον της Διοίκησης. Στη Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999)3 Α.Α.Δ. 549 ελέχθη στις σελ.559-560:
«Καθώς έχει νομολογηθεί ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που διέπει την αποδοχή μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οποιοδήποτε θέμα και αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος (Βλ. Kyriakides ν. Republic, I R.S.C.C. 66, 69, Ζαβρού ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106 (απόφαση της Ολομέλειας),Πανεπιστήμιο Κύπρου . Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145). Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διάφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης. Το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνιση τους δεν εναπόκειται στο δικαστήριο αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγηση τους (Βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (1992) 4 Α.Α.Δ. 3330 και Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 325), Βλ. επίσης και Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 - απόφαση της Ολομέλειας, στην οποία κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατή η πρωτογενής κρίση στοιχείων "τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ. (Βλ, και Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας, Υποθ.590/96/13.6.97και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 716/96 27.3.98).
Το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης πηγάζει από τη φύση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και από τις αρχές ,που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο διοικητικών πράξεων. Ως προς το πρώτο ζήτημα - τη φύση της δικαιοδοσίας - ο έλεγχος που συντελείται με την άσκηση προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, είναι ακυρωτικός, δηλαδή έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και όχι έλεγχος ουσίας. Ως προς το δεύτερο ζήτημα - του δικαστικού ελέγχου - σύμφωνα με πάγια και καλώς θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας το διοικητικό δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις διαπιστώνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιον της η διοίκηση.
Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί ότι αυτή "μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ.". Αυτή η κατάσταση πραγμάτων συγκρούεται με την νομολογιακή αρχή η οποία έχει διατυπωθεί στις υποθέσεις Κωνσταντίνου και Συμεωνίδου (πιο πάνω), με την οποία συμφωνούμε. Ακολουθεί πως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτή την αποδοχή της σχετικής μαρτυρίας. Εφόσον είχε κριθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε λόγω απουσίας δέουσας έρευνας αναφορικά με τα προσόντα του Ε.Μ. το θέμα της κατοχής των προσόντων έπρεπε να είχε αφεθεί να διερευνηθεί από το διορίζον όργανο. Ούτε και ήταν επιτρεπτή η προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας για το λόγο που είχε προσδιορίσει το πρωτόδικο δικαστήριο - προς διασαφήνιση του βάθρου της προσβαλλόμενης απόφασης - γιατί η αποσαφήνιση των στοιχείων ανήκει στο διορίζον όργανο (Βλ. Κωνσταντίνου, πιο πάνω). Το μη αποδεκτό της μαρτυρίας αφαιρεί το βάθρο πάνω στο οποίο έχει θεμελιωθεί η επίδικη πρωτόδικη κρίση. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να πετύχει και το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου πρέπει να παραμερισθεί.»
(Βλ. επίσης Sportsman Betting Co Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 και Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 507).
Αφού το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση ή άσκηση πρωτογενούς κρίσης επί γεγονότων που η διοίκηση είχε ή όφειλε να έχει ενώπιον της, εύλογα θα διατυπωνόταν η απορία ποιος ο σκοπός της παρούσης αίτησης.
Εφόσον το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της πράξης και όχι την ορθότητα της επί ουσιαστικών δεδομένων που αφορούν το διοικητικό όργανο (βλ. Δημοκρατία ν. C.Kassinos Construction (1990)3(E) A.A.Δ. 3835) τα προβαλλόμενα ως θέματα που χρήζουν να προσκομιστούν υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων, δεν μπορεί να θεωρηθούν σχετικά.
Η αίτηση απορρίπτεται ως αθεμελίωτη, με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή στο τέλος της εκδίκασης της προσφυγής.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου
Δ.