ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ' ων η αίτηση: CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-04-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΕΡΔΙΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΟΙΚΗΤΗ 4ΗΣ ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ, Υπόθεση Αρ.10/2014, 7/4/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D252

 ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                  Υπόθεση  Αρ.10/2014

 

7 Aπριλίου, 2015

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΜΙΧΑΛΗΣ  ΠΕΡΔΙΟΣ

                                                                                    Αιτητής,

  ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

  ΔΙΟΙΚΗΤΗ  4ΗΣ ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ

                           ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ     

                                                                 Καθ' ων  η αίτηση

_ _ _ _ _ _

Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή

Φ. Κωμοδρόμος, για τους  Καθ' ων  η αίτηση:

_ _ _ _

  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

     ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:        Από τον Αύγουστο του 2012 μέχρι το Νοέμβριο του 2013, ο αιτητής υπηρετούσε στην 4η Ταξιαρχία Πεζικού (IV TAΞΠΖ) με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού.

 

     Στις 4.11.13 ο Διοικητής της Ταξιαρχίας διενήργησε έλεγχο στο γραφείο του αιτητή, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να τον καλέσει αυθημερόν σε διοικητική απολογία για πιθανή διάπραξη του παραπτώματος της αμέλειας του άρθρου 3(α) του Πρώτου Πίνακα (Πειθαρχικού Κώδικα) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1984 γιατί:

 

«Κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στο γραφείο σας κατά την διαδικασία παράδοσης - παραλαβής του Τμήματος του 3ου ΕΓ στο οποίο υπηρετείτε , ανευρέθηκαν 2 έγγραφα ΑΑΠ (ΕΧ) και ένα έγγραφο ΑΑΠ   [(δ) (ε) και (στ) σχετικά], σε θέση μη προβλεπόμενη και σε συρτάρι το οποίο δεν παρείχε καμιά ασφάλεια για την εξασφάλιση αυτών, παρά τις αυστηρές ισχύουσες διαταγές περί χειρισμού και εξασφάλισης των ΑΑΠ (ΕΧ) και ΑΑΠ εγγράφων της Ε.Φ. Επίσης το αρχείο του Τμήματος σας κατά την διαδικασία παραδόσεως στον αντικαταστάτη σας βρέθηκε χαρακτηριστικά ατακτοποίητο και παρά το γεγονός ότι σας δόθηκαν σαφείς οδηγίες από τον Υδκτη - Επχη Ταξιαρχίας για αρχειοθέτηση των εγγράφων του Τμήματος σας δεν πράξατε τούτο κατά τον προβλεπόμενο από τις διαταγές τρόπο».

 

 

     Ο αιτητής, καθηκόντως, υπέβαλε την απολογία του στις 6.11.13 αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

« α. Τα δύο ΑΑΠ(ΕΧ) έγγραφα είναι πολύ παλαιά έγγραφα και συγκεκριμένα του 2001 και βρίσκονταν σε συρτάρι του γραφείου του Τμήματος προτού παραλάβω το Τμήμα και, σημειώνω, πως δεν έχω παραλάβει το Τμήμα ή και οποιοδήποτε έγγραφο του Τμήματος με Πρωτόκολλο παράδοσης - παραλαβής.

 

 β. Το ΑΑΠ έγγραφο είναι έγγραφο που σχετίζεται άμεσα με τα καθήκοντα που εκτελώ στο Τμήμα και επειδή το χρησιμοποιούσα συχνά το είχα προσωρινά ασφαλισμένο σε συρτάρι του γραφείου μου, τα κλειδιά του οποίου κρατούσα μόνο εγώ.

 

γ. Στην 17 Σεπ 2013 μου χορηγήθηκε για σοβαρό πρόβλημα υγείας αναρρωτική άδεια και πριν φύγω από την Ταξιαρχία τακτοποίησα κανονικά το αρχείο του Τμήματος.

 

δ. Όταν επέστρεψα από την αναρρωτική μου άδεια στις 29 Οκτ 2013, βρήκα το αρχείο του Τμήματος ατακτοποίητο και πολλά έγγραφα να λείπουν από τα συρτάρια και να είναι σε φοριαμό και όχι με τη σειρά που έπρεπε».

 

     Με τη λήψη της απολογίας, ο Ταξίαρχος επέβαλε στον αιτητή την πειθαρχική ποινή της πενθήμερης φυλάκισης αφού, όπως σημείωσε, έλαβε υπόψη «τα σχετικά και κατόπιν λεπτομερούς ελέγχου και εξέτασης του θέματος».

 

     Ο αιτητής αντέδρασε στην πειθαρχική ποινή που του επιβλήθηκε με την παρούσα προσφυγή, προβάλλοντας ότι η απόφαση του Ταξίαρχου να τον κρίνει ένοχο σε δύο διαφορετικά πειθαρχικά παραπτώματα και να τον τιμωρήσει συνολικά με πενθήμερη φυλάκιση είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας.  Ισχυρίζεται επί του προκειμένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, λήφθηκε κάτω από συνθήκες πλάνης περί τα πράγματα και, περαιτέρω, με αυτή του έχει επιβληθεί μία συνολική ποινή για περισσότερα του ενός πειθαρχικά παραπτώματα.

 

     Σ΄ ότι αφορά τον τρίτο ακυρωτικό λόγο, ότι δηλαδή του επιβλήθηκε μία συνολικά ποινή για περισσότερα του ενός παραπτώματα, επικαλέστηκε πρωτόδικη απόφαση που αφορούσε και πάλι τον ίδιο (Μιχάλης Περδίος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 731/98 ημερ. 27.9.99) για να ισχυριστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τρωτή εφόσον του επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή (α) για τοποθέτηση άκρως απορρήτων εγγράφων σε μη προβλεπόμενη θέση και (β) για μη τακτοποίηση του αρχείου του, χωρίς να προκύπτει ποια ήταν η τιμωρία του για το καθένα κατ΄ ισχυρισμό παράπτωμα.

 

     Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Όπως επισημαίνεται ορθά από τους καθ' ων η αίτηση και όπως προκύπτει από τα έγγραφα της υπόθεσης, ο αιτητής είχε διωχθεί πειθαρχικώς για το παράπτωμα της «αμέλειας καθήκοντος» του άρθρου 3(α) του Πειθαρχικού Κώδικα. Σε αυτό αντιστοιχούσε η ποινή που εν τέλει του επιβλήθηκε, η δε περαιτέρω αναφορά στο κατηγορητήριο  ότι το αρχείο του Τμήματος του «ανευρέθηκε χαρακτηριστικά ατακτοποίητο» δεν συνιστούσε άλλο, ξεχωριστό αδίκημα, ανεξάρτητο από τη μοναδική κατηγορία που του είχε κοινοποιηθεί, αλλά μέρος των γεγονότων, επί των οποίων στηρίχθηκε η κατηγορία της αμέλειας καθήκοντος (βλ. Δημοκρατία v. Περδίου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1159).

 

     Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, είναι θέση του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση του Ταξιάρχου ημερ. 6.11.2013 με την οποίαν του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή είναι πανομοιότυπη με την κλήση του σε διοικητική απολογία ημερ. 4.11.2013, χωρίς να προκύπτει από το περιεχόμενο της κατά πόσον διερευνήθηκαν οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί που είχε προβάλει απολογούμενος.

 

    Η γενικόλογη και αόριστη φραστική αναφορά του Ταξιάρχου ότι  έλαβε υπόψη τα σχετικά και ότι κατέληξε στην επίδικη απόφαση του κατόπιν λεπτομερούς ελέγχου και εξέτασης του θέματος, ισχυρίζεται, δεν αποκαλύπτει τι ακριβώς διερευνήθηκε και ποιο ήταν το αποτέλεσμα της έρευνας με αποτέλεσμα να υφίσταται σοβαρό ενδεχόμενο ελλιπούς γνώσης ουσιωδών γεγονότων και συνακόλουθα πλάνης περί τα πράγματα.

 

 

     Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, συνεχίζει ο αιτητής, και με δεδομένη την απουσία σχολιασμού των ισχυρισμών του, η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση και λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας.

 

     Aντίθετη είναι η άποψη των καθ' ων η αίτηση οι οποίοι υποστηρίζουν, επικαλούμενοι το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα την αναφορά σε διάφορα έγγραφα που απαριθμούνται σ' αυτήν ως «Σχετικά α - η»,  ότι είχε προηγηθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ότι, συνεπώς, ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά την έκδοση της, η δε αιτιολογία της συμπληρώνεται από τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου.

 

    Αρχίζοντας από το τελευταίο επιχείρημα επισημαίνεται πως σύμφωνα με πάγια επί του θέματος νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας των ευρημάτων της διοίκησης από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται μόνον εφόσον τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο.    Διαφορετικά τα Δικαστήρια θα έπρεπε να υποκαθιστούν τη διοίκηση στην αναζήτηση και στάθμιση των στοιχείων αυτών (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 - 1959) σελ. 185, Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών & Έργων κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 342).

 

    Παράλληλα επαρκής έρευνα θεωρείται κατά τη νομολογία εκείνη που δείχνει τη διερεύνηση κάθε σχετιζόμενου με την υπόθεση γεγονότος (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). H επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος που καλύπτει κάθε περίπτωση. Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και το κριτήριο για την πληρότητα της έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Zάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Ράφτης v, Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).

 

    Στην κρινόμενη περίπτωση, η εξέταση του φακέλου της υπόθεσης, το περιεχόμενο του οποίου εξαντλείται στα τρία έγγραφα που προαναφέρθηκαν, δηλαδή στη κλήση του αιτητή σε απολογία, στην απολογία του και στην επίδικη απόφαση, αποκαλύπτει την απουσία οποιουδήποτε στοιχείου αξιολόγησης των ισχυρισμών της απολογίας του αιτητή.

 

    Απολογούμενος ο αιτητής είχε διατυπώσει συγκεκριμένους ισχυρισμούς με τους οποίους αντέκρουε ουσιαστικά τα παραπτώματα που του καταλογίζονταν. Παραμένει άγνωστο αν αυτοί εξετάστηκαν και συνεκτιμήθηκαν και κατά πόσον ο Ταξίαρχος προέβη σε κάποια έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση, πριν την έκδοση της επίδικης απόφασης.   Η απλή φραστική αναφορά, ότι έλαβε υπόψη του τα «σχετικά» και ότι αποφάσισε κατόπιν «λεπτομερούς ελέγχου και εξέτασης του θέματος», χωρίς οποιαδήποτε άλλο σχόλιο ή τεκμηρίωση, δεν θεραπεύει το κενό που εντοπίστηκε. Δεν θα ήταν βεβαίως αναμενόμενο να προσκομιστούν τα απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα για τα οποία γίνεται λόγος στην επίδικη απόφαση, όμως η διαπιστωμένη παράλειψη ενασχόλησης με τις θέσεις του αιτητή  οι οποίες αποτελούσαν ένα ουσιώδη και σχετικό παράγοντα της πειθαρχικής διαδικασίας συνιστά, αφενός, έλλειψη δέουσας έρευνας και, αφετέρου, πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου οργάνου.

 

  Επιπρόσθετα, η απλή αναφορά στο σώμα της επίδικης απόφασης στους πειθαρχικούς κανονισμούς, σε κάποια πάγια διαταγή και στο «Εγχειρίδιο Στρατιωτικής Αλληλογραφίας», αλλά ακόμα και η επίκληση των τριών εγγράφων της διαδικασίας, με την αόριστη και γενικόλογη προσθήκη ότι ελήφθησαν αυτά υπόψη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά και την αιτιολογία της.  Σχετική επί του θέματος είναι η Φράγκου v. Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 στην οποία επισημάνθηκαν τα εξής:

 

«Τονίζουμε ότι η διοίκηση βαρύνεται με την υποχρέωση όπως θέτει υπ΄ όψη του δικαστηρίου ολόκληρο το πραγματικό υλικό το οποίο κατά τον νόμο στηρίζει την προσβαλλόμενη πράξη και τυγχάνει αναγκαίο για τον υπό του Δικαστηρίου ακυρωτικό έλεγχο» και, περαιτέρω, ότι

 

«Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία."Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυνάμενη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω))».

 

 

    Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. v. Aναστασιάδου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, σελ. 126:

 

«Δεν κρίνουμε ορθό να κάνουμε νύξη ως προς το πώς κατά την άποψη μας, θα ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με την αιτιολογία. Εναπόκειται στα αρμόδια όργανα να διατυπώνουν την αιτιολογία της απόφασης τους σύμφωνα με το νόμο, έχοντας πάντα υπόψη πως βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο».

 

 

  Οι πιο πάνω διαπιστώσεις αναφορικά με την ανεπάρκεια της έρευνας και της αιτιολογίας καθιστούν την επίδικη απόφαση τρωτή, υποκείμενη σε ακύρωση.

 

     Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.300 έξοδα προς όφελος του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

                                                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

         

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο