ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ήρωα Angela Siomina ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 307
Mohamad Yousife ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 18
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ζ.Μ. (2011) 3 ΑΑΔ 20
Amer Nabil Mohamed Adel Fattah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 66
MARINA BOULATNIKOVA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1082/2005, 31 Μαϊου 2007
TAHIR MAHMOOD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Υπόθεση Αρ. 254/2006, 15 Μαΐου 2007
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D214
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 96/2011)
26 Μαρτίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AYMAN M. KAMMIS,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
Μιχάλης Θεοδοσίου, για Μ. Χ. Μυλωνάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για τον Αιτητή.
Λουίζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο αιτητής που κατάγεται από τη Συρία, ήρθε στην Κύπρο στις 31.3.1998 για να εργαστεί ως εργάτης και του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας, η οποία ανανεωνόταν, με κάποια ενδιάμεσα διαστήματα παράνομης παραμονής, μέχρι 5.7.2005 και χαρακτηριζόταν ως «FINAL - NOT RENEWABLE» «ΤΕΛΙΚΗ - ΜΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΗ».
Πιο συγκεκριμένα, κατόπιν αιτήσεων που υπέβαλε ο αιτητής, οι άδειες που του παραχωρήθηκαν ήταν ως εξής: 13.5.1998-22.2.1999, 19.6.1999-9.2.2000, 22.2.2000-18.2.2001, 27.6.2001-31.3.2002, 12.3.2002-31.3.2003, 5.3.2004-11.7.2004 και 26.4.2005-5.7.2005.
Στις 22.7.2005 ο εργοδότης του C. HADJIANDREOU AND SON CO LTD υπέβαλε επιστολή στον Υπουργό Εσωτερικών με την οποία ζητούσε παραχώρηση περαιτέρω άδειας παραμονής και εργασίας στον αιτητή. Το αίτημα απορρίφθηκε αφού ο αιτητής είχε συμπληρώσει την ανώτατη περίοδο παραμονής για αλλοδαπούς τρίτων χωρών. Ο αιτητής ενημερώθηκε για την απόρριψη της αίτησης για ανανέωση της άδειας του με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 15.11.2005 και κλήθηκε να αναχωρήσει, δεν συμμορφώθηκε όμως και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία δεν εκτελέστηκαν διότι δεν εντοπίστηκε.
Εν τω μεταξύ, στις 8.1.2006, ο αιτητής καταχώρισε την προσφυγή με αριθμό 30/2006 εναντίον της απόφασης για μη ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής του. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε και ο αιτητής καταχώρησε έφεση, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε.
Στις 4.4.2008, ο εργοδότης του αιτητή απέστειλε νέα επιστολή στον Υπουργό ζητώντας την παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας βάσει της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους επί μακρόν διαμένοντες. Στις 24.7.2009 εκδόθηκαν άλλα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, δυνάμει των οποίων ο αιτητής συνελήφθη στις 22.10.2009. Τα διατάγματα αυτά, όμως, αναστάληκαν/ακυρώθηκαν δύο μέρες αργότερα, κατόπιν οδηγιών του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, και ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος «μέχρι νεοτέρων οδηγιών».
Στη συνέχεια, ο Υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε την παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας στον αιτητή για ακόμη 6 μήνες και στη συνέχεια, κατόπιν αίτησης που υπέβαλε στις 25.1.2010, του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι τις 31.05.2010.
Εν τω μεταξύ, στις 27.5.2010 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, αίτηση που απορρίφθηκε γιατί δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα παραμονής, δηλαδή τα 7 χρόνια νόμιμης παραμονής στην Κύπρο μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του και δεν διέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία κατά το δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του. Ενημερώθηκε με σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στις 8.11.2010, η οποία είχε το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Dear Mr. KAMMIS,
Ι wish to refer to your application for the acquisition of the Citizenship of Cyprus by naturalization under Section 111 of the Civil Registry Laws of 2002-2010 and inform you that your application was examined carefully but it was not found possible to be approved as according to the records kept in this Office, you do not fulfil the residence qualifications specified in the Third Schedule of the above-mentioned Laws which provide than an applicant should:
According to the Civil Registry Law 141(I)/2002, several categories of Aliens, including the category in which your case belongs, must during the preceding years, accumulate a total of at least 7 years legal residence in the Republic of which the one year prior the date of application must be continuous legal residence in Cyprus.
2. According to the records kept in this Office you do not possess the qualification as described above.»
Aυτή την απόφαση προσβάλλει ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ως αναιτιολόγητη. Ισχυρίζεται ότι η δεύτερη παράγραφος της επιστολής αφήνει αναπάντητα ερωτηματικά σχετικά με το τι λήφθηκε υπόψη για να υπολογιστεί η περίοδος της νόμιμης διαμονής του κατά το Νόμο, αφού εκ πρώτης όψεως όταν υπέβαλε την επίδικη αίτηση βρισκόταν νόμιμα στην Κύπρο και είχε συμπληρώσει πέραν των 12 ετών συνολικής παραμονής.
Επίσης ισχυρίζεται ότι προκύπτει πλάνη και δεν έγινε η δέουσα έρευνα ως προς τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή του, αλλά ούτε ως προς τα λοιπά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για πολιτογράφηση τα οποία κατείχε, σύμφωνα και με τις θετικές συστάσεις και απόψεις του Επάρχου (ερυθρά 111- 115 στο διοικητικό φάκελο - Τεκμήριο 1). Προβάλλει, περαιτέρω, ότι δεν λήφθηκε υπόψη πως εργοδοτείτο ανελλιπώς, είχε πλήρως τακτοποιημένες τις κοινωνικές του ασφαλίσεις και φορολογικές υποχρεώσεις, είχε ασφάλιση υγείας και ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ενώ είχε αποκτήσει με την Σύρια σύζυγο του τρία παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Κύπρο - το μεγαλύτερο Μαρία Καμμής βαφτίστηκε Χριστιανή και ενεγράφη σε ελληνορθόδοξο νηπιαγωγείο.
Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι στην περίπτωση του αιτητή, ενήργησαν καλόπιστα και υπεύθυνα διεξάγοντας πλήρη έρευνα και αιτιολογώντας πλήρως την απόφαση τους. Οι καθ' ων η αίτηση ως όφειλαν, έλεγξαν την παράνομη παραμονή, αφού η επταετία αποτελεί ένα από τα τυπικά προσόντα του Τρίτου Πίνακα (άρθρο 111) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου Ν. 141(1)/2002 (στο εξής «ο Νόμος»). Επικαλούνται την απόφαση στην Yousife Mohamed ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18 - στην οποία η αίτησή του εκεί αιτητή απορρίφθηκε βάσει της δεύτερης επιφύλαξης του ’ρθρου 110(2) του Νόμου - όπου λέχθηκε πως η συγκεκριμένη επιφύλαξη στο Νόμο είναι διατυπωμένη με πολύ ευρύ τρόπο και καλύπτει περιπτώσεις τόσο παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία όσο και παράνομης παραμονής στο παρελθόν, έστω και αν ο αλλοδαπός κατά τα χρόνο της υποβολής της αίτησης για πολιτογράφηση είχε νόμιμη παραμονή. Υποστηρίζουν επίσης, οι καθ' ων η αίτηση, πως οι εκάστοτε παρατάσεις της προσωρινής άδειας παραμονής του αιτητή, δεν νομιμοποιούν την παράνομη παραμονή του.
Παράλληλα, οι καθ΄ ων η αίτηση τονίζουν τις βασικές αρχές που διέπουν την εξέταση αιτήματος πολιτογράφησης, ότι πρόκειται για εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, με αποτέλεσμα η ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να ελέγχεται μόνο με αναφορά στην αρχή της καλής πίστης, ενώ κατά τα άλλα η κρίση της Διοίκησης αναγνωρίζεται ως απόλυτη (βλ. Μoyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R 1203 και Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ 307).
Ο Τρίτος Πίνακας του Νόμου, με τίτλο Προσόντα για Πολιτογράφηση, προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«1. Με την τήρηση των διατάξεων της α΅έσως προηγού΅ενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:
(α) ∆ια΅ονή στη ∆η΅οκρατία για όλο το χρονικό διάστη΅α των α΅έσως προηγού΅ενων 12 ΅ηνών από την η΅ερο΅ηνία της αίτησης, και
(β) κατά τη διάρκεια των α΅έσως προηγού΅ενων από το πιο πάνω αναφερό΅ενο δωδεκά΅ηνο χρονικό διάστη΅α επτά ετών, είτε διέ΅ενε στη ∆η΅οκρατία, είτε διετέλεσε στη δη΅όσια υπηρεσία της ∆η΅οκρατίας, είτε ΅ερικώς το ένα και ΅ερικώς το άλλο, για χρονικά διαστή΅ατα που αθροισ΅ένα να ΅ην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:
Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενα τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους η διαμονή του να είναι συνεχής.»
H κατοχή των πιο πάνω προσόντων δεν συνεπάγεται αυτόματα την έκδοση πιστοποιητικού πολιτογράφησης. Όπως έχει λεχθεί κατ' επανάληψη, ο Νόμος παρέχει στον αρμόδιο Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα, αλλά δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Παρέχεται μόνο το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση. (Βλ. Vera Joudina v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 708/2005, ημερομηνίας 20.7.2006, Tahir Mahmood v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 254/2006, ημερομηνίας 15.5.2007 και Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66). Η μόνη υποχρέωση που η Κυπριακή Δημοκρατία υπέχει στον τομέα αυτό κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας είναι να ενεργεί με καλή πίστη. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί επίσης πως το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας και επομένως το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007).
Οι καθ' ων η αίτηση, όπως φαίνεται στο ερυθρό 120 του διοικητικού φακέλου (Τεκμήριο 1), υπολόγισαν το σύνολο της νόμιμης παραμονής σε 6 χρόνια, 5 μήνες και 4 ημέρες, αφαιρώντας ουσιαστικά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα που μεσολαβούσαν μεταξύ των συνεχόμενων ανανεώσεων των αδειών παραμονής του αιτητή κατά τα οποία η παραμονή του δεν καλυπτόταν από οποιαδήποτε άδεια παραμονής ή εργασίας (22.2.2009-1.3.1999, 9.2.2000-22.2.2000,18.2.2001-27.6.2001, 31.3.2003-15.7.2003, 11.7.2004-8.1.2014, 5.7.2005-25.1.2010).
Στην απόφαση μου στην υπόθεση Hakam Qasem Hussein Badar v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπ.αρ. 425/2011, ημερ. 17.5.2013, είχα εκφράσει την άποψη ότι παρά το γεγονός ότι η παράνομη παραμονή στο παρελθόν κρίθηκε κατ' απόλυτο τρόπο (βλ. Δημοκρατία ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20), το ζήτημα θα πρέπει ενδεχομένως να επανεξετασθεί υπό το φως της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση C-329/97 Sezgin Ergat v. Staadt Ulm, ημερ. 16.3.2000 (προδικαστικό ερώτημα), όπου κρίθηκε ότι η μη κατοχή άδειας διαμονής τού εκεί αιτητή για ορισμένα βραχέα χρονικά διαστήματα δεν είχε καμία σημασία εφόσον οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους δεν αμφισβήτησαν για το λόγο αυτό τη νομιμότητα της διαμονής στο εθνικό έδαφος, αλλά αντιθέτως του χορηγούσαν κάθε φορά και νέα άδεια διαμονής.
Το θέμα αυτό απασχόλησε την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρόσφατα στην Υπόθεση Α.Ε. 37/10, Δημοκρατία ν. Nimal Jayaweera, ημερομηνίας 10.7.2014, με αναφορά σε αίτημα υπηκόου της Σρι Λάνκας για πολιτογράφηση, ο οποίος διέμενε στη Δημοκρατία από το 1995. Έγινε από τον εκεί εφεσίβλητο/αιτητή αναφορά σε νομολογία του ΔΕΕ[1], που κατά τον ισχυρισμό του οδηγούσε στην αντίθετη κατεύθυνση από ότι είχε αποφασιστεί στην Δημοκρατία ν. Ζ.Μ. (ανωτέρω) αναφορικά με την ανανέωση των αδειών παραμονής, ότι δηλαδή τα διαστήματα της παράνομης διαμονής δεν μπορούν να προσμετρήσουν. Ειδικότερα για την Ergat, η Ολομέλεια υπέδειξε ότι τα γεγονότα στην υπόθεση εκείνη διαφοροποιούνταν από τα εγειρόμενα στην ενώπιον του υπόθεση. Ο Ergat είχε εισέλθει τον Οκτώβρη του 1975 με άδεια στη Γερμανία, για να ζήσει με τους γονείς του, οι οποίοι εργάζονταν ήδη στη χώρα αυτή ως μισθωτοί. Κατείχε άδεια εργασίας περιορισμένης διάρκειας από το 1983 και στις 19 Οκτωβρίου 1989 του χορηγήθηκε, άδεια αορίστου χρόνου. Το 1983 του χορηγήθηκε κατόπιν αιτήσεως του, άδεια διαμονής για ένα έτος. Η ισχύς της εν λόγω αδείας παρατάθηκε για τέσσερις φορές, την πρώτη φορά για ένα έτος και στη συνέχεια για δύο έτη, κάθε φορά. Αποτελούσε μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι οι τρεις τελευταίες παρατάσεις εγκρίθηκαν παρόλο που η αίτηση για ανανέωση είχε υποβληθεί μετά τη λήξη της ισχύος της αδείας διαμονής. Η ισχύς της τελευταίας έληξε στις 28 Ιουνίου 1991. Ο Ergat υπέγραψε αίτηση για παράταση της άδειας διαμονής του πριν από τη λήξη της αλλά η αίτηση περιήλθε στην αρμόδια Υπηρεσία Αλλοδαπών μετά τη λήξη της ισχύος της, και απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Κρίθηκε παράλληλα από την Υπηρεσία Αλλοδαπών πως η διαμονή του Ergat δεν ήταν πλέον νόμιμη, υποχρεώνοντας τον να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Ο Ergat θεώρησε ότι το άρθρο 7 της Απόφασης 1/80 της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, που σχετίζεται με την προώθηση της σύνδεσης την οποία εξέδωσε το Συμβούλιο Σύνδεσης το οποίο συστάθηκε με τη Συμφωνία σύνδεσης μεταξύ της ΕΟΚ και της Τουρκίας, του επέτρεπε να αξιώσει παράταση της διαμονής του. Το προδικαστικό ερώτημα που τέθηκε στο ΔΕΕ επικεντρώθηκε στην ερμηνεία των προϋποθέσεων της εν λόγω πρόνοιας.
Ακολουθώντας τη Δημοκρατία ν. Ζ.Μ. (ανωτέρω) η Ολομέλεια υπέδειξε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«To κρίσιμο θέμα που διαφοροποιεί τα γεγονότα της υπόθεσης από τα εγειρόμενα στην υπό εξέταση υπόθεση είναι οι σχετικές πρόνοιες της Συμφωνίας 1/80, όπου τούρκος υπήκοος μετά από πενταετή νόμιμη διαμονή λόγω οικογενειακής συμβιώσεως με εργαζόμενο, αποκτά το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Αυτή ήταν η ειδοποιός διαφορά η οποία εδραζόταν στο γεγονός ότι ο Ergat ήταν κάτοχος εργασίας αορίστου χρόνου από το 1989 και του επέτρεπε να εξεταστεί το αίτημα του για άδεια διαμονής ανεξαρτήτως αν αυτή είχε υποβληθεί μετά τη λήξη της αδείας διαμονής.
Στην προκείμενη περίπτωση το αναφαίρετο και κυριαρχικό δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς τη διατήρηση, ή είσοδο προσώπων στην Κύπρο όσο και η διακριτική ευχέρεια της να παραχωρεί την κυπριακή υπηκοότητα επιβεβαιώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση Ζ.Μ. (ανωτέρω). Τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της παρούσας και αποφασίστηκε το εξής:
«Ο εφεσίβλητος στην παρούσα υπόθεση, καίτοι εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία και κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του για πολιτογράφηση διέμενε νόμιμα, δεν πληρούσε την προβλεπόμενη για την περίπτωση του - διέμενε στη Δημοκρατία για σκοπούς εργοδότησης - επταετή νόμιμη διαμονή. Τα διαστήματα της παράνομης διανομής του δεν μπορούν να προσμετρήσουν. Οι μετέπειτα παρατάσεις της προσωρινής αδείας παραμονής του δεν νομιμοποιούν την προηγούμενη παράνομη διαμονή του.»
Έχοντας αναλύσει τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του ΔΕΕ καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι διαφοροποιούνται, ως προς τα γεγονότα και τη νομική βάση επί των οποίων στηρίχθηκαν και εφαρμόζεται, επί του προκειμένου, το δεσμευτικό προηγούμενο της απόφασης Ζ.Μ.»
Δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος που να διαφοροποιεί την παρούσα από τη δεσμευτική πιο πάνω απόφαση που ξεκαθάρισε το επίδικο ζήτημα. Ούτε έχει υποδειχθεί, ούτε μπόρεσα να εντοπίσω, παρόλη την έρευνα μου, ευρωπαϊκή νομολογία που να αναιρεί τον λόγο της.
Οι τυπικές προϋποθέσεις νόμιμης ή συνεχούς διαμονής κατά το εθνικό δίκαιο πολιτογράφησης, πρέπει να προσεγγίζονται με αυστηρότητα. Συνεπώς, οι καθ' ων η αίτηση δικαιολογημένα απέρριψαν το αίτημα του αιτητή, όχι ως άσκηση διακριτικής ευχέρειας, αλλά επειδή ο αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου για επταετή νόμιμη παραμονή, και δεν υπήρχε κανένας λόγος για να λάβουν περαιτέρω υπόψη οποιοδήποτε άλλο ουσιαστικό κριτήριο, έστω και αν το είχαν διερευνήσει στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης (έκθεση Επαρχιακής Διοίκησης). Η απόφαση κρίνεται εύλογη και αιτιολογημένη.
Παρά την κατάληξη μου, θα πρέπει εδώ να παρατηρήσω πως το σύνολο των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης του αιτητή, στον οποίο ανανεώνονταν ανελλιπώς οι άδειες παραμονής ως εργαζομένου από το 1998 (με την ένδειξη Final-Not Renewable), ακόμη και μετά την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και τη σύλληψη του - η άδεια του ανανεώθηκε μέχρι 31.5.2010 κατόπιν οδηγιών του Υπουργού Εσωτερικών - καταδεικνύουν στάση και συμπεριφορά εκ μέρους της Διοίκησης που κάθε άλλο παρά συνεπείς μπορεί να χαρακτηρισθούν.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Ergat (ανωτέρω) και C-135/08 Rottmann v. Freistaat Bayern, ημερ. 2 Μαρτίου 2010