ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
A.F.K. κ.α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 44/2018, 91/2018, 6/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:B515
Γ.Ι. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.44/2019, 18/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:B315
ECLI:CY:AD:2015:D198
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.6461 /2013)
18 Mαρτίου, 2015
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με τo ΄Αρθρo 146 του Συντάγματος
ANNA EYAΓΓΕΛΟΥ
Αιτήτρια,
-και -
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
(Τμήμα Γραφείου Ευημερίας)
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Αιτήτρια προσωπικά.
Μ.Στυλιανού - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια αιτείται ακύρωση της απόφασης του Γραφείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων η οποία της κοινοποιήθηκε με σχετική επιστολή του Γραφείου ημερ. 2/10/2013, με την οποία της αναφέρετο ότι το αίτημα της για παροχή αναπηρικού επιδόματος εξετάστηκε προσεκτικά και δεν εγκρίθηκε «δεδομένης της ισχύουσας νομοθεσίας και σχετικών κανονισμών, καθότι με βάση το άρθρ.2 των περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων 2006-2013 «δεν θεωρήθηκε ανάπηρο άτομο».
Η αιτήτρια, 58 ετών, διαζευγμένη και μητέρα τριών ενηλίκων παιδιών λαμβάνει από το 2010 δημόσιο βοήθημα ύψους €673.84 και επιπλέον €136,69 ως Μέτρα Κοινωνικής Συνοχής Μονογονέα, από 01/02/2011, σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(β) του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι) του 2006. Το επίδομα αυτό το λάμβανε ως «μόνος γονέας». Το δημόσιο αυτό βοήθημα τερματίστηκε από 1/6/2012 με την τροποποίηση του σχετικού Νόμου 95(Ι)/2006, οπότε και τροποποιήθηκαν τα άρθ.2 και 3 με τη διαγραφή των όρων «μόνος γονέας» και «άγαμος γονέας» και «σε μόνο γονέα οικογένειας». Το 2012 ο Νόμος τροποποιήθηκε εκ νέου (τρ. Νόμος 67(Ι)/2012) και ως εκ των προνοιών αυτού το αίτημα της αιτήτριας επαναξιολογήθηκε (Αυγ.2012) και εγκρίθηκε η συνέχιση του προς την αιτήτρια ως ασθενής, δυνάμει του άρθρ.3(1)(β) του πιο πάνω Νόμου. Αυτά έχουν τεθεί στην ένσταση και δεν αμφισβητούνται (βλ. Παραρτήματα 1-9.)
Είναι αδιαμφισβήτητο επίσης ότι τον Μάρτιο του 2013, ο αρμόδιος Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών επισκέφθηκε την αιτήτρια στην κατοικία της και είχε συνεργασία μαζί της, όπου συζητήθηκαν τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει και διερευνήθηκε η ανάγκη παροχής κατ΄οίκον φροντίδας. Ζητήθηκε νέα ιατρική βεβαίωση, (βλ. Παράρτημα 10).
Η αιτήτρια προσκόμισε στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας δυο ιατρικές βεβαιώσεις ημερ. 29.3.2013 και 9.4.2013 (Παραρτήματα 11 και 12) οι οποίες ανέφεραν «ασθενή με ιστορικό ΟΑ (3ου βαθμού) άμφω γονάτων. Δυσκολία στην έντονη εργασία καις την ορθοστασία. Πιθανόν να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση σε 5-7 χρόνια. Χρήζει καθημερινής βοήθειας στο σπίτι.»
Με βάση τις πιο πάνω ιατρικές βεβαιώσεις, ο αρμόδιος Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών στις 3.7.2013 εισηγήθηκε την παροχή κατ΄οίκον φροντίδας, σύμφωνα με το άρθρο 8(α) των περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων 2006 και 2012, δύο φορές τη βδομάδα από δύο ώρες.
Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2013 διερευνήθηκε το αίτημα της αιτήτριας για παροχή αναπηρικού επιδόματος. Ο αρμόδιος Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών εισηγήθηκε απόρριψη του αιτήματος της, εισήγηση με την οποία συμφώνησε η Συντονίστρια του και η Προϊστάμενη του αρμόδιου Γραφείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, «αφού η κατάσταση της υγείας της αιτήτριας, βάσει των ιατρικών βεβαιώσεων αλλά και της περιγραφής του αρμόδιου Λειτουργού μετά από συνεργασία που είχε μαζί της, δεν πληρούσε σωρευτικά τα κριτήρια του όρου «ανάπηρος» όπως αυτός ερμηνεύεται στο ΄Αρθρο 2 στις Εισαγωγικές Διατάξεις των περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων 2006 έως 2013, ήτοι η οστεοαρθρίτιδα άμφω γονάτων που παρουσιάζει δεν μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσότερων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία. Η αιτήτρια είναι σε θέση να αυτοφροντίζεται, να οδηγά αυτοκίνητο και να εκτελεί βασικές εργασίες στο σπίτι όπως το μαγείρεμα, ενώ για τις πιο βαριές δουλειές του σπιτιού, της παρέχεται μερική κατ΄οίκον φροντίδα».
Όπως ανέφερα πιο πάνω, στις 2/10/2013 στάληκε στην αιτήτρια επιστολή-απόρριψη του αιτήματος της για παροχή αναπηρικού επιδόματος.
Σημειώνονται στην ένσταση και τα ακόλουθα σημεία:
Η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας λήφθηκε από εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας η οποία έχει παραχωρηθεί δυνάμει του άρθρου 2 των περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων 2006 έως 2013. Να σημειωθεί ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση όπως επίσης και οι εκάστοτε εξουσιοδοτήσεις των Λειτουργών του Τμήματος καταχωρούνται σε ξεχωριστό διοικητικό φάκελο των καθ΄ων η αίτηση.
Αναφέρεται δε ακόμη, ότι η αιτήτρια λαμβάνει Δημόσιο Βοήθημα ως ασθενής, λαμβάνει δικαιώματα εξαρτώμενου τέκνου που αφορά την 18χρονη κόρη της από τον Αύγουστο του 2012 (με βάση τις πρόνοιες του τρ. Νόμου 67(Ι)/2002 και του άρθρου 3(1)(β) του Νόμου) και από τον Μάρτιο του 2013 της παρέχεται κατ΄οίκον φροντίδα.
Η θέση της αιτήτριας, όπως προωθήθηκε και στη γραπτή της αγόρευση, είναι ότι το προηγούμενο ιστορικό της δεν αφορά την προσφυγή, αφού το αίτημα της για αναπηρικό επίδομα εξετάστηκε και απορρίφθηκε ως άνω.
Το επιχείρημα που κύρια προέβαλε η αιτήτρια είναι το πώς είναι δυνατό κάποιος να λαμβάνει κατ΄οίκον φροντίδα, όπως η ίδια, και συνάμα «να μην είναι ανάπηρο άτομο». Ακριβώς αυτό, συνεχίζει, αποδεικνύει ότι είναι άτομο που είναι ανίκανο να φροντίζει τον εαυτό του. Μάλιστα επικαλείται επ΄αυτού βεβαίωση γιατρού άνευ ημερομηνίας στην οποία αναφέρεται ότι «ασθενής 58 ετών με σοβαρή οστεοαρθρίτιδα άμφω γονάτων, συνιστάται αποφυγή ορθοστασίας, έντονης δραστηριότητας και κόπωσης.» (βλ. παρ.ΙΙ επί της αγόρευσης της αιτήτριας).
Η αιτήτρια επιμένει ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έχουν προβεί στη δέουσα έρευνα και ότι δεν παρέπεμψαν την αιτήτρια στη Πολυθεματική Ομάδα που προβλέπει ο Ν.95(Ι)/2006, Παρ.Ι με την τελική επισήμανση ότι εξετάστηκαν τα ιατρικά πιστοποιητικά από λειτουργούς που δεν μπορούν να «αξιολογήσουν» ιατρικά πιστοποιητικά.
Με βάση το Νόμο Ν.95(Ι)/2006:
«ανάπηρος» σημαίνει άτομο το οποίο εκ γενετής ή λόγω γεγονότος που του συνέβηκε πριν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία, η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό σ΄αυτό και η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και άλλα προσωπικά στοιχεία του εν λόγω ατόμου, μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία.»
Επί της επίδικης απόφασης των καθ΄ων η αίτηση, αναφέρονται και τα εξής σχετικά:
«.... Όπως αναφέρει η ίδια η κατάσταση τ ης θα μπορούσε να τύχει θεραπείας με χειρουργική επέμβαση αλλά λόγω ηλικίας οι ιατροί συστήνουν παράταση της υποβολής της σε επέμβαση για 5 με 7 χρόνια (Κ.61).
Σύμφωνα με τις ιατρικές βεβαιώσεις υπάρχει δυσκολία στην έντονη εργασία και ορθοστασία (Κ.61 62). Λειτουργικά η λήπτρια αντιμετωπίζει πρόβλημα με τις δύσκολες εργασίες στο σπίτι για αυτό και έχει εγκριθεί ποσό για παροχή μερικής φροντίδας. Πέραν των δυσκολιών αυτών η λήπτρια αναφέρει ότι είναι σε θέση να κάνει άλλες εργασίες στο σπίτι όπως το μαγείρεμα, ενώ μπορεί να οδηγά. Παρουσιάζει σε κάποιο βαθμό δυσκολία στην βάδιση κάτι που είναι εμφανές, όμως ο περιορισμός στις κινητικές της ικανότητες δεν είναι τέτοιος που να μπορεί να θεωρηθεί σημαντική μείωση της λειτουργικότητας σε βαθμό που να εμπίπτει στον όρο ανάπηρος σύμφωνα με το άρθρο 2 της σχετικής νομοθεσίας.
Σύμφωνα με τα πιο πάνω εισηγούμαι απόρριψη παροχής αναπηρικού επιδόματος για τη λήπτρια.»
΄Εχω μελετήσει τα θέματα που προβάλλει η αιτήτρια μ΄όλη τη δυνατή ευρύτητα αφού ακριβώς η αιτήτρια παρουσίασε την υπόθεση της χωρίς νομική εκπροσώπηση.
΄Εχοντας υπόψη τις δικογραφικές θέσεις των μερών, όπως μάλιστα έχουν αναλυθεί και στις γραπτές τους αγορεύσεις, παρατηρώ ότι:
Το ιστορικό της παροχής άλλου είδους επιδόματος προς την αιτήτρια δεν μπορεί να κριθεί άσχετο της παρούσας προσφυγής αφού ακριβώς προσδιορίζει το είδος της σχέσης με τη διοίκηση στον αμέσως προηγούμενο χρόνο, σχέση μάλιστα που συνεχίζει να υφίσταται.
Με βάση το αίτημα της (παρ.1) έχει αιτηθεί «δημόσιο βοήθημα». Δεν χρησιμοποιήθηκε ο όρος επίδομα αναπήρου προσώπου. Περιγράφεται όμως η κατάσταση υγείας της, οι πόνοι στα γόνατα που είχε και η πιθανότητα εγχείρισης την οποία και αν υποστεί δεν είναι σίγουρη η επιτυχής έκβαση της.
Εκ των προηγουμένων ενεργειών των καθ΄ων η αίτηση που έγιναν και παρατίθενται και ως και του περιεχομένου της απόφασης - Παρ.15, παρατηρώ ότι οι καθ΄ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα έρευνα.
Υπήρχαν ιατρικές βεβαιώσεις οι οποίες και δεν ομιλούσαν ξεκάθαρα για αδυναμία εργασίας για να υπάρχει αντικείμενο αξιολόγησης ή ενδεχόμενη παραπομπή του θέματος σε συμβουλευτική ομάδα.
Ακριβώς επειδή η ίδια η τοποθέτηση εκ των ιατρικών συνταγών ή βεβαιώσεων δεν παρείχε έρεισμα για ανικανότητα εργασίας αλλά απλώς αναφέρει «δυσκολίες στην έντονη εργασία και ορθοστασία» (βλ.Παρ.11 και 12) δεν προσφερόταν καν κατάλληλη βάση στους καθ΄ων η αίτηση για περαιτέρω εξέταση του θέματος και παραπομπή σε πολυθεματική συμβουλευτική ομάδα. (βλ.ΚΔΠ319/2006).
Αντιθέτως στα πλαίσια που τους παρείχετο εκ της ίδιας της αίτησης και με βάση το προσφερθέν υλικό, προέβησαν στην έρευνα. Εξηγούν δε γιατί κατέληξαν στην απόρριψη του αιτήματος.
Στο πιο πάνω πρακτικό - αφού μάλιστα προηγήθηκε επίσκεψη από Λειτουργό των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 6/3/2013 - καταγράφεται «όχι τέτοια σημαντική μείωση» της λειτουργικότητας της αιτήτριας στην καθημερινή ζωή, ώστε να εμπίπτει στον πιο πάνω όρο. Σημειώνεται η ικανότητα της να οδηγά, να ασχολείται με οικιακές εργασίες κ.ά.
Το πιο ουσιώδες όμως είναι ότι το ίδιο το ιστορικό της εκ των ιατρικών εγγραφών δεν στοιχειοθετεί - αυτοδύναμα κρινόμενο - την έννοια του ανάπηρου αφού δεν περιέχει τέτοια ευρήματα ώστε να στοιχειοθετήσει εκ πρώτης όψεως το σχετικό αίτημα.
Εφόσον κρίνεται ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που εύλογα επέλεξε η διοίκηση να διερευνήσει το θέμα (βλ. Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ.).
Κρίνοντας εν προκειμένω ότι η έρευνα είναι επαρκής δεν παρέχεται ευχέρεια παρέμβασης του Δικαστηρίου στην πράξη.
Πρόσθετα να αναφέρω το γεγονός ότι δίδεται στην αιτήτρια βοήθημα υπό μορφή συγκεκριμένων υπηρεσιών, δυο φορές την εβδομάδα και αυτό που αναφέρθηκε ως δημόσιο βοήθημα δυνάμει του αρθ.3(1)β του Νόμου (βλ. σελ.6 γραπτής αγόρευσης των καθ΄ων η αίτηση, και πιο πάνω).
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη πράξη επικυρώνεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση εκ ποσού €500.
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου Δ.