ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D145
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 626/2012)
3 Μαρτίου, 2015
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Ε. Ρήγα (κα) για Ανδρέας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η υπό κρίση περίπτωση καλύπτεται από εκτεταμένο ιστορικό:
Το Ενδιαφερόμενο Μέρος διορίστηκε από 17.12.2007 στη Μόνιμη Θέση Γεωλογικού Λειτουργού, Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, αντί του Αιτητή. Ο τελευταίος, αντιδρώντας, καταχώρησε την προσφυγή 56/2008, αξιώνοντας την ακύρωση του πιο πάνω διορισμού. Η προσφυγή είχε αίσιο τέλος και η προσβληθείσα απόφαση ακυρώθηκε με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Οι λόγοι ακύρωσης έχουν άμεση συσχέτιση με την παρούσα προσφυγή και θα απασχολήσουν σε κατοπινό στάδιο της απόφασης. Η ΕΔΥ επανεξετάζοντας την πλήρωση της επίδικης θέσης υπό το πρίσμα της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης, επέλεξε και πάλι το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως το πιο κατάλληλο και αποφάσισε να του προσφέρει διορισμό αναδρομικά από 17.2.2007, ημερομηνία που ίσχυε ο διορισμός που ακυρώθηκε. Ακολούθησε νέα προσφυγή, η υπ΄ αριθμό 948/2010. Ενώ η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία εκκρεμούσε, η ΕΔΥ, ακολουθώντας σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ανακάλεσε την απόφαση για αναδρομικό διορισμό του Ενδιαφερομένου Μέρους και παρέπεμψε το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή, προκειμένου να ετοιμάσει νέα έκθεση την οποία και να απέστελλε στην ΕΔΥ το συντομότερο δυνατό. Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαβιβάσθηκε στην ΕΔΥ την 1.11.2011 και περιείχε, με αλφαβητική σειρά, τα ονόματα των δύο υποψηφίων για διορισμό στην υπό αναφορά θέση, ήτοι του Αιτητή και του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Η ΕΔΥ αφού εξέτασε την εν λόγω έκθεση προέβη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, ο οποίος ήταν ο ίδιος με τον προκαταρκτικό και αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση ενώπιόν της τους δύο υποψήφιους. Στις 8.3.2012 έλαβε χώραν η προφορική εξέταση στην παρουσία και της Διευθύντριας του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, η οποία αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων αποχώρησε από τη συνεδρία. Ακολούθως η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που διεξήχθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, καθώς και την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση ενώπιόν της, έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε γενικά του Αιτητή και το επέλεξε ως καταλληλότερο, προσφέροντάς του διορισμό στην επίδικη θέση αναδρομικά από 17.12.2007. Είναι η απόφαση αυτή που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Προβάλλεται ως βασικός λόγος ακύρωσης ότι η έκθεση και η τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής παραβίασαν το δεδικασμένο της απόφασης 56/2008 και τη νομολογία, συμπαρασύροντας σε ακυρότητα και την τελική πράξη της Καθ΄ ης η Αίτηση, η οποία βασίστηκε ουσιωδώς στην άκυρη τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Για να γίνει κατανοητός ο προβαλλόμενος αυτός λόγος ακύρωσης θα πρέπει να αποτυπωθούν τα σχετικά γεγονότα που τον καλύπτουν, καθώς επίσης και η ανάλογη προσέγγιση του Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα προσφυγή 56/2008:
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση Γεωλογικού Λειτουργού, «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους», αποτελεί πλεονέκτημα. Ο Αιτητής, ως κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην Τεκτονική Γεωλογία, κατείχε πλεονέκτημα στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν κατείχε οποιοδήποτε μεταπτυχιακό προσόν και επομένως ούτε και πλεονέκτημα. Κατά την πρώτη πλήρωση της θέσης, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 21.12.2007, η Συμβουλευτική Επιτροπή έδωσε βαρύτητα κατά 90% στην απόδοση στην προφορική εξέταση και μόλις 10% στο πλεονέκτημα. Υπό τις συνθήκες αυτές η εντύπωση που αποκόμισε η Συμβουλευτική Επιτροπή για τον Αιτητή από την προφορική εξέταση, ήταν της κατάταξης «καλή» με βαθμό 6.74/10. Προχωρώντας δε στην τελική αξιολόγηση η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε τον Αιτητή ως «πολύ καλό» με βαθμό 7.74/10, αριθμοποιώντας δηλαδή με 10% το πλεονέκτημα. Σε σχέση με το Ενδιαφερόμενο Μέρος η εντύπωση που αποκόμισε η Συμβουλευτική Επιτροπή ήταν «σχεδόν εξαίρετη» με βαθμό 9.28/10, εντύπωση και βαθμολογία που παρέμειναν έτσι και κατά την τελική αξιολόγηση, αφού δεν συνέτρεχε ζήτημα διαφοροποίησης στην απουσία πλεονεκτήματος. Ηταν η σχετική ανάλυση και κατάληξη του Δικαστηρίου στην υπό αναφορά προσφυγή 56/2008 ότι η απόδοση τόσο υψηλού ποσοστού, 90% στην προφορική εξέταση αποτελούσε ενέργεια έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης «εφόσον φανερά με τέτοιο ψηλό ποσοστό εκ προοιμίου ο φερόμενος ως αποδώσας καλύτερα στην προφορική εξέταση θα απέκλειε τον κάτοχο του πλεονεκτήματος, χωρίς να μνημονεύεται από τους Καθ΄ ων ή στο ενδιάμεσο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή οποιαδήποτε ιδιαίτερη αναφορά στο πλεονέκτημα και χωρίς να προηγείται για τον παραμερισμό του ειδική αιτιολογία». Ακολούθως το Δικαστήριο με αναφορά στη σχετική επί του θέματος νομολογία (Δημοκρατία ν. Γερμανού κ.α. (2005) 3 ΑΑΔ 93), επιβεβαίωσε ότι το πρόσθετο προσόν που παρέχει το πλεονέκτημα δεν αντισταθμίζεται από την καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση, ούτε συνιστά εξειδίκευση της μη επιλογής του υποψηφίου που κατέχει το πλεονέκτημα. Υπό το φως αυτών των δεδομένων ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι υπήρχε πλάνη του διοικητικού οργάνου ως προς την οριοθέτηση των ορθών κριτηρίων για σκοπούς διορισμού και προχώρησε στην ακύρωση της προσβληθείσας απόφασης.
Κατά την πορεία επανεξέτασης που καλύπτει την υπό κρίση περίπτωση, η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 25.10.2011, διεξήγαγε προφορική εξέταση των δύο υποψηφίων που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή της, ήτοι του Αιτητή και του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Η μέση βαθμολογία για μεν τον Αιτητή ήταν 78, για δε το Ενδιαφερόμενο Μέρος 93. Υπό τα δεδομένα αυτά και με βάση επταβάθμια κλίμακα που εφάρμοσε, αξιολόγησε ως «σχεδόν εξαίρετο» το Ενδιαφερόμενο Μέρος και «πολύ καλό» τον Αιτητή. Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη στην τελική της αξιολόγηση λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων και την κατοχή πλεονεκτήματος, στην οποία «έδωσε τη δέουσα αξία, κατά την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων». Ετσι αξιολόγησε τελικά το Ενδιαφερόμενο Μέρος και πάλι ως «σχεδόν εξαίρετο» και τον Αιτητή, τώρα, ως «πάρα πολύ καλό». Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με προηγούμενη απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η αξιολόγηση «σχεδόν εξαίρετος» αντιστοιχούσε με βαθμολογία 90-94.99, η αξιολόγηση «πάρα πολύ καλός» με βαθμολογία 80-89,99 και η αξιολόγηση «πολύ καλός» με βαθμολογία 70-79,99.
Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Αιτητή ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή στην παρούσα διαδικασία έπραξε στην ουσία ότι έπραξε η Συμβουλευτική Επιτροπή στην αρχική διαδικασία του 2007, παραβιάζοντας το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης της προσφυγής 56/2008. Στην αντίπερα όχθη η ευπαίδευτη συνήγορος της Καθ΄ ης η Αίτηση εισηγείται ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Θέτει ότι δεν δόθηκε ποσοστό 10% για την κατοχή πλεονεκτήματος και πως αναγνωρίζεται νομολογιακά ότι σε θέσεις όπου υπάρχει το στοιχείο του πρώτου διορισμού είναι δυνατό να δίδεται αυξημένη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Επεξηγώντας σχετικά με το ζήτημα του ποσοστού 10%, επικαλέστηκε την κατώτατη βαθμίδα του «πολύ καλός», ήτοι τις 70 μονάδες σε αντιστοιχία με την ανώτατη βαθμίδα του «πάρα πολύ καλός» ήτοι 89,99 μονάδες, προκειμένου να καταδείξει ότι η μεταξύ τους διαφορά δεν είναι 10 μονάδες αλλά 19,99 και να παραπέμψει σε συμπέρασμα ότι η βαρύτητα που προσδόθηκε στο πλεονέκτημα κατά την επανεξέταση δεν ήταν στο ποσοστό του 10% αλλά πολύ περισσότερο, σχεδόν διπλάσιο, και επομένως δεν εντοπίζεται παραβίαση του δεδικασμένου επί τούτου.
Ο,τι αναδύεται ως νομικά σημαντικό στην απόφαση του Δικαστηρίου υπ΄ αριθμό 56/2008, είναι η προσέγγιση πως η Συμβουλευτική Επιτροπή με την ενέργειά της να αποδώσει βαρύτητα 90% στην προφορική εξέταση και μόλις 10% στο πλεονέκτημα, εξουδετέρωσε στην ουσία το πλεονέκτημα και τη βαρύτητά του. Υπό τα δεδομένα αυτά η θεωρούμενη ως καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση, υπερφαλάγγισε την κατοχή του πλεονεκτήματος από τον Αιτητή και μάλιστα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία. Επαναλαμβάνεται δε ότι το προβάδισμα που παρέχει το πλεονέκτημα αναγνωρίζεται νομολογιακά και αναμένεται η καταγραφή ειδικής αιτιολογίας σε περίπτωση μη επιλογής του κατόχου τέτοιου πλεονεκτήματος για πλήρωση θέσης.
Τα σχετικά ως προς το ζήτημα της απόδοσης ποσοστών γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης δεν διαφοροποιούνται από τα όσα εξετάστηκαν και αποφασίστηκαν στην προαναφερθείσα προσφυγή 56/2008. Η προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου για την Καθ΄ ης η Αίτηση είναι με όλο το σεβασμό λανθασμένη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά παραβίαση του δεδικασμένου έδωσε στο πλεονέκτημα του Αιτητή βαρύτητα ανάλογη, αν όχι μικρότερη, αυτής της Συμβουλευτικής Επιτροπής του 2007. Καθότι στην παρούσα περίπτωση η βαθμολογία του Αιτητή στην προφορική εξέταση ήταν 78 μονάδες. Υπολειπόταν δηλαδή δύο μονάδων προκειμένου να ενταχθεί στην κλίμακα «πάρα πολύ καλός». Κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η αναβάθμιση του Αιτητή στην πιο πάνω κλίμακα «πάρα πολύ καλός» αντιστοιχούσε με παροχή σε αυτόν από δύο μέχρι 11,99 μονάδες, ως αντιστάθμισμα του πλεονεκτήματος που κατείχε. Στην πραγματικότητα - και στην απουσία αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το 2007, βαθμολογίας στην τελική κατάληξη - ήταν αρκετή η παροχή δύο μονάδων για το πλεονέκτημα, προκειμένου ο Αιτητής να ενταχθεί στην κλίμακα «πάρα πολύ καλός». Συνεπώς, τα δεδομένα ήταν τουλάχιστον τα ίδια, αν όχι χειρότερα και πιο ακραία, με αυτά που κάλυπτε το δεδικασμένο της υπόθεσης 56/2008.
Τελικά η Καθ΄ ης η Αίτηση, όπως εντοπίζεται από το πρακτικό ημερομηνίας 8.3.2012 «Επιλέγοντας τον Ρήγα Μιχάλη έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Σχεδόν εξαίρετος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική αξιολόγηση και ως Εξαίρετος από την ίδια την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, αξιολογηθείς, δηλαδή, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια την Επιτροπή σε υψηλότερο επίπεδο από τον ανθυποψήφιό του Χατζηγεωργίου Γεώργιο, ο οποίος αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλός από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική της αξιολόγηση και ως Πολύ καλός από την ίδια την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση.» Η επιμέτρηση επίσης του πλεονεκτήματος του Αιτητή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και η κατάταξή του με βάση αυτό σε ψηλότερη βαθμίδα, λήφθηκε υπόψη από την Καθ΄ ης η Αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Υπό το φως όμως των δεδομένων αυτών, η Καθ΄ ης η Αίτηση τελούσε, όπως και στην περίπτωση της προσφυγής 56/2008, υπό πλάνη ως προς την οριοθέτηση των ορθών κριτηρίων για σκοπούς διορισμού. Εντοπίζεται επίσης παραβίαση του δεδικασμένου και απουσία οποιασδήποτε αιτιολογίας για την παράκαμψη του πλεονεκτήματος του Αιτητή.
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον της Καθ΄ ης η Αίτηση. Καμιά διαταγή για έξοδα σε σχέση με το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.