ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Mytides ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 737
Χατζηγιάννη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 317
Β.Χαράκης & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1994) 3 ΑΑΔ 294
Νικολαΐδης κ.α. ν. Μηνά κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 321
Eπαμεινώνδας Σπύρος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου και Άλλου (1998) 3 ΑΑΔ 376
Θεοφίλου Ελένη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 181
Θεοδοσιάδου Μάρω ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2001) 3 ΑΑΔ 143
Xαραλάμπους Aυγή και Άλλες ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2004) 3 ΑΑΔ 481
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Πανίκου Δημητριάδη και Άλλης (2007) 3 ΑΑΔ 589
Φροίξου Κογκορόζη ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 268/97, 24 Μαΐου 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D222
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 551/2011)
26 Μαρτίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΡΕΝΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΔΙΟΙΚΟΥΣΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
----------------------
Ξένια Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για την Αιτήτρια.
Γιώργος Σεραφείμ, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: H αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του καθ' ου η αίτηση, ημερομηνίας 25.2.2011, με την οποία διόρισε τους Γιάννη Βακανά και Γιώργο Παμπορή στη μόνιμη θέση Πολιτικού Μηχανικού στην Υπηρεσία Διαχείρισης του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας.
Η Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΠΑΚ ανέθεσε την πλήρωση των Διοικητικών Μόνιμων θέσεων για το έτος 2010 σε Συμβουλευτικές Επιτροπές Επιλογής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, στην οποία ανατέθηκε η πλήρωση των επίδικων θέσεων (στο εξής «η Επιτροπή»), στην πρώτη συνεδρία της ημερομηνίας 13.5.2010 αποφάσισε όπως καλέσει σε γραπτή εξέταση τους υποψηφίους που φαινόταν ότι πληρούσαν, εκ πρώτης όψεως, τα προσόντα που αναφέρονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Στην εξέταση, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά στις 21.7.2010, κλήθηκαν τόσο η αιτήτρια όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, οι οποίοι ήταν στον κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων. Στην επιστολή με την οποία κλήθηκαν αναγραφόταν ότι «Ανεξάρτητα από τη συμμετοχή σας στην πιο πάνω εξέταση, το Πανεπιστήμιο επιφυλάσσει το δικαίωμα να επαληθεύσει τα ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά ή άλλα προσόντα που υποβάλατε στην αίτηση σας και κυρίως τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας».
Ακολούθως οι πρώτοι δεκατέσσερις υποψήφιοι που παρακάθισαν και πέτυχαν στις εξετάσεις, ανάμεσα στους οποίους και η αιτήτρια, κλήθηκαν σε προφορική συνέντευξη, κατά την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας. Απέρριψε την υποψηφιότητα της αιτήτριας με το ακόλουθο σκεπτικό το οποίο καταγράφεται στο πρακτικό ημερομηνίας 18.2.2011:
«Κατά την προφορική συνέντευξη ζητήθηκε από την υποψήφια να παρουσιάσει τεκμήριο τα οποίο να αποδεικνύει την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής Γλώσσας όπως ερμηνεύεται στην εγκύκλιο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με αριθμό 208, 26/08/09, που έχει υιοθετηθεί από την Επιτροπή (βλέπε Παράρτημα VIII). Περαιτέρω αναφέρθηκε στην υποψήφια ότι, όπως, έχει αναφερθεί και στις επιστολές που στάλθηκαν στους υποψηφίους με ημερομηνίες 21 Ιουνίου 2010 και 21 Ιανουαρίου 2011, κλήθηκε τόσο στην γραπτή εξέταση όσο και στην προφορική συνέντευξη, με την προϋπόθεση ότι κατέχει τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας Προσόντα. Η υποψήφια δήλωσε ότι όλα τα αποδεικτικά τα οποία έχει, τα έχει επισυνάψει στην αίτηση της και συγκεκριμένα για την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής Γλώσσας έχει επισυνάψει το τεκμήριο «University of Cambridge, First Certificate» με βαθμό C. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η υποψήφια δεν πληροί το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας αφού το αποδεικτικό που προσκόμισε δεν εμπίπτει στην κατάσταση των αποδεκτών τεκμηρίων της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας που πιστοποιούν την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής Γλώσσας (βλέπε Παράρτημα VIII).»
Καταλήγοντας στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή υιοθέτησε και εφάρμοσε κατ΄ αναλογία την εγκύκλιο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με αριθμό 208, 26.8.2009.
Με την προσφυγή της η αιτήτρια θεωρεί ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα που επιβάλλεται στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα εκείνα στοιχεία που να καταδεικνύουν την επάρκεια γνώσης μιας γλώσσας, εφόσον τα κριτήρια βάσει της εγκυκλίου της ΕΔΥ είναι μαχητά και ενδεικτικά χωρίς νομική δεσμευτικότητα προς τους συγκεκριμένους υποψηφίους. Το δε βάρος να αιτιολογήσει ότι έγινε έρευνα έξω από τεκμήρια, τα οποία ουδέποτε καθορίστηκαν από τον καθ΄ ου η αίτηση στο Σχέδιο Υπηρεσίας ως δεσμευτικά, το φέρει ο καθ΄ ου η αίτηση.
Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια παραπέμπει στην ιεραρχία των πηγών δικαίου, τονίζοντας ότι μια εγκύκλιος, και μάλιστα άλλου οργάνου, όπως η εγκύκλιος της ΕΔΥ για τα τεκμήρια της γνώσης των αγγλικών, δεν υπέχει εξωτερική νομική δεσμευτικότητα, ούτε μπορεί να υποχρεώσει ένα υποψήφιο να αποδείξει την κατοχή ενός των τεκμηρίων ή να του αποστερήσει το δικαίωμα να τύχει διαπίστωσης των προσόντων του με πρόσθετη έρευνα.
Στη συνέχεια η αιτήτρια υποστηρίζει ότι υπήρξε ενδεχόμενη πλάνη, διότι πέτυχε σε γραπτή εξέταση που η ΕΔΥ διευθέτησε να διενεργηθεί από Ειδική Επιτροπή Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας για άλλη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία που απαιτούσε την ίδια γνώση της αγγλικής, όπως η επίδικη, και έλαβε σχετική βεβαίωση για πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας (Παράρτημα Β στην γραπτή της αγόρευση).
Τέλος, η αιτήτρια θεωρεί ότι αποστερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης, εφόσον η Επιτροπή ανέμειξε για πρώτη φορά στη συνεδρία της στις 18.2.2011 τα κριτήρια της εγκυκλίου και την απέκλεισε, χωρίς προηγουμένως να την καλέσει να ακουστεί με την προειδοποίηση ότι δυνατό να αποκλειστεί γιατί δεν είχε την απαιτούμενη γνώση.
Ο συνήγορος του καθ' ου η αίτηση αντιτάσσει στους προσβληθέντες λόγους ακύρωσης ότι το πιστοποιητικό επιτυχίας για άλλη θέση, που προσκομίστηκε από την αιτήτρια εκδόθηκε στις 31.3.2011 δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου, ήτοι της 25.2.2011 που έγινε δεκτή η εισήγηση της Επιτροπής από την Διοικούσα Επιτροπή. Ενώ η αιτήτρια δήλωσε στην αίτηση της ότι κατείχε την αγγλική γλώσσα πολύ καλά όσον αφορά την ανάγνωση και την γραφή και άριστα ως προς την ομιλία, εντούτοις απέτυχε να προσκομίσει, παρά το ότι της ζητήθηκε, οποιοδήποτε πιστοποιητικό που να το αποδεικνύει, πέραν του First Certificate of English του University of Cambridge (με βαθμό C) που δεν αποτελούσε τεκμήριο. Εφόσον ήταν εύλογο για τον καθ' ου η αίτηση να χρησιμοποιήσει την εγκύκλιο, δεν είχε περαιτέρω υποχρέωση να ερευνήσει το θέμα και ούτε η αιτήτρια ζήτησε να εξεταστεί για να εξακριβωθεί η απαιτούμενη γνώση.
Έχει νομολογηθεί ότι το κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα αποτελεί θέμα το οποίο εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου. Περαιτέρω, στα πλαίσια του δικαστικού ελέγχου, το ακυρωτικό Δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο, με βάση το ενώπιον του υλικό, το διορίζον όργανο εύλογα μπορούσε να καταλήξει στο επίδικο συμπέρασμα (βλ. Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60 και Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 Α.Α.Δ 481). Ο κανόνας όμως αυτός τελεί υπό την αίρεση ότι η Ε.Δ.Υ, ή άλλο όργανο επιφορτισμένο με τη διενέργεια διορισμών προβαίνει στην ενδεδειγμένη για την περίπτωση έρευνα, (βλ. Μυτίδης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 737, Βασίλης Χαράκης & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 294 και Νικολαΐδης & Άλλοι ν. Μηνά & Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 321).
Η Επιτροπή μπορεί νόμιμα να καθιερώσει τεκμήριο για τη γνώση κάποιας γλώσσας και εναπόκειται στο διάδικο να πείσει το Δικαστήριο ότι κατείχε το συγκεκριμένο προσόν, (βλ. Αλετράρη-Κοντού ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 1344/2000, ημερ. 18.4.2002). Εδώ, βέβαια, υπάρχει η εγκύκλιος η οποία, δέχεται ως απόδειξη της κατοχής της «πολύ καλής γνώσης της αγγλικής», ορισμένα πιστοποιητικά.
Η δεσμευτικότητα μιας εγκυκλίου έχει εξεταστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Μακρίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 581. Κρίθηκε πως, παρόλο που μια εγκύκλιος μπορεί να δημιουργήσει μια εσωτερική νομική δεσμευτικότητα για ένα υπάλληλο, εντούτοις, το περιεχόμενό της δεν μπορεί να επιφέρει εξωτερική νομική δεσμευτικότητα για τρίτα πρόσωπα και τούτο γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει νομικά δικαιώματα, αφού «ουδέποτε δύναται να αποτελέσει πηγή τέτοιων γενικών αρχών», (βλ. επίσης Μ.Δ. Στασινόπουλος, Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, Μέρος Α΄σελ.127). Επιπροσθέτως τα δικαστήρια, σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, δεν δεσμεύονται από τον τρόπο ερμηνείας από τη Διοίκηση.
Οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι, σύμφωνα με τον Γ. Παπαχατζή στο σύγγραμμα του Το Σύστημα του εν Ελλάδι ισχύοντος Διοικητικού Δικαίου, 3η ΄Εκδοση, σελ. 135, σχετικό απόσπασμα από το οποίο παρατίθεται στην υπόθεση Μακρίδου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), αναφέρει ότι οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι αποσκοπούν απλώς στο να φέρει εις γνώση των υφισταμένων υπαλλήλων την αντίληψη, την οποία έχει περί της εννοίας του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου η εκδίδουσα την εγκύκλιο διοικητική αρχή. Η νομιμότητα της εγκυκλίου εξαρτάται από την ορθότητα της γενόμενης ερμηνείας και κατά συνέπεια τα δικαστήρια δεν δεσμεύονται.
Η νομολογία επίσης καθιέρωσε ότι η γνώση μιας γλώσσας πρέπει να καλύπτει και το γραπτό και τον προφορικό λόγο. Εκεί δε που οι υπηρεσιακοί φάκελοι ή στην προκειμένη περίπτωση το περιεχόμενο των αιτήσεων, δεν περιέχουν επαρκή στοιχεία της γνώσης αυτής, τότε είναι που προκύπτει και η αναγκαιότητα για έρευνα (βλ. Χ"Γιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Σ. Επαμεινώνδας ν. Ρ.Ι.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 376, Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181, Μ. Θεοδοσιάδου ν. Ρ.Ι.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 143, Δημοκρατία ν. Δημητριάδη (2007) 3 Α.Α.Δ. 589 και Κογκορόζης ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, Υπόθεση αρ. 268/97, ημερομηνίας 24.5.1999).
Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η ΕΔΥ θεσμοθέτησε για σκοπούς διαπίστωσης της κατοχής της ελληνικής και/ή της αγγλικής γλώσσας στα καθοριζόμενα από τα σχέδια υπηρεσίας επίπεδα, συγκεκριμένη διαδικασία. Αυτή της διεξαγωγής γραπτών εξετάσεων από δημόσιους υπαλλήλους που δεν διαθέτουν οποιοδήποτε από τα καθορισμένα από την ΕΔΥ τεκμήρια γνώσης των εν λόγω γλωσσών και ενδιαφέρονται, για σκοπούς προαγωγής ή διεκδίκησης άλλων θέσεων, να αποδείξουν γνώση των πιο πάνω γλωσσών σε ένα από τα επίπεδα για τα οποία θα διεξαχθεί η εξέταση. Στους επιτυχόντες χορηγείται βεβαίωση η οποία αποτελεί τεκμήριο όσον αφορά την κατοχή της απαιτούμενης σε κάθε περίπτωση γνώσης της ελληνικής ή/και της αγγλικής γλώσσας.
Είναι άγνωστο στο Δικαστήριο αν στα πλαίσια διεκδίκησης θέσεων στο ΤΕΠΑΚ θα μπορούσαν οι υποψήφιοι που δεν κατείχαν κάποιο από τα λοιπά αποδεκτά τεκμήρια της εγκυκλίου, όπως η αιτήτρια, να παρακαθίσουν σε αυτές τις εξετάσεις για απόδειξη του επιπέδου της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής.
Επίσης παραμένει άγνωστο στο Δικαστήριο αν το πιστοποιητικό «University of Cambridge, First Certificate in English» που παρουσίασε η αιτήτρια αντιστοιχούσε σε κατώτερο επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας βάσει της εγκυκλίου που λήφθηκε υπόψη ή τι άλλο προνοούσε η εγκύκλιος ως τεκμήριο, αφού αυτή δεν εντοπίζεται πουθενά ούτε στην ένσταση ούτε επισυνάφθηκε στο πρακτικό της Επιτροπής ημερομηνίας 18.2.2011.
Έχοντας υπόψη τις παραπάνω αρχές και τα εκατέρωθεν επιχειρήματα των διαδίκων θεωρώ ότι η Επιτροπή στην προκειμένη περίπτωση δεν εκπλήρωσε το καθήκον της για επαρκή διερεύνηση. Θεώρησε πεπλανημένα ότι δεσμεύεται από τα τεκμήρια της εγκυκλίου της ΕΔΥ, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα μέσω των γραπτών εξετάσεων που προηγήθηκαν ή της προφορικής συνέντευξης αναφορικά με το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας από την αιτήτρια. Το ότι η αιτήτρια ερωτήθηκε στο προχωρημένο στάδιο της συνέντευξης σχετικά με τυχόν πιστοποιητικά ή άλλα στοιχεία, δεν επαρκεί. Είναι υποχρέωση του καθ' ου η αίτηση να διερευνά την κατοχή των προσόντων και να προβαίνει, στην ανάγκη, σε εξετάσεις για την διαπίστωση τους, (βλ. Γ. Λοίζου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1403/2000 ημερομηνίας 27.9.2002 και Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1252/2000 κ.α. ημερομηνίας 17.9.2002).
Εν όψει των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ' ου η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου