ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D162
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ.1530/2011
6 Μαρτίου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Μεταξύ:
ΜΙΧΑΛΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,
Αιτητή,
και
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Χαρ. Ιωαννίδου Khan (κα), για τον αιτητή
Λ. Ουστά (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση
......
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερ. 27.6.08, ο αιτητής αγόρασε από τον τουρκοκύπριο (Τ/Κ) Osman Manisoy, διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα πατέρα του Bairam Mani, ένα χωράφι στις Αγγλισίδες με αρ. εγγραφής 11638 και ημερ. εγγραφής 7.2.1964 (στο εξής το κτήμα).
Τρεις ημέρες μετά την αγορά του κτήματος, στις 30.6.08, ο αιτητής προσκόμισε το πωλητήριο έγγραφο στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακος για κατάθεση, υποβάλλοντας συναφώς και αίτημα όπως του επιτραπεί κατ΄ εξαίρεση η αγορά και μεταβίβαση του κτήματος στο όνομά του.
Το αίτημα διαβιβάστηκε στο Διευθυντή Υπηρεσίας Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών (στο εξής η Υπηρεσία), ο οποίος με τη σειρά του απευθύνθηκε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προκειμένου να τεθεί υπόψη του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών (στο εξής ο Κηδεμόνας) για τα περαιτέρω.
Ο Κηδεμόνας, αφού εξέτασε το όλο θέμα, αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος και η απόφαση του κοινοποιήθηκε τόσο στον αιτητή όσο και στους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους με επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 7.9.11, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ο Κηδεμόνας «. δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του για αποδοχή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο λόγω της Τουρκικής Εισβολής και κατοχής και επειδή έχει εξακριβωθεί ότι οι πλείστοι των κληρονόμων του Bayram Mani βρίσκονται στα κατεχόμενα, ενώ δεν έχουν υποβληθεί στοιχεία για τυχόν έξοδα διαχείρισης» και ενόψει τούτου το πωλητήριο δεν γινόταν αποδεκτό.
Η αντίδραση του αιτητή στην απόρριψη του αιτήματος του εκδηλώθηκε με δύο επιστολές της δικηγόρου του προς την Υπηρεσία ημερ. 4.11 και 14.11.11 με τις οποίες ζήτησε επανεξέταση του αιτήματος, αλλά πριν ληφθεί οποιαδήποτε απάντηση, στις 21.11.11, προχώρησε στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής με την οποία προσβάλλεται η νομιμότητα της επίδικης απόφασης. Σ΄ ότι δε αφορά το αίτημα για επανεξέταση, αυτό δεν προχώρησε καθότι η Υπηρεσία έκρινε πως ενόσω εκκρεμεί η προσφυγή δεν δικαιολογείτο η επανεξέταση του όλου ζητήματος.
Η προσφυγή προωθήθηκε στη βάση επτά λόγων ακύρωσης. Ότι δηλαδή, η προσβαλλόμενη απόφαση (α) είναι αντίθετη με τις διατάξεις του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν.139/1991 όπως έχει τροποποιηθεί), (στο εξής ο Νόμος) και με την υπ΄ αριθμό 60821 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 15.9.2004, (β) παραβιάζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας του αιτητή δυνάμει του άρθρου 23 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου και των σχετικών διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (γ) είναι αποτέλεσμα πλημμελούς άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, (δ) αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος του αιτητή, (ε) είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και/ή το νόμο, έλλειψης επαρκούς έρευνας και εσφαλμένης και μη αντικειμενικής αξιολόγησης όλων των υποβληθέντων στοιχείων και γεγονότων, (στ) είναι αποτέλεσμα υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας και (ζ) παραβιάζει τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου
Οι καθ΄ ων η αίτηση, με τη σειρά τους, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι καθόλα ορθή, νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη και ουδείς από τους λόγους ακύρωσης που επικαλείται ο αιτητής ευσταθεί.
Προέχει η εξέταση του λόγου ακύρωσης υπό (β), ανωτέρω, καθότι είναι θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 23 του Συντάγματος δεν προσδιορίζεται επακριβώς στο δικόγραφο της προσφυγής όπως απαιτεί η νομολογία και ως εκ τούτου ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να τον εγείρει. Θέση η οποία αντικρούεται από τον αιτητή, ο οποίος στην απαντητική του αγόρευση ισχυρίζεται ότι ο υπό συζήτηση λόγος ακύρωσης καλύπτεται από τα νομικά σημεία 2 και 6 της αίτησης που έχουν ως ακολούθως:
«2. Οι καθ΄ ων η αίτηση ερμήνευσαν λανθασμένα ή και παραγνώρισαν τους σχετικούς Νόμους και Κανονισμούς ή και ενήργησαν κατά παράβαση αυτών.
........
6. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και την αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών έναντι της διοίκησης».
Διεξήλθα τις εκατέρωθεν θέσεις και όπως γίνεται αντιληπτό, το υπό συζήτηση θέμα διέπεται από τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ο οποίος προβλέπει ότι «7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Συναφώς στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 λέχθηκε ότι «(1) Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης». Σχετική για το ίδιο ζήτημα είναι και η Δημοκρατία ν. Σπύρου κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, στην οποία λέχθηκε πως «Είναι καλά θεμελιωμένο ότι ζητήματα συνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται στα δικόγραφα και στην περίπτωση του διοικητικού δικαίου στην αίτηση ακυρώσεως. Ως ουσιαστικό θέμα, το θέμα της συνταγματικότητας, θα πρέπει επίσης να δικογραφείται με σαφήνεια και λεπτομέρεια».
Έχοντας υπόψη την προαναφερθείσα νομολογία, κρίνω ότι τα υπ΄ αρ. 2 και 6 νομικά σημεία της προσφυγής, τα οποία επικαλέστηκε η ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή για να αντικρούσει τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση, σε καμιά περίπτωση δεν ικανοποιούν τα απαιτούμενα από τον πιο πάνω Κανονισμό καθότι το θέμα της αντισυνταγματικότητας δεν δικογραφείται με σαφήνεια και λεπτομέρεια στην προσφυγή. Πέραν του ότι από το υπ΄ αρ. 2 νομικό σημείο απουσιάζει η ρητή αναφορά στο Νόμο και τους Κανονισμούς που κατ΄ ισχυρισμό παραβιάζονται και σ΄ ότι αφορά το υπ΄ αρ. 6 νομικό σημείο αυτό δεν έχει καμία σχέση με το άρθρο 23 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια η θέση των καθ΄ ων η αίτηση γίνεται αποδεκτή και ο προωθηθείς ως (β) ακυρωτικός λόγος δεν χρήζει εξέτασης.
Με τον υπ΄ αρ. (α) λόγο ακύρωσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τις διατάξεις του Νόμου και την υπ΄ αρ. 60821 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 15.9.2004. Προβλήθηκε συναφώς ότι εσφαλμένα η επίδικη περιουσία θεωρήθηκε «ως Τ/Κ περιουσία» αφού ο αρχικός ιδιοκτήτης Bayram Mani - πατέρας του πωλητή - απεβίωσε το 1967 στις Αγγλισίδες και ως εκ τούτου ουδέποτε μετακινήθηκε στις κατεχόμενες περιοχές. Δεν μπορούσε επομένως να θεωρηθεί ότι είχε τη συνήθη διαμονή του εκτός των ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών κατά το 1991 που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος και συνεπώς λανθασμένα χαρακτηρίστηκε ως Τ/Κ. Όπως, συνακόλουθα, λανθασμένα θεωρήθηκε ως Τ/Κ περιουσία εν τη εννοία του Νόμου και το επίδικο κτήμα ώστε να θεωρηθεί ότι περιήλθε υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα.
Διεξήλθα τις εκατέρωθεν θέσεις επί του θέματος και σημειώνεται πως παρόμοιο θέμα απασχόλησε το παρόν Δικαστήριο και στην Μehmet v. Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τ/Κ Περιουσιών, Αρ. Υποθ. 1921/2012 ημερ. 5.12.14, ECLI:CY:AD:2014:D930, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα που τυγχάνει πλήρους εφαρμογής και υπό τα περιστατικά της παρούσας.
«Σύμφωνα με το Νόμο, ο Υπουργός Εσωτερικών - ως ο Κηδεμόνας των Τ/Κ περιουσιών - είναι επιφορτισμένος με την ευθύνη διαχείρισης των εν λόγω περιουσιών καθ΄ όλη τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης. Δηλαδή την κατάσταση που δημιούργησε η τουρκική εισβολή, η οποία θα συνεχίσει να υφίσταται μέχρις ότου δημοσιευθεί η γνωστοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 2 του Νόμου. Τέτοια γνωστοποίηση δεν έχει (δυστυχώς) ακόμη δημοσιευθεί και ενόψει τούτου ο Κηδεμόνας συνεχίζει τη διαχείριση των Τ/Κ περιουσιών, την οποία μπορεί να άρει με αιτιολογημένη απόφασή του δυνάμει των προνοιών του άρθρου 3 του Νόμου. Νοουμένου βεβαίως ότι πρόκειται περί «τουρκοκυπριακής περιουσίας» που σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου περιλαμβάνει ιδιοκτησία που ανήκει σε Τ/Κ και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και ως «Τουρκοκύπριος» σημαίνει Τ/Κ που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Εγείρεται επομένως ως πρώτο ζήτημα η εξέταση της θέσης του αιτητή ότι ο ίδιος δεν είναι «Τουρκοκύπριος» εν τη εννοία του άρθρου 2 του Νόμου και ενόψει τούτου τα κτήματα δεν εμπίπτουν στον όρο «τουρκοκυπριακή περιουσία», που αποτελούν και τη νομιμοποιητική βάση της κηδεμονίας. Πράγματι ο αιτητής, ως έχων τη μόνιμη διαμονή του σε περιοχή που ελέγχεται από τη Δημοκρατία, δεν εμπίπτει στον όρο «Τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 του Νόμου, αλλά το ζήτημα δεν εξαντλείται εδώ. Η φράση στην πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 3 «.ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοί του στον τίτλο, ανάλογα με την περίπτωση, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές» παραπέμπει (ερμηνευτικά) και στον αρχικό ιδιοκτήτη της περιουσίας, ερμηνεία εναρμονισμένη με το σκοπό του Νόμου που είναι η κηδεμονία των Τ/Κ περιουσιών καθόλη τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης. Αυτό εξάλλου συνάδει και με την προσέγγιση του όρου «Τουρκοκύπριος» που έγινε στην Βasma v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 148 και 158/09, ημερ. 16.7.13, σύμφωνα με την οποία ο ορισμός «Τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 του Νόμου παραπέμπει στο χρόνο θέσπισης του Νόμου, δηλαδή στις 26.4.1991. Και κατά το χρόνο θέσπισης του Νόμου τα κτήματα ήταν εγγεγραμμένα επ΄ ονόματι της αποβιωσάσης μητέρας του αιτητή Findevs Kaim, με δικαιούχους δυνάμει κληρονομικής διαδοχής τα έξι παιδιά της αφού ο σύζυγος της είχε αποβιώσει το 1986. Με δεδομένο δε ότι οι πέντε από τους έξι κληρονόμους της είχαν και έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην κατεχόμενη Μόρφου είναι φανερό ότι αυτοί εμπίπτουν στον όρο «Τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 του Νόμου και τα κτήματα στον όρο «τουρκοκυπριακή περιουσία». Όπως δε περαιτέρω αποφασίστηκε στην Basma «. από τη στιγμή που Τ/Κ περιουσία περιήλθε ορθά και νόμιμα στον Κηδεμόνα - όπως αδιαμφισβήτητα ισχύει στην παρούσα περίπτωση - αυτή θα συνεχίσει να είναι υπό τη διαχείρισή του για όσο χρόνο διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση ενόψει της ανυπαρξίας διαφορετικής πρόβλεψης από το Νόμο. Πρόκειται για καθεστώς που ως αποτέλεσμα του (τροποποιητικού) Ν.39(1)/2010 έχει διαφοροποιηθεί καθότι έκτοτε, σύμφωνα με το άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης παρέχεται στον Κηδεμόνα η εξουσία να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους τη διαχείριση συγκεκριμένης τουρκοκυπριακής περιουσίας ή μέρους αυτής αφού λάβει υπόψη - μεταξύ άλλων - και το γεγονός ότι ο Τ/Κ ιδιοκτήτης της περιουσίας εγκαταστάθηκε μόνιμα και συνεχίζει αδιάλειπτα να είναι εγκατεστημένος στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.» (άρθρο 3(β) του Νόμου)».
Όπως στην πιο πάνω υπόθεση έτσι και στην παρούσα, κατά το χρόνο θέσπισης του Νόμου το κτήμα ήταν εγγεγραμμένο επ΄ ονόματι του Τ/Κ Bayram Mani με δικαιούχους δυνάμει κληρονομικής διαδοχής τη σύζυγο και τα πέντε παιδιά του. Με δεδομένο δε ότι 4 από τους 6 κληρονόμους του, συμπεριλαμβανομένου και του διαχειριστή της περιουσίας και πωλητή του επίδικου κτήματος Osman Manisoy, διαμένουν μόνιμα στα κατεχόμενα είναι φανερό ότι αυτοί εμπίπτουν στον όρο «Τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 και η επίδικη περιουσία στο όρο «τουρκοκυπριακή περιουσία». Πέραν τούτων, όπως πολύ ορθά επεσήμανε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση και όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αποτέλεσμα εφαρμογής του νέου νομικού καθεστώτος που επέφερε ο τροποποιητικός νόμος 39(1)/10 στον (αρχικό) Νόμο. Πιο συγκεκριμένα ήταν προϊόν στάθμισης όλων των παραγόντων που διέπουν την περίπτωση με βάση το άρθρο 3 του εν λόγω τροποποιητικού νόμου, σύμφωνα με το οποίο διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης παρέχεται στον Κηδεμόνα «.εξουσία ως διαχειριστής, να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους τη διαχείριση συγκεκριμένης Τουρκοκυπριακής περιουσίας ή μέρους αυτής, αφού λάβει υπόψη σε σχέση με τη διαχείριση τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε περίπτωσης και σταθμίσει όλους τους σχετικούς με το θέμα αυτό παράγοντες, περιλαμβανομένου του κατά πόσο ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοι του στον τίτλο, ανάλογα με την περίπτωση, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές».
Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή ήταν εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Κηδεμόνα, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της προσφυγής αφού και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης έχουν ως έρεισμα τις ίδιες αιτιάσεις με τον εξετασθέντα υπό (α) λόγο ακύρωσης.
Για όλα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή, η δε προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146(4) του Συντάγματος.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ