ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
A. & S. ANTONIADES & CO. ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS, THROUGH THE MINISTER OF FINANCE (1965) 3 CLR 673
JUSTICE PARTY ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 1621
DEMETRIOU AND OTHERS ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 91
VAYIANOS ν. LARNACA M' LITY (1988) 3 CLR 1386
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 589
Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 3 ΑΑΔ 754
Κωνσταντίνου ν. Συμβ. Αμπελ. Προϊόντω (1992) 3 ΑΑΔ 228
JMC Polytradc ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 294
Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 565
Αυγούστη κ.α. ν. Υπ. Εσωτερίκων (1993) 3 ΑΑΔ 496
Φράγκου Στέφανος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270
Χαραλάμπους Σύλβια Παναγιώτη και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 149
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 116/2009, 27 Ιανουαρίου 2010
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 15/1962 - Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος του 1962
Ν. 15/1962 - Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος του 1962
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2015:D173
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1247/2013
11 Mαρτίου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΜΕΤΑΞΥ:
ΜΥΡΙΑΝΘΗΣ ΙΩΑΝΝΗ ΝΙΚΟΛΑ,
Αιτήτριας,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ,
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
M. Σάββα, για την αιτήτρια
Δ.Καλλίγερος, για τους καθ΄ ων η αίτηση
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια είναι συνιδιοκτήτρια κατά 1/5 του τεμαχίου 231 (χωράφι), το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία Λευκοβούνι της κοινότητας Μαρωνίου στη Λάρνακα (στο εξής το κτήμα).
Tο κτήμα, όπως και άλλα κτήματα της περιοχής, παρουσίαζε αρχαιολογικό ενδιαφέρον λόγω εντοπισμού κατάλοιπων αρχαίου συνοικισμού, στοιχείο που οδήγησε το Υπουργικό Συμβούλιο να το κηρύξει ως Αρχαίο Μνημείο Πίνακα Β βάσει του περί Αρχαιοτήτων Νόμου Κεφ. 31, με αποτέλεσμα το Τμήμα Αρχαιοτήτων να μην εγκρίνει οποιαδήποτε ανάπτυξή του. Περαιτέρω, στις 26.6.2009, δημοσιεύτηκε η υπ΄ αρ. 511 γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης σύμφωνα με την οποία το κτήμα κρίθηκε αναγκαίο για σκοπό δημόσιας ωφέλειας «. δηλ. αρχαιολογικές ανασκαφές ή τη συντήρηση ή αξιοποίηση αρχαίων μνημείων ή αρχαιοτήτων ή την ανάπτυξη των γύρω χώρων και η απαλλοτρίωση της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους δηλ. για τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών ή τη συντήρηση ή των αρχαιολογικών καταλοίπων ή τη διατήρηση της στρωματογραφίας αρχαιολογικού χώρου στο χωριό Μαρώνι της Επαρχίας Λάρνακας».
Τη γνωστοποίηση ακολούθησε το υπ΄ αρ. 1087 διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 22.12.09, αφού στο μεταξύ η Υπουργική Επιτροπή απέρριψε ένσταση μίας των συνιδιοκτητριών του κτήματος εναντίον της γνωστοποίησης. Στη συνέχεια προέκυψε ζήτημα αποζημίωσης των ιδιοκτητών του κτήματος, το ύψος της οποίας τελικά καθορίστηκε στο ποσό των €2.040.000,00 ως η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος ημερ. 22.6.12 στην Παραπομπή αρ. 9/11. Το ποσό αυτό, όμως, ουδέποτε καταβλήθηκε και το ένταλμα κατάσχεσης που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης των συνιδιοκτητριών του κτήματος παρέμεινε ανεκτέλεστο.
Εννέα περίπου μήνες μετά τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης, στις 8.3.2013, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διάταγμα του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων για ανάκληση τόσο της γνωστοποίησης όσο και του διατάγματος απαλλοτρίωσης (στο εξής το Διάταγμα) με το αιτιολογικό, αφενός, ότι δεν καταβλήθηκε ή κατατέθηκε η αποζημίωση και, αφετέρου, ότι τα απαλλοτριωθέντα κτήματα - μεταξύ αυτών και το κτήμα - δεν ήταν αναγκαία για τους σκοπούς της δηλωθείσας δημόσιας ωφέλειας. Και αυτό αφού προηγήθηκε στις 27.7.12 σύσκεψη όλων των εμπλεκομένων αρχών κατά την οποία αποφασίστηκε ότι τα εξαγγελθέντα για τα κτήματα της περιοχής έργα δεν ήταν εφικτό να υλοποιηθούν άμεσα και αφού η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων ενημέρωσε, στις 9.8.12, τις αρχές ότι οι ενδείξεις των γεωφυσικών ερευνών της περιοχής κατέδειξαν μικρή συγκέντρωση αρχαιολογικών καταλοίπων και ως εκ τούτου το Τμήμα θα μπορούσε να δώσει τη συγκατάθεσή του για ανάκληση της απαλλοτρίωσης.
Η αιτήτρια αντέδρασε στη δημοσίευση του Διατάγματος με την παρούσα προσφυγή, με την οποία αποβλέπει σε δήλωση του Δικαστηρίου ότι το Διάταγμα είναι άκυρο, παράνομο, αντισυνταγματικό και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα. Υποστηρίζει συναφώς ότι το Διάταγμα είναι «καταφανώς παράνομο» γιατί παραβιάζει το άρθρο 7(1) του Ν.15/62, είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης, έλλειψης δέουσας έρευνας και κακής άσκησης διακριτικής εξουσίας, συνιστά κατάχρηση εξουσίας, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης και της αιτιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση, αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών και στερείται ειδικής αιτιολογίας.
Οι καθ΄ ων η αίτηση, πέραν της υποστήριξης της ορθότητας και νομιμότητας του Διατάγματος, ήγειραν και προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι προδήλως αβάσιμη και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί συνοπτικά δυνάμει του άρθρου 134.2 του Συντάγματος.
Προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης, σύμφωνα με την οποία η προσφυγή στρέφεται εναντίον επωφελούς για την αιτήτρια πράξης αφού με το Διάταγμα ανακαλείται το επαχθές και περιοριστικό για την ιδιοκτησία της μέτρο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης με αποτέλεσμα να μην υφίσταται, εν προκειμένω, δυσμενής επηρεασμός των συμφερόντων της και συνακόλουθα στερείται έννομου συμφέροντος για προώθηση της προσφυγής.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Η εξουσία που δίδεται από το άρθρο 134.2 του Συντάγματος για συνοπτική απόρριψη προσφυγής χωρίς ακρόαση των μερών, ασκείται με μεγάλη περίσκεψη και μόνο όταν το θέμα που εγείρεται βρίσκεται ολοκληρωτικά εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ή είναι προφανώς αβάσιμο (Justice Party v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1621, 1625, Mόδεστος Πίτσιλος ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 754). Στην παρούσα περίπτωση η προσβαλλόμενη πράξη ως και το υπόβαθρο της, όπως αυτή καθορίζεται στο αιτητικό της προσφυγής αλλά και από τα γεγονότα που την περιβάλλουν, είναι συγκεκριμένη εκτελεστή διοικητική απόφαση και ως εκ τούτου βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η αιτήτρια διατηρεί ακόμη την ιδιότητα της (συν)ιδιοκτήτριας του επίδικου κτήματος, διατηρεί και το έννομο συμφέρον για καταχώριση και προώθηση της προσφυγής εναντίον της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης στη βάση της κατ΄ ισχυρισμό βλάβης των συμφερόντων της όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί από την εκ συμφώνου απόφαση στην Παραπομπή 9/11. Έπεται ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 134.2 του Συντάγματος και η προδικαστική ένσταση και απορρίπτεται.
Ακολουθεί η εξέταση της ουσίας της προσφυγής, με την οποία υποστηρίζεται ότι το Διάταγμα είναι «καταφανώς παράνομο» γιατί παραβιάζει το άρθρο 7(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν.15/1962, όπως τροποποιήθηκε). Συναφώς υποβλήθηκαν πέντε θέσεις, οι τρεις από τις οποίες παραπέμπουν στον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης με την εκ συμφώνου απόφαση στην Παραπομπή 9/11. Η πρώτη, ότι η εκ συμφώνου απόφαση δημιούργησε νομική κατάσταση δικαιωμάτων για την αιτήτρια και η άρνηση της απαλλοτριούσας αρχής (Α.Α.) να την αποζημιώσει ήταν εκτός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας καθότι, όπως νομολογήθηκε στην υπόθεση Ηρακλείδης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 518, απαγορεύεται η ανάκληση της απαλλοτρίωσης μετά τη συμπλήρωση της σχετικής διαδικασίας με διευθέτηση. Η δεύτερη, ότι το Διάταγμα είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας καθότι δεν λήφθηκε υπόψη η δημιουργηθείσα νομική κατάσταση και ως εκ τούτου εκδόθηκε υπό συνθήκες πλάνης και όπως νομολογήθηκε στην Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228 η πιθανολόγηση και μόνο πλάνης είναι αρκετή για ακύρωση του. Η τρίτη, ότι τα γεγονότα της υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της Ηρακλείδης, στην οποία η Ολομέλεια αποφάσισε ότι η ανάκληση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για την οποία είχε επέλθει προηγουμένως συμφωνία ως προς την καταβλητέα αποζημίωση ήταν καταχρηστική. Η τέταρτη, ότι η αλλαγή της στάσης του Τμήματος Αρχαιοτήτων ως προς την αρχαιολογική αξία του κτήματος δεν συνοδεύεται από ειδική αιτιολογία και ως εκ τούτου παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και, η πέμπτη, πλήττεται η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της αιτήτριας προς τη διοίκηση και το περί δικαίου αίσθημα διότι με το Διάταγμα αναιρείται ουσιαστικά μονομερώς η δικαστική απόφαση στην Παραπομπή 9/11.
Οι καθ΄ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους λόγους ακύρωσης, υποστήριξαν ότι το Διάταγμα εκδόθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο κατ΄ άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στην Α.Α. από το άρθρο 7(1) του Νόμου, αφού το απαλλοτριωθέν κτήμα δεν ήταν πλέον αναγκαίο για το σκοπό της δηλωθείσας δημοσίας ωφέλειας λόγω των ενδείξεων των γεωφυσικών εργασιών της περιοχής που κατέδειξαν μικρή μόνο συγκέντρωση αρχαιολογικών καταλοίπων. Ισχυρίστηκαν σχετικά ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης εφαρμόζονται τα όσα αποφασίστηκαν στην Ματσιάς κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 327/10 ημερ. 27.9.11 και σε σχέση με την αλλαγή της στάσης του Τμήματος Αρχαιοτήτων επικαλέστηκαν επιστολή της Αναπλ. Διευθύντριας του Τμήματος ημερ. 6.5.14 που περιέχει σχόλια επί της γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας, τα οποία τείνουν να καταδείξουν ότι η μεταβολή της στάσης του Τμήματος Αρχαιοτήτων ήταν δικαιολογημένη.
Αρχίζοντας από το τελευταίο επιχείρημα των καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνεται ότι τα όσα αναφέρονται στην αλληλογραφία της Αναπλ. Διευθύντριας του Τμήματος και της Νομικής Υπηρεσίας δεν αφορούν τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του Διατάγματος, εφόσον η προαναφερθείσα επιστολή συντάχθηκε μετά την καταχώριση της προσφυγής και προς το σκοπό σχολιασμού των νομικών ισχυρισμών που είχαν προβληθεί από την αιτήτρια στην προσφυγή της. Συνιστά επομένως απόπειρα συμπλήρωσης της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης εκ των υστέρων, στοιχείο που δεν είναι αποδεκτό από τη νομολογία σύμφωνα με την οποία η αιτιολογία πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο της έκδοσης της απόφασης από το αρμόδιο όργανο και όχι να εισάγεται με τις αγορεύσεις των δικηγόρων (βλ. JMC Polytrade ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294, Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Όμως η κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη του Τμήματος Αρχαιοτήτων να δώσει ειδική αιτιολογία ως προς την αλλαγή της στάσης του, να συγκατανεύσει δηλαδή στην ανάκληση της απαλλοτρίωσης, δεν έχει επιπτώσεις στο Διάταγμα αφού στο άρθρο 7(1)[1] του Νόμου βάσει του οποίου δημοσιεύθηκε το διάταγμα ανάκλησης, δεν αναφέρεται η ανάγκη για την παροχή συγκεκριμένης αιτιολογίας και όπως παρατηρήθηκε και στην Ματσιάς (ανωτέρω) «Αυτό συνάδει με τα προνοούμενα και στο άρθρο 6 του Νόμου για τη δημοσίευση διατάγματος απαλλοτρίωσης. Σ΄ αυτή την περίπτωση και πάλι δεν προνοείται οποιαδήποτε ιδιαίτερη αιτιολογία, όπως έχει άλλωστε αναγνωριστεί από τη νομολογία, όπως στις αποφάσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 91, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589 και Μαγδαληνής Παπαλουκά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 116/09 ημερ. 27.1.10». Έπεται ότι ο σχετικός με το ζήτημα λόγος ακύρωσης δεν είναι ικανός να πλήξει τη νομιμότητα του Διατάγματος και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης προωθήθηκαν με υπόβαθρο τον ισχυρισμό ότι το Διάταγμα είναι «καταφανώς παράνομο» καθότι σύμφωνα με την Ηρακλείδης απαγορεύεται η ανάκληση της απαλλοτρίωσης μετά τη συμπλήρωση της διαδικασίας αποζημίωσης. Δεν με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση. Ναι μεν στην Ηρακλείδης λέχθηκε πως κατά την ερμηνεία του άρθρου 7(1) του Νόμου η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανατρέχει στις νομολογημένες αρχές του ελληνικού δικαίου και ««Σύμφωνα με γενική αρχή του ελληνικού διοικητικού δικαίου, απαγορεύεται η ανάκληση της απαλλοτρίωσης μετά τη συμπλήρωση της σχετικής διαδικασίας με διευθέτηση, γιατί δημιουργείται νομική κατάσταση δικαιωμάτων του διοικούμενου η οποία ανατρέπεται και θίγονται τα δικαιώματα αυτά με την μονομερή πράξη της ανάκλησης (Βλέπε: Κυριακόπουλος, «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», 4η Έκδοση, Τόμος 3, σελ. 388)», αλλά η εισήγηση παραβλέπει ότι οι αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων δεν ισχύουν όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο. (Βλ. Άρθρο 54(6)[2] του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99, όπως τροποποιήθηκε), Antoniades & Co. ν. Δημοκρατίας (1965) 3 Α.Α.Δ. 673 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959), σελ. 198). Και η ανάκληση της απαλλοτρίωσης διέπεται ειδικά από το άρθρο 7(1) του Νόμου με το οποίο επιτρέπεται η ανάκληση πριν την πληρωμή ή την κατάθεση της αποζημίωσης, φρασεολογία με την οποία σαφώς εννοείται ότι προηγήθηκε καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης. Είτε με την αποδοχή της προσφοράς της Α.Α. από τον ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος κτήματος είτε - όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση - δικαστικώς με τη διαδικασία της παραπομπής. Η διευθέτηση επομένως της αποζημίωσης, ή πιο ορθά ο καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης, δεν αποτελεί εκ του νόμου εμπόδιο για ανάκλησή της και η Ηρακλείδης δεν καθιέρωσε γενική νομική αρχή απαγόρευσης της ανάκλησης οποτεδήποτε προηγήθηκε ο καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης. Κάτι τέτοιο θα παραβίαζε σαφώς τις πρόνοιες του άρθρου 7(1) και ο δικαστικός λόγος της Ηρακλείδης επί του ζητήματος εντοπίζεται, κατά την άποψή μου, στην επισήμανση ότι η εξουσία της Α.Α. για ανάκληση δεν είναι απόλυτη αλλά διακριτή και πρέπει «.να ασκείται κατά τρόπο ορθό λαμβανομένων υπόψη του πνεύματος του Νόμου και των προϋποθέσεων που θέτουν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου» νοουμένου - προσθέτω - ότι οι εν λόγω αρχές δεν είναι αυτές που αναφέρονται στα εδάφια (1) - (5) του άρθρου 54 του Ν.158(1)/99 οι οποίες κατά ρητή πρόνοια του εδαφίου (6) του εν λόγω άρθρου δεν ισχύουν εφόσον πρόκειται για ανάκληση που ρυθμίζεται ειδικά από το Νόμο. Εξ ου και στην Ηρακλείδης η ανάκληση δεν ακυρώθηκε στη βάση μόνο ότι προηγήθηκε ο καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης, αλλά ακυρώθηκε με επικρότηση των όσων λέχθηκαν στην Vayianos and Another v. Municipality of Larnaca (1988) 3 C.L.R. 1386, ότι δηλαδή το δικαιολογημένο ή μη της ανάκλησης κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Μεταφέρω επί τούτου το σχετικό απόσπασμα της Vayianos που επικροτήθηκε από την Ηρακλείδης:
"Bearing in mind the circumstances of the case I have not been persuaded that the reason stated in the order of revocation that there was a substantial change of circumstances which made the acquisition unattainable has been substantiated in the present cases. The whole conduct of the respondent clearly indicates than in all the circumstances of the present case though aware as alleged by it of the fact that the property in question became unsuitable as a parking place nevertheless it waited till the compensation was assessed by the Court which was higher than its offer and considerable time after the judgment of the Court it came forward with the contention that the objects of the acquisition could not be achieved.
In my view in the present case the respondent failed to exercise its discretion within the limits of good administration. It is clearly a case of wrong exercise of discretion which amounts in substance to a violation of the law."
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω διαμόρφωσα την άποψη ότι κατά την άσκηση της εξουσίας του άρθρου 7(1), το οποίο ρυθμίζει ειδικά την ανάκληση απαλλοτρίωσης αλλά και τη σχετική επί του θέματος νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Α.Α. θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το πνεύμα του νόμου και τις προϋποθέσεις που θέτουν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, άλλες απ΄ αυτές που σύμφωνα με το άρθρο 54(6) του Ν.158(1)/99 δεν ισχύουν, καθώς επίσης και τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης μεταξύ των οποίων και το ότι προηγήθηκε καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης. Σ΄ ότι δε αφορά το πνεύμα του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν.15/1962, όπως τροποποιήθηκε) είναι αρκετό να επισημανθεί ότι η ιδιοκτησία προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος κατά τρόπο ισχυρό, εξ ού και η απαλλοτρίωση μπορεί να γίνει μόνο για σκοπούς δημοσίας ωφέλειας που προσδιορίζονται ρητώς στο Νόμο και οι οποίοι πρέπει να συγκεκριμενοποιούνται σε κάθε γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης. Μάλιστα, στην περίπτωση που ο εξαγγελθείς σκοπός δεν επιτυγχάνεται ή εγκαταλείπεται εντός της τριετίας που προνοείται από το άρθρο 15(1) του Ν.15/1962, η Α.Α. οφείλει να προσφέρει την ιδιοκτησία στην τιμή που την απόκτησε στο πρόσωπο από το οποίο την απόκτησε, αναγνωρίζοντας στον τελευταίο αντίστοιχο δικαίωμα.
Στη βάση των πιο πάνω επισημαίνεται κατ΄ αρχάς ότι το Διάταγμα εκδόθηκε σε συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις του άρθρου 7(1) αφού δεν προηγήθηκε πληρωμή ή κατάθεση της (καθορισθείσας) αποζημίωσης και το μόνο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο αυτό εκδόθηκε μέσα στα όρια της διακριτικής ευχέρειας της Α.Α. Η απάντηση κατά την άποψή μου είναι θετική αφού η απαλλοτρίωση των κτημάτων της περιοχής - μεταξύ των οποίων και το επίδικο κτήμα - αποφασίστηκε από την Υπουργική Επιτροπή με την πεποίθηση ότι η απαλλοτρίωση ήταν επιβεβλημένη επειδή στην περιοχή εντοπίστηκε ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της επαρχίας Λάρνακας που παρέπεμπε στην Εποχή του Χαλκού. Πεποίθηση όμως που διαψεύσθηκε στη συνέχεια ως αποτέλεσμα των ενδείξεων των γεωφυσικών ερευνών της περιοχής οι οποίες κατέδειξαν μικρή συγκέντρωση αρχαιολογικών καταλοίπων και ως εκ τούτου τα εξαγγελθέντα έργα στην περιοχή δεν ήταν εφικτό να υλοποιηθούν άμεσα. Η νομολογία έχει εξάλλου αναγνωρίσει στη διοίκηση σύμφυτο δικαίωμα για ανάκληση διοικητικών πράξεων, το οποίο προσλαμβάνει τη μορφή καθήκοντος για επανεξέταση ληφθείσας απόφασης, σε περίπτωση που προκύπτουν νέα γεγονότα που διασαλεύουν το θεμέλιο της απαλλοτρίωσης (βλ. Αυγουστή κ.α. ν. Υπουργείου Εσωτερικών (1993) 3 Α.Α.Δ. 496, Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 149). Τα γεγονότα της παρούσας περίπτωσης και ιδιαίτερα τα μεταγενέστερα επιστημονικά ευρήματα αναφορικά με την προοπτική ανεύρεσης αρχαιοτήτων συνηγορούσαν υπέρ της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης του κτήματος. Ορθά λοιπόν η Α.Α. άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια για ανάκληση της απαλλοτρίωσης, την οποία μάλιστα άσκησε μέσα σε τρία χρόνια και δύο μήνες από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης και μόλις μέσα σε εννέα περίπου μήνες από τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης, με αποτέλεσμα η ιδιοκτησία να επανέλθει στους ιδιοκτήτες της και αν η αιτήτρια έχει υποστεί οποιαδήποτε έξοδα τίποτα δεν την εμποδίζει να τα διεκδικήσει δυνάμει του άρθρου 7(3) του Νόμου.
Για όλα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] « Καθ' οιονδήποτε χρόνον μετά την δημοσίευσιν γνωστοποιήσεως απαλλοτριώσεως και προ της πληρωμής ή καταθέσεως της αποζημιώσεως ως προβλέπεται εν τω παρόντι Νόμω, η απαλλοτριούσα αρχή δύναται δια διατάγματος δημοσιευομένου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, ν' ανακαλέσει την τοιαύτην γνωστοποίησιν και παν δημοσιευθέν σχετικό διάταγμα, είτε γενικώς είτε ειδικώς αναφορικώς προς την εν τούτω αναφερομένην ιδιοκτησίαν ή μέρος ιδιοκτησίας1 επί τούτω η επομένη της τοιαύτης γνωστοποιήσεως ή διατάγματος απαλλοτριώσεως διαδικασία ατονεί, και η απαλλοτρίωσις λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα είτε γενικώς είτε αναλόγως της περιπτώσεως, αναφορικώς προς την τοιαύτην ειδικήν ιδιοκτησίαν ή μέρος ιδιοκτησίας ».
[2] 54.—(1) Τηρουμένων των πιο κάτω εδαφίων, θεωρείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης η ανάκληση από τη διοίκηση μετά πάροδο εύλογου χρόνου πράξης της έστω και παράνομης, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές για το διοικούμενο καταστάσεις. Η ύπαρξη του εύλογου χρόνου κρίνεται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης.
(2) Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέρ γεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσης της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
(3) Η ανάκληση και νόμιμης διοικητικής πράξης, ακόμη και αν πέρασε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοση της δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
(4) Επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η έκδοση της ή που απο τελούσαν, σύμφωνα με το νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοση της.
(5) Η, με βάση τα εδάφια (3) και (4), ανάκληση ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ.489 Ν. 158(Ι)/99 Αρμοδιότητα και τύπος της ανάκλησης.
(6) Οι πιο πάνω γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, δεν ισχύουν, όταν η ανάκληση ρυθμίζε ται ειδικά από το νόμο.