ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D99
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 647/2012)
11 Φεβρουαρίου, 2015
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ ΜΙΛΛΕΡ,
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Π. Παναγιώτου, για την Αιτήτρια.
Σ. Βασιλείου για Αργ. Ιωάννου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια ζητά ακύρωση της απόφασης του Πανεπιστημίου Κύπρου («το Πανεπιστήμιο»), ΅ε την οποία, ΅ετά από επανεξέταση, αποφάσισε την ΅η εκλογή της στη θέση Λέκτορος στο Τ΅ή΅α Γαλλικών Σπουδών και Συγχρόνων Γλωσσών.
Το Πανεπιστή΅ιο προκήρυξε μια θέση Λέκτορα ή Επίκουρου Καθηγητή για το Τ΅ή΅α Γαλλικών Σπουδών και Σύγχρονων Γλωσσών στην ειδικότητα «Γαλλική Φιλολογία και Γαλλικός Πολιτισ΅ός του Μεσαίωνα ή της Αναγέννησης ή του 17ou-19°U Αιώνα» που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ημερ. 25.11.2006. Η αιτήτρια ήταν μεταξύ των οκτώ υποψηφίων που υπέβαλαν αίτηση για την πλήρωση της εν λόγω θέσης με επιστολή της ημερ. 19.2.2006, στην οποία επισύναψε συστατικές επιστολές και τα διάφορα ακαδημαϊκά της προσόντα.
Οι αιτήσεις εξετάστηκαν από την Ειδική Επιτροπή για την πλήρωση της θέσης και ετοι΅άστηκε εισηγητική έκθεση της Ειδικής Επιτροπής με την οποία γινόταν ο΅όφωνη πρόταση για την επιλογή της αιτήτριας. Το Εκλεκτορικό Σώ΅α της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών, στη συνεδρία του ημερ. 29.5.2006 υιοθέτησε την απόφαση της Ειδικής Επιτροπής, προτείνοντας την εκλογή της στην επίδικη θέση. Η Σύγκλητος όμως στις 7.6.2006, κατόπιν ψηφοφορίας, αποφάσισε την αναπο΅πή της απόφασης στο Εκλεκτορικό Σώμα για επανεξέταση του ζητήματος. Κατά την επανεξέταση, το Εκλεκτορικό Σώ΅α, στις 28.06.2006, ΅ετά από ψηφοφορία, κατέληξε σε αποτέλεσ΅α - απόφαση κατά της εκλογής της Αιτήτριας στην επίδικη θέση, ενώ η Σύγκλητος στη συνέχεια επικύρωσε την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώ΅ατος.
Την 7.9.2006, ο Γρα΅΅ατέας της Συγκλήτου ενη΅έρωσε τον Πρόεδρο της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισ΅ών του Πανεπιστημίου για την απόφαση της Συγκλήτου, ενώ στην συνέχεια η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισ΅ών, επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου για ΅η εκλογή της Αιτήτριας στην επίδικη θέση. Η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισ΅ών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου ασχολήθηκε εκ νέου ΅ε το ζήτη΅α σε συνεδρία της ημερ. 25.9.2006 και απεφάσισε να επικυρώσει τη θέση της Συγκλήτου και να μην πληρώσει τη θέση του Λεκτορα ή Επίκουρου Καθηγητή στην ειδικότητα της Γαλλικής Λογοτεχνίας.
Η αιτήτρια άσκησε την προσφυγή 200/2007 εναντίον της απόφασης του Πανεπιστημίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 10.7.2008 ακύρωσε την πράξη του Πανεπιστημίου για ΅η εκλογή της Αιτήτριας στην επίδικη θέση και για την απόφαση ΅η πλήρωσης της επίδικης θέσης. Ακολούθως ασκήθηκε έφεση από το Πανεπιστήμιο η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε. Μετά την απόσυρση της Έφεσης, οι Δικηγόροι της Αιτήτριας ΅ε επιστολή τους ζητούσαν την επανεξέταση του θέ΅ατος.
Την 5.9.2011 ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονο΅ικών του Πανεπιστημίου ενη΅έρωσε την Πρόεδρο του Τ΅ή΅ατος Γαλλικών Σπουδών και Σύγχρονων Γλωσσών για την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ΅ε την παράκληση για επανεξέταση της υπόθεσης προς συ΅΅όρφωση ΅ε την ακυρωτική απόφαση. Η Πρόεδρος ΅ε την σειρά της ενη΅έρωσε τον Κοσ΅ήτορα της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστη΅ών ΅ε παράκληση σύγκλησης του Εκλεκτορικού Σώ΅ατος. Στις 12.9.2011, το Πανεπιστήμιο ενη΅έρωσε την αιτήτρια ότι θα προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για επανεξέταση της υπόθεσης και επίσης την πληροφόρησαν ότι η επανεξέταση θα αρχίσει από το στάδιο του Εκλεκτορικού Σώματος και δη το στάδιο όπου αναπέ΅φθηκε το θέ΅α από την Σύγκλητο στο Εκλεκτορικό Σώ΅α.
Στις 20.9.2011 ο Κοσ΅ήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστη΅ών, κάλεσε τα ΅έλη του Εκλεκτορικού Σώ΅ατος σε συνεδρία στις 12.10.2011 για την επανεξέταση της υπόθεσης της αιτήτριας. Κατά την εν λόγω συνεδρία το Εκλεκτορικό Σώ΅α της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών αποφάσισε με 4 ψήφους υπέρ, 3 εναντίον και 4 αποχές να εισηγηθεί την μη εκλογή της αιτήτριας και τη μη πλήρωση της θέσης καθότι δεν υπάρχει κατάλληλος υποψήφιος. Στις 7.12.2011 η Σύγκλητος, με 19 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο εναντίον και 1 αποχή, αποφάσισε να επικυρώσει την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για μη εκλογή της αιτήτριας στη βαθμίδα Λέκτορα.
Την 15.12.2011 ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου ενη΅έρωσε τον Πρόεδρο της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισ΅ών για την απόφαση της Συγκλήτου και στις 20.12.2011, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισ΅ών, επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου για ΅η εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση.
Στις 31.1.2012 οι Δικηγόροι της αιτήτριας απέστειλαν επιστολή προς το Πανεπιστήμιο ζητώντας εκ νέου επανεξέταση της υπόθεσης, ενώ στις 9.2.2012 το Πανεπιστήμιο, ενη΅έρωσε την αιτήτρια για την απόφαση των αρ΅οδίων οργάνων τους να ΅ην την εκλέξουν στην επίδικη θέση.
Η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισ΅ών είναι Επιτροπή η οποία καταρτίστηκε δυνά΅ει του άρθρου 6Α του Περί Πανεπιστη΅ίου Κύπρου Νό΅ου του 1989 (Ν. 144/89, ως έχει τροποποιηθεί), σύ΅φωνα ΅ε το οποίο το Συ΅βούλιο του Πανεπιστημίου δύναται να καταρτίζει Επιτροπές από μέλη του στις οποίες ΅πορεί να ΅εταβιβάζει οποιεσδήποτε αρ΅οδιότητές του. Υπάρχει προς τούτο απόφαση του Συ΅βουλίου, η΅ερο΅ηνίας 19.7.2004 αλλά και 8.7.2008, ΅ε την οποία εγκρίθηκε η συγκρότηση της Επιτροπής στην οποία και ΅εταβιβάστηκε η αρ΅οδιότητα, ΅εταξύ άλλων, για έγκριση αποφάσεων που σχετίζονται ΅ε την εκλογή ακαδη΅αϊκού προσωπικού.
Οι πρώτοι τέσσερεις λόγοι ακύρωσης που επικαλείται η αιτήτρια έχουν ως ακολούθως:
«(1) Η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την έκδοσή της ήταν παντελώς λανθασμένη, κατά παράβαση των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου, ιδία αλλά όχι αποκλειστικά των αρχών που διέπουν την επανεξέταση ακυρωθείσας από το Δικαστήριο διοικητικής πράξης.
(2) Δεν τηρήθηκαν οι αρχές που διέπουν τη διαδικασία επανεξέτασης σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου αλλά και σύμφωνα με τα άρθρα 57-59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999.
(3) Παραβιάζει το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση στην Προσφυγή 2001/2007.
(4) Παραβιάζει το δεδικασμένο που προκύπτει από την Αναθεωρητική Έφεση 127/2008, η απόσυρση της οποίας είχε ως αποτέλεσμα την επικύρωση της Πρωτόδικης απόφασης στην Προσφυγή 200/2007.»
Οι πιο πάνω λόγοι ακυρώσεως αναπτύχθηκαν στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας, μαζί.
Αποτελεί θέση της αιτήτριας ότι τα ίδια σφάλματα που διαπιστώθηκαν από το Δικαστήριο στην προσφυγή 200/2007 επαναλήφθηκαν κατά την επανεξέταση. Ειδικότερα αναφέρεται ότι η αιτήτρια αξιολογήθηκε με κριτήρια που δεν περιλαμβάνονται στο Νόμο, δεν είχαν προαποφασιστεί και ούτε είχαν θεσμοθετηθεί εκ των προτέρων. Περαιτέρω, δεν έτυχε αναφοράς ως προς την ικανότητα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας, το γεγονός ότι είχε διατελέσει και επισκέπτρια Λέκτορας στο ίδιο το Πανεπιστήμιο κατά την περίοδο 2004-2006 και είχε διδάξει στο Τμήμα Γαλλικών Σπουδών ως Ειδική Επιστήμονας το 2002-2003 και ότι δεν λήφθηκε υπόψη και δεν εξετάστηκε δεόντως η κρίση των φοιτητών. Το γεγονός ότι η αιτήτρια έλαβε περισσότερες θετικές παρά αρνητικές ψήφους, και η ανέλιξη της δεν πραγματοποιήθηκε λόγω των αποχών, συνεχίζει η εισήγηση, απαιτούσε να δοθεί ειδική αιτιολογία για απόκλιση από την απόφαση της Ειδικής Επιτροπής. Η δε Σύγκλητος επικύρωσε την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος χωρίς να δώσει δική της αιτιολογία παρά μόνο παρουσιάζοντας μία σύνοψη της θέσης των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος.
Από την άλλη, σε σχέση με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι κατά την επανεξέταση δεν έτυχε αναφοράς το γεγονός ότι είχε διατελέσει και επισκέπτρια Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο, αποτελεί θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι το Εκλεκτορικό Σώμα είχε ενώπιον του την έκθεση και εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής όπου σημειώνεται το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε διατελέσει και επιστρέπτρια Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο. Συνεπώς, πρόκειται για στοιχείο που είχε ενώπιον του το Εκλεκτορικό Σώμα. Περαιτέρω, οι καθ΄ων η αίτηση εισηγούνται ότι το άρθρο 23(1) του Νόμου δεν απαιτεί διδακτική πείρα για τη θέση του Λεκτορα και, συνεπώς, εκ περισσού το Εκλεκτορικό Σώμα έλαβε γνώση της διδακτικής εμπειρίας της αιτήτριας. Ως προς το αναιτιολόγητο της απόφασης της Συγκλήτου και της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών, οι καθ΄ ων ισχυρίζονται ότι σύμφωνα με το Νόμο και τους Κανονισμούς οι εξουσίες της Συγκλήτου περιορίζονται στην επικύρωση ή όχι της απόφασης. Συνακόλουθα, από τη στιγμή που η Σύγκλητος αποφάσισε να επικυρώσει και επικύρωσε την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, η παράθεση οποιασδήποτε περαιτέρω αιτιολογίας, καθίστατο περιττή. Παρά ταύτα στην παρούσα περίπτωση η απόφαση της Συγκλήτου ήταν αιτιολογημένη και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας. Αναφορικά με τα κριτήρια που υποστήριξαν την αρνητική απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, ο συνήγορος του Πανεπιστημίου πρόβαλε ότι από την απόφαση στην προσφυγή 200/2007 δεν προκύπτει ότι αποφασίστηκε υπό μορφή δεδικασμένου ότι τα κριτήρια που διέπουν την έννοια της «παροχής ενδείξεων για ικανότητα πανεπιστημιασκής διδασκαλίας και έρευνας» (άρθρο 23(1) του Νόμου), πρέπει να προαποφασίζονται. Αυτό που το Δικαστήριο εντόπισε σ΄ εκείνη την υπόθεση ήταν ότι υπήρχε διάσταση στις θέσεις των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς να υπάρχει «προκαθορισθέν» κριτήριο για το αριθμό των δημοσιεύσεων. Κατά την επανεξέταση, δεν υπήρξε διάσταση στις θέσεις αυτών που υποστήριξαν την αιτήτρια και αυτών που δεν την υποστήριξαν, αφού δε δόθηκε αιτιολογία από αυτούς που την υποστήριξαν και επίσης το κάθε μέλος που έδωσε αρνητική ψήφο αιτιολόγησε την επιλογή του.
Η επίδικη απόφαση λήφθηκε μετά από επανεξέταση ακυρωθείσας από το Δικαστήριο απόφασης όπου η έφεση εναντίον της αποσύρθηκε, καθιστώντας την τελεσίδικη. Σχετικά είναι τα άρθρα 57 - 59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99, ως έχει τροποποιηθεί) τα οποία προβλέπουν τα ακόλουθα:
«57. Έπειτα από ακυρωτική απόφαση η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επανεφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν από την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.
58. Κατά την επανεξέταση πράξης της που έχει ακυρωθεί, η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η σχετική απόφασή της. Κατ' εξαίρεσιν και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου είναι εφαρμοστέο το κατά το χρόνο της έκδοσης της νέας πράξης νομικό καθεστώς, όταν το νεότερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή όταν προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.
59.-(1) Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.
(2) Κατά την επανεξέταση, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό της απόφασης.»
Εξετάζοντας την κατ΄ισχυρισμόν παραβίαση του δεδικασμένου που προκύπτει από την απόφαση στην προσφυγή 200/2007, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου, όπου σημειώνονται τα σχετικά ευρήματά του:
«Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση για ακύρωση της απόφασης που σχετίζεται με την αξιολόγηση ως προς την κατάρτιση της αιτήτριας παρατηρείται ότι με βάση το άρθρο 23(1), απαιτείται για τη θέση Λέκτορα εκτός του διδακτορικού διπλώματος από αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο και η παροχή ενδείξεως για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας. Σ΄ αυτό το θέμα παρουσιάζεται πρόβλημα ενόψει του ότι διείσδυσε πλάνη περί τα πράγματα και ανεπαρκής αιτιολογία. Σημειώνεται, κατ΄ αρχάς, ότι τα τρία μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος που δεν υπεστήριξαν το διορισμό στη συνεδρία ημερ. 23.6.06, ανέφεραν ότι θεώρησαν ότι η αιτήτρια (α) είχε περιορισμένες δημοσιεύσεις, (β) το έργο της δεν έδειχνε σύγχρονη θεωρητική γνώση και (γ) δεν έδειχνε να έχει αρκετές ικανότητες για να εξελιχθεί επιστημονικά ώστε να αναγνωρισθεί από τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Τα κριτήρια αυτά φαίνεται ότι δεν είχαν προαποφασιστεί ως σταθερά κριτήρια που διείπαν την έννοια «της παροχής ενδείξεως για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας», που είναι το έτερο προαπαιτούμενο για διορισμό στη θέση του Λέκτορα με βάση το άρθρο 23(1). Αυτό καθίσταται φανερό και από το τηρηθέν πρακτικό, όπου άλλα τρία μέλη (Ι. Ιωάννου, M. Burston και Γ. Baider), τασσόμενα υπέρ της εισήγησης της Ειδικής Επιτροπής για διορισμό ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι για τη θέση του Λέκτορα δεν είναι απαραίτητο ο υποψήφιος να έχει αρκετές δημοσιεύσεις. Η ικανότητα έρευνας στο άρθρο 23(1) συναρτάται με «ενδείξεις» προς τούτο και όχι με αποδείξεις. Υπήρχε λοιπόν διάσταση στις θέσεις των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς να υπάρχει προκαθορισθέν κριτήριο για τον αριθμό των δημοσιεύσεων που θεωρούνται «αρκετές», ή, αντίθετα, «περιορισμένες». Και εν πάση περιπτώσει με αναφορά στις συγκεκριμένες δημοσιεύσεις της αιτήτριας, όπως αυτές αποτυπώνονται στην παρ. 8 της αίτησης και στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, δεν καταγράφεται οποιαδήποτε δικαιολογία ως προς την επάρκεια τους, τόσο από πλευράς αριθμού, όσο και ποιότητας ή επιπέδου.
Πρόσθετα, φαίνεται να μην έτυχε αναφοράς, ως προς την ικανότητα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας της αιτήτριας, το γεγονός ότι, πέραν των άλλων θέσεων που κατείχε, είχε διατελέσει και επισκέπτρια λέκτορας στο ίδιο το Πανεπιστήμιο από το 2004-2006, και είχε διδάξει στο Τμήμα Γαλλικών Σπουδών ως Ειδική Επιστήμονας το 2002-2003. Αλλά και η κρίση των φοιτητών, εφόσον δίδεται σ΄ αυτούς το δικαίωμα να αξιολογήσουν τους διδάσκοντες σε έντυπο που δίδει το ίδιο το Πανεπιστήμιο, (Παράρτημα Α στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας), θα μπορούσε να τύχει κατάλληλης διερεύνησης ως μέτρο της «ικανότητας πανεπιστημιακής διδασκαλίας». Δεν έγινε αυτό και έπρεπε τουλάχιστον να τύχει της δέουσας εξέτασης.
Εδώ, μετά την ομόφωνη απόφαση της Ειδικής Επιτροπής, αλλά και την ομόφωνη επίσης απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, (οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν δεν οδήγησαν σ΄ αρνητική ψήφο στη συνεδρία ημερ. 29.5.06), έπρεπε να δοθεί ειδική αιτιολογία για απόκλιση. Ιδιαίτερα τη στιγμή που στην επόμενη συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος ημερ. 28.6.06, η αιτήτρια στην ουσία έλαβε 5 θετικές ψήφους, τρεις αρνητικές, ενώ υπήρχαν και τρεις αποχές. Στο σύνολο των 11 παριστάμενων μελών, η διαφορά εναντίον της εκλογής της αιτήτριας ήταν με μόνο 1 τοποθέτηση, προερχόμενη από αποχή. Ενώ είχε υπέρ της περισσότερες θετικές ψήφους, παρά αρνητικές.
Εκ των πιο πάνω, φανερώνεται ότι σ΄ αντίθεση με τη γενική αρχή που κωδικοποιείται στο άρθρο 46 του Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, περί πλάνης περί τα πράγματα, εμφιλοχώρησε «... πλάνη .. στη σειρά των συλλογισμών ή στον 'ειρμό των σκέψεων' της διοικητικής αρχής την ώρα που έκανε την επιλογή». (Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 713 και Αττάς ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 474/05 κ.α. ημερ. 3.6. 08).
Η πλάνη ήταν ουσιώδης με κριτήριο σταθερό και ήταν τέτοια που επηρεάσε την απόφαση του διοικητικού οργάνου. (Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 268).
Τα πιο πάνω οδηγούν επίσης σε αναιτιολόγητη πράξη ή απόφαση, εφόσον η δινόμενη αιτιολογία πρέπει «... να τυγχάνη αρκούντως εξειδικευμένη και να ανταποκρίνεται εις τα στοιχεία του φακέλου, άλλως έχομεν παράνομον αιτιολογίαν είτε λόγω αοριστίας και γενικότητος είτε λόγω πλάνης». (Πορίσματα - ανωτέρω - σε. 267). Η δικαιολογία που δόθηκε εδώ και μάλιστα με την οριακή διαφορά που ήδη σημειώθηκε λόγω αποχής, δεν είναι επαρκής και χαρακτηρίζεται από «απλή παράθεση γενικών σκέψεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κάθε περίπτωση ...» (Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαο», τέταρτη Αναθεωρημένη Έκδοση σελ. 299-300 παρ. 646-647). Λόγω του εξειδικευμένου του αντικειμένου, έπρεπε ακριβώς η αιτιολογία της απόκλισης να ήταν σαφής και αναλόγως εξειδικευμένη ώστε να δύναται να ασκηθεί ο δικαστικός έλεγχος. (Κόρδα-Σάββα ν. Πανεπιστημίου (2000) 4 Α.Α.Δ. 77). Ιδιαίτερα στην υπό κρίση περίπτωση, όπου το ίδιο Εκλεκτορικό Σώμα με την ίδια ουσιαστικά σύνθεση (απλώς στις 29.5.06 απουσίαζαν τα μέλη Strohmeier και Grohmann, ενώ στις 28.6.06 αυτά ήταν παρόντα αλλά απουσίαζε το μέλος Montgomery- Byles), άλλαξε θέση από θετική σε αρνητική και αυτό μόνο οριακά. Δεν επαρκούσε συνεπώς η καταγραφή γενικοτήτων από τα μέλη που δεν υπεστήριξαν το διορισμό με αναφορά στο περιορισμένο των δημοσιεύσεων, της σύγχρονης θεωρητικής γνώσης και της ικανότητας για επιστημονική εξέλιξη, που εν πάση περιπτώσει, όπως αναλύθηκε πριν, δεν είχε αναφορά και συνάρτηση προς τα δεδομένα της αιτήτριας. Στην Χοτζάκογλου ν. Πανεπιστημίου, υπόθεση αρ. 119/05, ημερ. 18.5.07, στην οποία παρέπεμψαν οι συνήγοροι του Πανεπιστημίου, κρίθηκε ακριβώς ότι η απόκλιση από την πλειοψηφική θέση της Ειδικής Επιτροπής υπέρ του εκεί αιτητή, έπρεπε να αιτιολογείτο επαρκώς. Πόσο μάλλον εδώ όπου η Ειδική Επιτροπή ήταν ομόφωνα υπέρ της αιτήτριας. Όπως λέχθηκε ήδη, η αιτιολογία των διαφωνούντων εν τέλει μελών του Εκλεκτορικού Σώματος δεν ήταν αρκούντως εξειδικευμένη.
Περαιτέρω, η τελική απόφαση που λήφθηκε από τη Σύγκλητο για μη εκλογή της αιτήτριας στη συνεδρία της ημερ. 6.9.06 και η επικύρωση αυτής από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών στη συνεδρία της ημερ. 25.9.06 και 5.10.06, αποτελεούσαν απλή προσυπογραφή της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς περαιτέρω συζήτηση ή περαιτέρω αιτιολογία. Η διαπιστωτική πράξη και η επικύρωση των διορισμών από το Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 6(1)(γ)(1) του Νόμου, δεν σημαίνει και απλή προσυπογραφή.»
Κατά την επανεξέταση, δεν δόθηκε αιτιολογία των θετικών ψήφων, υπήρξε όμως ξεχωριστή αιτιολογία των αρνητικών ψήφων από μέρους των δύο μελών, με το τρίτο μέλος να υιοθετεί την αιτιολογία των άλλων δύο, ενώ κατά την πρώτη διαδικασία, η αιτιολογία που δόθηκε, πέραν από λακωνική ήταν και κοινή για όλους όσους έδωσαν αρνητική ψήφο.
Σε ό,τι αφορά τα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα, το άρθρο 23(1) του Νόμου 144/89, καθορίζει ως ακολούθως:
«Για τη θέση Λέκτορα απαιτείται διδακτορικό δίπλωμα αναγνωρισμένου Πανεπιστημίου και η παροχή ενδείξεων για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας».
Το πρόβλημα που εγέρθηκε τόσο κατά την πρώτη εξέταση όσο και κατά την επανεξέταση είναι ως προς την «παροχή ενδείξεων για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας». Ο ίδιος ο Νόμος δεν προνοεί οποιαδήποτε κριτήρια,ούτε έχουν προαποφασιστεί τέτοια κριτήρια. Κατά την πρώτη απόφαση αυτό που ουσιαστικά έγινε είναι ότι τα μέλη που έδωσαν αρνητική ψήφο, δικαιολόγησαν την απόφασή τους, αναφερόμενοι με λακωνικό τρόπο σε τρία στοιχεία, ως αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου (πιο πάνω). Σ΄εκείνη την περίπτωση τα μέλη που έδωσαν θετικές ψήφους δικαιολόγησαν, με λακωνικό βέβαια και εκείνοι τρόπο, την εισήγησή τους.
Κατά την επανεξέταση, η αιτιολόγηση της αρνητικής ψήφου ήταν εκτενέστερη. Δεν θεωρώ ότι προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου στην 200/2007 ότι θα έπρεπε να προαποφασιστούν ή να θεσμοθετηθούν κριτήρια. Σε συμφωνία με την θέση που αναπτύσσεται στην αγόρευση του συνηγόρου του Πανεπιστημίου, θεωρώ ότι αυτό που το Δικαστήριο διαπίστωσε στην προηγούμενη απόφαση είναι ότι υπήρξε διάσταση στις θέσεις των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος χωρίς να υπάρχει προκαθορισθέν κριτήριο για τον αριθμό των δημοσιεύσεων που θεωρούνται «αρκετές», ή, αντίθετα, «περιορισμένες» και ότι δεν καταγραφόταν στη συγκεκριμένη απόφαση οποιαδήποτε δικαιολογία ως προς την επάρκεια των δημοσιεύσεων, τόσο από πλευράς αριθμού, όσο και ποιότητας ή επιπέδου. Και βεβαίως αυτό ήταν απόρροια του λακωνικού τρόπου με τον οποίο δικαιολογήθηκαν οι αρνητικές ψήφοι, αφήνοντας να νοηθεί ότι οι τρεις αυτοί παράγοντες που επικαλέστηκαν τα μέλη, ήταν ουσιαστικά τα κριτήρια επί των οποίων αποφασίστηκε «η παροχή ενδείξεως για ικανότητητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας».
Παρατηρώ επίσης, ότι στην αιτιολογία του ενός μέλους που έδωσε αρνητική ψήφο, ενώ γίνεται αναφορά σε σημαντικό αριθμό δημοσιεύσεων της αιτήτριας, οι οποίες όπως αναφέρει, «φαίνονται να έχουν στενή σχέση με την διδακτορική διατριβή της» εκφράζοντας την ανησυχία ότι αυτό δημιουργεί «αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι σε θέση να επανεκκινήσει την ερευνητική της δραστηριότητα», χωρίς να προσδιορίζει τον συσχετισμό αυτών των δύο. Περαιτέρω, το ίδιο μέλος, προβάλλει την θέση ότι «ο κατάλογος δημοσιεύσεων της αναμιγνύει τις επιστημονικές με τις περισσότερες εγκυκλοπαιδικές», χωρίς να διευκρινίζει πώς το γεγονός αυτό δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα της να διαχωρίζει την πρωτότυπη από την μη πρωτότυπη επιστημονική έρευνα.
Εντοπίζεται, επομένως, ένα κενό αιτιολογίας το οποίο, μέσω της αρνητικής ψήφου των μελών του εκλεκτορικού σώματος, παρεισέφρησε στην επίδικη απόφαση της Συγκλήτου καθιστώντας την τρωτή.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας του γεγονότος ότι η αιτήτρια είχε διατελέσει επισκέπτρια Λέκτορας στο ίδιο το Πανεπιστήμιο, καθώς και της κρίσης των φοιτητών, ως παράγοντες που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως μέτρο της «ικανότητας πανεπιστημιακής διδασκαλίας», διαπιστώνεται ότι και κατά την επανεξέταση αυτά τα στοιχεία δεν διερευνήθηκαν. Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι τα όσα αναφέρθηκαν στην ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 200/2007 σχετικά με το εν λόγω θέμα, είναι υπό τύπο σχολίου και δεν συνιστούσαν ακυρωτικά ευρήματα, δεν ευσταθεί. Ούτε επίσης και η άποψή τους ότι τα εν λόγω στοιχεία περιλαμβάνονται στην Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής και στην αίτηση της αιτήτριας για τη θέση και ως εκ τούτου τέθηκαν ενώπιον του Εκλεκτορικού Σώματος και συνεκτιμήθηκαν.
Το Δικαστήριο στην ακυρωτική του απόφαση αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι πιο πάνω αναφερόμενα στοιχεία δεν έτυχαν εξέτασης. Διαπιστώνεται ότι ούτε τώρα, κατά την επανεξέταση, εξετάστηκαν τα εν λόγω στοιχεία. Η μελέτη της Έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής που περιλάμβανε τα στοιχεία αυτά καθώς και της αίτησης, που υποβλήθηκε από την αιτήτρια, χωρίς οποιοδήποτε σχόλιο επ΄ αυτών, δεν ισοδυναμεί με εξέταση των στοιχείων αυτών και, εν πάση περιπτώσει, τα συγκεκριμένα έγγραφα υπήρχαν και κατά την προηγούμενη εξέταση η οποία όμως είχε κριθεί ως πάσχουσα.
Το ζητούμενο κατά την επανεξέταση είναι η συμμόρφωση προς τα αποφασισθέντα και η διόρθωση των σημείων που κρίθηκαν τρωτά με την ακυρωτική απόφαση. Εφόσον το Δικαστήριο στην υπόθεση 200/2007 έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά έπρεπε να τύχουν εξέτασης, θεωρώ ότι παράλειψη εξέτασής τους αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου. Με αυτή την κατάληξη η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρονται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη πράξη ακυρώνεται. Τα έξοδα της υπόθεσης που ανέρχονται σε 1.300, πλέον ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ