ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Ξένια Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια. Λαμπρινή Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-02-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 45/2010, 9/2/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D87

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 45/2010)

 

9 Φεβρουαρίου, 2015

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]

 

                  ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ  ΤΑ AΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Αιτήτρια,

-     ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                        Καθ΄ης η αίτηση.

---------------------------

Ξένια Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για  την Αιτήτρια.

Λαμπρινή Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

Γιώργος Παπαδόπουλος, για Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  H αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με την οποία διόρισε εκ νέου, κατόπιν επανεξέτασης, την Μαρία Λαμπρατσιώτη (Ενδιαφερόμενο Μέρος), στη μόνιμη θέση Ακτινογράφου (Ακτινοδιαγνωστικής), Ιατρικές Υπηρεσίες  και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, αναδρομικά από 1.2.2007.

 

Η απόφαση ήταν προϊόν επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση ημερομηνίας 22.7.2009, στην Προσφυγή αρ. 543/07, με την οποία ακυρώθηκε ο αρχικός διορισμός του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην επίδικη θέση από 19.12.2006, επειδή η ΕΔΥ παρέλειψε να προβεί στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας για την διαπίστωση της κατοχής της «καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας» από το Ενδιαφερόμενο Μέρος.  Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Είναι γεγονός ότι ως προς την «καλή γνώση της αγγλικής» η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 25.10.2006, διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι διέθεταν μια τέτοια γνώση με βάση το απολυτήριό τους από αναγνωρισμένες Σχολές Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου ή Ελλάδας. Όσον αφορά την Λαμπρατσιώτη στο απολυτήριο της οποίας σημειώνεται ως ξένη γλώσσα η Γερμανική, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτή είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ραδιολογίας Ακτινολογίας της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του Τ.Ε.Ι. Αθήνας, όπου διδάχτηκε την αγγλική γλώσσα σε επίπεδο που ικανοποιεί την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για καλή γνώση.

 

΄Εχει νομολογηθεί (Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, 337) ότι η γνώση μιας γλώσσας στοιχειοθετείται με την ανάλογη κατοχή της, τόσο στο γραπτό, όσο και στον προφορικό λόγο.

 

Στη σχετική συνεδρία η Επιτροπή ως προς τους υπόλοιπους υποψήφιους διαπίστωσε την κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος με βάση το απολυτήριό τους από αναγνωρισμένες σχολές Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου ή Ελλάδας. Για τη Λαμπρατσιώτη προφανώς είχε υπ΄ όψιν τη βεβαίωση του Τ.Ε.Ι. Αθηνών, στην οποία σημειώνεται ως ξένη γλώσσα τα αγγλικά και ο βαθμός της. Τα πιο πάνω όμως στοιχεία δεν αποκαλύπτουν από μόνα τους το επίπεδο της γνώσης του γραπτού και προφορικού λόγου στην αγγλική γλώσσα και πολύ περισσότερο αν είναι στο επίπεδο που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας.

 

Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Επαμεινώνδας ν. Ρ.Ι.Κ. κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 376, τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η Επιτροπή που αναφέρονται στο προσόν της «καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας» δεν φαίνεται ότι αποτελούσαν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά που να καταδείχνουν την επάρκεια γνώσης της αγγλικής γλώσσας στο επίπεδο που απαιτείται.

 

Νομολογιακά έχει καθιερωθεί η αναγκαιότητα για έρευνα από την ίδια την Επιτροπή στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν εκείνα τα αδιάσειστα ενδεικτικά στοιχεία που να καταδεικνύουν την επάρκεια γνώσης μιας γλώσσας. Κι΄ αυτό χωρίς να παραγνωρίζω ότι η διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων για την πλήρωση της θέσης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και αποτελεί πτυχή της διοικητικής λειτουργίας (Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429).

 

Στην παρούσα υπόθεση τα στοιχεία που η Επιτροπή είχε ενώπιόν της δεν καταδείκνυαν την επάρκεια γνώσης της αγγλικής και ήταν ακριβώς η κατάλληλη περίπτωση για διεξαγωγή έρευνας από την Ε.Δ.Υ. για διερεύνηση των στοιχείων με σκοπό τη διαπίστωση κατά πόσο τα στοιχεία αυτά πραγματικά τεκμηρίωναν τον απαιτούμενο βαθμό της «καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας».

 

Επισημαίνω στο σημείο αυτό και την εγκύκλιο της ίδιας της Επιτροπής η οποία τιτλοφορείται «Αποδεκτά Τεκμήρια από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής Γλώσσας σε απαιτούμενα από σχέδια υπηρεσίας θέσεων επίπεδα» και στην οποία για την «αγγλική γλώσσα» ως απαιτούμενος βαθμός γνώσης στην «καλή γνώση» καθορίζονται διάφορα κριτήρια όπως «απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, πιστοποιητικό επιτυχίας στις Τελικές Εξετάσεις των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης στα Αγγλικά τουλάχιστον του τέταρτου έτους, First Certificate in English του University of Cambridge και γραπτή εξέταση που διεξάγεται σύμφωνα με τους περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμους του 1998 έως 2006 (Βαθμολογία 50% και άνω στο θέμα των Αγγλικών)».

 

Η Λαμπρατσιώτη δεν φαίνεται αν πληροί οποιοδήποτε από τα πιο πάνω καθορισθέντα τεκμήρια. ΄Ετσι, καταλήγω ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας για τη διαπίστωση της κατοχής της «καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας» και για το λόγο αυτό η προσφυγή ως προς τη Λαμπρατσιώτη επιτυγχάνει και ο διορισμός της θα πρέπει να ακυρωθεί.»

 

 

Η ΕΔΥ συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα ειδοποίησε το Ενδιαφερόμενο Μέρος γραπτώς ότι ο διορισμός της εξαφανίστηκε και επανέφερε τα πράγματα στην πρότερα κατάσταση. Επιπλέον στα πλαίσια διερεύνησης των προσόντων του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ζήτησε από το Τμήμα Ραδιολογίας Ακτινολογίας της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του ΤΕΙ Αθήνας (Τ.Ε.Ι) στοιχεία που να καταδεικνύουν το επίπεδο της αγγλικής γλώσσας που διδάχθηκε το Ενδιαφερόμενο Μέρος, αποστέλλοντας και την σχετική εγκύκλιο με τα αποδεκτά τεκμήρια για γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

 

Το εν λόγω Τμήμα απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 30.09.2009, επισυνάπτοντας το ωρολόγιο πρόγραμμα σπουδών, το περίγραμμα μαθημάτων του Τμήματος (συμπεριλαμβανομένου και του μαθήματος της ξένης γλώσσας) καθώς και την διδακτέα ύλη της Αγγλικής γλώσσας που έχει ως εξής:

 

       «Ξένη γλώσσα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ

         Γραμματική. Χρήση λέξεων. Αποτελεσματική, προφορική επικοινωνία. Ανάπτυξη ικανότητας γραφής και ανάγνωσης.

 

         Ξένη γλώσσα - Ορολογία

         Εκμάθηση της ξένης γλώσσας, όπως αυτή χρησιμοποιείται από το προσωπικό των εργαστηρίων ακτινολογίας - ραδιολογίας.

         Ειδική έμφαση δίνεται στην ορολογία της ειδικότητας και την προφορική επικοινωνία.  Μελέτη και μετάφραση κειμένων που

η περιέχουν όρους σχετικούς με την ειδικότητα.» 

 

Από το Κέντρο Ξένων Γλωσσών και Φυσικής Αγωγής του Τ.Ε.Ι. λήφθηκε επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Σε απάντηση του παραπάνω σχετικού σας εγγράφου, σας γνωρίζουμε ότι η κα. Λαμπρατσιώτη Μαρία του Χαρίτωνα απόφοιτος της Ραδιολογίας - Ακτινολογίας της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας & Πρόνοιας του Τ.Ε.Ι Αθήνας έχει διδαχθεί Αγγλική Γλώσσα και Αγγλικά Ειδικότητας (Ραδιολογίας - Ακτινολογίας) για τέσσερα εξάμηνα επί (3) τρεις ώρες την εβδομάδα, σε ένα επίπεδο προσιδιάζον προς το Post - Intermediate προστιθέμενης της γνώσης των στοιχείων ορολογίας και εξειδικευμένης γλώσσας (E.S.P.).»

 

Η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερομηνίας 14.10.2009 με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, υιοθέτησε τον Πίνακα Διοριστέων. Αναφορικά με το προσόν της καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε το σχετικό τεκμήριο, αφού αξιολόγησε το πρόγραμμα και το περίγραμμα σπουδών του Τμήματος στο οποίο φοίτησε. Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6(7) (α) των περί Αξιολόγησης Υποψηφίων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμων του 1998 έως 2008, αποφάσισε να προσφέρει διορισμό αναδρομικά στο Ενδιαφερόμενο Μέρος, η οποία είχε συγκεντρώσει την υψηλότερη βαθμολογία 109,10 (ενώ η αιτήτρια 100,50).

 

Ο συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ότι και πάλι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα αναφορικά με το επίμαχο προσόν του Ενδιαφερόμενου Μέρους και ότι τα πιο πάνω στοιχεία και η βεβαίωση από το ΤΕΙ Αθήνας δεν αποκάλυπταν από μόνα τους το επίπεδο γνώσης του γραπτού και προφορικού λόγου στην αγγλική και πολύ δε περισσότερο αν είναι στο επίπεδο που απαιτεί τo Σχέδιο Υπηρεσίας.  Θεωρεί ακόμα ότι στα πλαίσια της επανεξέτασης παραβιάστηκε το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου επειδή η ΕΔΥ στηρίχθηκε στην εγκύκλιο για τα αποδεκτά τεκμήρια γνώσης των αγγλικών ημερομηνίας 26.8.2009, μεταγενέστερη δηλαδή του ουσιώδους χρόνου.

 

Εισηγείται επίσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος, ότι αποτελεί εύρημα του ακυρωτικού Δικαστηρίου ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν πληρούσε κανένα από τα αποδεκτά τεκμήρια που καθόρισε  η ΕΔΥ για τη γνώση της αγγλικής και δεν ήταν προσοντούχος σε ότι αφορά το συγκεκριμένο προσόν. Συνεπώς, το αντίθετο συμπέρασμα της ΕΔΥ κατά την επανεξέταση παραβιάζει το δεδικασμένο. Επιπρόσθετα, στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης, υπενθυμίζει ότι η ΕΔΥ είχε ενώπιον της, κατά την αρχική πλήρωση της θέσης, βεβαίωση αναλυτικής βαθμολογίας στα Τ.Ε.Ι. και βεβαίωση της Γραμματείας της Σχολής, ημερομηνίας 22.9.2006, η οποία βεβαιώνει ότι η ξένη γλώσσα στην οποία αναφερόταν το πτυχίο του Ενδιαφερομένου Μέρους είναι η Αγγλική. Συνεπώς, το ωρολόγιο πρόγραμμα σπουδών και η βεβαίωση ημερομηνίας 30.9.2009 που παρουσιάζονται κατ' επίφαση ως «νέα» στοιχεία, δεν στοιχειοθετούν οποιαδήποτε γνώση, τόσο του γραπτού όσο και του προφορικού λόγου, αντίστοιχη των αναγνωρισμένων τεκμηρίων που η ίδια η ΕΔΥ αποδέχεται, και για το λόγο ότι τα έγγραφα που απέστειλαν τα Τ.Ε.Ι δεν προέρχονται από ειδικό και αρμόδιο όργανο.

 

Στον αντίποδα των ισχυρισμών της αιτήτριας βρίσκονται οι θέσεις της καθ' ης η αίτηση, η οποία προβάλλει ότι συμμορφώθηκε πλήρως με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης. Η ακυρωτική απόφαση επέβαλε τη διεξαγωγή νέας έρευνας μέσω νέων στοιχείων, δεν υπήρχε  όμως εύρημα ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν κατείχε το εν λόγω προσόν. Το πρόγραμμα σπουδών και η διδακτέα ύλη δεν ήταν ενώπιον της ΕΔΥ κατά την πρώτη διαδικασία, αλλά αποτελούσαν νέα στοιχεία της έρευνας κατά την επανεξέταση, προερχόμενα από το Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης στο οποίο είχε φοιτήσει το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Ορθά λήφθηκαν υπόψη, ως στοιχεία και πληροφορίες, που τεκμηρίωναν το επίπεδο γνώσης στο οποίο διδάχτηκε το Ενδιαφερόμενο Μέρος, ενώ η ΕΔΥ για πρώτη φορά ανέλυσε τους λόγους αντιστοίχησης/αναλογίας του με το επίπεδο της καλής γνώσης που προνοούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας.  Προβάλλει επίσης η καθ΄ ης η αίτηση ότι ουδόλως παραβιάστηκε το πραγματικό και νομικό καθεστώς, αφού η εγκύκλιος ημερομηνίας 26.8.2009 είναι η ίδια με την εγκύκλιο του έτους 2005 για τα αποδεκτά τεκμήρια.  Εξάλλου δεν χρησιμοποιήθηκε αυτή καθ' εαυτή, αλλά απλά απεστάλη στα ΤΕΙ πληροφοριακά, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι αναγκαίες πληροφορίες ώστε να ασκήσει η ΕΔΥ αργότερα πρωτογενή κρίση.

 

Με παρόμοιο τρόπο απαντά στην γραπτή του αγόρευση το Ενδιαφερόμενο Μέρος, ότι δηλαδή το Δικαστήριο στην υπόθεση 543/2007 δεν προέβη σε εύρημα ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν πληρούσε το προσόν της καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι αποτελεί δεδικασμένο το ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν είναι προσοντούχος, δεν ευσταθεί.  Η δε επιπρόσθετη έρευνα στην οποία προέβη η ΕΔΥ μέσω των νέων δεδομένων που αφορούσαν το πτυχίο του Ενδιαφερόμενου Μέρους και τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά τον πρώτο διορισμό του, ήταν επαρκής.

 

Τονίζει επιπρόσθετα ότι οι εγκύκλιοι, όπως αυτή που λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ, δεν αποτελούν κανονιστικές πράξεις ούτε προϋποθέτουν δίκαιο, παρά την πρακτική τους σημασία, αλλά καθορίζουν τα πλαίσια εντός των οποίων μπορεί να ασκηθεί ενιαία και ομοιόμορφα η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης. Δεν εμποδίζεται να εξάγει συμπέρασμα η ΕΔΥ ως προς το επίπεδο κατοχής της γλώσσας, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης.

 

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε, επειδή μετά από σχετικό αίτημα των συνηγόρων των διαδίκων, τέθηκε εκτός πινακίου μέχρι την έκδοση απόφασης επί της εκκρεμούσας Αναθεωρητικής  Έφεσης του Ενδιαφερόμενου Μέρους εναντίον της πρώτης ακυρωτικής απόφασης και σχετικής αντέφεσης εκ μέρους της εφεσίβλητης/αιτήτριας, εφέσεις που τελικά απορρίφθηκαν στις 8.4.2013 (βλ. Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ 202.)

 

Έχει νομολογηθεί ότι το κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα αποτελεί θέμα το οποίο εμπίπτει εντός στης διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι στα πλαίσια του δικαστικού ελέγχου το Δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο, με βάση το ενώπιον της υλικό, η Ε.Δ.Υ. εύλογα μπορούσε να καταλήξει στο επίδικο συμπέρασμα. (Βλ. Petsas v. Republic 3 R.S.C.C. 60, 63 και Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429 ).

 

Το ζητούμενο εδώ είναι αν η ΕΔΥ θα μπορούσε με βάση το υλικό που είχε ενώπιον της μετά την ακυρωτική απόφαση, εύλογα να αποφανθεί ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.

 

Είναι καταρχάς προφανές ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν απεφάνθη ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν ήταν προσοντούχο ούτε εξέφερε οποιαδήποτε ουσιαστική κρίση αναφορικά με αυτό, πέραν του ότι τα ενώπιον της ΕΔΥ στοιχεία σε συνδυασμό με την εγκύκλιο της ίδιας της Επιτροπής η οποία τιτλοφορείται «Αποδεκτά Τεκμήρια από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής σε απαιτούμενα από σχέδια υπηρεσίας θέσεων επίπεδα», δεν καταδείκνυαν την επάρκεια γνώσης της αγγλικής που προνοούσε το συγκεκριμένο Σχέδιο Υπηρεσίας.  Η αναφορά του Δικαστηρίου ότι  «η Λαμπρατσιώτη δεν φαίνεται αν πληροί οποιοδήποτε από τα πιο πάνω καθορισθέντα τεκμήρια» πρόκειται για παρατήρηση εν παρόδω (obiter dictum) και δεν περιλαμβάνεται στο δεδικασμένο.

 

Το δεδικασμένο επέβαλλε νέα διερεύνηση των στοιχείων με σκοπό την τεκμηρίωση του απαιτούμενου βαθμού της «καλής γνώσης», υποχρέωση που η ΕΔΥ εκπλήρωσε με το να ζητήσει συγκεκριμένες πληροφορίες από το φορέα έκδοσης του πτυχίου του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Το περιεχόμενο της απάντησης από το ΤΕΙ Αθηνών σε συνδυασμό με την αξιολόγηση της ΕΔΥ ως προς τα επισυνημμένα - τα οποία ήταν νέα στοιχεία, εκτός από το δελτίο βαθμολογίας και της βεβαίωσης που ήταν ενώπιον της ΕΔΥ κατά την πρώτη απόφαση - συνιστούν επαρκή αιτιολόγηση βάσει της οποίας εύλογα θα μπορούσε το Ενδιαφερόμενο Μέρος να θεωρηθεί ότι κατείχε την «καλή γνώση» της αγγλικής.  Ούτε ήταν υποχρεωμένη η ΕΔΥ να κατευθύνει την έρευνα της προς την υπαγωγή των όσων είχε ενώπιον της στην εγκύκλιο ώστε να τα αντιστοιχήσει με ένα από τα αποδεκτά τεκμήρια, αφού η κατοχή μιας ξένης γλώσσας στο συγκεκριμένο επίπεδο δεν αποδεικνύεται μόνο με την κατοχή των τεκμηρίων της εγκυκλίου που λειτουργούν ενδεικτικά (βλ. Υποθ. αρ. 1403/00 Γεώργιος Λοϊζου ν. Δημοκρατίας ημερομηνίας 27.9.2002 και Υπόθ. Αρ. 720/04 Πανίκος Δημητριάδης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 27.10.2005).

 

Το γεγονός της εκ παραδρομής αποστολής από την ΕΔΥ στο ΤΕΙ Αθηνών της μεταγενέστερης εγκυκλίου (26.8.2009) η οποία όμως έχει παρόμοιες πρόνοιες με αυτές της εγκυκλίου του ουσιώδους χρόνου (2005), δεν συνιστά παραβίαση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος, ούτε επέδρασε με οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο στην λήψη της επίδικης απόφασης.  Εμπεριέχει την ίδια απόφαση πολιτικής της ΕΔΥ ως προς τα αποδεκτά τεκμήρια γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

 

Όπως λέχθηκε από τον Πική, Δ., (όπως ήταν τότε) στη Σωτηριάδη ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ, η εγκύκλιος συνιστά καθιερωμένο μέσο για την έκδοση οδηγιών καθώς και τον προσδιορισμό και εξειδίκευση καθηκόντων του προσωπικού στο πλαίσιο της υπηρεσίας. Συνιστά εσωτερικό μέτρο που έχει ως στόχο την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Οι ρυθμίσεις που θέτει δεν έχουν τον χαρακτήρα κανόνων δικαίου αλλά κανόνων «εσωτερικής υπηρεσίας». Δεν υπολείπονται όμως σε δραστικότητα ως προς την υποχρέωση των προσώπων ή των αρχών προς τις οποίες απευθύνονται να τις εφαρμόσουν.  (βλ. επίσης Μακρίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 581).

 

Σημειώνεται δε παρενθετικά ότι η ΕΔΥ διεξάγει δύο φορές το χρόνο γραπτές και προφορικές εξετάσεις στις οποίες μπορούν να παρακάθονται δημόσιοι υπάλληλοι που δεν διαθέτουν τα καθορισμένα από την ΕΔΥ τεκμήρια γνώσης της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας και ενδιαφέρονται για σκοπούς προαγωγής ή διεκδίκησης άλλων θέσεων να αποδείξουν γνώση των αναφερθέντων γλωσσών στο επίπεδο που επιθυμούν.  Δεν διεξάγει πλέον επί μέρους εξετάσεις στα πλαίσια μεμονομένων διαδικασιών πλήρωσης θέσεων (Υποθ. αρ. 1333/2000, Ανδριανή Αναστασίου-Μουσκοβία ν. ΕΔΥ, 11.10.2001).

 

Σημειώνεται επίσης ότι αν τα ενώπιον του διορίζοντος οργάνου στοιχεία δεν αποκαλύπτουν από μόνα τους επάρκεια της απαιτούμενης γνώσης, τότε οφείλει να προβεί σε τέτοια έρευνα που να εξακριβώνει δεόντως την αντιστοιχία των προσόντων του υποψηφίου προς το απαιτούμενο επίπεδο (βλ. Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ 181 και  Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (1998) 4Α Α.Α.Δ. 291).  Η  έρευνα από την ίδια την ΕΔΥ που κατέστη αναγκαία στην περίπτωση του Ενδιαφερόμενου Μέρους που δεν έστειλε τα αδιάσειστα εκείνα τεκμήρια που καταδεικνύουν την καλή γνώση αλλά είχε πτυχίο ανώτερης εκπαίδευσης που να το αποδεικνύει, έχει εκπληρωθεί.  Η ΕΔΥ ενήργησε σε συμμόρφωση με το δεδικασμένο και τεκμηρίωσε επαρκώς, μέσω της νέας έρευνας, το συμπέρασμα της ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε το επίδικο προσόν. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.                            

 

Π. Παναγή, Δ.

 

/ΣΓεωργίου                   

 

 

                                                      

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο