ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D98
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.395/2011)
11 Φεβρουαρίου, 2015.
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
MAΡΙΑ ΚΑΣΑΠΗ - ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ης αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.
Ζ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η
Αίτηση.
Κ. Λοϊζίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Eπιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής: «η ΕΔΥ»), ημερομηνίας 13.1.2011 με την οποίαν διορίστηκε κατόπιν επανεξέτασης, ο Διονύσιος Μαυρονικόλας (στο εξής: «το ενδιαφερόμενο μέρος»), στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Τελωνεία (στο εξής «η επίδικη θέση»).
Η επίδικη θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της, η ΕΔΥ, κατ' απόκλιση της διευθυντικής σύστασης, επέλεξε ως καταλληλότερο υποψήφιο, το ενδιαφερόμενο μέρος, αποδίδοντας έμφαση στην απόδοση του στην ενώπιον της προφορική εξέταση.
Η απόφαση αμφισβητήθηκε από την αιτήτρια, η οποία προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο πετυχαίνοντας την ακύρωση της. (βλ. Μαρίας Κασάπη - Δρουσιώτη v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 702/2009, ημερομηνίας 16.12.2010 - στο εξής: «η ακυρωτική απόφαση») αφού όπως διαπιστώθηκε, η παράκαμψη της σύστασης στηρίχθηκε σε πεπλανημένες εκτιμήσεις της ΕΔΥ και επιπρόσθετα, αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο οριακό αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, σε βάρος των υπολοίπων δεδομένων της αιτήτριας και κυρίως της «συντριπτικής», όπως χαρακτηρίστηκε, αρχαιότητάς της.
Η ΕΔΥ επανεξέτασε το ζήτημα στις 13.11.2011 υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης και με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου.
Αφού έλαβε, όπως σημείωσε στα πρακτικά της, δεόντως υπόψη τη γραπτή σύσταση της Διευθύντριας Τελωνείων, που είχε υποβληθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο και η οποία δεν είχε θιγεί από την ακυρωτική απόφαση, καθώς επίσης και την αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση της αρχικής διαδικασίας, που είχε παραμείνει αλώβητη, την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων, σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, οι οποίοι ήταν όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία έτη και την αρχαιότητα τους, επέλεξε εκ νέου, ως καταλληλότερο, το ενδιαφερόμενο μέρος, με το ακόλουθο αιτιολογικό:
«Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι ο ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑΣ Διονύσιος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτόν διορισμό στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Τελωνεία, αναδρομικά από 15.4.09 μέχρι 15.3.10, ημερομηνία κατά την οποίαν διορίστηκε στη θέση Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο.
Όσον αφορά στην αξία των υποψηφίων, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η αξία συντίθεται τόσο από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, στις οποίες οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι, όσο και από την εντύπωση που αποκόμισε η Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση, όπως έχει νομολογηθεί στην απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Παπασάββα v. Κούλουμου (2005, ΑΑΔ 235). Η Επιτροπή, περαιτέρω, σημείωσε ότι η άποψη του παρισταμένου όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν αποτελεί ξεχωριστό κριτήριο επιλογής και, συνεπώς, δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να χρησιμοποιήσει την αξιολόγηση αυτή ως χωριστό και ανεξάρτητο σημείο κρίσης (Απόφαση Ακλείδου v. Kυπριακής Δημοκρατίας, 301/2004). Η Επιτροπή, ύστερα από τα πιο πάνω, έκρινε ότι μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο Μαυρονικόλας υπερέχει σε αξία, καθότι αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, δηλαδή στο υψηλότερο σημείο αξιολόγησης.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει, ότι ο επιλεγείς υστερεί ουσιαστικά σε αρχαιότητα από τους Δρουσιώτη - Κασάπη Μαρία και Ζεβλάρη Ιωάννη, που δεν επιλέγηκαν, αλλά παρατήρησε ότι η υπό πλήρωση θέση είναι πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, είναι η υψηλότερη στην ιεραρχία του Τμήματος και, ως εκ τούτου, η σημασία της αρχαιότητας είναι περιορισμένη.
Καταλήγοντας στην παρατήρησή της αυτή, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Πούρος κ.ά. v. Xατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, στην οποία η ολομέλεια έκρινε ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η σημασία της εντύπωσης της προφορικής εξέτασης είναι αυξημένη και ότι για διευθυντικές θέσεις, ψηλά στην ιεραρχία, η αρχαιότητα αποτελεί παράγοντα περιορισμένης σημασίας. Ειδικά στην περίπτωση αυτή, όπου ο επιλεγείς υστερεί ουσιωδώς σε αρχαιότητα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, σε μια συνεκτίμηση της υπεροχής του στον παράγοντα αξία, όπως αυτή διαφάνηκε κατά την προφορική του εξέταση, αλλά και συνεκτίμηση με το γεγονός ότι πρόκειται για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος, κρίνει ότι η ουσιαστική αυτή διαφορά σε αρχαιότητα δεν μπορεί να προσδώσει από μόνη της καθοριστική υπεροχή στους υποψηφίους που προηγούνται σε αρχαιότητα και να αποτελέσει αποκλειστικό κριτήριο επιλογής.
Όσον αφορά στα προσόντα των υποψηφίων, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτοί είναι περίπου ίσοι, με εξαίρεση του Τσαγκάρη Ιωάννη, ο οποίος όμως αξιολογήθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και δεν υπερέχει σε οποιοδήποτε άλλο κριτήριο. Συγκεκριμένα η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι Ζεβλάρης και Δρουσιώτη -Κασάπη Μαρία διαθέτουν πανεπιστημιακό δίπλωμα που απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, καθώς και επαγγελματικό τίτλο, ο οποίος απαιτείται επίσης σαν διαζευκτικό προσόν, δηλαδή σαν προσόν ισοδύναμο και όχι ανώτερο. Ο επιλεγείς διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα, το οποίο απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, καθώς και πενταετές πανεπιστημιακό δίπλωμα, το οποίο, αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και καθότι πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία, του προσδίδει μεγαλύτερη ευρύτητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του».
H αιτήτρια, με αναφορά στα διάφορα κριτήριο επιλογής, υποστηρίζει ότι στα πλείστα εξ' αυτών ήταν υπέρτερη του ενδιαφερόμενου μέρους το οποίο υπερείχε οριακά μόνο στην αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΕΔΥ, με αποτέλεσμα να πάσχει η τελική επιλογή, για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Δεν καταγράφηκε από την ΕΔΥ οποιαδήποτε αιτιολογία για την παραγνώριση της ευνοϊκής για την αιτήτρια σύστασης της Διευθύντριας.
(β) Παραβιάστηκε η σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποίαν η προφορική εξέταση δεν αποτελεί νόμιμο λόγο για την παράκαμψη της σύστασης.
(γ) Υπήρξε πλάνη της ΕΔΥ και παραβίαση του ακυρωτικού δεδικασμένου αναφορικά με την διαφορά στην απόδοση των διαδίκων κατά την προφορική εξέταση.
(δ) Κατά παραβίαση του δεδικασμένου και της νομολογίας το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, κατέστη το αποκλειστικό κριτήριο επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους.
(ε) Οι εκτιμήσεις της ΕΔΥ αναφορικά με την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των διαδίκων ήταν αποτέλεσμα πλάνης.
(στ) Αποσιωπήθηκε πλήρως, κάτω από συνθήκες πλάνης και σε αντίθεση με το δεδικασμένο, η σαφής υπεροχή της αιτήτριας σε πείρα, η οποία προσέθετε στην αξία της.
(ζ) Η εκτίμηση της ΕΔΥ ότι η υπεροχή στην προφορική εξέταση μπορούσε να υποσκελίσει το προβάδισμα αρχαιότητας της αιτήτριας επειδή επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία, ήταν προϊόν πλάνης και παραβίασης του δεδικασμένου.
(η) Παραγκωνίστηκαν, χωρίς τη δέουσα αξιολόγηση και κάτω από συνθήκες πλάνης τα υπέρτερα προσόντα της αιτήτριας.
Προέχει η εξέταση των ισχυρισμών που αφορούν το δεδικασμένο δεδομένου ότι η παραβίαση του ανάγεται στη δημόσια τάξη εφόσον, το δεσμευτικό των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146 κατοχυρώνεται από τις διατάξεις της παραγράφου 5 του Άρθρου 146 (βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Eπιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ.314, 322).
Η θέση της αιτήτριας, όπως αυτή αναδύεται μέσα από τους επί μέρους λόγους που αναπτύσσονται στην αγόρευση της, είναι ότι το δεδικασμένο που δημιούργησαν τα δικαστικά ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης, παραβιάστηκε από την ΕΔΥ, κατά την εκ νέου επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Στις εισηγήσεις της αιτήτριας, περί παράβασης των αποφασισθέντων και κατ' επέκταση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης, σε ότι αφορά τη στάθμιση και αξιολόγηση των διαφόρων κριτηρίων και παραγόντων, οι καθ' ων η αίτηση απαντούν με γενικότητα ότι η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση, προέβη σε συνυπολογισμό και στάθμιση του συνόλου των διαθέσιμων στοιχείων και ότι οι χειρισμοί της, ενέπιπταν στα πλαίσια της ευρείας, υπό τις περιστάσεις, διακριτικής ευχέρειας της.
Τονίζουν δε, επικαλούμενοι σχετική νομολογία, ότι σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση έχει βαρύνουσα, ενώ η αρχαιότητα, περιορισμένη σημασία.
Επιπρόσθετα υποβάλλουν ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή η οποία θα δικαιολογούσε τη δικαστική επέμβαση και ότι το τεκμήριο της κανονικότητας της επίδικης απόφασης δεν έχει ανατραπεί.
Η υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί προς τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση, μη επαναλαμβάνουσα τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης, προβαίνουσα στην έκδοση νέας σε αντικατάσταση της ακυρωθείσας, είναι δεδομένη (βλ. Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 517). Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο τα κριθέντα από το Δικαστή σημεία δικαίου, δηλαδή το λόγο για τον οποίον η πράξη ακυρώθηκε και τον οποίον η Διοίκηση δεν μπορεί να επαναλάβει κατά την ενέργεια της δεύτερης πράξης. Επομένως, κατά την επανεξέταση, η οποία συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση, η διοίκηση δεσμεύεται να θεραπεύσει τα σημεία που είχαν κριθεί τρωτά από το ακυρωτικό Δικαστήριο. (βλ. Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, (ανατύπωση), 1988, σελ.83, Αρυρού v. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ.639).
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, όπως έχει νομολογηθεί, ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα (βλ. Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Ναζίρης v. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38).
Στην παρούσα περίπτωση, επισημάνθηκαν στην ακυρωτική απόφαση, μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω σε σχέση με τα υπηρεσιακά δεδομένα των διαδίκων και την αξιολόγηση των διαφόρων κριτηρίων από την ΕΔΥ:
«Η Αιτήτρια θέτει ως υπόβαθρο της προσφυγής της την όλη υπηρεσιακή εικόνα της. Σε αξία είναι ισοδύναμη με το ΕΜ αφού και οι δύο έχουν καθ' όλα εξαίρετες αξιολογήσεις. Σε αρχαιότητα, και επομένως και ανάλογη πείρα, η Αιτήτρια υπερέχει καταφανώς του ΕΜ - κατά εννέα έτη, είναι δε άκρως ανυπόστατος ο ισχυρισμός του ΕΜ ότι υπερέχει σε πείρα, αφού μάλιστα ουδεμία τέτοια διαπίστωση έγινε από τη ΣΕ ή την ΕΔΥ με αναφορά στα στοιχεία που το ΕΜ επικαλείται, αλλά αντιθέτως,, ανεγνωρίσθη η υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα που συνεπάγεται και την ακόλουθη αυτής πείρα. Ως προς τα προσόντα, η Αιτήτρια, πέραν του βασικού πτυχίου της - ΒSc in Mathematical Economics και Econometrics - που την καθιστά προσοντούχο για σκοπούς του σχεδίου υπηρεσίας, είναι Αssociate ACCA και Fellow ACCA, αυτό όμως δεν εθεωρήθη από την ΣΕ ότι της προσέθετε περαιτέρω υπεροχή. Το ΕΜ έχει ως βασικό πτυχίο το πτυχίο Πολιτικής Μηχανικής του Μετσοβίου, που δεν τον καθιστά προσοντούχο για σκοπούς του σχεδίου υπηρεσίας και ΜΒΑ δυνάμει του οποίου και καθίσταται προσοντούχος, ώστε το πτυχίο του Μετσοβίου να μην ήταν ούτε πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, όπως και δεν θεωρήθηκε από τη ΣΕ. Πέραν της υπηρεσιακής εικόνας, η Αιτήτρια είχε βεβαίως και τη σύσταση του Διευθυντή ως πρόσθετου στοιχείου αξίας. Το ΕΜ υπερείχε λοιπόν μόνο ως προς την προφορική εξέταση της ΕΔΥ όπου αξιολογήθηκε «Εξαίρετος» έναντι «πάρα πολύ καλή» της Αιτήτριας.
.......................................
Θεωρώ ορθή την εισήγηση της Αιτήτριας. Η ΕΔΥ εξέλαβε την κρίση της Διευθύντριας για υπεροχή της αιτήτριας σε αξία ως αναφερόμενη στα στοιχεία των φακέλων, και δη τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, από τις οποίες όντως δεν προέκυπτε υπεροχή της αιτήτριας σε βαθμολογημένη αξία απορρίπτοντας για αυτό το λόγο τη σύσταση της Διευθύντριας. Η κρίση όμως της Διευθύντριας ότι η Αιτήτρια υπερείχε σε αξία δεν εβασίσθη αποκλειστικά στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Η Διευθύντρια ρητώς αναγνώρισε ότι σε αυτές υπήρχε απόλυτη ισοδυναμία, αφού, όπως είπε, «οι υπηρεσιακές εκθέσεις όλων των υποψηφίων είναι εξαίρετες». Η Διευθύντρια εβάσισε την αναφορά της για υπεροχή της αιτήτριας σε αξία στην καλύτερη αξιολόγηση της ΣΕ και της ίδιας της Διευθύντριας, αναφέροντας συγχρόνως και την καταφανή υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα που βεβαίως συνεπάγετο και αντίστοιχη υπεροχή σε πείρα προσθέτουσα στην αξία. Πεπλανημένα λοιπόν η ΕΔΥ εξέλαβε τη σύσταση της Διευθύντριας και την αναφορά της σε υπεροχή σε αξία της Αιτήτριας ως συναρτώμενη μόνο προς τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, αφού η όλη βάση της ήταν πολύ ευρύτερη.
.......................................
Σαφώς δε εν πάση περιπτώσει η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν σε σύγκρουση με τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τα όλα στοιχεία των φακέλων.
.......................................
Τούτου δοθέντος συμφωνώ με την αιτήτρια ότι, ενόψει και της ανωτέρω απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας, εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Είναι προφανές ότι ο μόνος λόγος για τον οποίον η ΕΔΥ επέλεξε το ΕΜ ήταν η καλύτερη του αξιολόγηση από την ΕΔΥ. Αυτή όμως η οριακή υπεροχή του έναντι της Αιτήτριας δεν μπορούσε συνυπολογιζομένων όλων των δεδομένων, να καθίστατο ο μόνος ρυθμιστικός παράγων. Η Αιτήτρια είχε καλύτερη, έστω και επίσης οριακά αξιολόγηση από την εξειδικευμένη ΣΕ, όπως και από τη Διευθύντρια. Είχε δύο προσόντα που την καθιστούσαν προσοντούχο, το ΒSc και to FCACA και κακώς η ΣΕ έκρινε ότι το FCACA δεν προσέθετε στην αξία της. Είχε δε κυρίως μια συντριπτική υπεροχή σε αρχαιότητα και ακόλουθη πείρα. Είχε ακόμα και τη σύσταση της Διευθύντριας. Όλα αυτά δεν μπορούσαν να απαλειφθούν ως εκ μίας οριακής υπεροχής του ΕΜ στην προφορική συνέντευξη. Ούτε ως εκ του ότι, όπως εξέλαβε η ΕΔΥ ότι μπορούσαν, επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία. Αντιθέτως προκειμένου για τέτοια θέση, η αρχαιότητα, και μάλιστα των τεραστίων διαστάσεων που έχουμε εδώ, δεν μπορεί να αγνοηθεί προκειμένου περί υποψηφίου που δεν υστερεί σε αξία».
Οι πτυχές της επίδικης απόφασης επί της οποίας επικεντρώνονται οι ισχυρισμοί για παραβίαση του δεδικασμένου αφορούν τη σημασία που δόθηκε στο οριακό προβάδισμα του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση και στην βαρύτητα που εν τέλει αποδόθηκε σε αυτό, τη στάθμιση της πείρας και της αρχαιότητας της καθώς και τους ιδιαίτερους συσχετισμούς που καταγράφηκαν από την ΕΔΥ, με έρεισμα το γεγονός ότι επρόκειτο για υψηλόβαθμη θέση.
Όπως υποδείχθηκε με σαφήνεια στην ακυρωτική απόφαση, οι διάδικοι ήταν ισοδύναμοι στην βαθμολογημένη αξία, η αιτήτρια υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους «καταφανώς» σε αρχαιότητα και ανάλογη πείρα η οποία προσέθετε στην αξία της και είχε υπέρ της τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία ήταν έγκυρη ως συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων και αποτελούσε επομένως επιπρόσθετο στοιχείο αξίας. Είχε επίσης, έστω και οριακά, καλύτερη αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και τη Διευθύντρια.
Ήταν υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων που επισημάνθηκε στην ακυρωτική απόφαση ότι είχε δοθεί από την ΕΔΥ, υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιον της προφορική εξέταση, το οριακό αποτέλεσμα της οποίας ήταν προφανώς και ο μόνος λόγος της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους.
Αναφορικά με τα προσόντα, ο ακυρωτικός Δικαστής είχε αποφανθεί, σε συμφωνία με την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι το Δίπλωμα Πολιτικού Μηχανικού του Μετσοβίου Πολυτεχνείου που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, δεν ήταν πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Παράλληλα, όπως διαπιστώθηκε στην ακυρωτική απόφαση, κακώς θεωρήθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή, ότι ο επαγγελματικός τίτλoς της αιτήτριας, το FCACA, δεν προσέθετε στην αξία της.
Καταλήγοντας δε στην ακυρωτική ετυμηγορία του, το Δικαστήριο, υπογράμμισε ότι δεν ήταν δυνατό να απαλειφθούν, όλοι οι πιο πάνω ευνοϊκοί παράγοντες για την αιτήτρια, από μόνη την οριακή υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στη συνέντευξη αλλά ούτε και από το γεγονός ότι η επίδικη θέση ευρίσκετο ψηλά στην ιεραρχία, δεδομένου ότι για τέτοιου είδους θέση και εφόσον δεν υστερούσε σε αξία η αιτήτρια, η «τεράστια» αρχαιότητα της δεν μπορούσε να αγνοηθεί.
Στην υπόθεση Παπαδόπουλος v. Oργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (πιο πάνω) στη σελ. 614-615 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Ας σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη: Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349. Όπως όμως επισημαίνεται στην Pieris, ανωτέρω, στη σελ. 1065:
"As it can be gathered from a study of a number of English and Cyprus cases, the doctrine of res judicata, as applied in civil cases, has many features in common with the doctrine of res judicata as applied in administrative law. In both fields there must be an adjudication on the merits, similarly the estoppel arising therefrom extends to all matters in issue, directly or by necessary implication."
Πρόσφατα ο Πικής Π., που είχε εκδώσει την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην Pieris συνόψισε στην πρόσφατη απόφαση του στην προσφ. αρ. 515/93, Μιχαλάκης Ραφτόπουλος v. Δημοκρατίας, ημερ. 19/1/98 ως εξής τη βασική αρχή που διέπει το δεδικασμένο:
"Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος.........................................................
Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (οperative findings) είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση, Ευρήματα παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση· υπέχει όμως υποχρέωση και σ' εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντελούν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση».
Αρχίζοντας με το θέμα της αξίας, τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν, ότι οι διάδικοι ήταν ισοδύναμοι με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, ότι η αιτήτρια είχε υπέρ της τη σύσταση και την καλύτερη αξιολόγηση της Διευθύντριας και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καταφανή υπεροχή σε πείρα «προσθέτουσα στην αξία» της και ότι σε μια συστάθμιση όλων των δεδομένων, αυτή δεν υστερούσε σε αξία.
Η ΕΔΥ προσπαθώντας να παρακάμψει το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε σε αυτό το τομέα σύγκρισης και να μεταβάλει το ισοζύγιο της αντίστοιχης αξίας των διαδίκων, σημείωσε ότι η άποψη του προϊσταμένου επί της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν συνιστούσε ξεχωριστό κριτήριο επιλογής και κατέληξε ότι κατόπιν τούτου, ο ενδιαφερόμενος υπερείχε σε αξία καθότι είχε αξιολογηθεί ως "Εξαίρετος" στην ενώπιον της προφορική εξέταση.
Αγνόησε δε ολοκληρωτικά το ζήτημα της καταφανούς υπεροχής της αιτήτριας σε πείρα με ότι αυτό συνεπάγεται ως αυξητικός παράγων της αξίας της, λόγω, ακριβώς του εύρους της υπηρεσίας της, στοιχείο που είχε επισημανθεί στην ακυρωτική απόφαση.
Όπως προκύπτει από το απόσπασμα της επίδικης απόφασης (πιο πάνω), η ΕΔΥ, επιμένοντας στην άποψη της ότι, εφόσον η υπό πλήρωση θέση είναι η ψηλότερη στην ιεραρχία του Τμήματος, η σημασία της αρχαιότητας είναι περιορισμένη ενώ, αντίθετα, η σημασία της προφορικής εξέτασης είναι αυξημένη, στην ουσία ανέτρεψε τα αποφασισθέντα.
Ο παραγκωνισμός όλων των πιο πάνω ευνοϊκών για την αιτήτρια, δεδομένων, είχε ως αποτέλεσμα να προσδοθεί και πάλι υπέρμετρη βαρύτητα στο οριακό αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, παρά τη σχετική ρητή επισήμανση της ακυρωτικής απόφασης.
Η στάση της ΕΔΥ, βρίσκεται εξάλλου σε αντίθεση με την νομολογία, στην οποίαν έχει πλειστάκις αναγνωριστεί ότι ένα μεγάλο προβάδισμα αρχαιότητας όπως στη παρούσα περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη, ακόμα και σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όταν κατά τα άλλα, οι υποψήφιοι, είναι περίπου ίσοι σε αξία (βλ. Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, Δημοκρατία v. Tαλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391) και ότι η πείρα σε συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας, είναι δηλωτική του γνωσιολογικού βάθρου των υποψηφίων (βλ. Zαχαριάδης v. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 722).
Aναφορικά με τα προσόντα των διαδίκων, το δεδικασμένο με βάση την ακυρωτική απόφαση, ήταν ότι το πρόσθετο, μη απαιτούμενο προσόν της αιτήτριας, δηλαδή το FCACA, προσέθετε στην αξία της, ενώ το δίπλωμα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου του ενδιαφερόμενου μέρους δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα πρόσθετο προσόν, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Με το να αναφέρει η ΕΔΥ, ότι σε αυτόν το τομέα οι διάδικοι ήταν περίπου ίσοι και ότι το πανεπιστημιακό δίπλωμα του ενδιαφερόμενου του προσέδιδε «μεγαλύτερη ευρύτητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του», έχει ενεργήσει κατά τρόπο αντίθετο προς την κρίση του ακυρωτικού δικαστή.
Όπως εύκολα διαπιστώνεται από το περιεχόμενο των πρακτικών του διορίζοντος οργάνου, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί επανάληψη του σκεπτικού της αρχικής απόφασης που είχε κριθεί παράνομη στην Προσφυγή αρ. 702/2009.
Κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ, παραγνωρίζοντας τα ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης, κατέληξε σε συμπεράσματα τα οποία βρίσκονταν σε ευθεία αντίθεση με αυτήν.
Η δεύτερη απόφασή της, βασίζεται στο ίδιο υπόβαθρο όπως και η πρώτη, παρά την επιφανειακή προσπάθεια, να δοθεί ευρύτερη διάσταση στο αιτιολογικό της, με επίκληση του διπλώματος του Μετσοβίου, το οποίο όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν είχε κριθεί ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Συνακόλουθα, η επίδικη απόφαση συγκρούεται άμεσα με τα ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί ως παραβιάζουσα το δεδικασμένο.
Η πιο πάνω κατάληξη που επισφραγίζει τη τύχη της προσφυγής, καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπολοίπων ζητημάτων.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα της υπόθεσης, που ανέρχονται σε €1.300, πλέον ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ