ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D63
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 367/2012)
2 Φεβρουαρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
VIOLETTA COSTIUC,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Γ. Κουτρής, για την Αιτήτρια.
Α. Ζερβού (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας κατά της διοικητικής απόφασης περί της εικονικότητας του γάμου της με κύπριο πολίτη απορρίφθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή βάλλει κατά της κατάληξης αυτής.
Η αιτήτρια κατάγεται από τη Μολδαβία. Το 2001 ήλθε στη Δημοκρατία για να εργαστεί. Της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας η οποία ανανεωνόταν μέχρι το 2004. Στις 19.11.2004 παντρεύτηκε με κύπριο πολίτη και η άδεια παραμονής της παρατάθηκε μέχρι τις 2.6.2010. Η αιτήτρια στις 21.5.2010 και 3.6.2011 υπέβαλε νέες αιτήσεις για άδεια παραμονής καθώς και αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας η οποία υποβλήθηκε στις 29.3.2010.
Η αιτήτρια κατά τον ουσιώδη χρόνο διέμενε σε κατοικία με το γιο της, ηλικίας 17 περίπου χρόνων, από τον προηγούμενο γάμο με ομοεθνή της.
Η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λεμεσού προέβαινε σε έρευνες σε σχέση με τη γνησιότητα του γάμου της αιτήτριας και του συζύγου της. Η τελευταία έρευνα έγινε στις 15.2.2011. Το ζεύγος δεν εντοπίστηκε να συζεί κάτω από την ίδια στέγη ενώ σε προσωπικές συνεντεύξεις και καταθέσεις, οι σύζυγοι περιέπεσαν σε αντιφάσεις σε σχέση με ζητήματα της καθημερινότητάς τους, γεγονός που οδήγησε στην κατάληξη πως ο γάμος ήταν εικονικός.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους στη συνεδρία της η οποία πραγματοποιήθηκε στις 11.3.2011, κατέληξε στο συμπέρασμα πως, στη βάση των ενώπιόν της στοιχείων, ο γάμος είναι εικονικός καθότι υπήρχαν αντιφάσεις που αφορούσαν στην καθημερινή συμβίωση του ζεύγους.
Στις 24.8.2011, αφού η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης έλαβε υπόψη τόσο το ιστορικό της παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία όσο και τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς Γάμους, έκρινε ότι ο γάμος είναι εικονικός και απαγόρευσε στην αιτήτρια να παραμείνει στη Δημοκρατία. Περαιτέρω, απέρριψε την αίτηση για άδεια παραμονής της. Το ζεύγος ενημερώθηκε σχετικά, όπως και για το δικαίωμά τους για ιεραρχική προσφυγή, με επιστολές ημερ. 14.9.2011.
Η ιεραρχική προσφυγή την οποία το ζεύγος καταχώρησε, απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, όπως φαίνεται στην επιστολή ημερ. 4.1.2012 προς τον δικηγόρο της αιτήτριας. Ειδικότερα, η προσφυγή απορρίφθηκε επειδή το ζεύγος δεν συζεί κάτω από την ίδια στέγη (άρθρο 7Α(3)α του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, «ο Νόμος») καθώς και επειδή οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, ήταν αντιφατικές (άρθρο 7Α(3)δ του Νόμου).
Οι λόγοι ακύρωσης
Η αιτήτρια προβάλλει ως πρώτο λόγο ακύρωσης τη μη πραγματοποίηση ορθής αξιολόγησης των στοιχείων στα οποία οι καθ' ων η αίτηση βάσισαν την απόφασή τους καθώς και το ότι κατά τη διερεύνηση δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα ενώπιον τους στοιχεία. Ειδικότερα, δεν λήφθηκαν υπόψη μαρτυρίες που επιβεβαίωναν το γνήσιο γάμο της αιτήτριας και/ή δεν λήφθηκε τέτοια μαρτυρία, όπως για παράδειγμα από τη σπιτονοικοκυρά τους η οποία διέμενε σε βοηθητικά στο πίσω μέρος του σπιτιού τους. Οι καθ' ων η αίτηση στηρίχθηκαν σε δύο μόνο επισκέψεις (13.2.2011 και 15.2.2011) κατά τις οποίες ο σύζυγος της αιτήτριας έλειπε από το σπίτι και παρόλο που αιτιολόγησε την απουσία του, ο γάμος κρίθηκε ως εικονικός καθώς και στη συνέντευξη των συζύγων (15.2.2011). Αυτό, τη στιγμή που ο γάμος διαρκεί 10 χρόνια και ποτέ προηγουμένως δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά του.
Περαιτέρω, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού ενέκρινε αίτηση υιοθεσίας από την αιτήτρια και το σύζυγό της, του γιου της αιτήτριας από προηγούμενο γάμο, παράλληλα καταγράφοντας και την άποψή του περί γνησιότητας του γάμου του ζεύγους παρά τη μη συνεχή συγκατοίκησή τους ενόψει της ανάγκης για φροντίδα της μητέρας του συζύγου η οποία διαμένει σε χωριό της Λεμεσού. Ως εκ τούτου, κατά την αιτήτρια, ο γάμος της είναι περισσότερο πιθανόν να μην είναι εικονικός παρά να είναι, σύμφωνα με την Papajorgi v. Greece (2012) UK UT 00038 (IAC). Τυχόν δε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέρ των καθ' ων η αίτηση θα ανατρέψει την τελεσίδικη απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου και το διάταγμα κηδεμονίας εξίσου από την αιτήτρια και το σύζυγό της, δημιουργώντας δυσμενή αποτελέσματα με τη φυσική απομάκρυνση της αιτήτριας από την Κύπρο, αλλά και από τον άλλο ασκούντα την κηδεμονία σύζυγό της και από το γιο της που είναι πλέον κύπριος πολίτης και/ή δικαιούται να αποκτήσει κυπριακή ταυτότητα. Πέραν αυτού, οι καθ' ων η αίτηση εμποδίζονται στη βάση δεδικασμένου και/ή της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού για το θέμα της γνησιότητας του γάμου, να συνεχίσουν την προώθηση της θέσης τους περί εικονικού γάμου και/ή να κάνουν χρήση στοιχείων για αιτιολόγηση της απόφασής τους όταν τα στοιχεία αυτά δεν προσκομίστηκαν κατά την εξέταση της αίτησης υιοθεσίας.
Οι καθ' ων η αίτηση από την πλευρά τους επισημαίνουν τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσαν τόσο η αιτήτρια όσο και ο σύζυγός της αλλά και ο γιος της καθώς και το ότι οι δύο σύζυγοι δεν συζούν κάτω από την ίδια στέγη, όπως επίσης και το ότι η αιτήτρια αντιμετώπιζε προβλήματα σχετικά με την παραμονή της στη Δημοκρατία, στοιχεία τα οποία τείνουν να καταδείξουν ότι ο γάμος είναι εικονικός, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7Α(3) του Κεφ. 105. Αναφορικά με την ύπαρξη του γάμου επί δεκαετίας, οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως σημασία έχουν τα γεγονότα κατά το χρόνο διερεύνησης. Περαιτέρω, αποκλειστικά αρμόδιο για να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης είναι το Ανώτατο Δικαστήριο εφόσον δεν δεσμεύεται από οποιεσδήποτε διαπιστώσεις του Οικογενειακού Δικαστηρίου αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου της αιτήτριας και του συζύγου της. Επισημαίνουν δε πως η αίτηση υιοθεσίας καταχωρήθηκε μετά την κήρυξη του γάμου ως εικονικού και την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής και η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου εκδόθηκε 2 χρόνια μετά την κήρυξη του γάμου ως εικονικού, μάλιστα χωρίς να εξεταστούν οι θέσεις των καθ' ων η αίτηση ως προς το ζήτημα της εικονικότητας. Στα δε κριτήρια για την έκδοση διατάγματος υιοθεσίας δεν περιλαμβάνεται η γνησιότητα του γάμου των αιτούντων. Το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας δεν είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα να προβεί σε διαπίστωση ως προς τη γνησιότητα του γάμου της αιτήτριας και ορθά κατέληξε ότι δεν είναι δυνατόν να προβεί σε τελική εισήγηση ως προς την υιοθεσία ενόψει του ότι η γνησιότητα του γάμου αμφισβητείται και εκκρεμεί δικαστική διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Καταγράφεται βέβαια, στην έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, ότι όπως διαφάνηκε «δεν υπάρχουν πολύ δυνατοί δεσμοί ανάμεσα στο ζεύγος και κοινοί δεσμοί, ουσιαστικό μοίρασμα στη σχέση τους». Οπότε, η έγκριση της αίτησης υιοθεσίας, κατά τους καθ' ων η αίτηση, δεν μπορεί να ανατρέψει το εύλογο της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.
Η κατάληξη
Δεν θα προβώ σε ανάλυση της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, δικαστηρίου άλλης δικαιοδοσίας το οποίο εξέτασε το ζήτημα της εικονικότητας του γάμου της αιτήτριας και του συζύγου της για σκοπούς της υιοθεσίας, κάτω από τα ενώπιόν του δεδομένα και χωρίς να έχουν τεθεί τα όσα για τα οποία το παρόν δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ενημερωθεί. Ο εγειρόμενος από το δικηγόρο της αιτήτριας ισχυρισμός του δεδικασμένου της μη εικονικότητας του γάμου, όπως προκύπτει από την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, δεν ευσταθεί καθότι άλλος είναι ο ρόλος και η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο αναθεωρεί τη διοικητική απόφαση περί της εικονικότητας εκδοθείσας στη βάση του Κεφ. 105 και όχι του περί Γάμου Νόμου, Ν. 104(Ι)/03.
Στα πλαίσια της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία στηρίχθηκε στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105, ο γάμος κρίθηκε εικονικός, στη βάση της μη διαμονής του ζεύγους κάτω από την ίδια στέγη, όρος ο οποίος μπορεί να έχει ευρεία ερμηνεία και ενόψει των αντιφάσεων στις οποίες το ζεύγος υπέπεσε για στοιχειώδη ζητήματα.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας στην ουσία εγείρει δύο λόγους ακυρότητας, πρώτον ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα και δεύτερον ότι η αιτιολογία που δόθηκε δεν είναι επαρκής.
Κατά την άποψή μου και οι δύο λόγοι ευσταθούν. Ο γάμος της αιτήτριας τελέσθηκε το 2004. Τέσσερα χρόνια μετά, για άγνωστους λόγους, διατάχθηκε έλεγχος εικονικότητας του γάμου. Όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο ενεργειών του διοικητικού φακέλου 01-07921, στη σημ. 4, ημερ. 3.4.2008, διαπιστώθηκε από πληροφορίες που δόθηκαν από το ζεύγος, ότι από τις αρχές Οκτωβρίου 2007 προέκυψαν κάποια προβλήματα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα προσωρινά να διακόψουν τη συμβίωσή τους. Οι καθ' ων η αίτηση στα πλαίσια ελέγχου της εικονικότητας του γάμου επισκέφθηκαν στις 30.3.2008 και ώρα 10.20 το βράδυ, την διεύθυνση που η αιτήτρια δήλωσε ότι κατοικούσε και εκεί εντοπίστηκε τόσο η ίδια, όσο και ο ελληνοκύπριος σύζυγος της, οι οποίοι ανέφεραν ότι από τις αρχές Μαρτίου του 2008 είχαν συμφιλιωθεί και γι' αυτό η αιτήτρια είχε αποσύρει την αίτηση διαζυγίου που καταχώρησε. Στη σημείωση αρ. 4, ημερ. 3.4.2008, που ετοίμασε ο αστυνομικός που τους επισκέφθηκε, αναφέρεται ότι:-
«Παρόλο που το ζεύγος βρέθηκε να διαμένει κάτω από την ίδια στέγη, εντούτοις λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο χρονικό διάστημα που βρίσκονταν σε διάσταση (ήτοι πέντε μήνες), καθώς επίσης και το γεγονός ότι αμφότεροι είχαν τελέσει και προηγουμένως γάμους οι οποίοι διαλύθηκαν, το γραφείο μας διατηρεί τις επιφυλάξεις του ως προς τη βιωσιμότητα του γάμου.
Ως εκ τούτου γίνεται εισήγηση όπως η εσώκλειστη αίτηση Μ61 υπό Ερ. 42-40 παραμείνει σε εκκρεμότητα και ο φάκελος αποσταλεί ξανά στο γραφείο μας σε μεταγενέστερο στάδιο για διενέργεια νέων εξετάσεων.»
Παρατηρώ ότι ενώ διατάχθηκε έλεγχος της «εικονικότητας» του γάμου, τελικά κατέληξε να γίνεται έλεγχος «βιωσιμότητας» του γάμου, κάτι εντελώς διαφορετικό.
Στις 19.5.2008 διατάσσεται «επανέλεγχος του γάμου» χωρίς να διευκρινίζεται αν είναι της εικονικότητας ή της βιωσιμότητας, όπως ανέφερε το προηγούμενο σημείωμα.
Η αιτήτρια και ο σύζυγός της, στις 4.6.2008 κλήθηκαν στα γραφεία των Καθ' ων η αίτηση για συνεντεύξεις και καταθέσεις. Ανέφεραν ότι μετά τη συμφιλίωσή τους δεν έχουν μεταξύ τους προβλήματα. Στο ημερολόγιο ενεργειών καταγράφεται ότι κατά την προσωπική συνέντευξη δεν υπέπεσαν σε οποιεσδήποτε αντιφάσεις σχετικά με το γάμο τους και τη συμβίωσή τους. Όμως οι καθ' ων η αίτηση δεν αρκέστηκαν στις διαβεβαιώσεις του ζεύγους. Αργότερα την ίδια ημέρα και ώρα 10.00 το βράδυ, ο αστυνομικός 1786 επισκέπτεται το ζεύγος στο διαμέρισμά τους. Διαπιστώνει ότι «το ζεύγος διαμένει μαζί κάτω από την ίδια στέγη» μαζί με το ανήλικο παιδί της αιτήτριας. Με την προφορική συγκατάθεση του ζεύγους, διενεργήθηκε η ώρα 10 το βράδυ έλεγχος στο διαμέρισμα, στο οποίο βρέθηκαν να υπάρχουν προσωπικά αντικείμενα και ρούχα και των δύο, αλλά και φωτογραφίες του γάμου τους. Παρά ταύτα, το γραφείο της ΥΑΜ παραδόξως συνεχίζει να «διατηρεί επιφυλάξεις για τη βιωσιμότητα του γάμου αυτού καθότι το χρονικό διάστημα το οποίο έχουν συμφιλιωθεί είναι αρκετά μικρό». Καμία όμως αναφορά ως προς την εικονικότητα του γάμου για την οποία υποτίθετο ότι διεξάγετο η έρευνα.
Και ενώ είχαν περάσει αισίως τέσσερα και πλέον χρόνια από το γάμο του ζεύγους και παρά τις διαβεβαιώσεις και των δύο συζύγων για την αρμονική σχέση τους και τις διαπιστώσεις των καθ' ων η αίτηση κατά την έρευνα στο διαμέρισμα του ζεύγους, οι τελευταίοι συνεχίζουν να αμφισβητούν, πότε την εικονικότητα του γάμου και πότε τη βιωσιμότητά του. Γι' αυτό και στις 16.1.2009 διατάχθηκε να γίνει νέος έλεγχος βιωσιμότητας του γάμου, ως αν αυτό να ήταν το ζητούμενο.
Σε έλεγχο στο διαμέρισμα του ζεύγους στις 24.2.2009 και ώρα 6 μ.μ. βρέθηκε μόνο ο ανήλικος υιός της αιτήτριας. Τηλεφώνησε η μητέρα του η οποία σε 20 λεπτά επέστρεψε στο διαμέρισμα. Σε 10 λεπτά ήρθε και ο σύζυγος της δηλώνοντας στους αστυνομικούς ότι μόλις είχε επιστρέψει από την εργασία του. Όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο ενέργειας, σημ. 20, από διακριτικό έλεγχο στο διαμέρισμα του ζεύγους παρατηρήθηκε ότι υπήρχαν τόσο ανδρικά όσο και γυναικεία ρούχα. Το ζεύγος δήλωσε για άλλη μια φορά ότι συζούν αρμονικά κάτω από την ίδια στέγη. Παρά ταύτα ο υπεύθυνος του ΥΑΜ Λεμεσού καταγράφει την πεποίθηση του ότι πρόκειται για εικονικό γάμο και συστήνει περαιτέρω έλεγχο. Σημειώνει επίσης τα εξής, χωρίς να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες:-
«Αξιόπιστες πληροφορίες που λήφθηκαν στα γραφεία μας αναφέρουν ότι ο υπό αναφορά γάμος είναι εικονικός ενώ η αλλοδαπή κάτοχος του παρόντος διατηρεί δεσμό εδώ και καιρό με παντρεμένο Ε/Κύπριο εν γνώσει του πιο πάνω συζύγου της.»
Το 2010 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για να εγγραφεί ως κύπρια πολίτιδα δυνάμει του άρθρου 110(2)2 του Κεφ. 105. Ως αποτέλεσμα άρχισαν νέες έρευνες. Σε επίσκεψη στο διαμέρισμα του ζεύγους στις 22.10.2010, εντοπίστηκε η αιτήτρια. Δήλωσε ότι ο σύζυγος της απουσίαζε στην εργασία του. Ακολούθησε και πάλιν «διακριτικός έλεγχος» εντός του διαμερίσματος. Το ημερολόγιο ενεργειών αναφέρει ότι «βρέθηκαν γυναικεία αντικείμενα και ενδύματα» ενώ «η αιτήτρια υπέδειξε ένα ζεύγος παπούτσια και ένα σακάκι ως ανδρικά, γεγονός που υποδηλοί ότι δεν διαμένει μόνιμα άνδρας στο μέρος». Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ερευνών, στις 4.11.2010 συστήνεται όπως το θέμα τεθεί ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για εικονικούς γάμους. Παράλληλα διατάχθηκαν και αιφνιδιαστικοί έλεγχοι στο διαμέρισμα του ζεύγους. Στις 13.2.2011 και ώρα 11.40 το βράδυ, έγινε αιφνιδιαστικός έλεγχος στον τόπο διαμονής τους ζεύγους. Εκεί δεν βρέθηκε ο σύζυγος και ούτε αντικείμενα του ιδίου. Η αιτήτρια δήλωσε ότι ο σύζυγος της βρίσκεται στο χωριό Επισκοπή γιατί φροντίζει τους γονείς του. Σε άλλη επίσκεψη και πάλι απουσίαζε ο σύζυγος, με την αιτήτρια να δηλώνει ότι απουσιάζει στην εργασία του. Λήφθηκαν νέες καταθέσεις από το ζεύγος και εντοπίστηκαν οι εξής αντιφάσεις και όπως αναφέρεται στην επιστολή του υπεύθυνου ΥΑΜ Λεμεσού προς τον Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης:-
«1. Η αλλοδαπή αναφέρει ότι στις 14/02/11 δείπνησε μαζί με τον «σύζυγο» της σε εστιατόριο στην περιοχή Εναερίου στην Λ/σό και ότι μετά αφού την μετέφερε στο σπίτι τους, αυτός επέστρεψε και έμεινε στο σπίτι των γονιών του στην Επισκοπή ενώ ο Ε/Κ σύζυγος ανάφερε ότι βρισκόταν από η ώρα 1730 μέχρι τις 0100 στο χωριό Επισκοπή και ότι μετά επέστρεψε στο σπίτι με την γυναίκα του.
2. Η αλλοδαπή ανάφερε ότι ο πατέρας της απεβίωσε πριν πολλά χρόνια ενώ ο Ε/Κ «σύζυγος» της ανάφερε ότι δεν τον γνώρισε γιατί δεν μετέβηκε στην Μολδαβία.
3. Ο Ε/Κ σύζυγος ανάφερε ότι δεν γνώριζε την διεύθυνση διαμονής τους αλλά ούτε και το όνομα του δικηγορικού γραφείου που εργάζεται η αλλοδαπή σύζυγος του ως επίσης ούτε και σε ποια τάξη φοιτά ο ανήλικος γιος της συζύγου του.
4. Ο Ε/Κ σύζυγος αναφέρει ότι το σχολείο βρίσκεται κοντά στο σπίτι τους πράγμα το οποίο δεν ευσταθεί αφού στην πραγματικότητα αυτό βρίσκεται στην οδό Πάφου στην Λ/σό η οποία απέχει κατά πολύ σε απόσταση από την οικία.
5. Ο Ε/Κ σύζυγος ανάφερε ότι δεν δίνει χρήματα στον ανήλικο γιο της αλλοδαπής συζύγου του ενώ ο ανήλικος γιος της ανάφερε ότι ο Ε/Κ σύζυγος κάθε Σαββατοκύριακο του δίνει ορισμένα χρήματα για τις εξόδους του.
6. Ο Ε/Κ σύζυγος ανάφερε ότι το αυτοκίνητο του με το οποίο διακινείται είναι μάρκας MAZDA χρώματος άσπρου τετράπορτο ενώ ο ανήλικος γιος της συζύγου του ανάφερε ότι αυτό είναι τύπου pick-up χρώματος γκρίζου.»
Ακολούθησε η κήρυξη του γάμου από την Επιτροπή ως εικονικού και η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής της αιτήτριας.
Από τα πιο πάνω προκύπτει σαφώς ότι οι κατά καιρούς έρευνες που διεξήγαγαν οι καθ' ων η αίτηση, όχι μόνο δεν ήταν επαρκείς, αλλά κάθε φορά κατέληγαν σε αμφιλεγόμενα ή μη αιτιολογημένα συμπεράσματα. Εκείνο που ξενίζει είναι η εμμονή της διοίκησης να κηρυχθεί ο γάμος εικονικός, παρά τα πολύ λίγα στοιχεία που υποστήριζαν αυτή την εκδοχή. Για παράδειγμα το γεγονός της καταχώρησης αίτησης διαζυγίου από την αιτήτρια το 2007 και η εκ των υστέρων απόσυρση της αίτησης με τη συμφιλίωση του ζεύγους, θα αποτελούσε ενδεχομένως ένδειξη για προβληματισμό κατά πόσον ο γάμος ήταν εικονικός. Εάν όμως, τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Πέραν τούτου, οι αντιφάσεις στις οποίες αναφέρονται οι καθ' ων η αίτηση δεν είναι καθόλου επαρκείς για να τεκμηριώσουν το συμπέρασμα περί της εικονικότητας του γάμου. Η τελευταία αιφνιδιαστική έρευνα που διεξήγαγαν ήταν ελλιπής και τα συμπεράσματα αυθαίρετα, εφόσον αγνοούσαν την όλη προϊστορία και τα προηγούμενα ευρήματα των καθ' ων η αίτηση κατά τις επισκέψεις τους. Εκπλήττει η ευκολία με την οποία οι καθ' ων η αίτηση κατέληξαν σε ένα τόσο σοβαρό συμπέρασμα, ενώ τα στοιχεία ήταν τουλάχιστον συγκεχυμένα. Πέραν τούτου, κανένα από τα σοβαρά στοιχεία που συνήθως αναζητούνται δεν υπήρχε που να δείχνει ότι ο γάμος ήταν εικονικός. Για παράδειγμα δεν υπήρξε στοιχείο ότι οι σύζυγοι δεν συναντήθηκαν πριν το γάμο, ότι δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους λόγω γλώσσας, ότι δόθηκε χρηματικό ποσό ως αντάλλαγμα για το γάμο ή ότι το ζεύγος χώρισε μετά την εξασφάλιση από το ένα μέρος μόνιμης παραμονής.
Στην προκειμένη περίπτωση η διοίκηση προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα σε ασήμαντες κατά την άποψή μου αντιφάσεις των συζύγων, οι οποίες όπως και να ειδωθούν δεν είναι αρκετές για να αιτιολογήσουν μια τόσο σοβαρή κατάληξη ότι το ζεύγος δεν συζεί κάτω από την ίδια στέγη και ως εκ τούτου ο γάμος είναι εικονικός. Πέραν τούτου, οι καθ' ων η αίτηση φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια των ερευνών τους να σύγχυσαν το σκοπό της έρευνας και να συγκεντρώθηκαν περισσότερο στη βιωσιμότητα του γάμου παρά στην εικονικότητα. Αποφάσισαν ότι ο γάμος είναι εικονικός χωρίς να διερευνήσουν με οποιονδήποτε τρόπο το ζήτημα των σχέσεων του ζεύγους των αιτητών (βλ. Gayaran κ.α. v. Δημοκατίας, Υπόθ. Αρ. 387/14, ημερ. 9.7.2014).
Πάσχουσα είναι και η αιτιολογία η οποία στηρίζεται στα πιο πάνω πεπλανημένα συμπεράσματα.
Για τους λόγους που εξήγησα, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς