ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D61
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1810/2012
2 Φεβρουαρίου, 2015
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΑΛΑΝΙΔΟΥ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
KΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ'ων η αίτηση
....................................
Α. Κωνσταντίνου, για την αιτήτρια
Λ. Ουστά (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθ' ων η αίτηση
Καμιά εμφάνιση για το ενδιαφερόμενο μέρος Λ. Αναστασιάδου
.............................
A Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Η αιτήτρια αξιώνει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας(εφεξής «Επιτροπή») με την οποία προήγαγε την Λουκία Αναστασιάδου (ε.μ.) στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Α΄ Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για την Χημεία, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού από 1/9/08.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ.13.9.12 (Προσφυγή αρ. 1188/08 Χριστίνα Βαλανίδου ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας) ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής ημερ.7.4.08 για προαγωγή του ε.μ. στην επίδικη θέση. Ο λόγος ακύρωσης ήταν ότι η Επιτροπή τελούσε υπό πλάνη ως προς την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων. Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ.27.9.12 επανεξετάζοντας για την πλήρωση της θέσης, με βάση τα πραγματικά και νομικά δεδομένα του ουσιώδους χρόνου, έλαβε υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ.16.3.08 καθώς και τις αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με τη νομιμότητα του καταλόγου της Συμβουλευτικής ημερ.18.3.08. Στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων ήταν η αιτητρια και το ενδ. μέρος. Επειδή η νομιμότητα των συνεντεύξεων δεν αμφισβητήθηκε με την ακυρωτική απόφαση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την εντύπωση που είχε αποκομίσει με την προηγούμενη σύνθεση της για την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις που έγιναν κατά τον ουσιώδη χρόνο.
H Επιτροπή έκρινε κατά πλειοψηφία ότι το ενδ. μέρος υπερείχε του ανθυποψηφίου της και την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη για προαγωγή στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1.9.08, ημερομηνία από την οποία ίσχυε η προαγωγή της που ακυρώθηκε. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής καθώς και ένα μέλος διαφώνησαν και υποστήριξαν την προαγωγή της αιτήτριας.
Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι η Επιτροπή πεισματικά επανέλαβε αυτά που επικρίθηκαν από τον ακυρωτικό δικαστή, παραβιάζοντας κάθετα το δεδικασμένο. Δεδικασμένο σύμφωνα με το οποίο η αιτήτρια υπερείχε του ε.μ. τόσο στα ετήσιες εκθέσεις, όσο και σε προσόντα και αρχαιότητα έστω και αν η υπεροχή αυτή είναι μικρή. Αναλυτικότερα στα τελευταία τέσσερα έτη αξιολογήσεων η αιτήτρια υπερείχε κατά 4 μονάδες του ε.μ. συγκέντρωσε 36 μονάδες και άνω (γενική βαθμολογία «εξαίρετα») ενώ το ε.μ. κατά το έτος 1999/2000 βαθμολογήθηκε με 35 που αντιστοιχεί στο «Λίαν ευδοκίμως» βάσει του Καν.29 ΚΔΠ 223/76. Το σχετικό απόσπασμα της ακυρωτικής απόφασης από το οποίο παράγεται το σχετικό με το κριτήριο της αξίας δεδικασμένο έχει ως εξής:
«Όμως η Επιτροπή τελούσε υπό πλάνη και ως προς την αξία των δύο υποψηφίων αφού κατέληξε ότι με βάση την απόδοσή τους στη συνέντευξη το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε στο κριτήριο της αξίας. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι και πάλι η Επιτροπή φαίνεται να έχει προσπαθήσει να υποτονίσει την υπεροχή της αιτήτριας, όσο μικρή και αν είναι αυτή στην αξία. Ενώ από το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων φαίνεται ότι η αιτήτρια υπερτερούσε σε αξία, η Επιτροπή κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε λόγω της καλύτερης απόδοσής της στην προσωπική συνέντευξη.
Η αξιολόγηση είναι πλέον αξιόπιστη όταν βασίζεται περισσότερο σε αντικειμενικά παρά σε υποκειμενικά κριτήρια. Πολύ περισσότερο όταν μια οριακή διαφορά στη συνέντευξη αποκτά τέτοια αποφασιστική σημασία, αφού υπερισχύει όλων των άλλων αντικειμενικών δεδομένων. Κι΄ αυτό χωρίς να λαμβάνεται υπ΄ όψιν ότι στην επιφύλαξη του άρθρου 35Β 10(α) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969-2012, Ν.65/87, προβλέπεται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπ΄ όψιν μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους. Στην παρούσα υπόθεση η απόδοση στην προφορική εξέταση αντί να αποτελέσει συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, κατέστη ουσιαστικά ο μόνος παράγων επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους.»
Στο δεύτερο κριτήριο, αυτό των προσόντων, η αιτήτρια υπερείχε αφού κατείχε πέραν των απαιτούμενων προσόντων και διδακτορικό τίτλο στα Παιδαγωγικά από το Πανεπιστήμιο Πατρών. Η αιτήτρια θεωρεί ότι εφόσον είναι προφανής η σχετικότητα του με τα καθήκοντα της θέσης, έχει σημασία πέραν της οριακής σύμφωνα με τη Νομολογία. Παραπέμπει δε στο αντίστοιχο απόσπασμα του δεδικασμένου που ακολουθεί:
«Το ίδιο μεμπτή είναι και η κατάληξη ως προς τα προσόντα όπου η Επιτροπή και πάλι κατέληξε ότι οι δύο υποψήφιες ήταν ισοδύναμες. Σαφώς η αιτήτρια διέθετε διδακτορικό δίπλωμα και μάλιστα στις Επιστήμες της Αγωγής που, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Το λιγότερο που έπρεπε να πράξει η Επιτροπή ήταν ακριβώς να ερευνήσει το πόσο σχετικό ήταν το επιπρόσθετο αυτό προσόν της αιτήτριας πριν το απορρίψει.»
Ενώ στο κριτήριο της αρχαιότητας, η αιτήτρια και πάλι υπερείχε διότι προάχθηκε στην προηγούμενη θέση της Βοηθού Διευθυντή την 1/3/04 και το ε.μ. την 1/9/04, οριακή αρχαιότητα που όμως λαμβάνεται υπόψη στην περίπτωση που τα υπόλοιπα κριτήρια αξία και προσόντων είναι ισοδύναμα ή όταν έρχεται να προστεθεί στην υπερ του αιτητή υπεροχή στα άλλα κριτήρια. Το σχετικό απόσπασμα της ακυρωτικής απόφασης που αναφέρεται στην αρχαιότητα έχει ως εξής:
«Σε συμφωνία με τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας καταλήγω ότι η Επιτροπή τελούσε υπό πλάνη. Όσο μικρή και αν είναι η διαφορά στην αρχαιότητα (οκτώ μήνες στην προηγούμενη θέση που κατείχαν), αυτή δεν παύει να είναι κάποια διαφορά και συνεπώς οι δύο υποψήφιες δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ισοδύναμες ως προς την αρχαιότητα.»
Η αιτήτρια με βάση την συνολική εικόνα υποστηρίζει περαιτέρω ως λόγους ακύρωσης ότι υπάρχει πλάνη και παραβίαση δεδικασμένου ως προς την διαφορά στην προφορική εξέταση. Ενώ η διαφορά των διαδίκων ήταν μεταξύ «εξαίρετου»' και «σχεδόν πάρα πολύ καλού», χαρακτηριζόμενη ως οριακή από τον Δικαστή Νικολαΐδη βάσει δεδικασμένου, η Επιτροπή εσφαλμένα και πάλι έδωσε στην απόδοση στις συνεντεύξεις υπέρμετρη βαρύτητα και αποφασιστική σημασία.
Η συνήγορος της καθ' ής η αίτηση αντιτείνει ότι η Επιτροπή συμμορφώθηκε με τις κρίσεις που εμπεριείχε η ακυρωτική απόφαση και αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση της, τόσο ως προς τη σημασία του διδακτορικού ως επιπρόσθετου προσόντος όσο και ως προς τη σημασία της προφορικής συνέντευξης σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία . Παραπέμπει στο σκεπτικό που η ίδια η Επιτροπή παρέθεσε στο πρακτικό λήψης της απόφασης για την επιλογή του ε.μ., το οποίο παρατίθεται πιο κάτω:
«Όσον αφορά στα προσόντα, οι δύο υποψήφιες κρίνονται περίπου ισοδύναμες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, σύμφωνα με πληθώρα νομολογιών, τα πρόσθετα προσόντα δεν θεωρούνται πλεονέκτημα στις περιπ΄τωσεις κατά τις οποίες το σχέδιο υπηρεσίας δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Ταυτόχρονα, αναφορικά με την αρχαιότητα, και οι δύο έχουν την ίδια ακριβώς ημερομηνία προαγωγής στην τελευταία θέση, με μια οριακή διαφορά στην προηγούμενη θέση. Στη θέση Καθηγητή διορίστηκαν και οι δύο την 1.9.1992, ενώ η Αναστασιάδου Λουκία διορίστηκε με σύμβαση στις 11.12.1987 και η Βαλανίδου Χριστίνα στις 30.9.1989. Τέλος, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της ότι, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία, για θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στη συνέντευξη είναι ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να του δίδεται αυξημένη βαρύτητα, όταν κρίνεται η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων, που είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλ. απόφαση της Ολομέλε4ιας ημερ. 13.12.1990, στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 868 και 869 - Δημοκρατία κ.α. να Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α. και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.1.2003, στην Προσφυγή με Αρ. 854/2001 - Κώστας Μάρκου κ.α. να Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΕΥ). Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, η επιλεγείσα υποψήφια είχε πείσει την Επιτροπή, με την προηγούμενη σύνθεσή της, ότι έχει πολύ ισχυρή προσωπικότητα και ταυτόχρονα είναι άρτια ενημερωμένη για τις σύγχρονες τάσεις της Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης και ότι είναι σε θέση να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο που προδιαγράφεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας του Επιθεωρητή Α΄(Μέση Γενική Εκπαίδευση) για τη Χημεία.»
Η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου και θα πρέπει να ακυρωθεί. Η Επιτροπή έχοντας ενώπιον της τα ίδια ακριβώς δεδομένα του ουσιώδους χρόνου, παρέλειψε να τα αξιολογήσει κατά τον τρόπο που υποδείκνυε ο ακυρωτικός δικαστής στα πιο πάνω αποσπάσματα της ακυρωτικής απόφασης, με αποτέλεσμα να πλανηθεί και πάλι ως προς την βαρύτητα των αντικειμενικών κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας στα οποία υπερείχε η αιτήτρια, αντισταθμίζοντας τα με την οριακά καλύτερη απόδοση του ε.μ. στις συνεντεύξεις την οποία ανήγαγε σε υπερκριτήριο. Κατά παράβαση της νομοθετικά οριοθετημένης σημασίας των συνεντεύξεων ως συμπληρωματικού μόνο στοιχείου της αξίας και παρά τις αναφορές της ακυρωτικής απόφασης σε πλάνη ουσιώδη και προφανή από την υπέρμετρη βαρύτητα που δόθηκε στην μικρή διαφορά μεταξύ των υποψηφίων.
Ως προς την έννοια του δεδικασμένου, το ειδικότερο περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμορφώσεως της Διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελθείσας ακυρώσεως, δηλαδή από τη φύση και το είδος της ακυρωθείσης πράξεως, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις πάνω στα ζητήματα που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το δικαστήριο στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του, δημιουργώντας ως προς αυτά δεδικασμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 2854/1985 Ολομ., 4775/2012, 791/2011, 1512/2009, 125, 1986/2000, 3531/1999, 5907/1995).
Στο βιβλίο της Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου "Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως", 1988, σελ.81 αναφέρει:
«Συνεπώς, οπωσδήποτε, η Διοίκησις οφείλει: αφ΄ενός να προβή εις έκδοσιν πράξεως εις αντικατάστασιν της ακυρωθείσης, βάσει του νομικού και πραγματικού καθεστώτος της ακυρωθείσης, αφ΄ετέρου να συμμορφωθή προς τα κριθέντα υπό της ακυρωτικής αποφάσεως, μη επαναλαμβάνουσα την νομικήν πλημμέλειαν της ακυρωθείσης».
(βλ. επίσης Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Μαρία Λαμπρατσιώτη v. Ηλιάνας Ανδρέου, Α.Ε. 137/2009, ημ. 8.4.2013)
Τα όργανα της διοίκησης έχουν εξάλλου συνταγματική υποχρέωση όπως συμμορφώνονται πλήρως και ενεργά με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Υπενθυμίζεται μόνο η ρητή πρόνοια στο Άρθρο 146.5 του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία, απόφαση η οποία εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο που ασκεί τη δικαιοδοσία του δυνάμει του Άρθρου 146.4, "δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχάς ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην." Εάν η καθ' ης η αίτηση Επιτροπή διαφωνούσε προς το επίμαχο μέρος της δικαστικής απόφασης ή με ολόκληρη ακόμα την απόφαση, είχε κάθε δικαίωμα να την εφεσιβάλει, πράγμα που δεν έπραξε, και περιορίστηκε, αντί να συμμορφωθεί προς την απόφαση, να την παραγνωρίσει. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι άκρως απαράδεκτη και, πέραν των άλλων, συνιστά έκδηλο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να εξετασθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος. (Κώστας Αγαθαγγέλου v. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Πρ. αρ. 1085/2009, ημ. 30.9.2011, Άρτεμις Αντωνίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 562 - απόφαση Πλήρους Ολομέλειας).
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΚΑΣ