ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D60
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1618/2011
2 Φεβρουαρίου, 2015
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MAVLYUDA BADJAPOVA
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
KΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Καθ' ης η αίτηση
....................................
Β. Κασαπιάν (κα) για Χρ. Πατσαλίδη ΔΕΠΕ, για την αιτήτρια
Β. Καρλετίδου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθ' ης η αίτηση
.............................
A Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Η αιτήτρια κατάγεται από το Ουζμπεκιστάν, ήρθε νόμιμα στην Κύπρο ως επισκέπτρια στις 23/4/04 και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 9/06/04. Η Υπηρεσία Ασύλου απέστειλε στην προσφεύγουσα, τόσο ταχυδρομικώς όσο και με επιδότη επιστολή ημερ.21/11/06 με την οποία την καλούσε σε συνέντευξη στις 13/12/06 προσκομίζοντας όλα τα σχετικά έγγραφα με την αίτηση της. Η επιστολή εστάλη στην διεύθυνση που η ίδια είχε δηλώσει στην αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής της ημερ. 23/08/04, η οποία όμως δεν παρελήφθη. Ο επιδότης επισκέφτηκε την δηλωθείσα διεύθυνση στις 6,7,8 Δεκεμβρίου 2006 και προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με την αιτήτρια χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Επίσης λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί της στις 13/12/06 και 19/12/06 αλλά δεν ανταποκρινόταν. Στις 20/12/06 και αφού διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια εξακολουθούσε να βρίσκεται στην Κύπρο, αποφασίστηκε το κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης με το ακόλουθο σκεπτικό (ερυθρό 27 στον διοικητικό φάκελο Τεκμήριο 1):
«Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 8 των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2005 η αιτούσα υποχρεούται, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της, να παραμείνει στη διεύθυνση η οποία δηλώνεται στην άδεια προσωρινής διαμονής που χορηγείται σ' αυτήν δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 8. Το εδάφιο (3) (α) προβλέπει ότι η αιτούσα, σε περίπτωση αλλαγής του τόπου διαμονής της υποχρεούται να ενημερώνει εντός 3 ημερών τα κατά τόπο αρμόδια Κλιμάκια Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας, τα οποία οφείλουν να ενημερώνουν αμέσως την Υπηρεσία Ασύλου και την Διευθύντρια για την αλλαγή αυτή. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της με την υποχρέωση αυτή, εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 16Α, δυνάμει του εδαφίου (3)(α) του άρθρου 8.
Το γεγονός ότι η αλλοδαπή δεν ανταποκρίθηκε στην πιο πάνω αναφερόμενη υποχρέωση της συνεπάγεται το κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ασύλου σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του Άρθρου 16Α των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2005.»
Ακολούθησε επιστολή του δικηγόρου της αιτήτριας ημερ.21/9/07 με την οποία ζητούσε όπως επανανοιχθεί ο φάκελος της και κληθεί σε προσωπική συνέντευξη, διότι θα ήθελε να αποδείξει την εγκυρότητα του προβλήματος της στην Αναθεωρητική Αρχή. Επισύναψε σχετικά αντίγραφα του διαβατηρίου της, του Δελτίου Εγγραφής Αλλοδαπού (alien Book) και στο οποίο φαίνεται η αρχική διεύθυνση της, αλλά και η μετέπειτα δηλωθείσα, στο Επαρχιακό γραφείο Αλλοδαπών Λεμεσού, νέα διεύθυνση της από 23/08/04 (ερυθρά 30-33). Με επιστολή ημερ.9/10/07 προς τον δικηγόρο της αιτήτριας η Υπηρεσία Ασύλου ζήτησε να ενημερώσει την πελάτισσα του να παρουσιαστεί με τα αυθεντικά έγγραφα μέχρι τις 26/10/07 ούτως ώστε να γίνει ορθότερος έλεγχος.
Την 23/4/10 η αιτήτρια καταχώρησε διοικητική προσφυγή μέσω του νομικού εκπροσώπου της επισυνάπτοντας προσωπική επιστολή με την οποία ζητούσε να της επιτραπεί η παραμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία λόγω του ότι είναι αδύνατο να ζήσει στο Ουζμπεκιστάν, εξαιτίας προβλημάτων με τη μαφία που την απειλεί και φοβάται. Σύμφωνα με σχετική έκθεση από αρμόδιο λειτουργό προς την Αναθεωρητική Αρχή, εφόσον η προσφεύγουσα δεν προσέφευγε εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά επικαλείτο λόγους επί της ουσίας του αιτήματος της που η ΑΑΠ δεν μπορούσε να εξετάσει θα έπρεπε η εξέταση της αίτησης της να διακοπεί. Έτσι η προσφυγή της απορρίφθηκε και αυτή είναι η προσβαλλόμενη επίδικη απόφαση στην παρούσα προσφυγή.
Η αιτήτρια αναπτύσσει ως λόγους ακύρωσης την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, την παράβαση των άρθρων 28, 45 και 50 του Ν.158(Ι)/99 και του άρθρου 16(Α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/00. Συγκεκριμένα, οι καθ' ών η αίτηση πριν απορρίψουν την ιεραρχική προσφυγή, δεν διερεύνησαν την πλάνη της Υπηρεσίας Ασύλου ως προς το αν η αιτήτρια τήρησε την υποχρέωση της για κοινοποίηση της αλλαγής της διεύθυνσης διαμονής της και ενώ είχαν ενώπιον τους στοιχεία, τα οποία είχε προσκομίσει μέσω του δικηγόρου της ότι η ίδια είχε ενημερώσει κατάλληλα ως προς την νέα της διεύθυνση, για τα οποία μάλιστα η Υπηρεσία Ασύλου είχε καλέσει την αιτήτρια μέσω του δικηγόρου της να προσκομίσει αυθεντικά έγγραφα προκειμένου να επανεξεταστεί η υπόθεση της.
Είναι η θέση του επίσης ότι το κλείσιμο του φακέλου ήταν ακριβώς η αρνητική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου που προσέβαλε η αιτήτρια, ανεξάρτητα από τους λόγους ουσίας που πρόβαλλε με την προσωπική της επιστολή. Οι καθ' ών όφειλαν βάσει του άρθρου 28Ε του Νόμου να εξακριβώσουν κατά πόσο ορθά έκλεισε ο φάκελος της χωρίς να εξεταστεί από την υπηρεσία Ασύλου, χωρίς μάλιστα να έχει μεσολαβήσει οποιαδήποτε δική της παράλειψη. Εξάλλου ο δικηγόρος της αιτήτριας είχε ήδη με την επιστολή του ημερ.21/09/07 ξεκαθαρίσει ότι αντικείμενο προς αναθεώρηση ήταν αυτή ακριβώς η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να κλείσει το φάκελο, ζητώντας ρητά το επανάνοιγμα αλλά και την κλήση της σε προσωπική συνέντευξη. Θεωρεί ότι η απόφαση της ΑΑΠ είναι ανεπιεικής και πλήττει το αίσθημα αποκατάστασης του δικαίου που εξυπηρετεί η ιεραρχική προσφυγή.
Στον αντίποδα των πιο πάνω θέσεων, οι καθ' ών η αίτηση θεωρούν ότι η Υπηρεσία Ασύλου ζητώντας από τον δικηγόρο της αιτήτριας επιβεβαίωση των στοιχείων που είχε προσκομίσει μεταξύ των οποίων και της νέας διεύθυνσης της, εκπλήρωσε την υποχρέωση της να κοινοποιήσει την απόφαση της ημερ.8/4/09 στην αιτήτρια. Επίσης ότι εφόσον η αιτήτρια εκπροσωπείτο νομικά η ιεραρχική προσφυγή θα έπρεπε να ήταν κατάλληλα διατυπωμένη και ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει πρωτογενώς τους ισχυρισμούς που αφορούν στο κλείσιμο του φακέλου της αιτήτριας και στο σφάλμα που διέπραξε η Υπηρεσία Ασύλου, διότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν προβλήθηκαν καν ενώπιον της ΑΑΠ.
Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν ευσταθούν. Η ΑΑΠ είναι ιεραρχικώς ανώτερο διοικητικό όργανο με εξουσία να ελέγχει τις αποφάσεις της υπηρεσίας Ασύλου. Επιπλέον, είναι δικαίωμα της ΑΑΠ, σύμφωνα πάντοτε με τον περί Προσφύγων Νόμο, να εξετάζει εκ νέου την όλη υπόθεση και να καταλήγει στη δική της απόφαση, αφού λάβει υπόψη κάθε στοιχείο το οποίο θεωρεί σχετικό με την ενώπιον της υπόθεση. (Υποθ.602/08 Shaf Saif Ullah v.ΑΑΠ, ημερ. 27/01/09).
Η διοικητική προσφυγή που καταχώρησε εκπρόθεσμα η αιτήτρια στις 23/4/10, δηλαδή μετά παρέλευση δυόμισι περίπου χρόνων από την τελευταία ειδοποίηση της Υπηρεσίας Ασύλου (στις 9/10/07), είναι το ερυθρό 45(μετάφραση ερυθρό 52) στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:
«Εγώ η Μαβλιόντα Ραντζιάποβα παρακαλώ όπως με αφήσετε να ζω στην Κύπρο λόγω του ότι είναι αδύνατη η διαμονή μου στο Ουζμπεκιστάν, λόγω προβλημάτων με μαφιόζικες δομές. Με απειλούν. Φοβάμαι να επιστρέψω.»
Η αιτήτρια παρά το ότι εκπροσωπείτο από δικηγόρο κατά την διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής (σχετικό το ερυθρό 48), δεν έθεσε ενώπιον της ΑΑΠ, οποιουσδήποτε ισχυρισμούς που να αφορούν στην απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να κλείσει το φάκελο της και στα όσα εύλογα φαίνεται να είχε θέσει προηγουμένως με την επιστολή του δικηγόρου της προς την Υπηρεσία Ασύλου, αναφορικά με την από μέρους της εκπλήρωση της υποχρέωσης της, ως αιτήτριας ασύλου, να ενημερώσει αμέσως για την αλλαγή της διεύθυνσης της και την ουσιώδη πλάνη που οδήγησε στην πρωτοβάθμια παράλειψη εξέτασης του αιτήματος της επί της ουσίας.
Η παράλειψη λοιπόν της αιτήτριας να προσφύγει ιεραρχικά σύμφωνα με το άρθρο 28Ε του Νόμου, ως είχε δικαίωμα, εναντίον της αρνητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που λήφθηκε δυνάμει του άρθρου 16Α διατυπώνοντας τους κατάλληλους λόγους και τεκμηριώνοντας τους με τα κατάλληλα στοιχεία, ενώ μάλιστα τέτοια στοιχεία της είχαν ζητηθεί από τους καθ' ών η αίτηση με κατάλληλη επίδοση προς τον τότε δικηγόρο της από 9/10/07 (ερυθρό 30), καθιστά τους σχετικούς ισχυρισμούς απαραδέκτως προβαλλόμενους στην παρούσα προσφυγή. Δεν είναι δυνατή η προβολή στα πλαίσια προσφυγής στο δικαστήριο, λόγων ακύρωσης που δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και τέτοιοι λόγοι δεν εξετάζονται. Εφαρμόζεται εδώ κατ' αναλογία η Επαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342.
Τα όσα αφορούν στην διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου δεν μπορούν βέβαια να τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου για πρωτογενή κρίση, εφόσον εκείνο το οποίο στην ουσία εξετάζεται με την προσφυγή είναι η νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση που εδώ είναι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (Υποθ.αρ.1458/09 Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας μέσω ΑΑΠ, ημερ.25/02/11). Παρόμοια με την παρούσα, είναι η υποθ. αρ. 1458/10 Jahangir Hossain v. Δημοκρατίας μέσω ΑΑΠ ημερ. 6/6/12, από την οποία το ακόλουθο απόσπασμα:
«Κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής η καθ' ης η αίτηση διαπίστωσε ότι οι λόγοι που προώθησε ο αιτητής ήταν λόγοι ουσίας και δεν αφορούσαν στην απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου για διακοπή της εξέτασης και κλείσιμο του διοικητικού φακέλου. Και εφόσον η προσφυγή δεν στρεφόταν εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά γινόταν δι΄ αυτής επίκληση λόγων ουσίας του αιτήματος επί των οποίων η Υπηρεσία Ασύλου δεν αποφάσισε, κρίθηκε ότι η καθ΄ ης η αίτηση δεν μπορούσε να εξετάσει τους λόγους ουσίας που πρόβαλε ο αιτητής διαπίστωση η οποία οδήγησε στην απόρριψη της διοικητικής προσφυγής. ... Προδήλως με τη διοικητική προσφυγή προβλήθηκαν λόγοι που αφορούσαν στην ουσία του αιτήματος και όχι κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να κλείσει το φάκελο και να διακόψει τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματος»
΄Οπως εξάλλου λέχθηκε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533, το δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων ούτε υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου με δική του. Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στον έλεγχο και μόνο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν το θέμα.(βλ. επίσης Samson v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 390).
Η επίκληση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου από πλευράς της αιτήτριας δεν ενισχύει τη θέση της γιατί οι γενικές αρχές έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας που να διέπει ειδικά το θέμα. Εδώ το θέμα της ακρόασης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ρυθμίζεται από το άρθρο 28Ε(4) των περί Προσφύγων Νόμων, και εύλογα δεν κλήθηκε η αιτήτρια να ακουστεί εφόσον δεν είχε προβάλλει οποιαδήποτε νέα στοιχεία που να αφορούσαν στην καθαυτή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να κλείσει τον φάκελο της και ενόσω μάλιστα στο παρελθόν είχε κληθεί από την Υπηρεσία Ασύλου ώστε να επανεξεταστεί η υπόθεση της, χωρίς καμία ανταπόκριση.
Για τους λόγους αυτούς, η προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα πλέον ΦΠΑ σε βάρος της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.