ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημητράκης Χατζησάββα (1992) 1 ΑΑΔ 1134
Kαυκαρής άλλως Παναγιώτης Aγαπίου Παναγή (2008) 1 ΑΑΔ 583
(Καυκαρής) Παναγιώτης Αγαπίου Παναγή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 1 ΑΑΔ 1
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2015:D132
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1407/2014)
25 Φεβρουαρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΓΑΠΙΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΑΛΛΩΣ ΚΑΥΚΑΡΗΣ,
ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΕΠ΄ ΑΔΕΙΑ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
Κ. Παρασκευά με Γ. Πολυχρόνη, για τον Αιτητή.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Α. Ιωαννίδου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τους
Καθ΄ ων η αίτηση.
Αιτητής παρών.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Συμβούλιο Αποφυλάκισης επ΄ Αδεία, (εφεξής «το Συμβούλιο»), εξέτασε αίτηση για αποφυλάκιση και εκτέλεση του υπολοίπου της ποινής του αιτητή επ΄ αδεία και με όρους, την οποία και απέρριψε με πλειοψηφική απόφαση του Αντιπροέδρου και δύο Μελών του Συμβουλίου, έναντι θετικής απόφασης της μειοψηφίας που αποτελείτο από τον Πρόεδρο και ένα Μέλος.
Η αίτηση υποβλήθηκε στις 9.8.2012 με βάση τις σχετικές πρόνοιες του περί Φυλακών Νόμου αρ. 62(Ι)/1996, ως τροποποιήθηκε. Κατά την εξέταση του αιτήματος, το Συμβούλιο άκουσε μαρτυρία-συνέντευξη προς υποστήριξη του από τον δικηγόρο Αχιλλέα Δημητριάδη, ο οποίος είχε χειρισθεί τις υποθέσεις του αιτητή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς επίσης και από τον Αγάπιο Παναγή, υιό του αιτητή, τον τέως Αξιωματικό του Τμήματος Φυλακών Λάζαρο Λαζάρου, τον Ψυχίατρο του Τμήματος Φυλακών Φλώρη Στύλιου, την Ιωσηφίνα Κουμή, Λειτουργό του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας και την τέως Αναπληρώτρια Διευθύντρια Τμήματος Φυλακών Ελένη Βατυλιώτη. Προσωπική συνέντευξη προς υποστήριξη του αιτήματος του έδωσε και ο ίδιος ο αιτητής στις 18.6.2014, κατά τη διάρκεια της οποίας τέθηκαν ερωτήματα από τα Μέλη του Συμβουλίου τα οποία και απαντήθηκαν από τον αυτόν.
Η απορριπτική απόφαση της πλειοψηφίας, ημερ. 10.11.2014, που αποτελεί την προσβαλλόμενη εδώ πράξη, βασίστηκε στα εξής σημεία, όπως αναφέρονται στις σελ. 4-6 της απόφασης. Η έκφραση μεταμέλειας του αιτητή ήταν επιφανειακή, ανειλικρινής, ωφελιμιστική και όχι ουσιαστική. Η μεταμέλεια, όπως εκφραζόταν λεκτικά και σε γραπτά σημειώματα του αιτητή, δεν ήταν έμπρακτη, «... αφού μέχρι σήμερα δεν αποκάλυψε συνεργούς και άλλους αυτουργούς του εγκλήματος που διέπραξε, παρόλο που του ζητήθηκε πολλάκις να το πράξει για να απονεμηθεί πλήρως η δικαιοσύνη και να αποκατασταθεί η αναστάτωση του δημοσίου δικαίου.», (διατηρείται το κείμενο). Παρόλο που ο αιτητής αναφέρθηκε στην ποινή που του είχε επιβληθεί ως χαμηλή εφόσον το έγκλημα που διέπραξε ήταν «αποτροπιαστικό και κατάπτυστο», η συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της κράτησης του έδειχνε την «... ακατάπαυστη προσπάθεια να απαλλαχθεί από την ποινή την οποία του επέβαλε το Δικαστήριο διατηρώντας την άποψη ότι το Δικαστήριο έκανε λάθος, όπως αυτό εκφράστηκε διά του δικηγόρου του, κατά την Ποινική Έφεση ..».
Περαιτέρω ο αιτητής, απαντώντας σε ερωτήσεις του Συμβουλίου, απάντησε αρνητικά ως προς τη γνώση του ότι τα παιδιά του θύματος θα ευρίσκονταν στο αυτοκίνητο κατά την έκρηξη, κάτι που δεν ίσχυε αφού μέσα από τη δικογραφία της Ποινικής Έφεσης, διαφαινόταν το αντίθετο. Επίσης, ενώ ανέφερε ότι κατανόησε το λάθος του για το έγκλημα που διέπραξε και συνειδητοποίησε ως στοιχείο μεταμέλειας το μέγεθος του εγκλήματος, συνέχισε να έχει τη θέση και άποψη ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν ήταν επαρκή. Αλλά ούτε και έδωσε ποτέ πληροφορίες για τους ηθικούς αυτουργούς του εγκλήματος παρόλο που του είχε ζητηθεί να παράσχει τις πληροφορίες αυτές από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Το Συμβούλιο θεώρησε ότι αυτή ήταν μια «... σημαντική ευκαιρία για ένα κρατούμενο να επιδείξει με πράξεις τη μεταμέλεια του, και με τρόπο, πέραν κάθε αμφιβολίας, ουσιαστικό.».
Άλλο στοιχείο που προσμέτρησε εναντίον του αιτητή ήταν η απουσία του οικογενειακού περιβάλλοντος με «... αυξημένο ενδεχόμενο υποτροπής του κρατουμένου λόγω της έλλειψης υποστηρικτικού οικογενειακού περιβάλλοντος και κοινωνικών δικτύων, σε περίπτωση αποφυλάκισης του επ΄ αδεία.». Ο αιτητής δεν διατηρεί σχέσεις με τις θυγατέρες του, ούτε και υπήρξε κάποια ενισχυτική δήλωση εκ μέρους τους, ως προς το ενδεχόμενο απόλυσης επ΄ αδεία του πατέρα τους. Ως προς την περίπτωση του υιού του αιτητή, ο οποίος παρουσιάστηκε ενώπιον του Συμβουλίου και εξέφρασε επιθυμία για αποφυλάκιση του πατέρα του, αλλά και την προθυμία του να τον στηρίξει, το Συμβούλιο θεώρησε ότι «υπάρχει σοβαρή αμφιβολία ως προς τις κοινωνικές και υποστηρικτικές δεξιότητες που διαθέτει για να παρέχει την ελάχιστη απαιτούμενη στήριξη προς τον πατέρα του εις περίπτωση αποφυλάκισης του.».
Το Συμβούλιο θεώρησε σοβαρή αντίφαση, όσον αφορά την πραγματική σχέση του αιτητή με τα παιδιά του, «την υιοθεσία υπ΄ αυτού παιδιού από την Κίνα», εφόσον ενώ είναι έγκλειστος στις φυλακές και δεν μπορεί να εργαστεί ώστε να προσφέρει στα ίδια τα παιδιά του τις στοιχειώδες ανάγκες, επέλεξε «. να υιοθετήσει παιδί από την Κίνα και φυλάει χρήματα για αποταμιεύσεις».
Τέλος, το Συμβούλιο αναφέρθηκε στον χαρακτηρισμό από το Δικαστήριο ότι το έγκλημα του αιτητή που ήταν φόνος κατά παραγγελία, ήταν «ξένο προς τον χαρακτήρα και τις παραδόσεις του λαού μας», ενώ το έγκλημα που διαπράχθηκε ήταν ένα «.. από τα πιο ακραίας μορφής κακουργήματα κατά της ανθρώπινης ζωής και η διάπραξη τους δημιούργησε μεγάλη κοινωνική αναστάτωση.». Οι συνέπειες του εγκλήματος αυτού συνεχίζουν να βιώνονται μέχρι και σήμερα από τα άτομα που είχαν σχέση με τα θύματα ή τη διαχείριση «του εν λόγω θλιβερού περιστατικού».
Ο αιτητής προβάλλει δύο ουσιαστικούς λόγους προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και λήψη υπόψη εξωγενών παραγόντων με κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου. Παραβιάστηκαν οι αρχές που έχει θέσει το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Vinter and Others v. The United Kingdom στις Αιτήσεις Αρ. 6609/09, 130/10 και 3896/10, ημερ. 9.7.2013, της Μείζονος Σύνθεσης του Δικαστηρίου. Λήφθηκαν υπόψη παρωχημένα ζητήματα, όπως η προ 27 ετών καταδίκη του αιτητή από το Δικαστήριο με αναφορά στα τότε γεγονότα και τα όσα αποφασίστηκαν στην έφεση, χωρίς να ληφθούν υπόψη επαρκώς ή και καθόλου τα όσα μεσολάβησαν έκτοτε με ιδιαίτερη αναφορά στην όλη συμπεριφορά του αιτητή στις φυλακές, τον χρόνο που διέρρευσε και το δικαίωμα επανένταξης στην κοινωνία. Το Συμβούλιο συνεπώς χρησιμοποίησε μια στατική μέθοδο εξέτασης του αιτήματος αποφυλάκισης και όχι μια δυναμική μέθοδο που να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των δεδομένων.
Εγείρεται επίσης θέμα ελλιπών πρακτικών και παρουσία τρίτων ατόμων κατά την όλη διαδικασία χωρίς να φαίνεται εάν αυτά τα άτομα αποχώρησαν ποτέ από τη συνεδρία ή και κατά τη λήψη της απόφασης.
Η Νομική Υπηρεσία, εκ μέρους του Συμβουλίου, υποστήριξε την πλειοψηφική απορριπτική απόφαση εισηγούμενη ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό όσον αφορά την τήρηση των πρακτικών, αλλά ούτε και οποιοδήποτε πρόβλημα με την ουσία της απόφασης. Το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλους τους παράγοντες που δικαιούτο κατά το Νόμο και άσκησε εύλογη διακριτική ευχέρεια, θεωρώντας ότι ο αιτητής δεν μεταμελήθηκε στην ουσία, δεν αποκάλυψε ποτέ τους ηθικούς αυτουργούς ως έμπρακτο στοιχείο μεταμέλειας, και δεν έχει ικανοποιήσει ότι σε περίπτωση αποφυλάκισης του επ΄ αδεία, θα τύχει της υποστήριξης της οικογένειας του ώστε να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο.
Εξετάζοντας και αποφασίζοντας την υπό κρίση αίτηση, μνημονεύονται εν πρώτοις, τα όσα αναφέρθηκαν από αυτό το Δικαστήριο στην απόφαση Ανδρέας Ανδρέου ν. Δημοκρατίας μέσω του Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων επ΄ Αδεία, υπόθ. αρ. 1026/2010, ημερ. 31.5.2011:
«Με διαφοροποίηση που επήλθε στον περί Φυλακών Νόμο αρ. 62(Ι)/96, με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 37(Ι)/09, δημιουργήθηκε Συμβούλιο Αποφυλάκισης Κρατουμένων επ΄ Αδεία διοριζόμενο για περίοδο τριών ετών από το Υπουργικό Συμβούλιο και αποτελούμενο από πέντε μέλη. Καθήκον και εξουσία του Συμβουλίου είναι να εξετάζει και αποφασίζει κατά τον τρόπο και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο Νόμο, επί αιτημάτων κρατουμένων σύμφωνα με τα άρθρα 14Α και 14Β, για αποφυλάκιση επ΄ αδεία και υπό όρους για συνέχιση «.. της έκτισης της ποινής τους για το εναπομένον μέρος αυτής εκτός των φυλακών ...». Το άρθρο 14Α(1) δίνει το δικαίωμα σε κρατούμενο να υποβάλει απευθείας στο Συμβούλιο γραπτό αίτημα για αποφυλάκιση του επ΄ αδεία εφόσον έχει εκτίσει το ήμισυ ποινής φυλάκισης που υπερβαίνει τα δύο έτη ή αν καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας φυλάκισης, να έχει εκτίσει τουλάχιστον δώδεκα έτη από την ποινή. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου υπόκεινται σε αναθεώρηση κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος όπως ρητά προνοείται από το άρθρο 14 Ι (4) του Νόμου.»
Το Συμβούλιο συνεδρίασε στις 18.6.2013, όταν έδωσε συνέντευξη ο ίδιος ο αιτητής και μετέπειτα στις 24.6.2014, όταν έδωσαν μαρτυρία οι υπόλοιποι προαναφερθέντες, ο ψυχίατρος των Φυλακών, ο δικηγόρος Αχιλλέας Δημητριάδης, η κοινωνική λειτουργός των φυλακών, ο υιός του αιτητή, ο αξιωματικός των Φυλακών Λαζάρου και η Αναπληρώτρια Διευθύντρια των Φυλακών. Ενώπιον του Συμβουλίου είχαν τεθεί διάφορες εκθέσεις και πιστοποιήσεις αναφορικά με τον αιτητή, οι οποίες είναι συνημμένες στην ένσταση του Συμβουλίου ως Παράρτημα Γ. Αποτελούνται από έκθεση ημερ. 5.6.204 του ψυχιάτρου, κοινωνικοοικονομική έκθεση ημερ. 9.5.2014 της λειτουργού κοινωνικών υπηρεσιών, έκθεση ημερ. 9.8.2013 του Ανδρέα Έλληνα, λειτουργού Τμήματος Φυλακών, και δύο επιστολές του Γ. Χαραλάμπους, Αστυνόμου Β΄, αναφορικά με το ποινικό μητρώο του αιτητή.
Η αιτίαση περί ελλειμματικών ή μη άρτιων πρακτικών ευσταθεί εν μέρει. Κατά το μέρος που τα πρακτικά κρίνονται ως ορθά, παρατηρούνται τα ακόλουθα: Οι δύο συνεδρίες του Συμβουλίου που προηγήθηκαν της απόφασης είναι καταγραμμένες κατά τρόπο που μπορεί να μην είναι ο καλύτερος δυνατός, αλλά αναμφίβολα επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Στην πρώτη, ημερ. 18.6.2013, καταγράφεται η συνέντευξη του αιτητή, με τις ερωτήσεις και απαντήσεις του λεπτομερώς. Δεν καταγράφονται, ως θα έπρεπε, οι παρόντες αλλά είναι πρόδηλο από τα πρακτικά ότι εκεί ήταν μόνο ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου και ο αιτητής. Αναφέρεται η ώρα έναρξης, 12.00 μ., όχι όμως και η ώρα λήξης. Δεν αναφέρεται ποιος κατέγραψε τα πρακτικά. Δεν αναφέρεται όμως, ούτε και συνάγεται, η παρουσία τρίτων άσχετων με τη διαδικασία προσώπων που είναι ένα από τα κύρια παράπονα του αιτητή. Στη δεύτερη, ημερ. 24.6.2014, (ένα ολόκληρο χρόνο μετά την πρώτη συνεδρία, γεγονός που εγείρει σοβαρά ερωτηματικά ως προς την όλη σπουδή με την οποία εξετάστηκε η αίτηση), η καταγραφή των πρακτικών είναι καλύτερη, όχι όμως ιδανική. Αναφέρονται τα ονόματα του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου, η ώρα έναρξης 11.00 π.μ., καθώς και τα ονόματα των Φλώρη Στύλιου και Ελένης Βατυλιώτη. Παρουσιάζεται ότι υπήρχε αρχικά στενογράφος, η οποία όμως, επειδή τη ζήτησε ο Υπουργός, αποχώρησε μόλις πέντε λεπτά μετά την έναρξη της συνεδρίας, χωρίς στη συνέχεια να καταγράφεται η αντικατάσταση της από άλλη στενογράφο ή κάποιου που εν τέλει τήρησε τα πρακτικά. Δεν αναφέρεται η αποχώρηση των Στύλιου και Βατυλιώτη, αλλά αυτό δεν προκαλεί πρόβλημα διότι δεν είναι στην ημερομηνία εκείνη που λήφθηκε η απόφαση. Είναι όμως τουλάχιστον αξιοπερίεργος και πρόχειρος ο τρόπος καταγραφής των πρακτικών. Ενώ αναφέρονται οι Στύλιου και Βατυλιώτη, χωρίς την ιδιότητα τους ή το λόγο της παρουσίας τους, στη συνέχεια είναι φανερό ότι ήσαν εκεί για να δώσουν μαρτυρία. Μαρτυρία όμως έδωσαν και άλλοι (Αχ. Δημητριάδης, Ιωσ. Κουμή, Αγ. Παναγή και Λ. Λαζάρου), χωρίς ταυτόχρονα να καταγράφεται η παρουσία τους στην αρχή των πρακτικών, όπως καταγράφηκε η παρουσία των Στύλιου και Βατυλιώτη. Αυτό αναμφίβολα παραπέμπει σε τρόπο καταγραφής πρακτικών που δεν περιποιεί τιμή σε ένα ανεξάρτητο σώμα, όπως το Συμβούλιο Αποφυλάκισης Επ΄ Αδεία.
Στις 10.11.2014 όταν λήφθηκε η απόφαση, παρόντες καταγράφονται ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου και μόνο. Η απόφαση της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας υπογράφονται αντίστοιχα από όσους τις έλαβαν. Η απόφαση έχει μια χρονική απόσταση 5½ μηνών από τη δεύτερη συνεδρίαση, (εγείρει και αυτό ερωτηματικά), και αναμφίβολα λήφθηκε από αυτούς που την υπέγραψαν χωρίς εξωγενείς παρεμβάσεις και χωρίς βέβαια να ήταν παρόντες οποιοιδήποτε από αυτούς που αναφέρονται ως παρόντες στα προηγούμενα πρακτικά.
Κατά το μέρος που τα πρακτικά είναι όντως ελλειμματικά, αναφέρονται τα εξής: Το Συμβούλιο αποτελεί διοικητικό όργανο και είναι ταυτόχρονα συλλογικό. Ως τέτοιο υπόκειται σ΄ όλες τις διατάξεις του διοικητικού δικαίου περιλαμβανομένων και αυτών περί συλλογικών οργάνων. Σύμφωνα με το άρθρο 14Θ του Νόμου, το Συμβούλιο εξασφαλίζει ως μέρος του καθήκοντος του για να αποφασίσει στη βάση των κριτηρίων που προνοούνται στο άρθρο 14Η, όλο το αναγκαίο γραπτό πληροφοριακό υλικό περιλαμβανομένων εκθέσεων από τις κοινωνικές υπηρεσίες, την Αστυνομία, τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας και τη διεύθυνση των Φυλακών και καλεί τον κρατούμενο σε προφορική συνέντευξη μαζί με τους δικούς του ειδικούς μάρτυρες και δικηγόρους. Τα πρακτικά των συνεντεύξεων κρατουμένων τα οποία τηρούνται κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 14Θ, εγκρίνονται και επικυρώνονται από το Συμβούλιο και υπογράφονται από τον Πρόεδρο του. Αυτό όμως δεν φαίνεται να έγινε εδώ. Τα πρακτικά, ημερ. 18.6.2013. δεν φέρουν απολύτως καμιά υπογραφή, τα δε πρακτικά ημερ. 24.6.2014, φέρουν σφραγίδα του Συμβουλίου σε κάθε σελίδα, όχι όμως και την έγκριση, επικύρωση ή υπογραφή τους από τον Πρόεδρο. Υπάρχει μια μονογραφή «Ν.Δ.» που δεν είναι καν τα αρχικά του Προέδρου του Συμβουλίου, Φίλιππου Χαραλάμπους. Παραπέμπουν μάλλον στα αρχικά του ονόματος Νικολάου Δώρα, που υπογράφει επιστολή ημερ. 24.4.2014 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας «για Πρόεδρο Συμβουλίου», (μέρος του Παραρτήματος Γ), με παράκληση να εφοδιαστεί το Συμβούλιο με το σχετικό ποινικό μητρώο του αιτητή. Προφανώς η Νικολάου Δώρα είναι λειτουργός του Συμβουλίου, μέρος του προσωπικού που το Συμβούλιο δικαιούται να απασχολεί κατά το άρθρο 14Λ(1), αλλά αυτό αποτελεί εικασία εφόσον τίποτε απολύτως δεν αναφέρεται στα όσα κατατέθηκαν στην ένσταση ως Παραρτήματα. Οι συνήγοροι του αιτητή δήλωσαν κατά τις διευκρινίσεις ότι τα συνημμένα στην ένσταση έγγραφα ήταν επαρκή, μετά από τη θέση της κας Χριστοδουλίδου ότι δεν είχε προσκομίσει στο Δικαστήριο διοικητικό φάκελο, επειδή, κατά τα λεχθέντα, «... θεώρησα ότι δεν υπάρχει δεν ξέρω αν ... είχα παρασυρθεί ότι τα είχαμε βάλει όλα μέσα, θεώρησα ότι δεν υπάρχει.». Επομένως το Δικαστήριο προχωρεί στη βάση των όσων έχουν κατατεθεί ενώπιον του και αν υπήρχαν άλλα έγγραφα που αποτύπωναν καλύτερα τα πρακτικά, ή, έφεραν υπογραφές (θεωρούνται ότι δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοιες υπογραφές διότι τα πρακτικά που παρουσιάστηκαν είναι φωτοτυπημένα αντίγραφα των επίσημων εγγράφων), ή αν υπήρχε άλλο ξεχωριστό πρακτικό τουλάχιστον ως προς την έγκριση και επικύρωση τους, εναπόκειτο στο Συμβούλιο να τα παρουσίαζε και να τα κατέθετε ως όφειλε.
Επομένως διαπιστώνεται πρόβλημα άρτιων πρακτικών και αυτό οδηγεί σε ακύρωση διότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη βάση μη άρτιων πρακτικών, κατά τις ίδιες τις πρόνοιες του τροποποιητικού Νόμου που εγκαθίδρυσε το Συμβούλιο και προνόησε τα περί της λειτουργίας του.
Πρόβλημα όμως διαπιστώνεται και επί της ουσίας της υπόθεσης διότι η προσβαλλόμενη απόφαση όντως παρουσιάζει προβλήματα τέτοιας φύσεως που οδηγούν αναπόφευκτα σε ακύρωση της. Κατά το άρθρο 14Η του Νόμου, το Συμβούλιο εξετάζει αίτημα κρατουμένου για την υπό όρους αποφυλάκιση επ΄ αδεία κατά συνεκτίμηση αριθμού παραγόντων που εξειδικεύονται στο εδάφιο (1) αυτού. Ο πρώτος παράγων ή κριτήριο που καθορίζεται, είναι ο βαθμός επικινδυνότητας του κρατουμένου και οι πιθανότητες υποτροπής του. Επίσης λαμβάνεται υπόψη η διασφάλιση της προστασίας της κοινωνίας για την πρόληψη αδικημάτων όπως εκείνα για τα οποία ο κρατούμενος εκτίει ποινή και το εναπομείναν μέρος της ποινής που θα εκτίσει ο κρατούμενος εκτός των φυλακών. Εκτιμούνται επίσης οι τυχόν προσωπικές, οικογενειακές και άλλες συνθήκες που συνηγορούν σε υπό όρους αποφυλάκιση. Αυτά τα τρία κριτήρια περιέχονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 14Η. Το εδάφιο (2) στη συνέχεια εξειδικεύει έτι περαιτέρω τους παράγοντες του εδαφίου (1). Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος του αδικήματος για το οποίο εκτίεται ποινή φυλάκισης, η ποινή που έχει επιβληθεί, τα γραπτά σχόλια του Δικαστηρίου κατά την επιβολή της ποινής, το ποινικό μητρώο του κρατουμένου, οι προηγούμενες ευκαιρίες που τυχόν δόθηκαν σ΄ αυτόν από Δικαστήριο ή τη διεύθυνση των Φυλακών για αποτροπή υποτροπής του, οι προθέσεις και τα σχέδια του κρατουμένου για επιτυχή και νομοταγή ένταξη του στην κοινωνία, η συμπεριφορά του κρατουμένου κατά τη διάρκεια της έκτισης ποινής, κατά πόσο έχει έμπρακτα μετανοήσει για την εγκληματική του συμπεριφορά, κατά πόσο έχει επίγνωση των δικών του προβλημάτων ή αντιλήψεων που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος, η έκθεση του δικανικού ψυχιάτρου των Φυλακών, οι τυχόν βάσιμες πληροφορίες από τη διεύθυνση των Φυλακών ή την αστυνομία που να δημιουργούν εύλογη υπόνοια ότι ο κρατούμενος σχεδιάζει κακόβουλες πράξεις εναντίον του θύματος, της οικογένειας ή φίλων του θύματος μετά την αποφυλάκιση του υπό όρους και ο δείκτης επικινδυνότητας του κρατουμένου.
Τα δεδομένα του αιτητή έχουν ως εξής: Ο αιτητής καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού στις 9.3.1989 σε τρεις κατηγορίες φόνου εκ προμελέτης με αποτέλεσμα την επομένη ημέρα 10.3.1989, να του είχε επιβληθεί η μόνη προνοούμενη σε τέτοιο αδίκημα ποινή, η διά βίου φυλάκιση σε κάθε κατηγορία. Ο αιτητής καταχώρησε έφεση, η οποία απερρίφθη με την απόφαση στην Παναγιώτης Α. Παναγή άλλως Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203. Έκτοτε είναι έγκλειστος στις Κεντρικές Φυλακές της Δημοκρατίας και έχει μέχρι σήμερα συμπληρώσει πέραν των 27 ετών στις φυλακές, είναι δε ο μακροβιότερος ισοβίτης και ο μόνος που έχει διανύσει μέχρι σήμερα τόσα πολλά χρόνια έγκλειστος.
Το εξεταζόμενο στην παρούσα προσφυγή ζήτημα δεν προσφέρεται για μια αναλυτική ιστορική διαδρομή της εγκαθίδρυσης του Συμβουλίου Αποφυλάκισης Επ΄ Αδεία. Είναι αρκετό πολύ συνοπτικά να επισημανθεί ότι στην Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι τις διάφορες προσφυγές από τον αιτητή στο ΕΔΑΔ, δεν υπήρχε οποιοδήποτε σύστημα αναθεώρησης της ποινής φυλάκισης από κάποιο σώμα ώστε να δίδεται η ευκαιρία ακόμη και σε ισοβίτες να τυγχάνουν του ευεργετήματος υπό όρους αποφυλάκισης τους μετά την παρέλευση ορισμένης περιόδου χρόνου. Ο αιτητής είχε το πρώτον προσφύγει στο ΕΔΑΔ στην Panayiotis Agapiou Panayi Kafkaris v. Cyprus, υπ΄ αρ. 21906/04, ημερ. 12.2.2008, όπου το Grand Chamber διαπίστωσε ότι υπήρξε εν μέρει παραβίαση του Άρθρου 7 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε σχέση με την ποιότητα των εφαρμοζομένων νομικών διατάξεων κατά το χρόνο καταδίκης, παρόλο που δεν βρήκε ότι υπήρξε παραβίαση άλλων Άρθρων ή παραβίαση εκ του γεγονότος ότι είχε αρχικά δοθεί ημερομηνία απελευθέρωσης σύμφωνα με τους Κανονισμούς των Φυλακών, η οποία μετέπειτα αναθεωρήθηκε. Και ότι η διαπίστωση της μερικής παραβίασης του Άρθρου 7 αποτελούσε από μόνη της δίκαιη ικανοποίηση. Το Συμβούλιο Υπουργών παρακολούθησε την επίπτωση της απόφασης του Grand Chamber στην 1051η συνεδρία του. Αναφέρθηκε σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ερμήνευσε την διά βίου φυλάκιση ως η φυλάκιση για το υπόλοιπο της βιολογικής ζωής του καταδικασθέντος, ότι οι Κανονισμοί των Φυλακών ότι διά βίου φυλάκιση σήμαινε εικοσαετή κάθειρξη, την κήρυξη των Κανονισμών ως αντισυνταγματικών και την τροποποίηση τους στη συνέχεια, (Χατζησάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134, κλπ.).
Ακολούθησαν άλλες αιτήσεις από τον αιτητή: για Habeas Corpus, αίτημα που απερρίφθη πρωτοδίκως, (Αίτηση Παναγή (άλλως Καυκαρής) (2008) 1 Α.Α.Δ. 583) και μετέπειτα κατ΄ έφεση Παναγή (άλλως Καυκαρής) ν. Δημοκρατίας (2009) 1 Α.Α.Δ. 1, όπου παρατηρήθηκε με αναφορά στην προηγηθείσα απόφαση του ΕΔΑΔ ότι φυλάκιση διά βίου σήμαινε ακριβώς αυτό. Ακολούθησε η τροποποίηση του περί Φυλακών Νόμου με την εγκαθίδρυση του Συμβουλίου Αποφυλάκισης Επ΄ Αδεία. Ο αιτητής προσέφυγε και πάλι στο ΕΔΑΔ μετά από άρνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας για χάρη κάτω από το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος, ενεργώντας επί της αρνητικής γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα να συστήσει προς τον Πρόεδρο την κατά χάριν απελευθέρωση του. Στην απόφαση του στην Panayiotis Agapiou Panayi Kafkaris v. Cyprus, υπ΄ αρ. 9644/09, ημερ. 21.6.2011, το ΕΔΑΔ (Πρώτο Τμήμα), απέρριψε την αίτηση παρατηρώντας μεταξύ άλλων ότι με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 37(Ι)/09, υπήρχε πλέον η πρακτική δυνατότητα στους φυλακισμένους, περιλαμβανομένων και των ισοβιτών, να υποβάλλουν περιοδικά αιτήσεις στο Συμβούλιο για υπ΄ όρους απελευθέρωση τους. Ο αιτητής υπέβαλε τέτοια αίτηση στο Συμβούλιο στις 17.1.2011, η οποία δεν εξετάστηκε ως πρόωρος. Υπέβαλε στη συνέχεια την αίτηση ημερ. 9.8.2012, η οποία απερρίφθη πλειοψηφιακά στις 10.11.2014, που αποτελεί την προσβαλλόμενη πράξη.
Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη και που έχουν καταγραφεί πιο πάνω πρέπει να εξετάζονται σφαιρικά και συνολικά. Είναι το όλο ιστορικό ενός ισοβίτη που πρέπει να κρίνεται από το Συμβούλιο με κριτήριο όχι στατικό, αλλά δυναμικό, εξ ου και οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη δεν περιορίζονται στο έγκλημα ή εγκλήματα που οδήγησαν στην καταδίκη και τη φυλάκιση, αλλά στη συνέχεια λαμβάνουν υπόψη την όλη ιστορία του ισοβίτη, τις οικογενειακές του συνθήκες, τις ψυχιατρικές του εκθέσεις, τη συμπεριφορά του στη φυλακή, τη μεταμέλεια του, το χρόνο που διέρρευσε από το έγκλημα και τον εγκλεισμό του στις φυλακές, κλπ.
Στην Vinter v. United Kingdom - πιο πάνω - το Grand Chamber του ΕΔΑΔ, προέβη σε εκτεταμένη ανάλυση της Αγγλικής νομολογίας, (R. v. Bieber (2009) 1 W.L.R. 223, και R. v. Oakes and Others (2012) EWCA Crim. 2435, R (Wellington) v. Secretary of State for the Home Department (2008) UKHL 72) και με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία του ιδίου του ΕΔΑΔ, μεταξύ των οποίων και των υποθέσεων του παρόντος αιτητή, και αριθμό Ευρωπαϊκών και Διεθνών Συνθηκών και νομοθεσιών επί της έννοιας της ισόβιας φυλάκισης, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι μια ιδιαίτερα δυσανάλογη ποινή, («grossly disproportionate sentence»), θα παραβίαζε το Άρθρο 3 της Σύμβασης και ότι πρέπει να υπάρχει και να δίδεται η δυνατότητα απελευθέρωσης, καθώς και η δυνατότητα επανεξέτασης της ποινής.
Θεωρήθηκε αξιωματικό ότι ένας φυλακισμένος δεν πρέπει να συνεχίσει να τελεί υπό κράτηση, εκτός και αν υπάρχουν ποινικοί λόγοι που να δικαιολογούν τέτοια κράτηση. Ότι οι λόγοι αυτοί περιλαμβάνουν την τιμωρία, την αποτροπή, την προστασία του κοινού και την αναμόρφωση, («punishment, deterrence, public protection and rehabilitation»). Αυτοί οι λόγοι υφίστανται κατά το χρόνο της επιβολής της ισόβιας ποινής φυλάκισης. Όμως η εξισορρόπηση των λόγων που συνηγορούν στην κράτηση δεν παραμένει κατ΄ ανάγκην στατική και είναι δυνατόν να μετατοπίζεται κατά τη διάρκεια του χρόνου της έκτισης της ποινής. Το ΕΔΑΔ είπε και τα εξής στις σκέψεις 111 και 112:
«111. ..Many of these grounds will be present at the time when a life sentence is imposed. However, the balance between these justifications for detention is not necessarily static and may shift in the course of the sentence. What may be the primary justification for detention at the start of the sentence may not be so after a lengthy period into the service of the sentence. It is only by carrying out a review of the justification for continued detention at an appropriate point in the sentence that these factors or shifts can be properly evaluated.
112. Moreover, if such a prisoner is incarcerated without any prospect of release and without the possibility of having his life sentence reviewed, there is the risk that he can never atone for his offence: whatever the prisoner does in prison, however exceptional his progress towards rehabilitation, his punishment remains fixed and unreviewable. If anything, the punishment becomes greater with time: the longer the prisoner lives, the longer his sentence. Thus, even when a whole life sentence is condign punishment at the time of its imposition, with the passage of time it becomes - to paraphrase Lord Justice Laws in Wellington - a poor gurantee of just and proportionate punishment (see paragraph 54 above).»
Και στη σκέψη 119:
«119. For the foregoing reasons, the Court considers that, in the context of a life sentence, Article 3 must be interpreted as requiring reducibility of the sentence, in the sense of a review which allows the domestic authorities to consider whether any changes in the life prisoner are so significant, and such progress towards rehabilitation has been made in the course of the sentence, as to mean that continued detention can no longer be justified on legitimate penological grounds.»
Από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης παρατηρείται ότι όντως το Συμβούλιο ακολούθησε μια εντελώς στατική μέθοδο χωρίς να λαμβάνει επαρκώς υπόψη την ολότητα της χρονικής περιόδου που ο αιτητής παρέμεινε στις Φυλακές και χωρίς να λάβει ταυτόχρονα υπόψη κατά τρόπο εξισορροπητικό τις διάφορες εκθέσεις και μαρτυρίες που είχε ενώπιον του. Από το κείμενο της απόφασης είναι φανερό ότι το Συμβούλιο έδωσε υπερβολική σημασία στο είδος του εγκλήματος που ο αιτητής είχε διαπράξει, τονίζοντας ότι ήταν ένα έγκλημα κατά παραγγελία, το οποίο πράγματι χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο το 1990, πριν 25 δηλαδή χρόνια, ως ένα έγκλημα ξένο προς την κοινωνία της Δημοκρατίας. Το Συμβούλιο δεν έλαβε ταυτόχρονα υπόψη, με τρόπο που να του δίνεται η ανάλογη βαρύτητα, ότι ο αιτητής είχε καταδικαστεί ακριβώς γι΄ αυτή την αποτρόπαια πράξη του και επομένως τιμωρήθηκε με την ύψιστη των ποινών, δηλαδή, τη φυλάκιση διά βίου για κάθε ζωή που αφαίρεσε.
Η στατική αυτή προσέγγιση επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι καταλογίστηκε αρνητικά στον αιτητή το εκ του Νόμου και της Ποινικής Δικονομίας απόλυτο δικαίωμα του να εφεσιβάλει την απόφαση. Αυτό λειτούργησε στην κρίση του Συμβουλίου αρνητικά κατά την εξέταση του παράγοντα της μεταμέλειας του αιτητή, την οποία μεταμέλεια χαρακτήρισε ως ωφελιμιστική και όχι ουσιαστική. Το Συμβούλιο διέπραξε λάθος και λειτούργησε υπό πλάνη χαρακτηρίζοντας την έφεση του αιτητή, αλλά και την μετέπειτα συμπεριφορά του ως μια «ακατάπαυστη προσπάθεια» να απαλλαγεί από την ποινή διατηρώντας την άποψη ότι το Δικαστήριο είχε κάμει λάθος. Όπως αναφέρθηκε στην Vinter - πιο πάνω - το δικαίωμα ενός κρατουμένου να αιτείται την κατά περιόδους αναθεώρηση της κράτησης του λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα του χρόνου εφόσον στο αρχικό στάδιο της καταδίκης, λειτουργεί ανασταλτικά και εναντίον του κρατούμενου η ανάγκη για τιμωρία, αποτροπή, και προστασία της κοινωνίας, αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτοί οι παράγοντες θεωρούνται ότι έχουν εκπληρώσει τον σκοπό τους με την παρατεταμένη κράτηση στις Φυλακές. Γι ΄ αυτό άλλωστε και το δικαίωμα ισοβίτη ο οποίος έχει καταδικαστεί σε διαδοχικές ποινές ισόβιας φυλάκισης να αιτηθεί αποφυλάκιση υπό όρους, αναδύεται μόνο μετά την πάροδο 25 ετών (άρθρο 14Β(1)(α)). Με την ενεργοποίηση του δικαιώματος ενός ισοβίτη να αιτηθεί αποφυλάκιση υπό όρους, το Συμβούλιο θα πρέπει να εστιάζει την προσοχή του περισσότερο στους παράγοντες που αφορούν τον ίδιο τον ισοβίτη, δηλαδή, την ηλικία του, τη συμπεριφορά του, την ψυχική του κατάσταση, τη μεταμέλεια του και το ευρύτερο οικογενειακό του περιβάλλον στο οποίο θα διαβιώσει εάν και εφόσον αποφυλακισθεί υπό όρους. Αυτά σε συνάρτηση με το κριτήριο της επικινδυνότητας και της πιθανότητας υποτροπής.
Και σ΄ αυτό το θέμα το Συμβούλιο πλανήθηκε και δεν προέβη σε δέουσα, κατά το διοικητικό πάντοτε δίκαιο, έρευνα. Αυτό διότι ενώ είχε ενώπιον του τις θετικές μαρτυρίες του Αξιωματικού των Φυλακών Λαζάρου, της Αναπληρώτριας Διευθύντριας Τμήματος Φυλακών Βατυλιώτη, της Κοινωνικής Λειτουργού των Φυλακών και του Ψυχιάτρου των Φυλακών, δεν απέδωσε τη σημασία που θα έπρεπε γιατί πέραν της αναφοράς και καταγραφής των εκθέσεων αυτών συνοπτικά, δεν συστάθμισε τη θετική αυτή εικόνα για τον αιτητή μετά από 27 χρόνια εγκλεισμού του στις Φυλακές κατά τρόπο ώστε να διαφανεί πώς αντιμετωπίστηκαν οι θετικές αυτές εκθέσεις. Εκείνο στο οποίο φαίνεται να έδωσε τεράστια σημασία το Συμβούλιο είναι το είδος του εγκλήματος που διέπραξε ο αιτητής τονίζοντας ότι οι συνέπειες αυτού βιώνονται μέχρι σήμερα από τους συγγενείς των θυμάτων.
Επίσης το Συμβούλιο δεν φαίνεται να έδωσε επαρκή σημασία και/ή να διερεύνησε τη θέση του Ψυχιάτρου Φλώρη Στύλιου, (ο οποίος πρόσφατα είχε αναλάβει), ότι η έκθεση που υπέβαλε στις 5.6.2014 προς το Συμβούλιο δεν αποτελούσε δικανική ψυχιατρική έκθεση, για την οποία το Συμβούλιο θα έπρεπε να αποταθεί σε ειδικό δικανικό ψυχίατρο. Αυτό δεν έγινε. Ούτε και λήφθηκε υπόψη η θετική εικόνα του Ψυχιάτρου, ο οποίος ενώ είδε μόνο δύο φορές τον αιτητή, ο οποίος και τον είχε επισκεφθεί οικειοθελώς, ο αιτητής ήταν ευχάριστος στη συνομιλία «... και δεν υπέδειξε οποιανδήποτε συμπεριφορά που να υποδηλώνει ότι πάσχει από ψυχική νόσο.».
Δεν λήφθηκε επίσης υπόψη ή δεν διερευνήθηκε επαρκώς, η παρατήρηση της Ιωσηφίνας Κουμή, Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών στο Τμήμα Φυλακών, ότι ο αιτητής σε περίπτωση έγκρισης αποφυλάκισης του επ΄ αδεία «.. προγραμματίζει να μεταβεί μόνιμα στην Κίνα για να ζήσει μαζί με κυρία κινεζικής καταγωγής με την οποία διατηρεί δεσμό.». Ο αιτητής δεν ερωτήθηκε συγκεκριμένα για το ζήτημα αυτό, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, παρόλο που ανεφέρθη ότι αν αποφασίσει ο αιτητής να μεταβεί στην Κίνα θα βοηθούσε και άλλα παιδιά εκτός από τον ανάδοχο του. Και αυτό ακόμη λειτούργησε αρνητικά για τον αιτητή διότι θεωρήθηκε από το Συμβούλιο ότι ενώ με τα παιδιά του ο αιτητής δεν είχε να προσφέρει ο,τιδήποτε, επέλεξε να υιοθετήσει παιδί από την Κίνα και να έχει γι΄ αυτό χρήματα αποταμιευμένα.
Η κρίση του Συμβουλίου ότι ο αιτητής δεν διατηρεί σχέσεις με τις θυγατέρες του επίσης φαίνεται να λειτούργησε αρνητικά εφόσον η εξήγηση που έδωσε ο ίδιος ότι κρατούσε αποστάσεις από αυτές για τη δική τους προστασία δεν έγινε στην ουσία δεκτή επειδή, κατά το Συμβούλιο, δεν υπήρξε ενισχυτική προς τούτο δήλωση εκ μέρους των θυγατέρων του, ζήτημα το οποίο και πάλι θεωρήθηκε από το Συμβούλιο ότι αύξανε την πιθανότητα υποτροπής του αιτητή σε περίπτωση αποφυλάκισης του. Ο συσχετισμός αυτός βεβαίως είναι λανθασμένος. Δεν υπήρχαν ενώπιον του Συμβουλίου οποιαδήποτε συγκεκριμένα και απτά στοιχεία ή ενδείξεις ότι ο αιτητής θα υποτροπίαζε εξερχόμενος των φυλακών. Οι όποιες ενδείξεις ήταν προς το αντίθετο. Όσες φορές ο αιτητής συνοδευόταν επ΄ αδεία, σύντομη βεβαίως, ουδεμία αρνητική συμπεριφορά παρουσίασε, (μαρτυρία Λαζάρου).
Επίσης όσον αφορά την σαφή μαρτυρία του υιού του αιτητή ότι θα ήταν έτοιμος να στηρίξει τον πατέρα του για να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο, το Συμβούλιο χωρίς ουσιαστικό λόγο ανέφερε ότι είχε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τις κοινωνικές και υποστηρικτικές δεξιότητες αυτού «.. για να παρέχει την ελάχιστη απαιτούμενη στήριξη προς τον πατέρα του...». Αυτή η θέση του Συμβουλίου σαφώς λήφθηκε κατά πλάνη και, κατ΄ ελάχιστον, με έλλειψη δέουσας έρευνας.
Τέλος, το Συμβούλιο έδωσε μεγάλη έμφαση στο ότι ο αιτητής δεν αποκάλυψε τους ηθικούς αυτουργούς παρά τη δυνατότητα που του δόθηκε, παραγνωρίζοντας όμως την θέση του ότι στην κατάθεση του στην αστυνομία, και γίνεται σχετικό εύρημα στην απόφαση του Εφετείου, ο αιτητής κατονόμασε τους συνεργούς και ηθικούς αυτουργούς, η δε ομολογία αυτή έγινε δεκτή ως θεληματική, πλην όμως δεν κατέθεσε ο ίδιος ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον των πρώην συγκατηγορουμένων του (οι δίκες διαχωρίστηκαν), με αποτέλεσμα αυτοί να αθωωθούν. Επομένως, ορθά παρατηρείται από τους συνηγόρους του αιτητή ότι ήταν παραπλανητική η κατάληξη του Συμβουλίου ότι δεν κατονόμασε τους ηθικούς αυτουργούς. Από την απόφαση του Εφετείου, (σελ. 208 κ.ε.), προκύπτει ακριβώς το αντίθετο. Ο αιτητής είχε αναφέρει τα ονόματα των ατόμων που τον παρότρυναν στην εγκληματική ενέργεια του, οι οποίοι ενήργησαν στη βάση παραγγελίας και προτροπής τρίτου προσώπου, το όνομα του οποίου ο αιτητής επίσης ανέφερε.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, το Συμβούλιο απέτυχε να εστιάσει την απόφαση του στον πρώτο παράγοντα που καθορίζει το άρθρο 14Η που είναι η επικινδυνότητα του αιτητή, παράγων που επαναλαμβάνεται ως «δείκτης επικινδυνότητας» του κρατουμένου στο εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου. Η χρονική απόσταση από το έγκλημα, η ηλικία του αιτητή (σχεδόν 70 ετών), ο παρατεταμένος εγκλεισμός του στις φυλακές, η τιμωρία που του επιβλήθηκε και η έκτιση της ποινής μαζί με τα όσα ευνοϊκά είχαν να καταθέσουν υπέρ του οι διάφοροι μάρτυρες, δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη σε μια στάθμιση δεδομένων, ώστε η απόφαση να τα αντανακλούσε επαρκώς. Δεν υπήρξε επομένως δέουσα έρευνα και αιτιολογία ως προς τον βαθμό και το δείκτη επικινδυνότητας.
Η προσφυγή συνεπώς επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ