ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D131
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1400/2012)
25 Φεβρουαρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΡΗΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Χρ. Χριστάκη, για τον Αιτητή.
Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. Καλλιγέρου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 3.
Μ. Κυπριανού, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 4 και 5.
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η παρούσα είναι η τρίτη προσφυγή του αιτητή εναντίον του διορισμού των πέντε ενδιαφερομένων μερών τα οποία επαναδιορίστηκαν στη μόνιμη θέση του Επιθεωρητή Πλοίων, Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλείας, με αναδρομική ισχύ από 15.6.2004.
Η πρώτη ακυρωτική απόφαση στην υπ΄ αρ. 869/2004 προσφυγή συναρτάτο προς την ερμηνεία που θα έπρεπε να δοθεί από την Ε.Δ.Υ. στη διατύπωση του σχεδίου υπηρεσίας κατά πόσο η εγγραφή των υποψηφίων στο ΕΤΕΚ ικανοποιείτο με την εγγραφή κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για διορισμό, ή, η εγγραφή θα μπορούσε να γίνει σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την ημερομηνία διορισμού. Το πρόβλημα ανέκυψε από τη διατύπωση του σχεδίου υπηρεσίας ότι οι υποψήφιοι «θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι» και όχι ότι «πρέπει να είναι». Λόγω του ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είχε αποφασίσει τον χρόνο της εγγραφής, αλλά μόνο το δεδομένο ότι θα έπρεπε απαραιτήτως ο υποψήφιος να ήταν εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών.
Ακολούθησε επανεξέταση και νέα προσφυγή με αφορμή και πάλι το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών αντί του αιτητή, ο οποίος καταχώρησε την υπ΄ αρ. 83/2009 υπόθεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε και πάλι ακυρωτική απόφαση στις 18.3.2011, λόγω παραβίασης του δεδικασμένου που είχε δημιουργηθεί από την πρώτη ακυρωτική απόφαση ενόψει του ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά και η Ε.Δ.Υ., κατά την επανεξέταση
«.. επανάνοιξε το όλο θέμα της εγγραφής στο ΕΤΕΚ, της δυνατότητας εγγραφής λόγω του τίτλου σπουδών που είχαν οι υποψήφιοι κλπ, και αναλώθηκε σε εφ΄ όλης της ύλης διερεύνηση του θέματος, ζητώντας στοιχεία από το ΕΤΕΚ, γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία κλπ. Παραγνώρισε κατ΄ αυτόν τον τρόπο το δεδικασμένο η Επιτροπή και συνακόλουθα, η Ε.Δ.Υ. που ασπάσθηκε την έκθεση της.»
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι παραβιάστηκε και η αρχή της επίδειξης καλής πίστης από πλευράς της διοίκησης εφόσον ενώ αρχικά η διοίκηση είχε κρίνει ότι όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν την προϋπόθεση, εν τέλει, μετά από διερεύνηση, κατέληξε ότι δεν απαιτείτο συμμόρφωση προς την πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας.
Ακολούθησε νέα επανεξέταση, η δε σχετική απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 2.7.2012 με την οποία επαναδιορίστηκαν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί του αιτητή, αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής. Διατυπώνονται αρκετοί λόγοι προς ανατροπή της κρίσης της Ε.Δ.Υ., οι οποίοι θα εξεταστούν στη συνέχεια. Να σημειωθεί ότι από τα ενδιαφερόμενα μέρη εμφανίσθηκαν οι Παναγώτης Βαρναβίδης, Βιολέττα Κυριακίδου και Αργυρός Θ. Μαδέλλα, υπ΄ αρ. 1, 2 και 3, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη υπ΄ αρ. 4 και 5 Ανδρέας Φλουρέντζου και Χρίστος Χατζηχρίστου δεν εμφανίσθηκαν παρά τη δέουσα σ΄αυτούς επίδοση της προσφυγής στο εξωτερικό με υποκατάστατη επίδοση εκτός δικαιοδοσίας διά διπλοσυστημένης επιστολής. Από τα τηρηθέντα πρακτικά στη διαδικασία φαίνεται να υπήρξε εμφάνιση για το ενδιαφερόμενο μέρος 4 Ανδρέα Φλουρέντζου στις 15.5.2013, χωρίς όμως οποιαδήποτε μετέπειτα εμφάνιση ή ενδιαφέρον.
Ο πρώτος λόγος ακύρωσης αφορά την παραβίαση του άρθρου 31(γ) και 33(15) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990, με τον ισχυρισμό ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη 2, 4 και 5 δεν είναι προσοντούχα. Ο λόγος είναι ότι η Ε.Δ.Υ. υπό πλάνη κατά το Νόμο και κατά παράβαση των προνοιών των εν λόγω άρθρων καθόρισε ως ουσιώδη χρόνο της εγγραφής στο ΕΤΕΚ μόνο τις 15.6.2004, ημερομηνία διορισμού, αντί και τις 12.5.2003, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων. Αυτός ο καθορισμός του χρονικού σημείου κατοχής του προσόντος της σημείωσης (2) του σχεδίου υπηρεσίας έγινε υπό πλάνη διότι οι υποψήφιοι έπρεπε να κατέχουν το προσόν όχι κατά την ημερομηνία διορισμού τους, αλλά κατά την ημερομηνίας λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων.
Η αιτίαση αυτή δεν ευσταθεί. Κατ΄ αρχάς είναι ορθή η παρατήρηση της συνηγόρου της Ε.Δ.Υ. ότι απαραδέκτως εγείρεται ο πιο πάνω ισχυρισμός για πρώτη φορά στην υπό κρίση προσφυγή ως προς την παρερμηνεία και/ή μη εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 31(γ) και 33(15) του Νόμου αρ. 1/90. Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση υπ΄ αρ. 869/2004, ημερ. 5.3.2007, (Νικολάου, Δ.), είχε εγερθεί από τους αιτητές, μεταξύ αυτών και ο νυν αιτητής, ότι η εγγραφή στο ΕΤΕΚ αποτελούσε απαιτούμενο προσόν το οποίο «θα έπρεπε να προϋπήρχε της τελευταίας ημερομηνίας για την υποβολή αιτήσεων. Ενώ κατά τη Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, τέτοια εγγραφή δεν αποτελούσε απαιτούμενο προσόν, αλλά όρο για τον εν τέλει διορισμό και γι΄ αυτό ήταν αρκετό αν ο υποψήφιος εγγραφόταν στο ΕΤΕΚ πριν από την ημερομηνία διορισμού.». Το ζήτημα επομένως τέθηκε ευθέως από την πρώτη προσφυγή. Το Δικαστήριο ήταν το πρώτο ζήτημα το οποίο εξέτασε επισταμένα. Κατέληξε ότι ήταν έργο της Ε.Δ.Υ. να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας, και ότι δεν κατεύθυνε την προσοχή της σ΄ αυτό το ζήτημα. Ακυρώθηκε λοιπόν η απόφαση. Η ακύρωση αφορούσε και σε άλλα θέματα, αλλά αυτά δεν είναι του παρόντος.
Στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση, υπ΄ αρ. 83/2009, ημερ. 18.3.2011, (Κληρίδης, Δ.), έγινε παραπομπή στην προηγηθείσα απόφαση. Παρατηρήθηκε ότι είχε παραβιαστεί το δεδικασμένο που είχε δημιουργηθεί. Επομένως αντίθετα με τη θέση του αιτητή, το ζήτημα είχε εγερθεί. Και η επίκληση τώρα των άρθρων 31(γ) και 33(15) δεν μπορεί να θεωρείται εκ των υστέρων ως αποσυνδεδεμένη από το εγερθέν ζήτημα. Πρόκειται στην ουσία για νομική επιχειρηματολογία που συναρτάτο άμεσα με το τότε εγερθέν ζήτημα και θα μπορούσε να είχε εγερθεί και τότε. Δεν είναι δυνατόν να αλλοιώνεται ο κανόνας ότι δεν επιτρέπεται η έγερση θεμάτων κατά το δοκούν, ούτε και μπορεί κάθε φορά να τίθεται το ζήτημα από διαφορετική οπτική γωνία ανάλογα με το δικηγόρο που επιλαμβάνεται της υπόθεσης. Στην Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413, λέχθηκαν τα εξής:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην καθιερωμένη αρχή ότι οι διάδικοι "δεν δικαιούνται να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων". Ως εκ τούτου και με αναφορά στις Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Δημοκρατία ν. Γεωργίου κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 703, ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι η παράλειψη έγερσης του θέματος στις προηγούμενες διαδικασίες, δημιουργεί δεδικασμένο. Το δεδικασμένο προκύπτει από τις Προσφυγές Αρ. 483/90 και 534/90, καθώς και από τη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (πιο πάνω), όπου κρίθηκε ότι αιτήτρια και Ε.Μ. είχαν ισότιμα προσόντα.»
Στην Κασιουλής ν. Δήμου Γεροσκήπου (2006) 3 Α.Α.Δ. 249 λέχθηκε ότι:
«Ο λόγος αυτός κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του εφεσείοντα επικαλούμενο τη νομολογία η οποία είναι σαφής επί του ζητήματος. Έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο κατά συρροή από τις δύο προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις. Παραπέμπουμε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενδεικτικά στην απόφαση της Ολομέλειας Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, όπου στη σελίδα 612 έχουν λεχθεί τα εξής:-
"Είναι η γνώμη μας πως ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε πως δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes. Στην προσφυγή αρ. 545/91 κρίθηκαν όλα τα επίδικα θέματα που έθεσε ο εφεσείων. Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. Και στην προκείμενη περίπτωση όλα τα 'νέα θέματα' θα μπορούσαν να προβληθούν στην προσφ. Αρ. 549/91."»
Επομένως δεν μπορεί σε κάθε νέα προσφυγή να τίθεται ζήτημα το οποίο τέθηκε εξ αρχής, αλλά ιδωμένο μέσα από μια διαφορετική νομική προσέγγιση. Το γεγονός ότι μπορούσε να είχε τεθεί από την πρώτη φορά θέτει τέρμα στην περαιτέρω συζήτηση.
Αλλά και επί της ουσίας του θέματος, καμιά παραβίαση δεν διαπιστώνεται. Το δεδικασμένο υπαγόρευε την αυθεντική ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και δη της σημείωσης (2) από την Ε.Δ.Υ. Το σχέδιο υπηρεσίας (θέση πρώτου διορισμού), προνοεί ως απαιτούμενα προσόντα πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα θέματα ή συνδυασμό αυτών, στη Ναυπηγική, ή Ναυτική Μηχανική ή Μηχανολογική Μηχανική ή Χημική Μηχανική ή Ηλεκτρονική Μηχανική ή Μηχανική Τηλεπικοινωνιών ή Δίπλωμα Πλοιάρχου Α΄ Τάξης ή Μηχανικού Πλοίων Α΄ Τάξης. Ακολουθεί η καταγραφή πλεονεκτήματος σε διάφορες θεματικές και τίθενται, εν κατακλείδι, οι εξής δύο Σημειώσεις:
«Σημειώσεις:
(1) Τα στο (1) απαιτούμενα προσόντα θα καθορίζονται κατά τη δημοσίευση της θέσης, ανάλογα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας.
(2) Οι υποψήφιοι με προσόντα σε Κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι στον οικείο κλάδο Μηχανικής Επιστήμης, σύμφωνα με την περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου νομοθεσία.»
Αυτό ακριβώς έπραξε το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Η ερμηνεία που δόθηκε είναι εύλογη. Στη σχετική απόφαση της, ημερ. 2.7.2012, η Ε.Δ.Υ., αφού έλαβε υπόψη τη σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διατύπωση επιτρέπει τη χρονική μετατόπιση του προσόντος της εγγραφής σε μελλοντικό χρόνο και όχι μόνο κατά την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων. Η ερμηνεία αυτή δικαιολογείται ως μια εύλογη προσέγγιση από το διοικητικό όργανο, το οποίο έχει και την ευθύνη της ερμηνείας στην οποία δεν επεμβαίνει το αναθεωρητικό Δικαστήριο εφόσον η ερμηνεία που δίδεται δεν είναι παράλογη και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων μιας λογικής ερμηνείας. Η ερμηνεία σχεδίου υπηρεσίας αφήνεται στο διοικητικό όργανο κατά πάγια νομολογία, (Δημοκρατία ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, Καντούνας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 344, Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211 και Παπαευσταθίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 737/2011 κ.ά. ημερ. 7.11.2014), ECLI:CY:AD:2014:D858. Το «θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι», παραπέμπει ακριβώς σ΄ αυτή τη δυνατότητα.
Σε συμφωνία δε με τις προς τούτο σχετικές θέσεις των αγορεύσεων της Ε.Δ.Υ. και του ενδιαφερόμενου μέρους Βιολέττας Κυριακίδου, η ημερομηνία εγγραφής δεν αποτελεί αυτή καθ΄ αυτή προσόν, αλλά αφορά τη διαδικασία αναγνώρισης του προσόντος. Δεν υπάρχει κάποιου είδους εξέταση ή άλλη προϋπηρεσία για εγγραφή. Μόνη προϋπόθεση, η κατά την περί ΕΤΕΚ νομοθεσία, και ιδιαιτέρως του άρθρου 7(1)(α) του Νόμου αρ. 224/1990, κατοχή του προσόντος, αναγνωρισμένου και από το ΕΤΕΚ. Η εγγραφή θα μπορούσε συνεπώς να υπήρχε κατά την ημερομηνία του αναδρομικού διορισμού στις 15.6.2004. Σ΄ αυτό δε, είναι που δεν τυγχάνει εφαρμογής η νομολογία όπως αυτή που μνημονεύει ο συνήγορος του αιτητή στην αγόρευση του με ιδιαίτερη αναφορά στην Κλεόπας Χατζηχαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 816, η οποία κατά κύριο λόγο αφορούσε το εφαρμοστέο δίκαιο σε σχέση με το ισχύον σχέδιο υπηρεσίας σε περίπτωση αντικατάστασης του, ενώ είχαν από προηγουμένως τροχοδρομηθεί οι σχετικές διαδικασίες. Εκεί κρίθηκε από την Ολομέλεια ότι η Ε.Δ.Υ. τελούσε υπό νομική πλάνη αποφασίζοντας ότι τύγχανε εφαρμογής το νέο σχέδιο υπηρεσίας που εφαρμόστηκε και απαιτούσε για προαγωγή πενταετή προϋπηρεσία στην προηγούμενη θέση, αντί της τριετούς που ίσχυε προηγουμένως στη βάση του οποίου είχε διοριστεί ο εφεσείων. Όταν είχε διοριστεί ο εφεσείων στην προηγούμενη θέση είχε επισυναφθεί με το διορισμό του, το παλαιό σχέδιο υπηρεσίας. Το νέο σχέδιο προνοούσε επίσης για εγγραφή στο ΕΤΕΚ για διορισμό στη θέση, στην οποία όμως ο εφεσείων είχε ήδη διοριστεί χωρίς τέτοια εγγραφή. Η ερμηνεία που δόθηκε στην Χατζηχαραλάμπους ακολούθησε την ερμηνευτική προσέγγιση στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2001 3 Α.Α.Δ. 1150, ότι οι δύο χρονικές στιγμές που προνοούνται από το άρθρο 35(2)(β), και κατ΄ αναλογία, από το άρθρο 33(15), ήτοι, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ή της πρότασης για πλήρωση της θέσης και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση, έχουν αναφορά και εννοούν το ένα και το αυτό σχέδιο υπηρεσίας. Δεν σχετίζεται λοιπόν το εδώ ζητούμενο με τα δεδομένα της Χατζηχαραλάμπους και το θέμα που εκεί επιλύθηκε.
Το έτερο ζήτημα που εγείρει ο αιτητής ως προς το ότι η Ε.Δ.Υ. υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας με τη λανθασμένη ερμηνεία που δόθηκε στη σημείωση αρ. 2, έχει ουσιαστικά ήδη απαντηθεί ανωτέρω και δεν χρειάζεται επανάληψη των όσων ήδη καταγράφηκαν. Προστίθεται μόνο ότι η διάφορη ερμηνεία που αποδίδεται από τον αιτητή και προτείνεται ως ορθή, ουδόλως τον αιτιολογεί να ομιλεί ταυτόχρονα και για αλλότριο σκοπό και «βολέματος» των «εκλεκτών» της Ε.Δ.Υ., παρά τις δύο προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις. Και περαιτέρω ο αιτητής αντιφατικά θέτει ζήτημα λανθασμένης ερμηνείας και άρα πλάνης περί το Νόμο από τη μια και από την άλλη υπέρβαση των ακραίων ορίων διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. στην ερμηνεία. Είτε το ένα συμβαίνει, είτε το άλλο.
Ο αιτητής με άλλο λόγο ακύρωσης εισηγείται ότι η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε με υπερκριτήριο την απόδοση στην προφορική συνέντευξη υπερακοντίζοντας χωρίς νόμιμη αιτιολογία το πλεονέκτημα του αιτητή. Ο αιτητής έχει δίκαιο στη θέση ότι το πλεονέκτημα που κατέχεται από υποψήφιο παρακάμπτεται μόνο με ειδική αιτιολογία, (Δημοκρατία ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 κ.ά.), εφόσον το πλεονέκτημα δίδει στον κάτοχο του προβάδισμα έναντι αυτού που δεν το κατέχει, (Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455 και Λοΐζος Παναγή κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 163).
Η κατοχή του πλεονεκτήματος δεν συνεπάγεται χωρίς άλλο και τον διορισμό ή προαγωγή του υποψηφίου αυτού. Συσταθμίζεται με όλα τα άλλα νόμιμα στοιχεία κρίσης προς ανεύρεση εκείνου του υποψηφίου που, κατά την κρίση του διορίζοντος ή προάγοντος διοικητικού οργάνου, είναι καταλληλότερος για τη θέση, (Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116). Η στάθμιση των δεδομένων δεν είναι πάντοτε εύκολη και εν πολλοίς διέρχεται από στοιχεία που τείνουν να οδηγήσουν προς τη μια ή άλλη κατεύθυνση, πάντως αντίθετες μεταξύ τους. Υπάρχουν τα αντικειμενικά στοιχεία, όπως η κατοχή προσόντων, που λογίζονται υπό τύπο πλεονεκτήματος ή πρόσθετων, που πρέπει να λογισθούν, έναντι υποκειμενικών στοιχείων κρίσης, όπως η απόδοση στην προφορική συνέντευξη. Είναι γι΄ αυτό που η νομολογία αφήνει στο διοικητικό όργανο την ευχέρεια της τελικής κρίσης με το αναθεωρητικό Δικαστήριο να μην υποκαθιστά την κρίση του οργάνου, άλλως θα καθίστατο το ίδιο διοικητικό όργανο. Εφόσον η απόφαση της διοίκησης λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και ήταν εύλογα επιτρεπτή, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, διότι ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας της παραγωγής της πράξης, (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731 και Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476).
Ποια είναι τα εδώ συγκριτικά στοιχεία; Ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι όλοι κάτοχοι των απαιτούμενων προσόντων που καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας περιλαμβανομένης και της εγγραφής στο ΕΤΕΚ. Ο αιτητής έχει πρόσθετα το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας που αφορά στην πείρα που προνοείται συναφώς, αλλά έχει και μεταπτυχιακό τίτλο, ο οποίος λογίσθηκε από την Ε.Δ.Υ. ως πρόσθετο προσόν, (Παράρτημα 9 στην ένσταση). Κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατέχει είτε το πλεονέκτημα, είτε πρόσθετο προσόν. Η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να σημειώσει το γεγονός. Όμως έναντι του πλεονεκτήματος και του πρόσθετου προσόντος του αιτητή, η Ε.Δ.Υ. στάθμισε την άλλη παράμετρο, αυτή της απόδοσης στην προφορική εξέταση. Η κρίση της για τον αιτητή ήταν ότι αυτός ήταν «καλός», έναντι των ενδιαφερομένων μερών, όλοι των οποίων χαρακτηρίστηκαν «σχεδόν εξαίρετοι». Πέραν του χαρακτηρισμού «σχεδόν εξαίρετος», η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε πολύ θετική κρίση και για τις απαντήσεις και για την προσωπικότητα ενός εκάστου εκ των ενδιαφερομένων μερών. Φαίνονται στο τηρηθέν πρακτικό και δεν είναι ανάγκη, χάριν οικονομίας λόγου, να αναφερθούν εδώ. Για τον αιτητή, η Ε.Δ.Υ. είχε να πει τα εξής:
«13. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Πάρις: Καλός. Οι γνώσεις του είναι πολύ περιορισμένες, φλυαρούσε και δεν έμπαινε στην ουσία των θεμάτων. Κατά την προφορική εξέταση διακατεχόταν από αρκετή ένταση και σε πολλές περιπτώσεις ήταν συγχυσμένος. Δεν απάντησε σε ουσιώδεις ερωτήσεις που αφορούσαν τα καθήκοντα της θέσης που διεκδικεί. Δεν είναι πειστικός, είναι ανώριμη προσωπικότητα και πολλές φορές αυτοσχεδιάζει.»
Η διαφορά στην αξιολόγηση μεταξύ «καλός» και «σχεδόν εξαίρετος» δεν είναι αμελητέα. Ειδικά όταν συνοδεύεται και από τους χαρακτηρισμούς που η Ε.Δ.Υ. χρησιμοποίησε για την αξιολόγηση της, οι οποίοι δεν ελέγχονται από το Δικαστήριο εφόσον ανάγεται στη νοητική διεργασία του διοικητικού οργάνου, (δέστε την πρόσφατη απόφαση στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 217/2012, ημερ. 3.6.2014, ECLI:CY:AD:2014:C452, της Πλήρους Ολομέλειας με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία με ιδιαίτερη παραπομπή στη Δημοκρατία ν. Μάρω Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404). Η σημασία των προφορικών συνεντεύξεων είναι δεδομένη, (Δημοκρατία ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395 και Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374), και επομένως η Ε.Δ.Υ. έδωσε αιτιολογία για την παράκαμψη του πλεονεκτήματος. Χαρακτήρισε τη διαφορά στην προφορική εξέταση μεταξύ του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών ως διαφορά αξιολόγησης «σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο». Αυτή η διαφορά παρατηρήθηκε και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Η Ε.Δ.Υ. αναφέρθηκε και στο ενδιαφερόμενο μέρος Χατζηχρίστου, ο οποίος στη Συμβουλευτική Επιτροπή απέδωσε στο ίδιο επίπεδο με τον αιτητή. Η μεγαλύτερη διαφορά εντοπίστηκε στην εξέταση ενώπιον της ίδιας της Ε.Δ.Υ.
Η αιτιολογία που προσέφερε η Ε.Δ.Υ. ήταν επαρκής και πειστική για να παρακάμψει υπό τις περιστάσεις το πλεονέκτημα και το πρόσθετο προσόν του αιτητή. Όπως και σε υψηλές στην ιεραρχία θέσεις έτσι και σε θέσεις πρώτου διορισμού, η προφορική συνέντευξη ενέχει τη δική της σημασία. Η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να αναφερθεί και σε νομολογία στο σκεπτικό της σε σχέση με το υπό εξέταση θέμα. Εδώ η διαφορά μεταξύ της απόδοσης του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «οριακή» κατά τη νομολογία που έχει χαρακτηρίσει ως τέτοια τη διαφορά μεταξύ «πολύ καλού» και «εξαίρετου», (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Δημοκρατία ν. Σπανού (2011) 3 Α.Α.Δ. 267). Εδώ η διαφορά ήταν μεταξύ «καλού» και «σχεδόν εξαίρετου» για τα ενδιαφερόμενα μέρη Βαρναβίδη, Κυριακίδη, Μαδέλλα και Χατζηχρίστου, ενώ για τον Φλουρέντζου η διαφορά ήταν ακόμη μεγαλύτερη εφόσον αυτός αξιολογήθηκε ως «εξαίρετος» τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και ενώπιον της Ε.Δ.Υ.
Χρειάζεται εξειδίκευση των λόγων αντιστάθμισης του πλεονεκτήματος, (Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1 και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Η διαφορά στην προφορική συνέντευξη όμως στη Φιλίππου ήταν μεταξύ «πάρα πολύ καλή» και «σχεδόν πολύ καλή». Ενώ στη Ζωδιάτης κρίθηκε αιτιολογημένη η παράκαμψη του πλεονεκτήματος με προφανή την αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους και με τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του.
Κρίνεται ότι υπάρχει ειδική αιτιολογία επαρκής και καταγραμμένη πλήρως στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ώστε να δικαιολογείτο η παράκαμψη του πλεονεκτήματος και του πρόσθετου προσόντος. Η προφορική εξέταση δεν λειτούργησε, ως η εισήγηση του αιτητή, ως υπερκριτήριο επικαλύπτοντας όλα τα υπόλοιπα. Αντίθετα, έγινε μια εύλογη και νομολογιακά ορθή στάθμιση όλων των κριτηρίων προς επιλογή των ενδιαφερομένων μερών.
Η προσφυγή κατά συνέπεια απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ