ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Α. Γεωργιάδης, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-02-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΑΚΗΣ ΓΙΟΥΚΚΑΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ.126/2012, 27/2/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D141

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                         (Υπόθεση  Αρ.126/2012)

 

27 Φεβρουαρίου, 2015

 

[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΛΑΚΗΣ  ΓΙΟΥΚΚΑΣ,

 

Αιτητής,

 

ΚΑΙ

 

                            ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

                       ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

      

Καθ'ων  η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Α. Γεωργιάδης, για τον Αιτητή.

 

Ε. Παπαγεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους  Καθ΄ων η

 Αίτηση.

 

Χρ. Δημητριάδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.Ο αιτητής αμφισβητεί το κύρος της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερομηνίας 27.10.2011, με την οποία διορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος Μιχαήλ Χατζηγαβριήλ στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Νεφρολογίας, από 15.11.2011.

 

Η πλήρωση μιας μόνιμης θέσης Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Νεφρολογίας (Θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής), η οποία κενώθηκε λόγω προαγωγής του κατόχου της, τροχιοδρομήθηκε από την ΕΔΥ, κατόπιν σχετικού διαβήματος του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας.

 

Ακολούθησε δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και υποβολή αιτήσεων από επτά ενδιαφερόμενους, οι οποίες διαβιβάστηκαν από τον Πρόεδρο της ΕΔΥ στη Συμβουλευτική Επιτροπή για αξιολόγηση.

 

Ανάμεσα στους υποψηφίους συμπεριλαμβάνονταν ο αιτητής, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του Μόνιμου Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης (Νεφρολογίας), στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και το ενδιαφερόμενο μέρος, ο οποίος υπηρετούσε στη Νεφρολογική Μονάδα και Μονάδα Αιμοκάθαρσης του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας με ειδικό συμβόλαιο ως ειδικός Νεφρολόγος.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού εξέτασε τις αιτήσεις των υποψηφίων, έθεσε έναν από αυτούς εκτός διαδικασίας επειδή, όπως διαπιστώθηκε, δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης και, στη συνέχεια, κάλεσε τους υπόλοιπους σε προφορική εξέταση.

 

Με βάση τη γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε σχέση με την απόδοση τους στην προφορική εξέταση, η οποία καταγράφηκε και αιτιολογήθηκε στα πρακτικά, οι διάδικοι αξιολογήθηκαν ως «Εξαίρετοι».

 

Στη συνέχεια, κατόπιν συνεκτίμησης των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, των προσόντων των υποψηφίων σε συνάρτηση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς επίσης και των υπόλοιπων στοιχείων των αιτήσεων, η Συμβουλευτική Επιτροπή, ετοίμασε αιτιολογημένη έκθεση για τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά και, ακολούθως, με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία, κατήρτισε κατάλογο με τα ονόματα τεσσάρων υποψηφίων κατ' αλφαβητική σειρά, οι οποίοι συστήνονταν για προαγωγή.

 

Τόσον ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος περιλαμβάνονταν στους συστηνόμενους, με το γενικό χαρακτηρισμό του «Εξαίρετου».

 

Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υποβλήθηκε ακολούθως στην ΕΔΥ η οποία, αφού υιοθέτησε τα πορίσματα της έκθεσης αναφορικά με την κατοχή από μέρους των υποψηφίων, των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, κάλεσε και τους έξι σε προφορική εξέταση, ενώπιόν της σε επόμενη συνεδρία της στην παρουσία του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας (ο Διευθυντής) και ενός Ανώτερου Λειτουργού με ειδικότητα στη Νεφρολογία.

 

Η προφορική εξέταση έλαβε χώρα στις 27.10.2011 και σ' αυτήν προσήλθαν τέσσερεις υποψήφιοι, η απόδοση των οποίων αξιολογήθηκε αρχικά από τον Διευθυντή, κατόπιν διαβούλευσης με τον Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος Νεφρολογίας και, στη συνέχεια, μετά την αποχώρησή τους, από την ΕΔΥ.

 

Σύμφωνα με την αξιολόγηση του Διευθυντή, ο αιτητής χαρακτηρίστηκε ως «Εξαίρετος» και το ενδιαφερόμενο μέρος ως «Σχεδόν Εξαίρετος».

 

Από την πλευρά της η ΕΔΥ, με αιτιολογημένη κρίση, βαθμολόγησε τον αιτητή ως «Σχεδόν Εξαίρετο» και το ενδιαφερόμενο μέρος ως «Εξαίρετο».

 

Καταλήγοντας στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους, ως γενικά υπερέχοντα των υπολοίπων και καταλληλότερο για προαγωγή στην επίδικη θέση, η ΕΔΥ σημείωσε ότι δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του αιτητή, διότι το ενδιαφερόμενο μέρος, είχε βαθμολογηθεί σε ψηλότερο επίπεδο στην ενώπιον της προφορική εξέταση και, επίσης, ως «Εξαίρετος» από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και, επιπλέον, διέθετε μακρά πείρα (24 χρόνια) στο Παρασκευαΐδιο Μεταμοσχευτικό Κέντρο, στοιχείο το οποίο προσέθετε στην αξία του.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση γιατί:

 

(α) Δεν ελήφθησαν δεόντως υπόψη τα επιπρόσθετα προσόντα του, μεταξύ των οποίων, η πείρα του και η δεύτερη ειδικότητά του στην παθολογία.

 

(β) Δεν διεξήχθη η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους σε ιδιωτική κλινική.

 

(γ) Υπάρχει κενόν αιτιολογίας.

 

(δ) Παραβιάζει την αρχή της επιλογής του καταλληλότερου υποψήφιου, εφόσον ο αιτητής υπερτερούσε καταφανώς έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε  αξία και  προσόντα και

 

(ε) Είναι το αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και συνυπολογισμού εξωγενών στοιχείων κρίσης.

 

Όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία των φακέλων, ο αιτητής, εκτός από την ειδικότητα της επίδικης θέσης, δηλαδή της Νεφρολογίας (16.7.2003), έχει αναγνωρισμένη από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, ειδικότητα στην Παθολογία (2.2.1993), η οποία, κατά την άποψή του, συνιστούσε ένα επιπρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης που αγνοήθηκε από τους καθ'ων η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης δεν προβλέπει οτιδήποτε ως πλεονέκτημα ή ως επιπρόσθετο προσόν και η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε μνεία της πρόσθετης ειδικότητας του αιτητή, αποφάσισε ότι «για να λογιστεί στους υποψήφιους επιπρόσθετο προσόν θα πρέπει να είναι κάτοχοι τουλάχιστον ενός εκ των ακόλουθων πιστοποιητικών, σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης: Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Μάστερ, ή/και Διδακτορικό Δίπλωμα».

 

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, σημειώθηκε στην έκθεση ότι ο αιτητής δεν κατείχε επιπρόσθετα προσόντα.

 

Ούτε και η ΕΔΥ στην απόφασή της ανεφέρθη ειδικότερα στην πρόσθετη ειδικότητα του αιτητή, αλλά αρκέστηκε στο γενικόλογο σχόλιο ότι έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων.

 

Η θέση του αιτητή είναι ότι εν προκειμένω η ΕΔΥ, υιοθετώντας την «αντινομική ερμηνεία» και εσφαλμένη απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αγνόησε και δε θεώρησε ως επιπρόσθετο προσόν τη δεύτερη ειδικότητά του, θεωρώντας, κάτω από συνθήκες πλάνης ότι δεν ήταν κάτοχος τέτοιου προσόντος, με αποτέλεσμα να πάσχει η επίδικη απόφαση της στην οποία τελικά ενσωματώθηκε το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Παράλληλα, η απουσία ιδιαίτερης αναφοράς στην ειδικότητά του της Παθολογίας, συνιστά κατά τον αιτητή έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

Αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, η πλευρά των καθ' ων η αίτηση παραπέμπει στο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, επισημαίνοντας ότι δεν προβλέπεται σε αυτό ως επιπρόσθετο προσόν η κατοχή της ειδικότητας στην Παθολογία.

 

Ανεξαρτήτως τούτου, εισηγούνται ότι το συγκεκριμένο προσόν του αιτητή λήφθηκε υπόψη, αφού συμπεριλήφθηκε στο σχετικό πίνακα των «σπουδών» των υποψηφίων, που επισυνάφθηκε στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Προσθέτουν ότι το έργο της ερμηνείας και εφαρμογής των Σχεδίων Υπηρεσίας, όπως και της διαπίστωσης της κατοχής των προσόντων των υποψηφίων εναπόκειται, σύμφωνα με τη νομολογία, αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και ότι η κατοχή επιπρόσθετων, μη απαιτούμενων ακαδημαϊκών προσόντων, είναι στοιχείο χωρίς μεγάλη βαρύτητα και δεν αποδεικνύει από μόνο του έκδηλη υπεροχή.

 

Στο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης καθορίζονται τα σχετικά καθήκοντα και ευθύνες ως εξής:

 

« 2. Καθήκοντα και ευθύνες:

 

(α) Ασκεί ιατρικά καθήκοντα της ειδικότητας του σε κυβερνητικό ιατρικό ίδρυμα. Αν η θέση προορίζεται για το Τμήμα Πρώτων Βοηθειών, ο διορισθησόμενος ή προαχθησόμενος θα εκτελεί τα ιατρικά καθήκοντα που απαιτούν οι ανάγκες του Τμήματος τούτου.

 

(β) Με απόφαση της αρμόδιας προϊστάμενης αρχής αντικαθιστά το Διευθυντή Κλινικής ή τμήματος κυβερνητικού ιατρικού ιδρύματος ή εκτελεί καθήκοντα Διευθυντή τέτοιας κλινικής ή τμήματος, όταν δεν υπάρχει Διευθυντής ανώτερου βαθμού.

 

(γ) Ετοιμάζει και υποβάλλει εκθέσεις, στοιχεία και εισηγήσεις στα θέματα που αφορούν την ειδικότητα του.

 

(δ) Προγραμματίζει ή/και συμμετέχει στην εκπαίδευση ιατρικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού στον τομέα της ειδικότητας του.

 

(ε) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν».

 

(Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

 

Σύμφωνα με το άρθρο 34(6) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90 ως έχει τροποποποιηθεί), το οποίο διέπει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, «. η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής και ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα με το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Ετήσιων Υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση, για όλους τους υποψηφίους και κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των υποψηφίων τους οποίους συστήνει για επιλογή». (Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Mιχαηλίδου, διαχειρίστριας της περιουσίας του Ανδρέα Μιχαηλίδη (2011) 3 ΑΑΔ 871, επισημάνθηκαν αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα τα ακόλουθα:

 

«Δεν νοείται αναφορά στην υπηρεσιακή εικόνα, χωρίς στον όρο να περιλαμβάνονται και τα προσόντα ως μέρος της. Είναι δε αυτονόητο πως όταν ο Νόμος αναφέρεται και στα προσόντα ως κριτήριο για την επιλογή του καταλληλότερου εννοεί προσόντα που δεν απαιτούνται ».

    

Στην Χρίστου v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας (1998) 3 ΑΑΔ 604, υποδείχθηκε ότι η κατοχή πρόσθετων μη απαιτούμενων προσόντων σχετίζεται με την ευχέρεια που παρέχεται στον κάτοχό τους να εκπληρώσει τα καθήκοντα της θέσης με μεγαλύτερη επιτυχία.

 

Στην παρούσα περίπτωση, η ειδικότητα του αιτητή στην Παθολογία, ενώ σημειώνεται στο σχετικό κατάλογο, δε φαίνεται ν΄ απασχόλησε καθ' οιονδήποτε τρόπο την Συμβουλευτική Επιτροπή. Η απόφασή της να θεωρήσει ως επιπρόσθετο προσόν, μόνο ακαδημαϊκούς τίτλους, επιπέδου Μάστερ και Διδακτορικού, δεν την απάλλασσε από την υποχρέωση να εξετάσει το ζήτημα της κατοχής μιας πρόσθετης ειδικότητας σε συνάρτηση με τα προβλεπόμενα καθήκοντα του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Όχι μόνον η εκπαιδευτική, αλλά και η όλη επαγγελματική πορεία ενός υποψηφίου, είναι δεδομένα που χρήζουν της δέουσας αξιολόγησης.

 

Η ΕΔΥ από την πλευρά της δεν εξέτασε αν το στοιχείο αυτό μπορούσε να συσχετισθεί με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, ιδίως σε ότι αφορά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2(α) και (ε) του Σχεδίου Υπηρεσίας (πιο πάνω).

 

Αντίθετα, παρέκαμψε το ζήτημα, σημειώνοντας απλά και αόριστα ότι έλαβε δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Η χωρίς οποιοδήποτε άλλο σχόλιο αποδοχή της θέσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής από την ΕΔΥ και χωρίς να έχει διατυπωθεί η δική της κρίση και άποψη επί του θέματος της πρόσθετης ειδικότητας του αιτητή, δίδει την εντύπωση επισφράγισης της εισήγησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και δυσχεραίνει το δικαστικό έλεγχο, κατά τα νομολογηθέντα στην Dolitze κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 539.

 

Δεδομένου ότι η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους βασίσθηκε σε μείζονα βαθμό στη μακρά πείρα του, η οποία, όπως και η πρόσθετη ειδικότητα του αιτητή, δεν ήταν απαιτούμενο προσόν, απαιτείτο μια σύγκριση και συνεκτίμησή τους, ούτως ώστε, αφενός να παρουσιάζεται η ορθή εικόνα των υποψηφίων, αφετέρου δε,  να ικανοποιείται η απαίτηση του Νόμου και της νομολογίας για επαρκή αιτιολόγηση της απόφασης του διορίζοντος οργάνου.

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 145, σελ. 168 - 169, το θέμα τέθηκε ως εξής:

 

«Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια.  Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. 

 

{Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 185}.

 

Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου "για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτήˮ (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ v. Kυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)».

 

Σχετική είναι επίσης και η πρόσφατη Δρ. Γιαννάκης Χριστοδούλου κ.ά. v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 101/2012 κ.ά., ημερομηνίας 19.12.2014, στην οποία το Δικαστήριο αποδοκίμασε την παράλειψη αξιολόγησης μιας επιπρόσθετης εξειδίκευσης του αιτητή και τη γενικόλογη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια από την ΕΔΥ, η οποία, όπως τονίστηκε, «δεν αποκλείει το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης στο έργο της αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων».

 

Στην παρούσα περίπτωση, η ανεπάρκεια της αιτιολογίας οφείλεται στη διαπιστωμένη έλλειψη οποιασδήποτε έρευνας αναφορικά με την πρόσθετη ειδικότητα του αιτητή και αν αυτή σχετιζόταν ή όχι με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των υπολοίπων ζητημάτων.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με €1.300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή.

 

 

Κ. Σταματίου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο