ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ν. Νικολαϊδου (κα) για Παπαντωνίου και Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για αιτητή Γ. Σεραφείμ, για καθ΄ ων η αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-02-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ν. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1057/2012, 6/2/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D76

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1057/2012)

 

 

6 Φεβρουαρίου, 2015

 

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

                                                                     

                                                                                Αιτητή,

 

και

 

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

          Καθ΄ου η αίτηση.

______

 

 

Ν. Νικολαϊδου (κα) για Παπαντωνίου και Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για αιτητή

Γ. Σεραφείμ, για καθ΄ ων η αίτηση

______

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

     ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης του Συμβουλίου του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) ημερ. 25.4.12 με την οποία ανακλήθηκε η απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής (στο εξής η Επιτροπή) για προσφορά σ΄ αυτό μία θέσης Διδακτικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού στη βαθμίδα του Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή στην ειδικότητα «Λογοπαθολογία ή Λογοθεραπεία» (στο εξής η Θέση), με το αιτιολογικό της κακής συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος. 

 

     Το πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης δεν αμφισβητείται και σε συντομία έχει ως ακολούθως: 

 

     Η προκήρυξη της Θέσης αποφασίστηκε από την Επιτροπή στις 30.7.10 και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 29.10.10, ενώ η σύνθεση του Εκλεκτορικού Σώματος για σκοπούς πλήρωσης της Θέσης καθορίστηκε από την Επιτροπή στις 15.10.10.

 

     Ο αιτητής, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν ως Καθηγητής στο Τ.Ε.Ι. Πατρών, υπέβαλε αίτηση για τη Θέση και κλήθηκε , όπως και άλλοι τέσσερις υποψήφιοι, σε συνέντευξη ενώπιον του Εκλεκτορικού Σώματος στις 11.12.11.

 

     Με το πέρας των συνεντεύξεων, το Εκλεκτορικό Σώμα, αφού αξιολόγησε όλους τους υποψηφίους, πρότεινε ομόφωνα για τη Θέση τον αιτητή και η εισήγησή του εγκρίθηκε ομόφωνα από την Επιτροπή στις 16.12.11.  Ακολούθως δε, στις 31.1.12, η Πρύτανης του ΤΕΠΑΚ απέστειλε στον αιτητή επιστολή με την οποία του ζητούσε να προσκομίσει διάφορα πιστοποιητικά και βεβαιώσεις, τα οποία απαιτούνταν ως προϋπόθεση για να του κοινοποιηθεί στη συνέχεια η σχετική με τη Θέση προσφορά διορισμού από 1.9.12.

 

     Δύο περίπου μήνες μετά, στις 26.3.12, η Πρύτανης ενημέρωσε τα Μέλη της Συγκλήτου ότι η απόφαση της Επιτροπής ημερ. 16.12.11 για «. το διορισμό συγκεκριμένου υποψηφίου . δεν έχει προωθηθεί και επομένως δεν έχει σταλεί οποιαδήποτε επιστολή προσφοράς διορισμού . » λόγω κακής συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, αφού ένα από τα Μέλη του δεν κατείχε την απαιτούμενη βαθμίδα του καθηγητή, αλλά κατείχε αυτή του αναπληρωτή καθηγητή.  Περαιτέρω, με το ίδιο σημείωμα, πληροφορούσε τα Μέλη ότι η διαδικασία πλήρωσης της Θέσης θα έπρεπε να επαναληφθεί από το σημείο συγκρότησης νέου Εκλεκτορικού Σώματος και δεδομένου ότι τέτοιο σώμα είχε συγκροτηθεί στις 7.3.12 για σκοπούς πλήρωσης μιας άλλης όμοιας θέσης στην ίδια ειδικότητα, πρότεινε όπως το σώμα αυτό αξιολογήσει εκ νέου και τις υποψηφιότητες που είχαν υποβληθεί για τη Θέση.

 

     Η Σύγκλητος υιοθέτησε τις προτάσεις της Πρυτάνεως στη συνεδρία της ημερ. 4.4.12, στο πλαίσιο της οποίας αποφάσισε κατά πλειοψηφία και τον καθορισμό της σύνθεσης του Εκλεκτορικού Σώματος που θα επιλαμβάνετο του ζητήματος πλήρωσης της Θέσης.

 

     Η πιο πάνω απόφαση της Συγκλήτου επικυρώθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο του ΤΕΠΑΚ κατά τη συνεδρία του ημερ. 25.4.12, στο πλαίσιο της οποίας αποφασίστηκε να οριστεί νέο Εκλεκτορικό Σώμα το οποίο θα αξιολογούσε εκ νέου τις υποψηφιότητες που είχαν (αρχικά) υποβληθεί και θα επαναλάμβανε εξ αρχής τη διαδικασία.  Ακολούθως οι αποφάσεις του Συμβουλίου κοινοποιήθηκαν στους υποψηφίους με επιστολή ημερ. 2.5.12 και με τη λήψη της επιστολής, ο αιτητής, αφού αρχικά διαμαρτυρήθηκε μέσω δικηγόρου ότι οι υπό αναφορά αποφάσεις του Συμβουλίου συνιστούσαν «ανάκληση του διορισμού του» και ότι αυτό του επέφερε «σοβαρή οικονομική ζημία καθώς και ηθική βλάβη», προχώρησε και καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.  Παρά την καταχώριση όμως της προσφυγής, προσήλθε, στις 29.11.12, κατά την επανάληψη της διαδικασίας πλήρωσης της Θέσης σε συνέντευξη ενώπιον του νέου Εκλεκτορικού Σώματος  το οποίο, όμως, επέλεξε αυτή τη φορά άλλο υποψήφιο:  Tη Δρ. Μαρία Καμπάναρος, απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο άλλης προσφυγής του αιτητή - της υπ΄ αρ. 5733/13 - η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

     Ο αιτητής προώθησε την προσφυγή του με άξονα τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τις αρχές της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Και αυτό καθότι ο ίδιος είχε λάβει διαβεβαίωση και προσφορά διορισμού στη Θέση μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, την οποία και αποδέχθηκε με αποτέλεσμα να μην εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη δεύτερη όμοια θέση που είχε στο μεταξύ προκηρυχθεί και ως εκ τούτου να υποστεί ηθική και υλική ζημία.

 

     Η προσφυγή προσέκρουσε - πέραν από την υποστήριξη της εγκυρότητας της ανάκλησης της απόφασης και σε δύο προδικαστικές ενστάσεις.  Ότι δηλαδή (α) ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την ανάκληση της απόφασης εφόσον ουδέποτε του έγινε προσφορά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αποδοχή της και ως εκ τούτου να μην υπάρχει τελεσθείσα και εκτελεστή πράξη διορισμού και (β) η προσφυγή συνιστά ανεπίτρεπτη ταυτόχρονη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία, εφόσον ο αιτητής συμμετείχε στην επανάληψη της διαδικασίας πλήρωσης της Θέσης.

 

     Όπως γίνεται αντιληπτό προέχει η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων και σε σχέση με την πρώτη, οι θέσεις των καθ΄ων η αίτηση έχουν ως ακολούθως:

 

     Η απόφαση για διορισμό του αιτητή ουδέποτε εκτελέστηκε καθώς, όπως προκύπτει από τη σχετική επί του θέματος αλληλογραφία, δεν του είχε κοινοποιηθεί επισήμως προσφορά διορισμού. Η πληροφόρηση που έλαβε ο αιτητής μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος του Καθηγητή Μερκούρη, δεν συνιστούσε - υποβλήθηκε - επίσημη προσφορά διορισμού δεδομένου ότι η σχετική αρμοδιότητα για την εκτέλεση των αποφάσεων της Συγκλήτου και του Συμβουλίου ανήκει δυνάμει του άρθρου 15(3) του περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου 2003 (Ν.198(1)/2003, όπως τροποποιήθηκε) στην Πρύτανη και όχι σ΄ οποιοδήποτε μέλος του Διδακτικού Προσωπικού.  Απουσιάζει επομένως επίσημη προσφορά διορισμού, δηλαδή η  εξωτερίκευση της πρόθεσης της Διοίκησης και κατ΄ επέκταση απουσία και επίσημης αποδοχής της από τον αιτητή.  Επομένως δεν υπάρχει σ συμπλήρωση διοικητικής πράξης, η οποία παρέμεινε ένα εσωτερικό διοικητικό ζήτημα (internum) χωρίς να λαμβάνει εκτελεστό χαρακτήρα.  Σ΄ ότι δε αφορά την «ανάκληση» της απόφασης για προσφορά της Θέσης στον αιτητή, αυτή συνιστούσε ουσιαστικά ματαίωση μιας μη εκτελεστής πράξης.

 

     Απορρίπτοντας τις πιο πάνω θέσεις των καθ΄ ων η αίτηση, ο αιτητής ισχυρίστηκε πως δεν προκύπτει από το Νόμο ότι η κοινοποίηση της απόφασης για προσφορά διορισμού εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Πρυτάνεως, ούτε προνοείται από το Νόμο συγκεκριμένος τύπος για τέτοια κοινοποίηση και υπό τις περιστάσεις το ηλεκτρονικό μήνυμα του Καθηγητή Μερκούρη συνιστούσε την αναγκαία προσφορά διορισμού.  Υπέβαλε επί του προκειμένου ότι με το συγκεκριμένο μήνυμα εξωτερικεύθηκε η πρόθεση της Διοίκησης για την επιλογή του και ως εκ τούτου αυτή έπαυσε πλέον να αποτελεί εσωτερικό μέτρο και απέκτησε εκτελεστό χαρακτήρα.  Σ΄ ότι δε αφορά το θέμα της αποδοχής επικαλέστηκε το ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στις 28.10.11 προς τον Καθηγητή Μερκούρη με το οποίο, όπως υπέβαλε, τελειώθηκε η πράξη του διορισμού του και επεσήμανε ότι η επιστολή που του αποστάληκε για να προσκομίσει τα διάφορα έγγραφα ήταν μεταγενέστερη τόσο της προσφοράς διορισμού όσο και της εκ μέρους του αποδοχής της.

 

     Διεξήλθα τις εκατέρωθεν θέσεις με τη δέουσα προσοχή, οι οποίες θα εξεταστούν σε συνάρτηση με το νομικό πλαίσιο και τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα. Και αυτό, προς απάντηση του ερωτήματος κατά πόσο το ηλεκτρονικό μήνυμα που εστάλη στον αιτητή από τον Καθηγητή Μερκούρη στις 28.12.11 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επίσημη προσφορά διορισμού.

 

      Το άρθρο 7(1)(γ) του περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου παρέχει, μεταξύ άλλων, στο Συμβούλιο εξουσία (α) να προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες αναφορικά με τις εκλογές ή προαγωγές του διδακτικού προσωπικού και  (β) να επικυρώνει τους διορισμούς και τις προαγωγές του εν λόγω προσωπικού, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 15(3) «(3) Ο Πρύταvης είvαι o αvώτατoς ακαδημαϊκός και εκτελεστικός αξιωματoύχoς του Παvεπιστημίoυ, έχει τη διαχείριση τωv τρεχoυσώv εργασιώv του, πρoϊσταται τωv υπηρεσιώv τoυ, μεριμvά για τηv εκτέλεση τωv απoφάσεωv τoυ Συμβoυλίoυ και της Συγκλήτoυ και είvαι υπεύθυvoς για τηv εφαρμoγή της πoλιτικής τoυ Παvεπιστημίoυ».  Στη βάση του νομικού αυτού πλαισίου έχω την άποψη ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα του Καθηγητή Μερκούρη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούσε προσφορά διορισμού εφόσον το καθήκον ή αρμοδιότητα για εκτέλεση των αποφάσεων του Συμβουλίου ανήκει δυνάμει του Νόμου στον Πρύτανη και στην απουσία ισχυρισμού περί εξουσιοδότησης του συγκεκριμένου καθηγητή από την Πρύτανη να προβεί  σε τέτοιο επίσημο διάβημα, η θέση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.  Επιπρόσθετα αυτό καθαυτό το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος του Καθηγητή Μερκούρη καθιστά αβάσιμη την επιχειρηματολογία του αιτητή, αφού αυτό δεν συνοδεύεται από οποιαδήποτε αναφορά σε μισθοδοτικούς ή άλλους όρους και αποσαφηνίζει, σ΄ ότι αφορά την επίσημη προσφορά διορισμού, ότι θα λάβει σχετική επιστολή στις αμέσως επόμενες ημέρες.  Δια του λόγου το ασφαλές, παρατίθεται αυτούσιο το υπό αναφορά ηλεκτρονικό μήνυμα:

 

" Αγαπητέ Ηλία,

 

Σε ενημερώνω ότι έχεις επιλεγεί για τη θέση του αναπληρωτή Καθηγητή (η επικύρωση εκλογής έγινε στις 16/12 από τη ΔΕ).

 

 Πιστεύω ότι η παρουσία σου θα συμβάλει στην επιτυχή ανάπτυξη του Τμήματος Αποκατάστασης και είμαι σίγουρος ότι θα έχουμε μια δημιουργική συνεργασία, τόσο σε επίπεδο Τμημάτων, όσο και σε προσωπικό επίπεδο.

Όπως γνωρίζεις, οι ανάγκες του Πανεπιστημίου επιβάλλουν όπως αναλάβεις υπηρεσία το συντομότερο δυνατό.

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι χρειάζεσαι κάποιο χρονικό διάστημα για να προετοιμαστείς, καθώς και το γεγονός ότι το χειμερινό εξάμηνο στην Ελλάδα, ολοκληρώνεται το Φεβρουάριο, ευελπιστώ ότι θα μπορούσες να αναλάβεις υπηρεσία αρχές Μαρτίου το αργότερο.

 

 Τις αμέσως επόμενες ημέρες θα λάβεις την επίσημη επιστολή διορισμού.

 

Αναμένουμε την ανταπόκριση σου: α) για το αν αποδέχεσαι τη θέση, και β) για την ακριβή ημερομηνία που μπορείς να αναλάβεις υπηρεσία, προκειμένου να προχωρήσουμε στις απαραίτητες διαδικασίες.

 

Αν έχεις οποιοδήποτε ερώτημα ή χρειαστείς οποιαδήποτε διευκρίνιση μη διστάσεις να επικοινωνήσεις μαζί μου στο 0035797762562.

 

Συγχαρητήρια και πάλι για την εκλογή σου. Καλές γιορτές και Καλή Χρονιά σε εσένα και στην οικογένεια σου».

 

     Επιπροσθέτως όμως προς τα ανωτέρω υπάρχει και η επιστολή της Πρυτάνεως ημερ. 31.1.12, το περιεχόμενο της οποίας δίδει αρνητική απάντηση στο τεθέν ερώτημα με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, αφού με αυτή η Πρύτανης πληροφορούσε τον αιτητή ότι «. για να προχωρήσουμε σε προσφορά διορισμού σας στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου με ημερομηνία έναρξης την 1 Σεπτεμβρίου 2012 παρακαλώ όπως μας προσκομίσετε τα ακόλουθα έγγραφα».  Αποσαφηνιζόταν δηλαδή ότι η  προσφορά διορισμού θα γινόταν στο μέλλον, νοουμένου ότι ο αιτητής θα προσκόμιζε τα έγγραφα που του ζητούνταν με την επιστολή και ενόψει του γεγονότος ότι αφενός τέτοια προσφορά δεν έγινε και αφετέρου ούτε ανάλογη αποδοχή της από τον αιτητή, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τελείωση της διοικητικής πράξης.  Παραπέμπω σχετικά στη Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 129 όπου, με αναφορά στο Σύγγραμμα του Κυριακόπουλου «Διοικητικό Ελληνικό Δίκαιο», 4η έκδοση, Τόμος Γ, υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια ότι:

 

«"Εφ' όσον, κατά τα προειρημένα, η δημοσία υπαλληλική σχέσις τελειούται διά της αποδοχής του διορισμού, συμφώνως προς τα περί συμβατικής θεωρίας διδασκόμενα, προ της αποδοχής, η εν τω γίγνεσθαι τελούσα δημοσία υπαλληλική σχέσις είναι δυνατόν να ματαιωθή μονομερώς παρά της δημοσίας διοικήσεως δι' ανακλήσεως του διορισμού. Η τοιαύτη ανάκλησις ουδέποτε δύναται να θεωρηθή ως προσβάλλουσα κεκτημένα δικαιώματα, εφ' όσον η υπαλληλική σύμβασις δεν  κατηρτίσθη εισέτι. Μόνον διά της αποδοχής του διορισμού τελειούται η υπαλληλική σχέσις, διό και δεν δύναται πλέον ν' ανακληθή ούτος".

      Επίσης, στον Κυριακόπουλο "Διοικητικόν Ελληνικόν Δίκαιον", 4η Έκδοση, Τόμος Β', στις σελίδες 396-397, αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Η βεβαία διατύπωσις της βουλήσεως του διοικητικού οργάνου εν τη διοικητική πράξει διά της συντάξεως και υπογραφής ταύτης, δηλοί ότι η πράξις εξεδόθη. Αλλ' η έκδοσις μόνη δεν συνεπιφέρει τα εξ αυτής αναμενόμενα έννομα αποτελέσματα. Η διοικητική πράξις, ως δήλωσις βουλήσεως, διά ν' απόκτηση νομικήν ενέργειαν, δέον να παύση αποτελούσα internum και εξωτερικευθή, ήτοι να περιέλθη εις το πρόσωπον, εις ο αφορά. Επομένως, η διοικητική πράξις δέον ν' ανακοινούται εις τον ενδιαφερόμενον. Κατά τίνα τύπον δέον να γίνη η ανακοίνωσις αύτη, εξαρτάται εξ αυτής της φύσεως της πράξεως, εφ' όσον εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει ο νόμος δεν ορίζη ιδιαίτερον τύπον".

 

      Η ανάκληση, λοιπόν, από το Συμβούλιο της απόφασης για προσφορά  διορισμού στον αιτητή έγινε σε χρονικό σημείο κατά το οποίο δεν είχε ακόμα κοινοποιηθεί επισήμως προσφορά διορισμού και η συνυφασμένη με αυτή αποδοχή της από τον αιτητή.  Τούτου δοθέντος, το Συμβούλιο είχε κάθε δικαίωμα να ανακαλέσει την προσφορά διορισμού στον αιτητή η οποία δεν είχε ακόμη μετουσιωθεί σε εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς η πρώτη προδικαστική ένσταση ευσταθεί, κάτι που προδιαγράφει και την τύχη της προσφυγής.

 

     Παρά την πιο πάνω κατάληξη, δεν θα ήταν χωρίς σημασία η εξέταση (σε συντομία) και της δεύτερης προδικαστικής ένστασης.  Σε σχέση με αυτή είναι θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι εφόσον ο αιτητής αποδέχτηκε την απόφαση για επανάληψη της διαδικασίας  και προσήλθε ανεπιφύλακτα σε συνέντευξη ενώπιον του Εκλεκτορικού Σώματος, η προσφυγή του φέρνει στο προσκήνιο το δόγμα της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

     Η ανταπόκρισή του στην πρόσκληση για συνέντευξη, αντιτείνει ο αιτητής, έγινε χωρίς να γνωρίζει αν αυτή αφορούσε την αρχική θέση ή εκείνη που προκηρύχθηκε μεταγενέστερα.  Επικαλείται προς τούτο δύο επιστολές του ημερ. 25.10.12 και 21.11.12 προς τη Πρύτανη με τις οποίες επιβεβαίωνε τη συμμετοχή του στη συνέντευξη, ζητούσε να πληροφορηθεί, για ποια θέση θα γινόταν αυτή και εξέφραζε τον προβληματισμό του αναφορικά με τη νομιμότητα της συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, λόγω συμμετοχής σ' αυτό προσώπου με το οποίο, ο ίδιος είχε στενή επαγγελματική σχέση και συνεργασία.

 

     Οι πιο πάνω θέσεις του αιτητή δεν ευσταθούν.  Στην  επιστολή της Πρυτάνεως ημερ. 2.5.12, καθίστατο σαφές ότι, ενόψει της ανάκλησης της απόφασης προσφοράς διορισμού, η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, επρόκειτο να επαναληφθεί από το στάδιο της συνέντευξης και αξιολόγησης από το Εκλεκτορικό Σώμα. Εφόσον όπως και ο ίδιος παραδέχεται, δεν είχε υποβάλει αίτηση για τη θέση που προκηρύχθηκε μεταγενέστερα, ο ισχυρισμός του ότι προσήλθε στη συνέντευξη αγνοώντας για ποια θέση επρόκειτο να αξιολογηθεί, καθίσταται ανεδαφικός.

 

     Οι συνέπειες της ανεπιφύλακτης συμμετοχής του αιτητή στη νέα διαδικασία, υποδηλούν αποδοχή και της απόφασης για ανάκληση της προσφοράς διορισμού του. Με αποτέλεσμα να μην νομιμοποιείται να θέτει όψιμα, ζητήματα που αφορούν το κύρος και τη νομιμότητα της.

Οι προεκτάσεις του δόγματος της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της ίδιας απόφασης προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους  έχουν εξεταστεί σε πληθώρα υποθέσεων (βλ. Ηλία κ.α.  v. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 884, Κάππας v. Oργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36, Ραφτόπουλος v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 241, Δημοκρατία v. Θεοφίλου (Αρ. 1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63).

 

     Στην παρούσα περίπτωση, η αντίφαση που παρατηρείται στη στάση του αιτητή, δηλαδή από τη μια, η κατ'  αποδοχή  της αποφάσεως του Συμβουλίου συμμετοχή του στην επαναληπτική διαδικασία ως συνεπακόλουθο της ανάκλησης της απόφασης για την προσφορά διορισμού και από την άλλη η αμφισβήτηση της εγκυρότητας των ίδιων αποφάσεων, θέτει φραγμό στις διεκδικήσεις του και καθιστά για έναν ακόμα λόγο απαράδεκτη την προσφυγή του.

 

     Ευσταθεί επομένως και η δεύτερη προδικαστική ένσταση, χωρίς όμως να παραβλέπεται και ο ατυχής τρόπος χειρισμού του θέματος στην ολότητά του από τους καθ΄ ων η αίτηση.  Κυρίως σ΄ ότι αφορά την προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε το θεμελιώδες ζήτημα της σύνθεσης του Εκλεκτορικού Σώματος, τα σοβαρά διαβήματα και πιστοποιητικά που ζήτησαν από τον αιτητή ενόψει του διορισμού του, καθώς επίσης και την υποβολή του σε έξοδα για την κάθοδό του στην Κύπρο προς το σκοπό της αξιολόγησης της υποψηφιότητας του.

 

     Για όλα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς να χρειάζεται η εξέταση των λόγων ουσίας, αλλά σ΄ ότι αφορά τα έξοδα κρίνω, ασκώντας προς τούτο τη σχετική διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ότι κάθε πλευρά πρέπει να επωμιστεί τα δικά της έξοδα ενόψει των παρατηρήσεων που έχουν γίνει σε σχέση με τον τρόπο χειρισμού του θέματος από τους καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

                                                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο