ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D23
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 853/2012)
16 Ιανουαρίου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 29 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΤΩΡΙΔΗ,
Αιτητή,
και
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΟΡΜΗΔΕΙΑΣ,
Καθ΄ου η αίτηση.
______
Ν. Δαμιανού, για τον αιτητή
Γ. Ζαχαρίου (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορμήδειας (το Συμβούλιο), αφού έλαβε υπόψη παρατηρήσεις Λειτουργών του Γραφείου της Γενικής Ελεγκτού για παρατυπίες στις πληρωμές και εισπράξεις κοινοτικών φόρων, αποφάσισε στις 12.4.12 να διεξάγει έρευνα για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από τον υπάλληλό του Γεώργιο Κτωρίδη (ο Αιτητής), τον οποίο και έθεσε σε διαθεσιμότητα από 17.4.12 μέχρι και την 17.5.12.
Ο Αιτητής αντέδρασε στην πιο πάνω απόφαση με προσφυγή, την υπ΄ αρ. 852/12, στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 31.3.2014 που τον δικαίωσε και η προσβληθείσα πράξη του Συμβουλίου ακυρώθηκε.
Πριν τη λήξη όμως της περιόδου διαθεσιμότητας, στις 7.5.12, το Συμβούλιο αποφάσισε να την παρατείνει μέχρι και την 1.6.12 με το αιτιολογικό ότι η έρευνα δεν είχε συμπληρωθεί και σχετικά ενημέρωσε τον Αιτητή με επιστολή ημερ. 14.5.12.
Με την παρούσα αίτηση, ο Αιτητής, προσβάλλει τη δεύτερη απόφαση για παράταση της διαθεσιμότητάς του για σειρά νομικών λόγων, αλλά τελικά προώθησε δύο. Ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη πράξη, αφενός, παραβίασε το δικαίωμα ακρόασης που κατοχυρώνεται από το άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99) και, αφετέρου, πάσχει λόγω έλλειψης της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Το Συμβούλιο υποστηρίζει τη νομιμότητα και ορθότητα της απόφασής του στη βάση 13 νομικών σημείων, στα οποία προστέθηκε ακόμη ένα μετά από αίτηση τροποποίησης της ένστασής του και μάλιστα αφού επιφυλάχθηκε απόφαση στην προσφυγή. Αφορά το έννομο συμφέρον του Αιτητή να προσβάλει την επίδικη πράξη και σχετικά προβάλλεται πως η χωρίς διαμαρτυρία ή επιφύλαξη είσπραξη εκ μέρους του τού ½ του μισθού του κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, εξάλειψε το έννομο συμφέρον που είχε για προσβολή της επίδικης πράξης στη βάση του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Όπως έκδηλα προκύπτει από τα πιο πάνω, δύο είναι βασικά τα θέματα που εγείρονται στο πλαίσιο της παρούσας. Το πρώτο κατά πόσο παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του Αιτητή που κατοχυρώνεται από το άρθρο 43 του Νόμου και, το δεύτερο, κατά πόσο εξέλειπε το έννομο συμφέρον που είχε να προσβάλει την επίδικη πράξη στη βάση του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Πρόκειται για τα ίδια ακριβώς θέματα που ηγέρθηκαν και στο πλαίσιο της πρώτης προσφυγής του Αιτητή - της προσφυγής υπ΄ αρ. 852/12 - στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 31.3.14. Διεξήλθα την υπό αναφορά απόφαση, η οποία εκδόθηκε από την αδελφή Δικαστή Μιχαηλίδου, με την οποία συμφωνώ πλήρως και σχετικά παραθέτω αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα ως εφαρμοζόμενο πλήρως και στην παρούσα.
«Ορθά παρατηρεί η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση ότι η νομολογία την οποία επικαλείται ο αιτητής δεν ευθυγραμμίζεται με νεώτερη απόφαση της Ολομέλειας η οποία είναι δεσμευτική ΡΙΚ ν. Σπύρου Κέττηρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 555, όπου έχει ερμηνευθεί το άρθρο 43 του Νόμου, σελ. 559:
«Η διατύπωση του άρθρου 43 δεν αφήνει περιθώρια. Η διαθεσιμότητα είναι διοικητικό μέτρο δυσμενούς φύσης και συνεπώς υπάρχει το δικαίωμα ακρόασης του διοικούμενου.
Ούτε με το επιχείρημα ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου παραγνωρίζει τη φύση της διαθεσιμότητας δυνάμει του κανονισμού 13(1) της Κ.Δ.Π. 160/86 συμφωνούμε. Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται ρητά από το νόμο.
Είναι σημαντικό όμως να τονίσουμε ότι το δικαίωμα ακρόασης θα πρέπει να παρέχεται, τηρουμένων των ορίων ως προς το χρόνο που η κάθε περίπτωση ευλόγως επιβάλλει. Η ακρόαση σκοπό έχει μόνο να βοηθηθεί η διοίκηση στο ερώτημα κατά πόσο ο συγκεκριμένος υπάλληλος θα πρέπει να τεθεί ή όχι σε διαθεσιμότητα. Δεν θα πρέπει να υπεισέρχεται στην ουσία της πειθαρχικής υπόθεσης. Θα πρέπει να βοηθά στη στάθμιση του σκόπιμου της διαθεσιμότητας και των επιπτώσεων της στον υπάλληλο. Θα πρέπει ακόμα να ασκείται το ταχύτερο δυνατό, ανάλογα με τις ανάγκες της υπόθεσης, όπως θα τις καθορίζει το αρμόδιο όργανο, και θα πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε απόπειρα καθυστέρησης του μέτρου μέσω της άσκησης του δικαιώματος αυτού.»
Στην ανωτέρω απόφαση και σε σχολιασμό της Χατζηδημητρίου (ανωτέρω) η Ολομέλεια ανέφερε και τα εξής:
«΄Εγινε αναφορά και στην υπόθεση Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361, όπου κατά πλειοψηφία το Ανώτατο Δικαστήριο, ακολουθώντας κυρίως κάποιες τάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν αναγνώρισε απόλυτο δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης σε κάθε διοικητική ενέργεια, αλλά δέχτηκε διάφορες εξαιρέσεις. Η υπόθεση Χατζηδημητρίου δεν είναι όμως ιδιαίτερα χρήσιμη και βοηθητική στην παρούσα περίπτωση γιατί έχει εκδοθεί πριν ο Νόμος 158(Ι)/99 τεθεί σε ισχύ.»
Προκύπτει από τα πρακτικά ότι το Συμβούλιο αποφάσισε την διεξαγωγή έρευνας για τυχόν διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος εκ μέρους του αιτητή χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία προηγουμένως να ακουστεί. Υπό τας περιστάσεις και κατ΄ εφαρμογή του λόγου της Κέττηρος (ανωτέρω) καταλήγω ότι η παράλειψη του Συμβουλίου να ακούσει τον αιτητή προτού τον θέσει σε διαθεσιμότητα συνιστά στέρηση του δικαιώματος του κατά προβλεπόμενα από το άρθρο 43(1) του Νόμου 158(Ι)/1999.
Το γεγονός ότι ο αιτητής λάμβανε το ένα δεύτερο του μισθού του δεν συνιστά, κατά την κρίση μου, αποδοχή της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση. Η απόφαση των καθ΄ ων είναι διάτρητη εφόσον ο ίδιος δεν κλήθηκε να ακουστεί προηγουμένως, δικαίωμα που για κανένα λόγο δεν μπορούσε να εξουδετερωθεί εν όψει μάλιστα και των δυσμενών συνεπειών που επέφερε η απόφαση. Περαιτέρω αδυνατώ να αντιληφθώ την επιχειρηματολογία του δικηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση ότι και αν ο αιτητής ακουόταν δεν θα άλλαζαν τα πράγματα. Εκείνο που κρίνεται είναι ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των δικαιωμάτων του αιτητή και το τι επακολούθησε ως εκ του Νόμου υποχρέωση των καθ΄ ων η αίτηση, δηλαδή καταβολή του ενός δευτέρου του μισθού του αιτητή δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδοχή και νομιμοποίηση της παράνομης ενέργειας των καθ΄ ων η αίτηση ώστε να καλύπτεται από το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Επικαλούνται οι καθ΄ ων η αίτηση τηνΠαρασκευή Κύρου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, 25/2009, 5.5.2011 (Φωτίου, Δ.) για να ισχυριστούν απουσία εννόμου συμφέροντος του αιτητή, εφόσον με τη συμπεριφορά του και την αποδοχή του ήμισι του μισθού του αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την διαθεσιμότητα. Σύμφωνα με τη νομολογία η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής απόφασης στερεί τον διοικούμενο του εννόμου συμφέροντος σε κάθε περίπτωση πλην εκείνων που επηρεάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Piperis ν. R. (1967) 3 C.L.R. 295, Tompoli v. CYTA (1982) 3 CLR 149, Christodoulides v. R. (1985) 3 CLR 1979, Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας (1991) 4 ΑΑΔ 3005, G. Alexandrou Best & Less Clothing Ltd v. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 564/99, ημερομηνίας 31.10.2000 και Ελένης Σάρδου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, (2001) 4 A.A.Δ. 956). Το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 8η Έκδοση, 1997, του Ε. Σπηλιωτόπουλου, στην παράγραφο 458, συνοψίζει, κατά την αντίληψη μου, την ορθή νομική προσέγγιση:
«Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει, από αντικειμενικούς λόγους, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (ΣΕ 2612/1982). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της (ΣΕ 432/1983, 3547/1987), όπως π.χ. είναι ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης (ΣΕ 1674, 2836/1987). Η αποδοχή πρέπει: i) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη (ΣΕ 480/1970, 1745/1977), ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528/1976, 4071/1990) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες (ΣΕ 1568/1960) και iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου (ΣΕ 2087/1970) ή, όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις (ΣΕ 1341/1966).»
Handy Andy Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Οικονομικών κ.α., Υπόθ. Αρ. 796/99, 1.2.2002.
Εδώ δεν πρόκειται για αποδοχή εκ μέρους του αιτητή της αποκοπής των απολαβών του και είσπραξης του ενός δευτέρου με την ελεύθερη του βούληση. Εδώ λήφθηκε μια δυσμενής για το διοικούμενο διοικητική απόφαση και ήταν υποχρέωση των καθ΄ ων η αίτηση να αποδώσουν στον αιτητή ότι μισθό απέμεινε μετά την αποκοπή».
Για όλους τους πιο πάνω λόγους και αυτή η αίτηση επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1.500 πλέον ΦΠΑ έξοδα εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ