ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Μαρίνου Κάσινου (2010) 3 ΑΑΔ 54
Mιχαηλίδης Xρίστος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 432
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D9
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 752/2011)
13 Ιανουαρίου, 2015
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΥΚΑΣ ΠΑΥΛΟΥ,
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή.
Μ. Κυπριανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης του καθ' ου η αίτηση «ΚΥΣΑΤΣ», η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 5.4.2011, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για αναγνώριση της ισοτιμίας του διπλώματός του στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Υπολογιστών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, ως τίτλου ισότιμου και με Μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master.
Ο αιτητής στις 6.9.2010 υπέβαλε στο ΚΥΣΑΤΣ αίτηση για αναγνώριση της ισοτιμίας του διπλώματός του στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Υπολογιστών από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ως τίτλου ισότιμου και με Μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master.
Ο καθ΄ ου η αίτησης («Συμβούλιο») κατά την 48η συνεδρία του (4 - 6.9.2003), στη βάση των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών (Τροποποιητικών) Κανονισμών του 2003 (ΚΔΠ 594/2003), αποφάσισε όπως, τίτλοι σπουδών πενταετούς διάρκειας που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα Ανώτατης εκπαίδευσης, τα οποία λειτουργούν σε χώρες μέλη της ΕΕ, είτε σε χώρες με τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία συνδέεται με διμερή συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης τίτλων σπουδών, μπορούν να αναγνωριστούν ως τίτλοι ισότιμοι και αντίστοιχοι προς πτυχία σε συγκεκριμένη ειδικότητα και ταυτόχρονα ως μεταπτυχιακά διπλώματα επιπέδου Master.
Κατά την 54η συνεδρία του (9 - 11.5.2004) το Συμβούλιο έθεσε τις ακόλουθες προϋποθέσεις ως προς την αναγνώριση των συγκεκριμένων τίτλων σπουδών και ως μεταπτυχιακών διπλωμάτων επιπέδου Master:
«- Ο τίτλος σπουδών να ικανοποιεί τα κριτήρια που απαιτούνται για την αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας του ως πρώτου καταληκτικού τίτλου επιπέδου πτυχίου. Το αίτημα για την αναγνώριση του και ως Μεταπτυχιακού διπλώματος επιπέδου Master θα μελετάται εφόσον ικανοποιηθεί η προαναφερθείσα προϋπόθεση.
- Το πρόγραμμα σπουδών να περιλαμβάνει, τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους πλήρους φοίτησης, μαθήματα ή/και Διπλωματική Εργασία μεταπτυχιακού επιπέδου.
- Σε περίπτωση διπλωματικής εργασίας, αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό, το οποίο να βεβαιώνει ότι έχει εξεταστεί και εγκριθεί από την αρμόδια Επιτροπή.
- Ο κάτοχος του τίτλου να έχει αποκτήσει επαρκή εξειδίκευση σε ένα τομέα του πεδίου φοίτησης.»
Στα πλαίσια της 94ης συνεδρίας (28.4.2009) το Συμβούλιο επανεξέτασε το θέμα της διπλής αναγνώρισης συνδυασμένων προγραμμάτων σπουδών (πενταετούς διάρκειας), όπως η περίπτωση του αιτητή, και αφού έλαβε υπόψη τα νέα δεδομένα που προέκυψαν με την αποφοίτηση των πρώτων φοιτητών από τα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου και το γεγονός ότι στους φοιτητές αυτούς θα απενέμεντο «Δίπλωμα» το οποίος είναι ισότιμο προς Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακών Σπουδών (που δεν είναι επιπέδου Master) και τις πρόνοιες του Νόμου που διέπει τη λειτουργία του ΚΥΣΑΤΣ, αποφάσισε τα ακόλουθα:
(α) Ότι θα δεχόταν αιτήσεις μέχρι τις 31.8.2009 και θα τις εξέταζε με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν την τότε περίοδο.
(β) Μετά τις 31.8.2009 θα δεχόταν και θα εξέταζε τέτοιες αιτήσεις εφόσον οι υποψήφιοι προσκομίσουν πιστοποιητικό από το αντίστοιχο σώμα αναγνώρισης της χώρας που λειτουργεί το ίδρυμα όπου φοιτούσαν, το οποίο να πιστοποιεί ότι ο τίτλος σπουδών τους αναγνωρίζεται ως τίτλος ισότιμος μεταπτυχιακού επιπέδου Master. Oι υποψήφιοι σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση για τυχόν απονομή Πιστοποιητικού Μεταπτυχιακών Σπουδών.
Στη συνέχεια το Συμβούλιο κατά την 97η συνεδρία του (21.9.2009) αποφάσισε να παρατείνει την καταληκτική ημερομηνία από τις 31.8.2009 στις 31.12.2009 και πως μετά την ημερομηνία αυτή θα εξέταζε αιτήσεις στη βάση των νέων κριτηρίων (πιο πάνω).
Η αίτηση του αιτητή εξετάστηκε σε συνεδρία του Συμβουίου στις 15.2.2011. Αποφασίστηκε να μην εγκριθεί το αίτημά του για αναγνώριση του τίτλου σπουδών ως ισότιμου προς Μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, γιατί δεν είχε προσκομίσει πιστοποιητικό από το αντίστοιχο σώμα αναγνώρισης της χώρας που του απένειμε τον τίτλο σπουδών, το οποίο να πιστοποιεί ότι ο τίτλος σπουδών του αναγνωρίζεται ως τίτλος επιπέδου Master. Η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή του Συμβουλίου ημερομηνίας 5.4.2011.
Κατά την ίδια συνεδρία του το Συμβούλιο αποφάσισε και απέστειλε το εν λόγω ζήτημα στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισηγήσεων προς το Συμβούλιο. Η αίτησή του μαζί με την έκθεση Αξιολόγησης της Επιτροπής Κρίσεως εξετάστηκαν τελικά στις 21.11.2011 και αναγνωρίστηκε ως τίτλος ισότιμος προς Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακών Σπουδών.
Ο αιτητής προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλει κατ' αρχάς ως λόγο ακύρωσης την πραγματική και νομική πλάνη και κατάχρηση εξουσίας από το Συμβούλιο. Προς τούτο επικαλείται τα άρθρα 13(3) και 15(1) και (2) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου Ν.68(Ι)/96 («ο Νόμος»), καθώς και των Κανονισμών, προβάλλοντας ουσιαστικά ότι το Συμβούλιο, χωρίς ειδική αιτιολογία, μετέβαλε τα ισχύοντα μέχρι τότε κριτήρια αναγνώρισης, χωρίς να υπάρξει τροποποίηση είτε του εφαρμοζόμενου Νόμου είτε των σχετικών Κανονισμών. Περαιτέρω, αποτελεί θέση του αιτητή ότι σύμφωνα με τον Καν. 4(1)(στ), εφόσον το πτυχίο του αιτητή εκδόθηκε ως master από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα (Καν. 3(1)) και ο αιτητής είχε προσκομίσει σχετική πιστοποίηση από τη Παλυτεχνική σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης (συνημμένο 3 στην αίτηση), πληρούνται οι προϋποθέσεις αναγνώρισης χωρίς περαιτέρω έρευνα.
Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει και την αρχή της χρηστής διοίκησης, αφού από το 2003 απονέμονται με τον ίδιο τρόπο πιστοποιητικά αναγνώρισης σε αποφοιτήσαντες από Πανεπιστήμια πενταετούς διάρκειας, μεταξύ των οποίων και από το Πανεπιστήμιο απ΄όπου απεφοίτησε ο αιτητής με ακριβώς το ίδιο πτυχίο, ενώ με την επίδικη απόφαση εκδηλώθηκε ασυνεπής στάση της διοίκησης, χωρίς την απαραίτητη νόμιμη αιτιολογία.
Ο αιτητής προβάλλει επίσης ως λόγο ακύρωσης ότι πάσχει όλη η διαδικασία αξιολόγησης του πτυχίου του, κατά παράβαση των Καν.6(1),(5),7 και 8 ως προς το ζήτημα της σύγκλησης της τριμελούς Επιτροπής Κρίσεως η οποία θα υπέβαλλε εισήγηση για το πτυχίο του Αιτητή στο Συμβούλιο. Προς τούτο προβάλλει ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε τεκμηριωμένη εισήγηση, ούτε πρακτικό συνεδρίασης τέτοιας Επιτροπής, η οποία ως συλλογικό όργανο, θα έπρεπε να συνεδριάζει σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την λειτουργία του ως τέτοιου. Ενώ περαιτέρω αποτελεί θέση του αιτητή ότι το ζήτημα που παραπέμφθηκε στην Επιτροπή μετά την λήψη της επίδικης απόφασης, αφορούσε την ισοτιμία προς ''Πιστοποιητικό μεταπτυχιακών σπουδών'', αίτημα το οποίο δεν υπέβαλε ποτέ ο ίδιος ο αιτητής.
Από την άλλη, η συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση εισηγείται ότι το Συμβούλιο είχε διακριτική ευχέρεια με βάση τον Καν. 3(4) να παρέχει τέτοιου είδους αναγνώριση και να μεταβάλει την σχετική προς τούτο πολιτική του, εφόσον ήθελε κρίνει ότι αυτή ήταν λανθασμένη. Περαιτέρω η συνήγορος εισηγήθηκε ότι, εφόσον ο αιτητής δεν προσκόμισε πιστοποιητικό από το αντίστοιχο σώμα αναγνώρισης της Ελλάδος, ορθά το Συμβούλιο δεν εξέτασε την αίτησή του και επίσης ήταν προς όφελος του αιτητή η παραπομπή της αίτησης του για εξέταση στην Επιτροπή Κρίσεως για να εξεταστεί ο τίτλος σπουδών ως ισότιμος με Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακών Σπουδών.
Ο αιτητής υπέβαλε την αίτησή του το 2010, όταν με βάση τη σχετική νομοθεσία, δεν προβλεπόταν ως προϋπόθεση για την επίδικη αναγνώριση, η προσκόμιση πιστοποιητικού από το αντίστοιχο σώμα αναγνώρισης της Ελλάδας. Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 28.4.09 με την οποία εισήχθηκε το εν λόγω κριτήριο και βάσει του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, έγινε χωρίς να προβλέπεται από τους επίδικους Κανονισμούς, αλλά και χωρίς να προηγηθεί σχετική τροποποίησή τους.
Το Συμβούλιο βέβαια έχει την εξουσία να μεταβάλει την πολιτική που εφαρμόζει στα πλαίσια των Κανονισμών για το συγκεκριμένο θέμα, εφόσον αιτιολογείται ειδικά η αλλαγή της στάσης του και εφόσον αυτό γίνεται στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο εισήξε κριτήριο αξιολόγησης το οποίο δεν προνοείτο από τους Κανονισμούς, χωρίς να δοθεί αιτιολογία με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Με βάση τις αρχές της χρηστής διοίκησης, το Συμβούλιο όφειλε να μην μεταβάλει την πάγια πρακτική την οποία εφάρμοζε σε παρόμοιες περιπτώσεις, ώστε να αποφεύγεται αντιφατική συμπεριφορά η οποία παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης, της αναλογικότητας, της αμεροληψίας της διοίκησης και της ισότητας (βλ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παρα. 384). Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τις παραγ. 388 και 389:
«Συγγενής με την αρχή της καλής πίστεως είναι η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοικήσεως είναι αναγκαία για την λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Σε ένα κοινωνικό κράτος, όπου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και σημαντικό ποσοστό της κοινωνικής ζωής ρυθμίζεται, εξαρτάται ή, εν πάση περιπτώσει, θίγεται από την παροχική και ρυθμιστική κυρίως διοίκηση, ένα minimum εμπιστοσύνης του ιδιώτη είναι sine qua non. . Η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος στους διαρκώς ματαβαλλόμενους και διεθνώς επηρεαζόμενους όρους της οικονομικής κυρίως ζωής επιβάλλει την ευελιξία, προσαρμοστικότητα και δυνατότητα της διοικήσεως να μεταβάλει πορεία, όπου το κρίνει αναγκαίο.
Αλλά και οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας. Η διοίκηση διέπεται βασικά από την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοικήσεως (venire contra factum proprium) προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντι της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως.»
(βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 432, ΕΤΕΚ ν. Μάριου Κάσινου (2010) 3 ΑΑΔ 54).
Στην παρούσα περίπτωση θεωρώ ότι το Συμβούλιο για να μεταβάλει την πάγια πρακτική θα έπρεπε να δώσει ειδική αιτιολογία. Περαιτέρω η διαδικασία και τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή ήταν εκτός των προνοιών των Κανονισμών και της πάγιας πρακτικής. Αντί άλλης ανάλυσης, υιοθετώ τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση 753/2011 Χρίστος Μέσσιος ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών, ημερομηνίας 17.6.2014, η οποία αφορά παρόμοια γεγονότα και με την οποία συμφωνώ:
«Θεωρώ ότι το Συμβούλιο είχε υποχρέωση να εξηγήσει στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί τίτλος σπουδών ή παρόμοιοι τίτλοι σπουδών από ελληνικά πανεπιστήμια που είχαν τύχει της αιτούμενης ακαδημαϊκής αναγνώρισης προηγουμένως, εξετάζοντας μια σειρά ουσιαστικών κριτηρίων, τώρα δεν θα αναγνωρίζεται παρά μόνο μετά την προσκόμιση σχετικού πιστοποιητικού αναγνώρισης από τον αρμόδιο φορέα της χώρας απόκτησης τους. Αυτή η έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης της αλλαγής στάσης της, εδραζόμενης αποκλειστικά σε ένα τυπικό κριτήριο, εξωγενές των θεσμοθετημένων κριτηρίων, συνιστά κατά την άποψη μου αντιφατική συμπεριφορά και συνεπώς κλονισμό της επιβαλλόμενης συνέπειας του δικαίου και της εμπιστοσύνης που πρέπει ο διοικούμενος να έχει έναντι της Διοίκησης.
Πέραν όμως των πιο πάνω ο Νόμος 68(Ι)/96, άρθρα 13(3), 15(1)(2), 10(1) σε συνδυασμό με τον Κανονισμό, Κ.Δ.Π. 593/03 σαφώς καθόρισαν τα κριτήρια εξέτασης των αιτήσεων. Οι καθ' ων η αίτηση από μόνοι τους τροποποίησαν τα κριτήρια αυτά για εξέταση και λήψη απόφασης χωρίς ένταξη τους στους σχετικούς κανονισμούς ως άνω. Συνεπώς η διαδικασία και κριτήρια που εφαρμόστηκαν κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή ήταν εκτός των όσων προέβλεπαν οι σχετικοί Κανονισμοί και εκτός ασφαλώς της μέχρι τότε πάγιας πρακτικής.»
Υπό το φως των πιιο πάνω καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε παράνομα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ