ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D994
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 845/2013)
22 Δεκεμβρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΥΡΙΑΝΘΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ
ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια, μόνιμη υπαξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας στο Όπλο Πυροβολικού του Στρατού Ξηράς, διορισθείσα αρχικά από το 1997 με σύμβαση απασχόλησης και μετέπειτα μόνιμα, ως Λοχίας, πληρούσε το 2012 τις προϋποθέσεις κρίσης σύμφωνα με τους Κανονισμούς 21 και 22 των περί Γυναικών Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1993, (Κ.Δ.Π. 311/93), και συνεπώς συμπεριλήφθηκε στη σχετική διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς δικαιούμενη κρίσης.
Το Συμβούλιο Κρίσεων αρμόδιο δυνάμει του Κανονισμού 19 για τις Γυναίκες Υπαξιωματικούς αποφάσισε την 1.12.2012 ότι η αιτήτρια παραμένει στο ίδιο βαθμό, ιεραρχική δε προσφυγή της αιτήτριας στο Συμβούλιο Επανακρίσεων, σύμφωνα με τον Κανονισμό 33, απερρίφθη στις 18.1.2013.
Η αιτήτρια εισηγείται ότι παραβιάσθηκε η αρχή της αμεροληψίας διότι είχε άμεση ανάμειξη κατά την πρώτη κρίση ο Υπουργός Εσωτερικών που κύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων, με ανάλογο ρόλο και του Αρχηγού Εθνικής Φρουράς, που εισηγήθηκε ή παρακίνησε τον Υπουργό να κυρώσει την απόφαση. Επομένως δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ως κριτές εκ δευτέρου. Περαιτέρω, η αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης διότι η αιτήτρια αμφισβητούσα το νόμιμο της κρίσης για τα δέκα πειθαρχικά παραπτώματα που την αφορούσαν και για τα οποία δεν της είχε δοθεί το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, έπρεπε να είχε τουλάχιστον εκ των υστέρων το δικαίωμα ακρόασης με την παρουσία της κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής. Εν πάση περιπτώσει, αναιτιολόγητη ήταν η τελική κρίση του Συμβουλίου Επανακρίσεων, ληφθείσα κατά μεροληπτικό τρόπο, άνευ αιτιολογίας και με πλάνη κατά τα πράγματα και το Νόμο.
Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων απορρίπτει κάθε σχετική αιτίαση ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης. Σύμφωνα με τους Κανονισμούς, ήταν τα ιεραρχικά ανώτερα όργανα που έπρεπε να λάβουν τις αποφάσεις και εφόσον η συμμετοχή προβλέπεται από τους Κανονισμούς δεν τίθεται ζήτημα μεροληπτικής κρίσης. Ως προς τα πειθαρχικά αδικήματα, αυτά εξετάστηκαν μεταξύ των ετών 2005-2012, επιβλήθηκαν οι σχετικές ποινές και ως αυτοτελείς διοικητικές πράξεις έπρεπε να τύγχαναν προσβολής τότε. Ούτε η απόφαση των δύο Συμβουλίων, Κρίσεων και Επανακρίσεων, είναι αναιτιολόγητες. Αντίθετα, παρατίθενται εκτενείς λόγοι προς υποστήριξη της ληφθείσας απόφασης, η οποία και λήφθηκε με πλήρη έρευνα, χωρίς να χρειαζόταν νέα έρευνα, ούτε και υπήρξε πλάνη στην όλη διαδικασία.
Πρέπει να τεθούν τα εξής ως υπόβαθρο: ότι το Συμβούλιο Κρίσεων στην απόφαση του ημερ. 1.11.2012, κατέγραψε ομόφωνα την κρίση του για παραμονή της αιτήτριας στον ίδιο βαθμό, έχοντας κρίνει «ως σοβαρά τα δέκα (10) πειθαρχικά παραπτώματα με τα οποία βαρύνεται και τα αιτιολογικά των πειθαρχικών ποινών που της επιβλήθηκαν.». Στη συνέχεια μνημονεύει εν έκαστο των δέκα πειθαρχικών παραπτωμάτων, δίδοντας λεπτομέρειες χρόνου, είδους και ποινής. Αυτά αρχίζουν από τις 2.3.2005 και τελειώνουν στις 10.9.2012, όλα δε τιμωρήθηκαν, πλην δύο περιπτώσεων, με ποινές φυλάκισης από 3 ημέρες μέχρι 10 ημέρες για διάφορα αδικήματα.
Αναμφίβολα στερείται ερείσματος η θέση που προβάλλεται ότι έπρεπε να δοθεί στην αιτήτρια το δικαίωμα ακρόασης με την παρουσία της ίδιας και του δικηγόρου της στο Συμβούλιο Επανακρίσεων ώστε ουσιαστικά να παρακαμφθεί η προθεσμία των 75 ημερών καταχώρησης προσφυγής εναντίον κάθε μιας από τις επιβληθείσες ποινές, οι οποίες βεβαίως αποτελούν αυτοτελείς διοικητικές πράξεις. Λέγει η αιτήτρια ότι ουδέποτε ακούστηκε προηγουμένως για τα δέκα πειθαρχικά παραπτώματα που της καταλόγισε το Συμβούλιο Κρίσεων και τα οποία δεν γνώριζε. Αυτό, από τα ίδια τα γεγονότα που παρατίθενται στο Παράρτημα 2 στην ένσταση, δεν ευσταθεί.. Σ΄ ορισμένα, όπως για παράδειγμα, στο υπ΄ αρ. γ΄, καταγράφεται ότι παραδέχθηκε τη διάπραξη του, ενώ στο υπ΄ αρ. ζ΄ φέρεται να είχε κληθεί να τεκμηριώσει καταγγελίες της χωρίς να τις επιβεβαιώσει. Αλλά και στο υπ΄ αρ. θ΄, φέρεται να συνελήφθη από την Αστυνομία για συμπεριφορά μη συνάδουσα με την ιδιότητα του στελέχους της Εθνικής Φρουράς. Γενικά, από όσα καταγράφονται στο Παράρτημα 2, υπήρξε επαρκής και εξ ανάγκης γνώση της αιτήτριας και συνεπώς δεν είναι δυνατόν εκ των υστέρων και με αφορμή άλλη διαδικασία να ελεγχθούν εκείνα τα οποία είναι πλέον τελεσίδικα.
Η θέση της αιτήτριας περαιτέρω ότι στο Παράρτημα 4, δεν της κοινοποιήθηκε ο λόγος της απόφασης ότι δηλαδή στηρίχθηκε το Συμβούλιο Κρίσεων στην προηγηθείσα πειθαρχική συμπεριφορά της, δεν ευσταθεί. Εκτός του ότι η ίδια η αιτήτρια ενημερώθηκε με το πλήρες κείμενο του Συμβουλίου Κρίσεων με την κοινοποιηθείσα σ΄ αυτήν απόφαση ημερ. 6.12.2012, (Παράρτημα 8 στην ένσταση), είναι φανερό ότι η απόφαση που περιέχεται στο Παράρτημα 4, ημερ. 8.11.2012, και η κύρωση από τον Υπουργό Άμυνας με το Παράρτημα 6, ημερ. 27.11.2012, συμπληρώνονται ευλόγως από τους διοικητικούς φακέλους και τα σχετικά πρακτικά, στα οποία άλλωστε ρητώς παραπέμπει η υπό ημερομηνία 9.11.2012, επιστολή του Αρχηγού προς τον Υπουργό, (Παράρτημα 5). Η αιτήτρια, σύμφωνα με το Παράρτημα 9, παρέλαβε στις 17.12.2012 και ώρα 8.00 τον προσωπικό-εμπιστευτικό φάκελο που την αφορούσε σχετικά με τα ως άνω.
Στην απόφαση του το Συμβούλιο Επανακρίσεων αναφέρεται και στην επιδιωχθείσα από την αιτήτρια με την κατάθεση της ιεραρχικής προσφυγής της (Παράρτημα 10), παρουσία της ίδιας και του δικηγόρου της κατά την εκδίκαση της ιεραρχικής προσφυγής. Το Συμβούλιο Επανακρίσεων απέρριψε τη θέση ότι η αιτήτρια δεν είχε ακουστεί στα διάφορα πειθαρχικά παραπτώματα «.. επειδή, τα από τα έγγραφα στοιχεία που τηρούνται στον προσωπικό της φάκελο, όσο και από σχετικές αλληλογραφίες που αφορούν την περίπτωση της, προκύπτει ότι αυτή όχι μόνο ήταν ενημερωμένη αλλά είχε υποβάλει και γραπτές απολογίες.». Προκύπτει επομένως ότι δεν υπήρχε λόγος παρουσίας της ίδιας και του δικηγόρου της ενώπιον του Συμβουλίου Επανακρίσεων, εφόσον επιδίωξη της αιτήτριας σύμφωνα με τη θέση της στην ιεραρχική προσφυγή ήταν «να σας παραθέσω περαιτέρω στοιχεία για το αυθαίρετο και εσφαλμένο των ποινών που μου επεβλήθησαν για δήθεν πειθαρχικά παραπτώματα ...».
Έπεται ότι σε ουδένα δικαίωμα αποστερήθηκε η αιτήτρια. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 33(2) της Κ.Δ.Π. 311/93, γυναίκα υπαξιωματικός που κρίθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεων ως παραμένουσα στον ίδιο βαθμό, δικαιούται εντός δεκαπέντε ημερών να προσφύγει ιεραρχικά στο Συμβούλιο Επανακρίσεων. Κατά τον Κανονισμό 34(1), η επανάκριση είναι η εξέταση των υποθέσεων εκείνων των γυναικών υπαξιωματικών που προσέφυγαν στο Συμβούλιο Επανακρίσεων. Κατά τον Καν. 34(5) το Συμβούλιο Επανακρίσεων δύναται να απορρίψει την προσφυγή ή να τη δεχθεί κατατάσσοντας την ενδιαφερόμενη στη διαβάθμιση της κρίσης που κατά τη γνώμη του θα έπρεπε να είχε καταταχθεί από το Συμβούλιο Κρίσεων. Δεν προνοείται οτιδήποτε για ακρόαση της προσφεύγουσας κατά την ιεραρχική προσφυγή και συνεπώς τεκμαίρεται ότι το Συμβούλιο Επανακρίσεων εξετάζει και αποφασίζει στη βάση των λόγων που η προσφεύγουσα αναγράφει την ιεραρχική προσφυγή της. Η εξέταση των λόγων που αναφέρονται στην ιεραρχική προσφυγή αναμφιβόλως σημαίνει ότι η προσφεύγουσα «ακροάζεται» ενώπιον του Συμβουλίου Επανακρίσεων και δεν χρειάζεται η προσωπική της παρουσία εφόσον εξετάζονται οι λόγοι που εκτίθενται στην ιεραρχική προσφυγή. Το Συμβούλιο Επανακρίσεων οφείλει βεβαίως να δώσει αιτιολογημένη κρίση κατά τον Καν. 34(6), ενώ ισχύουν γενικώς τα όσα έχουν νομολογηθεί για ιεραρχικά ανώτερα σώματα, ότι δηλαδή το ιεραρχικά ανώτερο όργανο δεν ενεργεί ως εφετείο, αλλά επανεξετάζει την υπόθεση και τα όλα δεδομένα, (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426, Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 817 και Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 11η έκδ. σελ. 144). Από το σκεπτικό και το κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων καθίσταται φανερό ότι έγινε πλήρης επανεξέταση και αναψηλάφηση των δεδομένων και αυτό προκύπτει και από την καταληκτική παράγραφο της προσβαλλόμενης πράξης ότι εξετάστηκαν οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας και παρόλο ότι οι βαθμολογίες στα ουσιαστικά προσόντα θα μπορούσαν αν δικαιολογούσαν την κρίση «προακτέα κατ΄ αρχαιότητα» «εντούτοις έκρινε ότι τα πιο πάνω πειθαρχικά παραπτώματα είναι σοβαρά και επιβλαβή για την πειθαρχία του Στρατεύματος και δικαιολογούν την κρίση της ως παραμένουσα στον ίδιο βαθμό.».
Το Μέρος Χ της Κ.Δ.Π. 311/93, ρυθμίζει ειδικά τη διαδικασία επανάκρισης και ως ειδική δευτερογενής διάταξη υπερισχύει έναντι του γενικότερου δικαιώματος ακρόασης που προνοείται στο άρθρο 43 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Δεν παρέχεται ειδικώς στην Κ.Δ.Π. 311/93 δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης είτε στο Συμβούλιο Κρίσεων, είτε στο Συμβούλιο Επανακρίσεων. Ισχύουν τα αναφερθέντα στις Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Λούλλα Ιωνίδου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011. Άλλωστε δεν υπάρχει δικαίωμα προαγωγής γενικώς και σύμφωνα με τον Καν. 31, οι δύο διαβαθμίσεις κρίσεων είναι η προακτέα κατ΄ αρχαιότητα, οπότε η υπό κρίση υπαξιωματικός προάγεται μηχανιστικά εφόσον στις εκθέσεις ικανότητας η βαθμολογία στα ουσιαστικά προσόντα είναι τουλάχιστον «καλώς» (τα ουσιαστικά προσόντα περιέχονται στον Καν. 26), ή, παραμένουσα στον ίδιο βαθμό εάν η βαθμολογία είναι κάτω του «καλώς».
Ως προς το ζήτημα της μεροληψίας από τα δύο Συμβούλια πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Κρίσεων αποτελείται από τον ανώτερο σε βαθμό μετά τον Αρχηγό και Υπαρχηγό Αξιωματικό του Στρατού ως Πρόεδρο και τέσσερεις Ανώτερους Αξιωματικούς ως μέλη, (Καν. 28(1)). Η κρίση του Συμβουλίου Κρίσεων υποβάλλεται κατά τον Καν. 32(1) στον Υπουργό για κύρωση. Το Συμβούλιο Επανακρίσεων αποτελείται από τον Υπουργό ως Πρόεδρο και τον Αρχηγό και Υπαρχηγό ως μέλη, (Καν. 34(2)). Εισηγείται λοιπόν η αιτήτρια ότι: (i) ο Υπουργός κύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων και άρα η συμμετοχή του ως Προέδρου στο Συμβούλιο Επανακρίσεων αναιρεί την αρχή ότι ουδείς κριτής των δικών του πράξεων, αλλά προσκρούει και σε θεσμική μεροληψία και (ii) ο Αρχηγός «παρακίνησε» την κύρωση της απόφασης από τον Υπουργό και άρα η συμμετοχή του στο Συμβούλιο Επανακρίσεων είναι θεσμικά ανεπίτρεπτη και παραβιάζει τη φυσική δικαιοσύνη.
Αρχίζοντας από το δεύτερο σημείο, ο Αρχηγός Εθνικής Φρουράς υπέβαλε στις 9.11.2012, διά του Παραρτήματος 5 στην ένσταση, το Πρακτικό και τους Πίνακες των κριθέντων κατά το 2012 γυναικών υπαξιωματικών προς κύρωση. Ο Καν. 32(1) δεν υποχρεώνει τον Αρχηγό να υποβάλει ο ίδιος το πρακτικό και τους πίνακες. Οι πίνακες υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου Κρίσεων που δεν είχαν καμιά σχέση και δεν περιελάμβαναν τον Αρχηγό και υποβάλλονται προς κύρωση στον Υπουργό. Θεωρείται ότι δεν δημιουργείται οποιοδήποτε πρόβλημα φυσικής ή θεσμικής μεροληψίας από τον Αρχηγό με μόνη τη διαβίβαση του εγγράφου του Παραρτήματος 5 στον Υπουργό. Ο Αρχηγός ήταν απλώς διαβιβαστής των πρακτικών και των πινάκων προς κύρωση. Καμιά συμμετοχή δεν είχε στην παραγωγή τους, ο δε Υπουργός δεν υποχρεώνεται να κυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων. Σε περίπτωση διαφωνίας του, κατά τον Καν. 32(3), διαγράφει το όνομα γυναίκας υπαξιωματικού από τον πίνακα και η υπόθεση της θεωρείται ότι έχει παραπεμφθεί στο Συμβούλιο Επανακρίσεων.
Ως προς το Συμβούλιο Επανακρίσεων, η συμμετοχή του Υπουργού ως Προέδρου, θα ήταν καλύτερα να αποφεύγετο. Όμως η κανονιστική ρύθμιση του Καν. 34(2) που θέλει τη συμμετοχή του στο Συμβούλιο Επανακρίσεων δεν δημιουργεί αφεαυτής πλαίσιο αντίθετο προς τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης ή ακόμη και της θεσμικής αμεροληψίας. Αυτό διότι ο Υπουργός δεν έχει ουσιαστική συμμετοχή στην παραγωγή της ουσιαστικής κρίσης. Το Συμβούλιο Κρίσεων απαρτίζεται από άλλα άτομα προερχόμενα από τις τάξεις της Εθνικής Φρουράς σε ανώτερο και ανώτατο επίπεδο, μετά τον Αρχηγό και Υπαρχηγό. Κρίνουν τις γυναίκες υπαξιωματικούς στη βάση των ουσιαστικών προσόντων του Καν. 26 που περιλαμβάνουν ζητήματα όπως την πειθαρχικότητα τους, την ακριβή εκτέλεση των διατασσομένων και την τήρηση του νόμου και της τάξης. Όλα αυτά, καθώς και άλλα, απορρέουν από το όλο ιστορικό και το φάκελο υπηρεσίας των κρινομένων, για τα οποία ζητήματα έχουν ιδία γνώση οι κρίνοντες. Ο Υπουργός κυρώνει. Αλλά όταν επανεξετάζει, κατά τη νομολογία, σε βαθμό Συμβουλίου Επανακρίσεων λαμβάνει υπόψη τα αναφερόμενα από την κριθείσα κατά την υποβολή της ιεραρχικής προσφυγής. Εκεί ο ρόλος του είναι ουσιαστικός και τώρα δεν κυρώνει απλώς, αλλά παρέχει αιτιολογία, μαζί με τα άλλα δύο μέλη, για την απόφαση. Επομένως δεν επανακρίνει την ιδία αυτού πράξη, αλλά την κρίνει στη βάση νέων ενδεχομένως στοιχείων και δεδομένων.
Η υπό εξέταση περίπτωση είναι διαφορετική από την υπόθεση Παναγή κ.ά. ν. Συμβουλίου Εφέσεων, Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, συνεκδ. υποθ. αρ. 1266/2012 κ.ά., ημερ. 11.3.2014. Εκεί οι θεσμικοί πειθαρχικοί κανονισμοί της Αστυνομίας προέβλεπαν την εξέταση έφεσης εκ μέρους του τιμωρηθέντα πειθαρχικώς αστυνομικού υπό την προεδρία του Αρχηγού Αστυνομίας, ενώ ο ίδιος ο Αρχηγός Αστυνομίας είχε προηγουμένως κρίνει ως σοβαράς μορφής το αδίκημα ώστε να το παραπέμψει για εκδίκαση στην Επιτροπή που έχει αυξημένες εξουσίες ως προς την επιβολή ποινής.
Τέλος, ο ισχυρισμός για αναιτιολόγητη κρίση είναι παντελώς ανεδαφικός. Έχει ήδη εξηγηθεί και ανωτέρω ότι υπήρξε πλήρης αναφορά σε ένα έκαστο τον δέκα πειθαρχικών παραπτωμάτων, ενώ το Συμβούλιο Επανακρίσεων προχώρησε πέραν της αναφοράς στα πειθαρχικά παραπτώματα να καταγράψει και την περαιτέρω κρίση του ότι η παραπτωματική συμπεριφορά της αιτήτριας ήταν αρκούντως σοβαρή και επιβλαβής για την όλη πειθαρχία του Στρατεύματος. Ούτε ευσταθεί ο ισχυρισμός περί πλάνης ή προαπόφαση διότι το Παράρτημα 3 στην ένσταση είναι τα προκύψαντα στοιχεία της αιτήτριας που προϋπήρχαν της κρίσης του Συμβουλίου Κρίσεων και το Παράρτημα 4 που περιέχει την απόφαση του κατά την επιταγή του Καν. 32(1) της Κ.Δ.Π. 311/93, ενώ η πλήρης αιτιολογία τέθηκε στο Παράρτημα 6 που απευθύνθηκε προς την αιτήτρια στις 7.2.2013. Όλα αυτά δεν έχουν σχέση με το Παράρτημα 1 που ήταν απλώς η γνωστοποίηση των ονομάτων των υπαξιωματικών που κατά τους Κανονισμούς δικαιούντο σε κρίση. Το γεγονός ότι η αιτήτρια κρίθηκε εν τέλει ως παραμένουσα στον ίδιο βαθμό δείχνει ακριβώς ότι η διαδικασία προαγωγής δεν ήταν μια μηχανιστική πράξη, αλλά απόφαση μετά από έρευνα και εξέταση των όλων στοιχείων της κάθε περίπτωσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.