ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D920
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 779/2011)
3 Δεκεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΟΘΩΝΟΣ - ΖΑΧΑΡΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Καμία εμφάνιση, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2, 3 και 4.
Ρ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 5.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερομηνίας 13/4/2011, με την οποία προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Γεώργιος Γεωργίου, Μαρία Ζαννέττου, Ανδρέας Θεοδωρίδης, Ανδρέας Κυθραιώτης και Παναγιώτα Ρούσου, στη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Τα γεγονότα της προσφυγής.
Σύμφωνα με προκήρυξη που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 3ης Δεκεμβρίου 2010, γίνονταν δεκτές αιτήσεις από εκπαιδευτικούς λειτουργούς για την πλήρωση επτά θέσεων Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, η οποία είναι θέση προαγωγής.
Οι 29 αιτήσεις ενδιαφερομένων που υποβλήθηκαν με βάση την προκήρυξη, παραπέμφθηκαν από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή για αξιολόγηση.
Εκκρεμούσης της διαδικασίας και αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε την έκθεση της και τον κατάλογο των συστηνόμενων υποψηφίων, η Γενική Διευθύντρια ζήτησε από την Επιτροπή, στις 22/3/2011 την πλήρωση μίας επιπρόσθετης κενής όμοιας θέσης, λόγω πρόωρης αφυπηρέτησης και στις 5/4/2011 την πλήρωση άλλων δύο επιπρόσθετων ίδιων θέσεων λόγω προαγωγής. Η Επιτροπή αποδεχόμενη το αίτημα, αποφάσισε να πληρώσει τις επιπρόσθετες θέσεις, χωρίς δημοσίευση, ενόσω βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία για την πλήρωση των επτά άλλων όμοιων θέσεων.
Ακολούθως, η Επιτροπή εξέτασε τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί από δύο υποψηφίους οι οποίοι δεν είναι διάδικοι, εναντίον του καταλόγου των προτεινομένων της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αποφάσισε να τους συμπεριλάβει στον τελικό κατάλογο.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή προχώρησε στην εξέταση της νομιμότητας της έκθεσης και του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής και διαπίστωσε ότι όλοι οι συστηνόμενοι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν, η αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα μέρη, με εξαίρεση τον Γ. Γεωργίου, ο οποίος υστερούσε σε αρχαιότητα των υπόλοιπων προτεινομένων και δεν είχε συστηθεί, κατείχαν όλα τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας. Καταρτίστηκε ακολούθως από την Επιτροπή, ο τελικός κατάλογος των υποψηφίων με 27 ονόματα, στα οποία συμπεριλήφθηκε και το ενδιαφερόμενο μέρος Γ. Γεωργίου.
Οι 27 υποψήφιοι του τελικού καταλόγου, κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη, πάνω στη βάση προκαθορισμένων κριτηρίων αξιολόγησης, με χρήση παράλληλων ερωτήσεων που αφορούσαν τους τομείς των σύγχρονων εξελίξεων σε παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά θέματα, των ευθυνών και καθηκόντων της επίδικης θέσης, καθώς και οργανωτικά και διοικητικά θέματα.
Οι συνεντεύξεις διεξήχθησαν στις 12 και 13/4/2004 στην παρουσία του Αν. Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, ο οποίος αξιολόγησε την αιτήτρια ως «Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλή», τα ενδιαφερόμενα μέρη, Γ. Γεωργίου και Μ. Ζαννέτου ως «Πάρα Πολύ Καλούς», τους Α. Θεοδωρίδη και Α. Κυθραιώτη ως «Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλούς» και την Π. Ρούσου ως «Πολύ Καλή».
Η απόδοση των υποψηφίων αξιολογήθηκε στη συνέχεια από την Επιτροπή, η οποία με αιτιολογημένη κρίση της κατέταξε την αιτήτρια στο επίπεδο της «Πολύ Καλής» και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη στο επίπεδο του «Πάρα Πολύ Καλού».
Κατά το τελικό στάδιο, η Επιτροπή, συνεκτιμώντας την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων, κατέληξε ότι από απόψεως αξίας τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν της αιτήτριας, λόγω της καλύτερης βαθμολογίας τους στη συνέντευξη, ότι στα προσόντα όλοι οι υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι καθότι πρόσθετα προσόντα δεν συνιστούσαν πλεονέκτημα, ενώ το προβάδισμα αρχαιότητας κάποιων υποψηφίων έναντι των ενδιαφερόμενων μερών δεν ήταν δυνατό να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία, δεδομένου ότι επρόκειτο για πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων.
Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, η Επιτροπή επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη για προαγωγή στην επίδικη θέση από 1/9/2011.
Οι λόγοι ακύρωσης.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση γιατί:
(α) Παραβιάστηκε η υποχρέωση δημοσίευσης των τριών επιπρόσθετων θέσεων,
(β) δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής,
(γ) η παρουσία του Αν. Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, κατά τις συνεντεύξεις ήταν αναρμόδια και η κρίση του επί της απόδοσης των υποψηφίων, αναιτιολόγητη - και
(δ) εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα κατά τη συνεκτίμηση των καθιερωμένων κριτηρίων προαγωγής και δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στα αποτελέσματα των συνεντεύξεων.
Το θέμα της μη δημοσίευσης των τριών επιπρόσθετων θέσεων.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει από το προπαρασκευαστικό της στάδιο, διότι δεν δημοσιεύτηκαν οι τρεις πρόσθετες θέσεις που προέκυψαν μετά την αρχική προκήρυξη, παρά τη σχετική υποχρέωση που επιβάλλουν στη διοίκηση, οι αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των πολιτών.
Οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους απαντούν, ότι οι πρόσθετες θέσεις μπορούσαν να ενταχθούν στην εκκρεμούσα διαδικασία πλήρωσης των επτά αρχικών θέσεων, χωρίς νέα δημοσίευση, δυνάμει του άρθρου 35Β(11) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, (Ν.10/69 ως έχει τροποποιηθεί) - (στο εξής «ο Νόμος»).
Πέραν της πιο πάνω θέσης της, η δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους προβάλλει διαζευκτικά, ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν μπορεί να εξεταστεί διότι δεν είναι δεόντως δικογραφημένος, εισήγηση που δεν ισχύει εφόσον στα νομικά σημεία της αίτησης, περιλαμβάνονται λόγοι που αναφέρονται σε παραβίαση της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης (αρ. 4 και 5) και σε πάσχουσες προπαρασκευαστικές πράξεις (αρ.18).
Επί της ουσίας, στο άρθρο 35Β(11) του Νόμου, ορίζονται τα ακόλουθα:
"(11) Ανεξάρτητα από το τι διαλαμβάνεται σε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, θέση Προαγωγής μπορεί να πληρωθεί, χωρίς να δημοσιευθεί, όταν αυτή κενούται ή δημιουργείται εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης άλλης θέσης με τον ίδιο τίτλο ή και ειδικότητα, της οποίας η διαδικασία πλήρωσης βρίσκεται σε εξέλιξη. Σε τέτοια περίπτωση η θέση θεωρείται ότι δημοσιεύτηκε την ημέρα κατά την οποίαν δημοσιεύτηκε η άλλη θέση."
Στην παρούσα περίπτωση και με βάση τις σχετικές επιστολές της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου, με τις οποίες ζητήθηκε η πλήρωση των τριών πρόσθετων όμοιων θέσεων και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση, προκύπτει ότι οι πρόσθετες θέσεις προέκυψαν μέσα στα πιο πάνω χρονικά πλαίσια και ως εκ τούτου νομότυπα εντάχθηκαν στην εν εξελίξει διαδικασία, χωρίς νέα δημοσίευση.
Στην απαντητική αγόρευση της, η αιτήτρια, αποδεχόμενη ουσιαστικά ότι η μη δημοσίευση των νέων θέσεων, καλύπτεται από τις διατάξεις του άρθρου 35Β(11), διαφοροποιεί ουσιαστικά τον ισχυρισμό της, προβάλλοντας με γενικότητα ότι η πιο πάνω πρόνοια του Νόμου είναι αντισυνταγματική.
Όμως αυτός ο λόγος, εκτός του ότι εγείρεται αργοπορημένα και με πολύ γενική μορφή, δεν μπορεί να εξεταστεί, διότι σύμφωνα με την πάγια επί του θέματος νομολογία, ζητήματα συνταγματικότητας θα πρέπει να δικογραφούνται με σαφήνεια και λεπτομέρεια στην προσφυγή και δεν είναι δυνατή η έγερση τους στο στάδιο των αγορεύσεων και δη μέσω της απαντητικής αγόρευσης (βλ. Δημοκρατία v. Koυκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Β. Νικολάου & Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 862 και Δημοκρατία κ.ά. v. Σπύρου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 533).
Η απλή αναφορά σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, δεν παρέχει το δικαίωμα στο Δικαστήριο να εξετάσει εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας της σχετικής νομοθετικής διάταξης.
Ως αποτέλεσμα, ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Το θέμα της αρτιότητας των πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι δεν έχουν τηρηθεί άρτια πρακτικά των δύο συνεδριάσεων της Επιτροπής, κατά τις οποίες οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη, στις 12 και 13/4/2011. Δεν καταγράφηκαν, όπως υποστηρίζει, οι κρίσεις της Επιτροπής, αμέσως μετά το πέρας της κάθε συνεδρίας, ούτε φαίνεται αν υπήρχαν προσωπικές σημειώσεις των μελών της, δεδομένου ότι η διαδικασία αφορούσε μεγάλο αριθμό υποψηφίων. Επιπρόσθετα, δεν προκύπτει κατά πόσο έλαβε χώρα οποιαδήποτε συζήτηση ή ανταλλαγή απόψεων προκειμένου να καταλήξουν σε ομόφωνη κρίση.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός θα πρέπει να εξεταστεί, υπό το πρίσμα του άρθρου 24(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99 ως έχει τροποποιηθεί), αλλά και της σταθερής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ορίζει ότι δεν ελέγχονται οι νοητικές λειτουργίες των μελών ενός διοικητικού οργάνου με αποτέλεσμα να μην επιβάλλεται η παρουσίαση τυχόν σημειώσεων τους και ότι οι σημειώσεις αυτές δεν εμπίπτουν μέσα στην έννοια των πρακτικών, των οποίων η έγγραφη τήρηση προβλέπεται στο Νόμο (βλ. Σωτηρίου κ.ά v. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452). Αυτό που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του Ν. 158(Ι)/99 είναι η τήρηση λεπτομερών πρακτικών με καταγραφή των αποφάσεων που λαμβάνονται, των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης και κάθε άλλου γεγονότος που επενεργεί στη λήψη της απόφασης.
Τα πρακτικά της Επιτροπής στην παρούσα περίπτωση περιλαμβάνουν τα ονόματα των παρόντων μελών και της παρακαθήμενης με ρόλο Γραμματέα, την ημερομηνία και τη θεματολογία της κάθε συνεδρίας. Επιπλέον, τα ονόματα των υποψηφίων που προσήλθαν σε κάθε συνεδρία και πιο συγκεκριμένα των 18 υποψηφίων που παρουσιάστηκαν στις 12/4/2011 και τα ονόματα των υπολοίπων εννέα που προσήλθαν στις 13/4/2011. Οι αξιολογήσεις του Αν. Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης και της Επιτροπής, εύλογα καταγράφηκαν μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας των συνεντεύξεων των υποψηφίων, στο πρακτικό της 13/4/2011, στο οποίο συμπεριλήφθηκε η αιτιολογημένη κρίση της Επιτροπής για την απόδοση ενός εκάστου, μαζί με τη μειοψηφούσα, κατά περίπτωση άποψη και εν τέλει το αιτιολογικό της επίδικης απόφασης της.
Η εικόνα που αναδύεται δεν αφήνει αμφιβολίες ότι τα συγκεκριμένα πρακτικά περιλαμβάνουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία, ούτως ώστε να διαφωτίζουν για το τι ακριβώς έλαβε χώρα στις εν λόγω συνεδρίες. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ο ισχυρισμός περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών απορρίπτεται.
Το θέμα της παρουσίας του Αν. Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης και η αιτιολογία των κρίσεων του για την απόδοση των υποψηφίων.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η συμμετοχή του Αν. Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, στο στάδιο των προφορικών συνεντεύξεων ήταν αναρμόδια, αφού δεν διέθετε τη σχετική προς τούτο, εξουσιοδότηση και επιπρόσθετα, η εκ μέρους του αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, περιοριζόμενη σε «μονοδιάστατο, γενικό και αόριστο χαρακτηρισμό», ήταν αναιτιολόγητη.
Σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 35Β(9) του Νόμου, το οποίο προνοεί για την κλήση των υποψηφίων σε προσωπική συνέντευξη:
"Εννοείται ότι κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπος τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτές."
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας, απορρίπτοντας την εισήγηση του αιτητή περί αναρμόδιας ανάμειξης του Αν. Διευθυντή, έχει παρουσιάσει έγγραφο της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου, ημερoμηνίας 31/3/2011 με θέμα «Συνεντεύξεις για τη θέση Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης» και με το οποίο πληροφορεί τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ότι εκπρόσωπος του Υπουργείου στις εν λόγω συνεντεύξεις θα είναι ο Αν. Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης, Ελπιδοφόρος Νεοκλέους.
Επομένως, η εισήγηση περί αναρμόδιας συμμετοχής του πιο πάνω προσώπου καθίσταται ανεδαφική.
Ο Αν. Διευθυντής, όπως ήδη σημειώθηκε, εξέφρασε την κρίση του για τους υποψηφίους αξιολογώντας την απόδοση τους με χαρακτηρισμούς, όπως «Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλός», «Πάρα Πολύ Καλός» κλπ. Δεδομένου ότι το άρθρο 35Β(9) δεν επιβάλλει σ' αυτή την περίπτωση αιτιολόγηση των κρίσεων που εκφράζονται από ένα βοηθητικό όργανο, ούτε και οι συγκεκριμένες κρίσεις αποτελούν στοιχείο που δεσμεύει την Επιτροπή κατά την τελική εκτίμηση και επιλογή, ο ισχυρισμός για έλλειψη αιτιολογίας δεν ευσταθεί και συνεπώς απορρίπτεται.
Ο ισχυρισμός για πλάνη περί τα πράγματα κατά τη συνεκτίμηση των καθιερωμένων κριτηρίων προαγωγής (αξίας - προσόντων - αρχαιότητας).
Όπως προκύπτει από τα υπηρεσιακά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, οι διάδικοι, ευρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο από πλευράς βαθμολογημένης αξίας, εφόσον με βάση το μέσο όρο των υπηρεσιακών εκθέσεων της δεκαετίας 2000-2010 που λήφθηκε υπόψη, η βαθμολογία της αιτήτριας και των ενδιαφερόμενων μερών Γεωργίου, Ζαννέτου και Θεοδωρίδη ήταν 38, του ενδιαφερόμενου Κυθραιώτη 37,75, ενώ της ενδιαφερόμενης Ρούσου 38,50 γεγονός που έδωσε την ευκαιρία αφενός στην αιτήτρια να ισχυριστεί ότι υπερείχε στο συγκεκριμένο κριτήριο έναντι του Κυθραιώτη και αφετέρου στη Ρούσου να ισχυριστεί ότι αντίστοιχα, υπερείχε της αιτήτριας. Οι πιο πάνω θέσεις είναι αβάσιμες. Πρόσφατα στην Αττάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2012) 3 Α.Α.Δ. 438, η Oλομέλεια επιβεβαίωσε την κρατούσα νομολογιακή αρχή ότι τέτοιου είδους μικροδιαφορές δεν συνιστούν υπεροχή σε αξία, αλλά πρέπει οι υπάλληλοι να θεωρούνται ισοδύναμοι. H Επιτροπή βέβαια, σε σχέση με αυτή την πτυχή, κινήθηκε προς την ορθή κατεύθυνση επισημαίνοντας ότι οι υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Ούτε από απόψεως αρχαιότητας προκύπτει κάποια σημαντική διαφοροποίηση, λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για πλήρωση θέσης που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, γεγονός που αποδυναμώνει το στοιχείο της αρχαιότητας (βλ. Δημοκρατία v. Πανταζή (1991) 3 A.A.Δ. 47). Η αιτήτρια, όπως και τα ενδιαφερόμενα μέρη Θεοδωρίδης, Ζαννέτου και Κυθραιώτης κατείχαν την προηγούμενη της επίδικης, θέση του Διευθυντή, από 1/9/2006, ο ενδιαφερόμενος Γεωργίου από 1/9/2007 και η ενδιαφερόμενη Ρούσου από 1/1/2005. Η Επιτροπή σημείωσε σχετικά, ότι όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τη θέση Διευθυντή και η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι η ημερομηνία προαγωγής τους στη θέση αυτή.
Σε ό,τι αφορά τα προσόντα, ενώ σημειώθηκε η κατοχή πρόσθετων ακαδημαϊκών τίτλων, ως επί το πλείστον επιπέδου Μάστερ και Διδακτορικών εκ μέρους των διαδίκων, η Επιτροπή θεώρησε ότι εφόσον αυτά δεν συνιστούσαν πλεονέκτημα, δεν έδιδαν προβάδισμα σε οποιοδήποτε υποψήφιο και ότι είχαν «μόνο οριακή σημασία». Σημείωσε δε με αόριστο τρόπο ότι θα τα λάμβανε υπόψη κατά τη συνεκτίμηση των τριών κριτηρίων, χωρίς όμως να δώσει συνέχεια στο ζήτημα και επαναλαμβάνοντας στο καταληκτικό της σχόλιο, ότι όλοι οι υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι στα προσόντα, «εφόσον πρόσθετα προσόντα δεν συνιστούν πλεονέκτημα, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία».
Η αιτήτρια η οποία διέθετε, Μaster of Education (University of Nottingham {1998}) και Διδακτορικό (Doctor of Philosophy) - (University of Nottingham {2008}), δικαίως παραπονείται ότι εδικαιούτο σύγκρισης και πάνω στη βάση των πρόσθετων προσόντων της, των οποίων, όπως και των ανάλογων που κατείχαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, το περιεχόμενο και η σχετικότητα με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης θα έπρεπε να απασχολήσουν την Επιτροπή.
Πάγια νομολογία υποδεικνύει ότι για το σκοπό επιλογής του καταλληλότερου υποψήφιου λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους, συνυπολογίζονται και συνεκτιμούνται όλα τα κριτήρια, ήτοι, η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα (Δημοκρατία κ.ά. v. Αγγελή κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161, Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, Τρύφωνος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377).
Όπως πρόσφατα υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στη Δημοκρατία v. Mιχαηλίδου, διαχειρίστριας της περιουσίας του Ανδρέα Μιχαηλίδη (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 871, όταν ο Νόμος αναφέρεται και στα προσόντα ως κριτήριο για την επιλογή του καταλληλότερου, εννοεί προσόντα που δεν απαιτούνται.
Στην Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, επισημάνθηκε ότι τα πρόσθετα συναφή ακαδημαϊκά προσόντα αξιολογούνται και σταθμίζονται κατά περίπτωση, δηλαδή σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις της εκάστοτε υπό πλήρωση θέσης, ενώ στη Δημοκρατία v. Aσσιώτη κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, λέχθηκε ότι τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, μη προβλεπόμενα αλλά σχετικά, προσδίδουν πλεονέκτημα στον κάτοχό τους, εάν δε αυτός δεν επιλεγεί, θα πρέπει να δίδονται λόγοι που να τα αντισταθμίζουν.
Στη Φραγκουλίδου v. Xριστοδούλου κ.ά. (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 85, τονίστηκε η ανάγκη σύγκρισης των πρόσθετων προσόντων, προκειμένου να διαπιστώνεται ποιος υποψήφιος κατέχει τα πλέον σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η σύγκριση των προσόντων των διαδίκων και η διαπίστωση της σχετικότητας και χρησιμότητας τους κατ' αντιπαράσταση με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, αλλά ούτε και η εξαγωγή πρωτογενών επ' αυτών συμπερασμάτων.
Η Επιτροπή στην οποία εναπόκειτο η σχετική διεργασία, παρέκαμψε με ευκολία το ζήτημα, αποφασίζοντας, χωρίς καμία έρευνα, να αποδώσει στο σύνολο των πρόσθετων προσόντων των διαδίκων, οριακή βαρύτητα, εκμηδενίζοντας ουσιαστικά τη σημασία τους κατά την τελική στάθμιση, με την κοινοτυπία ότι τα πρόσθετα προσόντα δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας.
H παράλειψη της αναγκαίας αξιολόγησης των πρόσθετων προσόντων εκ μέρους της Επιτροπής ούτως ώστε να τους αποδίδετο και η ανάλογη βαρύτητα, κατέστησε την προσβαλλόμενη απόφαση της πάσχουσα ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη.
Η πιο πάνω κατάληξη καθιστά αβάσιμο και τον ισχυρισμό του ενδιαφερόμενου μέρους περί μη απόδειξης έκδηλης υπεροχής της αιτήτριας.
Στη Δημοκρατία v. Mαυράκη (1999) 3 Α.Α.Δ. 817, η Ολομέλεια αποφάνθηκε τα εξής:
"Το θέμα όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται ως θέμα έκδηλης υπεροχής της κας. Μαυράκη, όπως τείνει τελικά να το θέσει η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία στο περίγραμμα της, ώστε η νομιμότητα της απόφασης της ΕΔΥ να μην ανατρέπετο από την πρόσδοση σημασίας στα πρόσθετα προσόντα, ούτε αντικρίσθηκε έτσι στην πρωτόδικη απόφαση. Το θέμα τίθεται ουσιαστικά ως θέμα πλάνης της ΕΔΥ αναφορικά με τη σύγκριση των υποψηφίων ως προς τα προσόντα τους που θα καθιστούσαν αποτελεσματικότερη την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης και ως θέμα αιτιολόγησης της κρίσης της ΕΔΥ επ' αυτού και έτσι εξετάσθηκε πρωτοδίκως."
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.350 έξοδα υπέρ της αιτήτριας, πλέον Φ.Π.Α. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ