ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Μ. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια. Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Αλ. Ευαγγέλου, για την Καθ΄ ης η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-12-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΛΕΝΗ ΜΑΡΚΑΤΖΙΗ - WILLIAMS ν. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 633/2011, 12/12/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D958

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 633/2011)

 

12 Δεκεμβρίου, 2014

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΜΑΡΚΑΤΖΙΗ - WILLIAMS,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

Μ. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια.

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Αλ. Ευαγγέλου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

Κ. Αττίκης για Α. Ιωαννίδης, για το Ενδ. Μέρος 4.

_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Καθ΄ ης η Αίτηση που της κοινοποιήθηκε στις 18.4.2011 και σύμφωνα με την οποία τα Ενδιαφερόμενα Μέρη προάχθηκαν στη θέση Διοικητικού Βοηθού Β΄ Τάξης, αντί της ιδίας.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που καλύπτουν την υπό κρίση προσφυγή η Επιτροπή Προσωπικού της Καθ΄ ης η Αίτηση, ενεργώντας με βάση το άρθρο 22(3) του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, Ν. 138(Ι)/2002, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή, ομόφωνα εκχώρησε τις αρμοδιότητές της σε Υπεπιτροπή για να εξετάσει το ζήτημα της προαγωγής μελών του υφιστάμενου προσωπικού στις επίδικες θέσεις και να προβεί στις δέουσες συστάσεις προς το Διοικητή. Η Υπεπιτροπή συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της και τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, πείρας και προσόντων, έκρινε ως καταλληλότερα και σύστησε για προαγωγή στην προσβαλλόμενη θέση τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Ο Διοικητής, ασκώντας τις εξουσίες που του χορηγούνται με βάση το άρθρο 20(1)(δ) του Νόμου και αφού μελέτησε και έλαβε υπόψη του όλα τα δεδομένα που αφορούσαν τη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων, κατέληξε στην απόφαση να υιοθετήσει τις συστάσεις της Υπεπιτροπής και να προάξει τα Ενδιαφερόμενα Μέρη στη θέση Διοικητικού Βοηθού Β΄ Τάξης, με ισχύ από την 1.5.2011, κρίνοντας τα πρόσωπα αυτά ως τα καταλληλότερα μεταξύ όλων των υποψηφίων. Στη συνέχεια, με εγκύκλιο ημερομηνίας 18.4.2011, ο Διοικητής κοινοποίησε προς όλα τα μέλη του προσωπικού την απόφασή του αυτή.

 

Προβάλλει η Αιτήτρια εκτεταμένους λόγους ακύρωσης προκειμένου να εισηγηθεί ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη και στερείται εννόμου αποτελέσματος. Παρέλκει στο παρόν στάδιο εκτενής αναφορά στους υπό αναφορά λόγους. Η Καθ΄ ης η αίτηση αντιπαραβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και όλες οι προπαρασκευαστικές της πράξεις λήφθηκαν νόμιμα και ορθά, κατ΄ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

 

Δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο προδικαστική ένσταση που ηγέρθηκε εκ μέρους της ευπαίδευτης συνηγόρου της Καθ΄ ης η αίτηση και η οποία περιστρεφόταν γύρω από κατ΄ ισχυρισμό απουσία εκτελεστής διοικητικής πράξης. Η θέση αυτή απεσύρθη, ορθά, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων.

 

Προβάλλεται ως ένας εκ των βασικών λόγων ακύρωσης από την Αιτήτρια ότι εντοπίζεται ουσιωδέστατη πλάνη στην όλη διαδικασία προαγωγής, σε σχέση με το προσόν - πλεονέκτημα που απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης και το οποίο, σε ότι αφορά την Αιτήτρια, παραγνωρίστηκε χωρίς ειδική αιτιολογία.

 

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας:

 

«1.4. Για κάθε θέση ή βαθμό (grade) τα προσόντα που καθορίζονται είναι τα ελάχιστα που απαιτούνται για διορισμό. Κατάλληλα επιπρόσθετα ή ανώτερα προσόντα σχετικά με την κάθε θέση θα θεωρούνται ως πλεονέκτημα.»

 

 

Όπως και η ίδια η Υπεπιτροπή αναγνώρισε στη συνεδρία της ημερομηνίας 14.4.2011, παράρτημα IV στην ένσταση, πλεονέκτημα σε προσόντα κατείχαν μόνο η Αιτήτρια και το Ενδιαφερόμενο Μέρος Γιώτα Κωνσταντίνου. Αναφέρεται, συγκεκριμένα, στην παράγραφο 1.6 του πρακτικού αυτού:

 

«Οσον αφορά τα προσόντα, με βάση την παράγραφο 1.4. του Παραρτήματος (Παράγραφος 7) Οροι και Σχέδια Υπηρεσίας των Οδηγιών Κ.Δ.Π. 233/2004, η Υπεπιτροπή σημείωσε ότι οι υποψήφιοι με αριθμό 4, 6, 21-23, 25 και 27 έχουν πλεονέκτημα σε προσόντα, ως φαίνεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ.»

 

 

(Η υπ΄ αριθμό 22 είναι η Αιτήτρια και η υπ΄ αριθμό 4 η Κωνσταντίνου. Οι υπόλοιποι δεν εμπλέκονται στην παρούσα διαδικασία.)

 

Προβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορος της  Αιτήτριας ότι η αρμόδια Επιτροπή προβαίνει απλά και μόνο σε λεκτική αναφορά στο πλεονέκτημα της Αιτήτριας και εκλαμβάνει το πλεονέκτημα αυτό ως να ήταν πρόσθετο προσόν μη απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, παραλείποντας να αιτιολογήσει ειδικά την παραγνώρισή του κατά την επιλογή του καταλληλότερου για την επίδικη θέση υποψηφίου. Υπό τις συνθήκες αυτές εισηγείται ότι υπάρχει ουσιαστική πλημμέλεια εκ μέρους της Καθ΄ ης η αίτηση, εφόσον εμφιλοχώρησε ουσιώδης πλάνη όσον αφορά το προσόν - πλεονέκτημα της Αιτήτριας που προβλεπόταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Η ευπαίδευτη συνήγορος της Καθ΄ ης η αίτηση αντιτάσσει ότι δόθηκε ειδική αιτιολογία για την υπερφαλάγγιση του πλεονεκτήματος, αφού γίνεται εκτεταμένη, συγκριτική, αναφορά σε σχέση με την πείρα και την αξία των υποψηφίων, που ήταν και ο  αποφασιστικός παράγοντας που οδήγησε στην επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών ως των καταλληλότερων προς διορισμό.

 

Είναι ορθή η προσέγγιση της πλευράς της Αιτήτριας σύμφωνα με την οποία το ίδιο το Σχέδιο Υπηρεσίας καθόριζε ως πλεονέκτημα το προσόν που κατείχε η Αιτήτρια. Υπό τις συνθήκες αυτές ήταν νομική υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου, με δεδομένη την απόφαση για μη επιλογή της Αιτήτριας, να δώσει πειστικούς λόγους και ειδική αιτιολογία παραγνώρισης του πλεονεκτήματος και δεν είναι επιτρεπτό η αιτιολογία να συνάγεται ή να συμπληρώνεται από τα πρακτικά. Η Υπεπιτροπή ή η Επιτροπή Προσωπικού της Καθ΄ ης η αίτηση είχε υποχρέωση να διευκρινίσει τη βαρύτητα που δόθηκε στο πλεονέκτημα αυτό κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης και να αιτιολογήσει ειδικά την παραγνώρισή του. Αντί αυτού, όπως ήδη καταγράφηκε σε προηγούμενο στάδιο, απλώς «σημείωσε» ποίοι εκ των υποψηφίων κατείχαν πλεονέκτημα σε προσόντα.

 

Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στις υποθέσεις Ελενα Γρηγοριάδου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, υπόθ. αρ. 1203/2006, ημερ. 8.2.2008 και  Γιώργος Κυριάκου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και/ή μέσω του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, υπόθ. αρ. 1025/2007, ημερ. 23.9.2008.  Αποφασίστηκαν τα ακόλουθα, αντίστοιχα, τα οποία και υιοθετούνται για σκοπούς και της παρούσας:

 

«Τα σχέδια υπηρεσίας των θέσεων της Κεντρικής Τράπεζας παρατίθενται στο Παράρτημα των αναφερθεισών οδηγιών. Στο ίδιο Παράρτημα περιέχονται οι «γενικοί όροι», στους οποίους υπόκεινται τα σχέδια υπηρεσίας.  Οι τιθέμενοι όροι και τα σχέδια υπηρεσίας είναι αλληλένδετα.  Οι όροι συνοδεύουν την εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας (βλ. Άντρη Αδάμου Νικολάου ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (2002) 3 Α.Α.Δ. 733 και Γιώργος Κυριάκου ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Α.Ε. 3817, ημερ. 13.2.2007).

 

Στον όρο 1.4 του Παραρτήματος καθορίζεται:

 

«Για κάθε θέση ή βαθμό (grade) τα προσόντα που καθορίζονται είναι τα ελάχιστα που απαιτούνται για διορισμό.  Κατάλληλα επιπρόσθετα ή ανώτερα προσόντα σχετικά με την κάθε θέση θα θεωρούνται ως πλεονέκτημα.»

 

Έχει επανειλημμένα λεχθεί στη νομολογία, πως όταν το διορίζον όργανο αποφασίζει να μην επιλέξει υποψήφιο που έχει πρόσθετο προσόν, πρέπει να δίδει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία για την απόφασή του αυτή.  Απαιτείται ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος και δεν μπορεί η αιτιολογία να συνάγεται ή να συμπληρώνεται από τα πρακτικά της  Επιτροπής, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση.

 

Στο πρακτικό της Επιτροπής ημερομηνίας 25.5.2006, στο οποίο περιέχεται η σύσταση των εννέα υποψηφίων προς το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, αναφέρονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι κατέχουν πλεονέκτημα σε προσόντα με βάση τον όρο 1.4 του Παραρτήματος, μεταξύ αυτών και η αιτήτρια, με το σχόλιο ότι το πλεονέκτημα λαμβάνεται υπόψη χωρίς να του δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα.  Στη σύσταση για το ΕΜ αναφέρεται στη σύγκρισή του με την αιτήτρια εντελώς αόριστα ότι υπερέχει έναντι αυτής σε αξία και σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας στην Τράπεζα χωρίς να αναφέρεται το μεταπτυχιακό προσόν της αιτήτριας και συνεπώς χωρίς να δίδεται αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος.

 

Ο ισχυρισμός αυτός του δικηγόρου της αιτήτριας έγινε δεκτός και στην υπόθεση της ίδιας αιτήτριας εναντίον της απόφασης για προαγωγή άλλης υποψηφίας στη θέση Ανώτερου Λειτουργού, στην Έλενα Γρηγοριάδου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, 123/96, ημερομηνίας 26.9.1997.  Υιοθετώ το σκεπτικό της απόφασης αυτής.»

 

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------

 

 

 

«Οι προαγωγές των υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας γίνονται με βάση την αξία, την πείρα και τα προσόντα των υπαλλήλων. Τα σχέδια υπηρεσίας των θέσεων παρατίθενται στο παράρτημα των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Οροι Υπηρεσίας) Οδηγιών. Στο σχετικό παράρτημα των οδηγιών περιέχονται οι «γενικοί όροι» στους οποίους υπόκεινται τα σχέδια υπηρεσίας. Οι εν λόγω όροι είναι αλληλένδετοι με τα σχέδια υπηρεσίας και συνοδεύουν την εφαρμογή τους. Βλ. Γιώργος Κυριάκου ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, ΑΕ 3817, ημερ. 13.2.2007. Ο όρος 1.5 του παραρτήματος «ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ» των Κανονισμών  (καν. 7) προβλέπει ότι:

 

«Τα δι΄ εκάστην θέσιν ή βαθμόν (grade) καθοριζόμενα προσόντα είναι τα ελάχιστα απαιτούμενα δια διορισμόν. Κατάλληλα επιπρόσθετα ή ανώτερα προσόντα θα θεωρούνται πλεονέκτημα.»

 

Η Επιτροπή σημειώνει ότι έλαβε υπόψη το γεγονός ότι μεταξύ άλλων υποψηφίων, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Νεοφύτου έχουν πλεονέκτημα σε προσόντα πλην όμως δεν απέδωσε «ιδιαίτερη βαρύτητα».  Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα που θεώρησε ότι αποτελούν πλεονέκτημα, ουσιαστικά εξουδετέρωσε τη σημασία του πλεονεκτήματος και επέφερε την ισοπέδωση αιτητή και ενδιαφερομένων μερών χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε σύγκριση και να δοθεί αιτιολογία γι΄ αυτή την απόκλιση. Οπου προβλέπεται ότι πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με τη θέση θεωρούνται πλεονέκτημα πρέπει να προσμετρούν και στην πράξη. Η απαίτηση του νόμου δεν είναι γράμμα κενό και δεν πρέπει να εξουδετερώνεται με αόριστες αναφορές όπως εδώ ότι «λαμβάνεται υπόψη χωρίς να του δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα». Κανένας δεν γνωρίζει γιατί δεν δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στο πλεονέκτημα του αιτητή εφόσον δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξήγηση ή αιτιολογία. Αυτή ακριβώς η παράλειψη δημιούργησε στρέβλωση στη σύγκριση μεταξύ αιτητή και ενδιαφερομένων μερών με αναφορά στην αποτίμηση των κριτηρίων, αξία, πείρα, προσόντα. Η νομολογία καθόρισε τα περιθώρια μέσα στα οποία εξετάζεται το συγκεκριμένο θέμα. Όταν το διορίζον όργανο αποφασίζει να μην επιλέξει υποψήφιο που έχει πρόσθετο προσόν, έχει υποχρέωση να δίδει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία για την απόφαση του αυτή. Βλ. Πούρος κα ν. Χατζηστεφάνου κα (2001) 3(Α) ΑΑΔ 374

 

 

 

Η αντίστοιχη προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Καθ΄ ης η αίτηση και η νομολογία που παρέθεσε πραγματεύεται, με όλο το σεβασμό, ένα εντελώς διαφορετικό από νομικής άποψης ζήτημα. Αφορά πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και στην υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου, εφόσον αυτά είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, να τα αξιολογήσει και να τα σταθμίσει, αποφεύγοντας αφενός την απόδοση σε αυτά υπερβολικής βαρύτητας και αφετέρου την εκμηδένισή τους.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω της παράλειψης της Καθ΄ ης η αίτηση να ερευνήσει επαρκώς το ουσιαστικό θέμα του πλεονεκτήματος και της πλάνης που εμφιλοχώρησε ως προς την σημασία του και τη νομική του διάσταση. Η πλάνη αυτή, που άπτεται της οριοθέτησης των ορθών κριτηρίων για σκοπούς διορισμού, δεν αφήνει περιθώρια εξέτασης περαιτέρω ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένης της αναζήτησης έκδηλης υπεροχής.

 

Η προσφυγή πετυχαίνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται προς όφελος της Αιτήτριας.

 

 

                                                                  Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο