ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D1002
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 190/2013)
30 Δεκεμβρίου, 2014
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ZAHOOR SHOAIB,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΙ/Ή ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
Χρίστος Χριστοδουλίδης, για τον Αιτητή.
Λουίζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο αιτητής είναι υπήκοος Πακιστάν και αφίχθηκε στην Δημοκρατία για πρώτη φορά στις 22.7.2006 με φοιτητική άδεια για να φοιτήσει σε ιδιωτικό κολλέγιο σε διετή κύκλο σπουδών. Στις 14.3.2008 το κολλέγιο που φοιτούσε ο αιτητής ενημέρωσε την αρμόδια αρχή ότι αυτός δεν είχε αποταθεί για εγγραφή και διαγράφηκε από φοιτητής. Με επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 11.11.2008 κλήθηκε ο αιτητής να αναχωρήσει από την Κύπρο, αλλά αυτός συνέχισε να παραμένει παράνομα, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.
Στις 12.3.2009 ο αιτητής τέλεσε γάμο με την Ρουμάνα υπήκοο Marcella Camelia Moale και ακολούθως στις 15.10.2009 υπέβαλε αίτηση για διευθέτηση της παραμονής του ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη, η οποία απορρίφθηκε στις 13.10.2010 αφού κατά την έρευνα για τη γνησιότητα του γάμου δεν εντοπίστηκε ούτε ο αιτητής ούτε η σύζυγος του στην δηλωθείσα διεύθυνση.
Στις 20.3.2011 ο αιτητής συνελήφθη από μέλη του ΤΑΕ Λευκωσίας σε σχέση με τα αδικήματα του τραυματισμού και επίθεσης με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης που διαπράχθηκαν στα πλαίσια συμπλοκής με ομοεθνείς του στην οδό Ερμού, στη Λευκωσία. Ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάνθηκε όπως μη διωχθεί ποινικά ο αιτητής, αλλά να απελαθεί. Εναντίον του αιτητή εκδόθηκαν διατάγματα απέλασης και κράτησης στις 29.3.2011, τα οποία όμως ακυρώθηκαν μετά την γνωστοποίηση τους στον αιτητή κατόπιν οδηγιών του Επάρχου Κερύνειας, προκειμένου να γίνει εκ νέου έρευνα για τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή και με την εισήγηση όπως ο φάκελος αποσταλεί στη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους.
Η Αστυνομία διενήργησε διάφορες εξετάσεις αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου, καλώντας τον αιτητή και τη σύζυγο του σε χωριστές προσωπικές συνεντεύξεις, κατά τις οποίες κρίθηκε ότι το ζεύγος υπέπεσε σε αντιφάσεις αναφορικά με τις λεπτομέρειες της γνωριμίας και της σχέσης τους και ότι δεν υπήρχε συμβίωση.
Επίσης λήφθηκαν καταθέσεις από διάφορους αλλοδαπούς μεταξύ των οποίων και μια άλλη γυναίκα ρουμάνικης καταγωγής που διέμενε μαζί με το ζεύγος, σύμφωνα με τις οποίες ο αιτητής και η σύζυγος του ενέχονταν σε κύκλωμα διευθέτησης εικονικών γάμων στην Κύπρο. Σε επιστολή ημερομηνίας 23.1.2011 (Τεκμήριο 23 στην ένσταση) του Υπεύθυνου Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας, προς τον Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, αναφέρεται ότι ο αιτητής και η σύζυγος του φαίνεται να κερδίζουν μεγάλα χρηματικά ποσά διευθετώντας εικονικούς γάμους και ότι εκκρεμεί εναντίον τους η ποινική υπόθεση 41085/11, επειδή ανευρέθηκαν κλοπιμαία αντικείμενα στο σπίτι και σε ένα από τα οχήματα τους. Ενόψει των πιο πάνω, εισηγήθηκε όπως με την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, το ζεύγος κληθεί να αναχωρήσει από την Κύπρο.
Στις 8.1.2012, ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής για μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία απορρίφθηκε στις 20.7.2012. Στις 31.1.2013 στάλθηκε στον αιτητή απορριπτική επιστολή από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με την οποία κλήθηκε να αναχωρήσει άμεσα από την Κύπρο. Οι καθ΄ ων η αίτηση ανέφεραν ως λόγους απόρριψης ότι ο αιτητής θεωρήθηκε επικίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια επειδή είχε λάβει μέρος σε συμπλοκή με ομοεθνείς του και είχε κατηγορηθεί (accused) για το αδίκημα του τραυματισμού και επίθεσης με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και, περαιτέρω, ότι ενδέχεται να έχει ανάμιξη σε κύκλωμα που διευθετεί εικονικούς γάμους.
Σημειώνεται δε ότι στη συνέχεια τόσο ο αιτητής όσο και η σύζυγος του βρέθηκαν ένοχοι στην πιο πάνω ποινική υπόθεση και επιβλήθηκε σε έκαστο εξ αυτών ποινή προστίμου €300.
Η νομική βάση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση να απορρίψουν την αίτηση διαμονής του αιτητή είναι τα άρθρα 29(1) και 37 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμου, Ν.7(Ι)/07 (στο εξής «ο Νόμος»). Το άρθρο 29 του Νόμου προνοεί τα εξής:
«29.(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.
(2) Δε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.
(3)(α) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:
Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης.
(β) Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ΄ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.
(4) Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής η αρμόδια αρχή δύναται, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητά από το κράτος μέλος καταγωγής του ενδιαφερομένου και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη, να της παρέχουν εντός δύο μηνών το αργότερο πληροφορίες για το ποινικό μητρώο, που πιθανόν να έχει ο ενδιαφερόμενος.
Νοείται ότι, η έρευνα αυτή δε δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα.»
Αιτιολογώντας την συμπεριφορά του αιτητή, που κατά τους καθ΄ ων η αίτηση αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για την Δημόσια Τάξη της Δημοκρατίας, οι τελευταίοι αναφέρουν τα ακόλουθα στην επίδικη επιστολή:
«Analytically you were involved in episodes of violent confrontations with other Pakistani Citizens and you were accused for the offence of aggressive behavior with the intent/result of causing serious bodily harm. Furthermore, it was detected that you may be involved in a conspiracy that establishes marriages of convenience.»
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι ουδέποτε είχε κατηγορηθεί για αξιόποινη συμπεριφορά γιατί στο αναφερόμενο επεισόδιο συμπλοκής με ομοεθνείς του, ο ίδιος ήταν το θύμα αφού τραυματίστηκε σοβαρά και όχι μόνον δεν διώχθηκε ποινικά αλλά αφέθηκε ελεύθερος από τις 6.6.2011. Ο αιτητής θεωρεί ότι οι δυο αστυνομικές εκθέσεις της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), ημερομηνίας 20.1.2011 και 29.3.2011 απλά αναφέρονται στο περιστατικό, χωρίς όμως να εξειδικεύουν το βαθμό συμμετοχής και τη δράση του ιδίου, ο οποίος ήταν ο παραπονούμενος και το θύμα του επεισοδίου, ή τα αδικήματα που προέκυψαν. Αναφορικά δε με την συμμετοχή του σε κύκλωμα εικονικών γάμων, αναρωτιέται πώς από τη στιγμή που η Αστυνομία είχε σημαντική μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση δεν κατηγορήθηκε είτε αυτός είτε η σύζυγος του για οποιοδήποτε αδίκημα αλλά αφέθηκε ελεύθερος να κυκλοφορεί στην Δημοκρατία. Συνεπώς θεωρεί ότι δεν προκύπτει από την έρευνα που έγινε και από το περιεχόμενο του φακέλου ίχνος μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί εύλογα το συμπέρασμα των καθ' ων η αίτηση για την επικινδυνότητα του για την δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Πέραν τούτου, θεωρεί ότι παραβιάστηκε το άρθρο 30 του Νόμου που απαιτεί όπως πριν η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημοσίας τάξης, ληφθούν υπόψη συγκεκριμένοι παράγοντες, όπως η περίοδος διαμονής του ενδιαφερομένου προσώπου, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του, η οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση και η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωση του στην Δημοκρατία. Στην περίπτωση του αιτητή δεν αξιολογήθηκε κανένα από τα εν λόγω στοιχεία.
Οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνοδεύτηκε από την δέουσα έρευνα. Θεωρούν ότι τα στοιχεία και η μαρτυρία που αναλυτικά καταγράφονται στο φάκελο από την ΥΑΜ και την Αστυνομία, ιδιαίτερα αναφορικά με τις ποινικές κατηγορίες εναντίον του αιτητή, ήταν αρκετά ώστε να κριθεί η συμπεριφορά του ως επικίνδυνη. Επίσης, επικαλούνται τις πρόνοιες των άρθρων 4 και 9 του Νόμου για να υποστηρίξουν ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να αντλήσει εξ αρχής δικαίωμα διαμονής από τη στιγμή που δεν συμβίωνε/συζούσε με την σύζυγο του Ευρωπαία πολίτη. Επικαλούνται επίσης την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχει κάθε κράτος-μέλος δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ.105 να αποκλείει αλλοδαπούς, εφόσον ασκείται καλόπιστα και, περαιτέρω, την πάγια νομολογιακή αρχή ότι η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη διοίκηση δεν υπόκειται στον ουσιαστικό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστηρίου.
Θα πρέπει εξ αρχής να παρατηρήσω ότι η επιχειρηματολογία του αιτητή περιστράφηκε γύρω από τη θέση ότι ήταν φορέας δικαιωμάτων ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη και τους λόγους που εμπόδιζαν την απέλαση του. Επίσης, ότι με την προσβαλλόμενη πράξη είχε κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105. Θεωρώ ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι άσχετη με το καθεστώς του αιτητή αλλά και με την επίδικη πράξη, αφού αυτό που εδώ προσβάλλει ο αιτητής είναι την απόρριψη της αίτησης του για δελτίο διαμονής και την συνακόλουθη κλήση του να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του προς εξέταση καμία απόφαση που να κηρύσσει τον αιτητή απαγορευμένο μετανάστη δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 ή διάταγμα απέλασης του. Στον διοικητικό φάκελο υπάρχουν σχετικά διατάγματα του Έπαρχου Κερύνειας ημερομηνίας 29.3.2011 (ερυθρά 47-50), με τα οποία ο αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης και διατάχθηκε η απέλαση και η κράτηση του, τα οποία όμως αναστάληκαν και ακυρώθηκαν, προκειμένου να διερευνηθεί η γνησιότητα του γάμου, με τη σημείωση μάλιστα «να σταλεί ο φάκελος στη Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους». Τέτοια διατάγματα φαίνεται να εκδόθηκαν εκ νέου μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 8.10.2013 (ερυθρά 124-126), αλλά δεν είναι το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Ο αιτητής ως πρόσωπο που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεκδίκησε, με την αίτησή του, τη χορήγηση του προβλεπόμενου στο Άρθρο 12(1) του Νόμου δελτίο διαμονής ως μέλος της οικογένειας (σύζυγος) πολίτη της Ένωσης. Πρόκειται για δικαίωμα που επεκτείνεται από τον πολίτη της Ένωσης, ο οποίος πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις και έχει βεβαίωση εγγραφής στην Δημοκρατία, στα μέλη της οικογένειάς του, κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 9 του Νόμου.
Η ιδιότητα του μέλους της οικογένειας ευρωπαίου πολίτη, που περιλαμβάνει το/τη σύζυγο ανεξαρτήτως ιθαγένειας, αποτελεί βασικό όρο (άρθρο 2 του Νόμου), υποκείμενο στον έλεγχο της αρμόδιας αρχής - όπως ορίζεται στο Άρθρο 27(2) του Νόμου - ιδίως όταν υπάρχει εύλογη αμφιβολία κατά πόσο το μέλος πληροί αυτή την ιδιότητα. Ο ίδιος ο Νόμος προνοεί ότι «σύζυγος» δεν περιλαμβάνει μέρος σε εικονικό γάμο.
Συνεπώς οι καθ' ων η αίτηση κατά την εξέταση της αίτησης, ορθά διερεύνησαν, μεταξύ άλλων, τη γνησιότητα του γάμου, καλώντας τους δυο συζύγους σε χωριστές συνεντεύξεις και παίρνοντας καταθέσεις από τρίτα πρόσωπα σχετικά με τον χαρακτήρα της μεταξύ των συζύγων σχέσης και το σκοπό της συμβίωσης τους, χωρίς όμως να καταλήξουν σε οποιοδήποτε συμπέρασμα αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου, πέραν των εισηγήσεων της Αστυνομίας. Η υπόθεση δεν παραπέμφθηκε ούτε στη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους, προκειμένου να κριθεί το κρίσιμο θέμα της γνησιότητας του γάμου του αιτητή που προσδιόριζε το καθεστώς διαμονής του, παρά την σχετική πρόθεση της διοίκησης από το 2011.
Η θέση, επομένως, που προώθησε η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, ότι ορθά εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση διότι ο αιτητής δεν συζούσε με την Ευρωπαία σύζυγο του, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο αφού δεν εγέρθηκε από τους ίδιους τους καθ' ων η αίτηση, ούτε εξετάστηκε στο ορθό πιο πάνω πλαίσιο, αλλά προβλήθηκε για πρώτη φορά με την αγόρευση της δικηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση. Εξάλλου, αν υπήρχαν εύλογες υποψίες για εικονικότητα του γάμου, όφειλαν οι καθ΄ ων η αίτηση, στα πλαίσια του Νόμου καθώς και δυνάμει των άρθρων 7Α και 7Β του Κεφ. 105 να παραπέμψουν την περίπτωση στη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης. Χωρίς ο γάμος να είχε κηρυχθεί εικονικός, θα ήταν μάλλον δύσκολο για την διοίκηση να αρνηθεί τη χορήγηση της αιτούμενης βεβαίωσης εγγραφής, ιδιαίτερα όταν τόσο ο αιτητής όσο και η σύζυγος του αποδείκνυαν κοινή συμβίωση και η εγγραφή της συζύγου στη Δημοκρατία δεν είχε ακυρωθεί. (Βλ. Υπόθεση αρ. 869/12, Wilky Fonji Fonjungo v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20.9.2013 και Υπόθεση αρ. 1544/11, Mylene Ragadi Ellamil ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.12.2013).
Η αίτηση του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής απορρίφθηκε με την ειδικότερη αιτιολογία, ότι η συμπεριφορά του ενέπιπτε στην πραγματική, ενεστώσα σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. Τα άρθρα 29 και 37 του Νόμου παρέχουν τη δυνατότητα στους καθ' ων η αίτηση, ακόμη και στο στάδιο εξέτασης της αίτησης συζύγου πολίτη της Ένωσης για χορήγηση δελτίου διαμονής, να αρνηθούν οποιοδήποτε δικαίωμα προκύπτει από το Νόμο εάν εξακριβώσουν μετά από κατάλληλη έρευνα ότι αυτός αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια, ή σε περίπτωση κατάχρησης δικαιωμάτων ή απάτης, περιλαμβανομένου του εικονικού γάμου.
Για το βαθμό της αιτιολογίας και την επάρκεια της έρευνας που χρειάζεται από τη Διοίκηση όταν επικαλείται απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας, σε υποθέσεις όπως την παρούσα, θεωρώ ότι χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 718/2012, ημερομηνίας 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, όπου λέχθησαν τα ακόλουθα:
«Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο. Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.». Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583)»
Η νομολογία αναγνωρίζει ότι η πραγματική ενεστώσα απειλή δεν είναι ανάγκη να αποδεικνύεται κατά αυστηρό τρόπο, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει εκείνο το υπόβαθρο πληροφοριών που επιτρέπουν να θεωρηθεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο ως ανεπιθύμητο για να παραμείνει στη Δημοκρατία.
Οι λόγοι που επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση τεκμηριώνονται επαρκώς σε αυτό το βαθμό από τα στοιχεία του φακέλου και υποστηρίχθηκαν από την κατάλληλη έρευνα. Στο διοικητικό φάκελο υπάρχει η αίτηση προφυλάκισης του αιτητή και συνοπτική έκθεση της αστυνομίας με προτεινόμενες κατηγορίες εναντίον του για τραυματισμό, επίθεση με πρόκληση σοβαρής σωματικής βλάβης, παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας και συμπλοκή (ερυθρά 32-35). Είναι όμως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, παρά το ότι σχηματίστηκε ποινικός φάκελος εναντίον του αιτητή σχετικά με το παραπάνω περιστατικό, τελικά δεν διώχθηκε ποινικά, κατόπιν οδηγίων του Γενικού Εισαγγελέα να απελαθεί. (Βλ. ερυθρό 32 και ερυθρά 44-45 στο διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1).
Σε ότι αφορά δε τη συμμετοχή του αιτητή σε κύκλωμα εικονικών γάμων, οι εκθέσεις ημερομηνίας 26.5.2011 και 23.1.2011 της ΥΑΜ Λευκωσίας προς τους καθ' ων η αίτηση (ερυθρά 51-53 και 74-75 αντίστοιχα), καθώς και οι καταθέσεις/μαρτυρίες αλλοδαπών που ρητά επιδείκνυαν τον αιτητή και τη σύζυγο του ως τους υποκινητές/οργνωτές εικονικών γάμων που τους αφορούσαν και μάλιστα έναντι συγκεκριμένης χρηματικής αμοιβής (ερυθρά 55-73, Τεκμήρια 18-20 στην ένσταση), συνιστούν ικανοποιητικές ενδείξεις.
Προκαλεί ωστόσο εντύπωση ότι μέχρι τον ουσιώδη τουλάχιστον χρόνο, ούτε ο αιτητής ούτε η σύζυγος του δεν φαίνεται να κατηγορήθηκαν ή να ανακρίθηκαν για την συμμετοχή τους σε κύκλωμα εικονικών γάμων.
Στρεφόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρώ ότι η αιτιολογία σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του φακέλου είναι επαρκής και η έρευνα που προηγήθηκε κατάλληλη αφού αναδεικνύει εύλογες υποψίες για ενέργειες του αιτητή που τον καθιστούν επικίνδυνο για την δημόσια τάξη και ανεπιθύμητο μετανάστη. Συνεπώς η αίτηση του εξετάστηκε καλόπιστα.
Σε ότι αφορά το λόγο ακύρωσης που προωθεί ο αιτητής αναφορικά με την παραβίαση του άρθρου 30 του Νόμου, κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί. Οι παράγοντες που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο εξετάζονται όταν η διοίκηση λαμβάνει το μέτρο της απέλασης στην περίπτωση ευρωπαίων πολιτών και δικαιούχων διαμονής, στους οποίους εφαρμόζεται ο Νόμος. Η παρούσα δεν είναι τέτοια περίπτωση.
Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης. Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου