ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D957
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υπoθέσεις Αρ. 170/2013 και 524/2013)
12 Δεκεμβρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 170/2013)
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
3. ΑΓΓΕΛΟΣ ΦΕΛΛΑ,
4. ΜΕΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
5. ΔΩΡΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
6. ΝΙΚΟΣ Χ΄΄ ΜΙΧΑΗΛ,
7. ΘΕΟΔΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,
8. ΠΙΕΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
9. ΜΥΡΩ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
10. NICOPTICS CENTRE LTD,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_____________________
(Υπόθεση Αρ. 524/2013)
ΘΕΟΠΕΤΡΟ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Αιτητές
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_____________________
Σ. Ανδρέου, για τους Αιτητές και στις δύο προσφυγές.
Ε. Γαβριήλ (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Βασιλείου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με τις δύο συνεκδικαζόμενες προσφυγές, οι αιτητές ζητούν:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 30.03.2012 που γνωστοποιήθηκε στο Κοινοτικό Συμβούλιο Κιτίου με επιστολή ημερ. 02.01.2013 (Επισύναψη 1 στην αίτηση ακύρωσης) να χορηγήσουν πολεοδομική άδεια με αριθμό: ΜΡ/01423/2004 στους S.HADJICHRISTOFI CONSTRUCTION LTD ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ (Ενδιαφερόμενα Μέρη) για την ανέγερση πρατηρίου πώλησης πετρελαιοειδών στο τεμάχιο 976, 977, 979, 1102, Φ/ΣΧ: LI30 στο Κίτι, που περιήλθε σε γνώση των Αιτητών κατά/ή περί την 10.01.2013, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Με τις προσφυγές τους, οι οποίες, συνεκδικάστηκαν, αμφισβητείται η νομιμότητα και επιζητείται η ακύρωση της πολεοδομικής άδειας στους S.HADJICHRISTOFI CONSTRUCTION LTD ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ (Ενδιαφερόμενα Μέρη) για την ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών και αυτόματου Πλυντηρίου αυτοκινήτων στα τεμάχια με αρ. 976, 977, 978 και 1102.
Σημειώνω συναφώς ότι οι αιτητές στην Προσφυγή 170/13, με αύξοντα αριθμό 1-8 είναι κάτοικοι κατοικιών της κοινότητας Κιτίου και διαμένουν πλησίον της υπό αναφορά ανάπτυξης. Οι αιτητές με αύξοντα αριθμό 9-10 διατηρούν καταστήματα πλησίον της πιο πάνω ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα ο αιτητής 1 διαμένει σε απόσταση 75 μέτρων, ο αιτητής 2 διαμένει σε απόσταση 65 μέτρων, ο αιτητής 3 σε απόσταση 35 μέτρων, ο αιτητής 4 σε απόσταση 25 μέτρων, ο αιτητής 5 σε απόσταση 60 μέτρων, ο αιτητής 6 σε 45 μέτρων, ο αιτητής 7 διαμένει σε απόσταση 15 μέτρων και ο αιτητής 8 σε απόσταση 55 μέτρων. Ο αιτητής 9 διατηρεί κατάστημα σε απόσταση 50 μέτρων και ο αιτητής 10 σε απόσταση 45 μέτρων.
Οι αιτητές αντίστοιχα στην προσφυγή 524/13 είναι ιδιοκτήτες πρατηρίου πετρελαιοειδών που βρίσκεται στη Λεωφόρο Μακαρίου Γ, επί του κυρίου δρόμου Μενεού και βρίσκεται σε απόσταση μόλις 100 μέτρων από την προτεινόμενη ανάπτυξη. Στην ίδια λεωφόρο υπάρχει και λειτουργεί ήδη ένα άλλο πρατήριο πετρελαιοειδών, σε απόσταση 900 μέτρων από την προτεινόμενη ανάπτυξη.
Σημειώνεται ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη πρατηρίου πετρελαιοειδών χωροθετείται εντός της Οικιστικής Ζώνης Η2 σε κεντρικό σημείο της περιοχής που βρίσκεται στον κύριο δρόμο Μενεού Κιτίου, που αποτελεί τον κύριο δρόμο διέλευσης από και προς Λάρνακα και πλησίον του βρίσκονται ξενοδοχειακές και τουριστικές αναπτύξεις. Η Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας με επιστολή της ημερ. 25.10.2004 ζήτησε τις απόψεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Κιτίου, για την πιο πάνω αναφερόμενη αίτηση σχετικά με την προτεινόμενη ανάπτυξη.
Στη συνέχεια, το Κοινοτικό Συμβούλιο Κιτίου με επιστολή του ημερομηνίας 28.12.2004 προς τον Έπαρχο Λάρνακας, απέρριψε την αίτηση για τους ακόλουθους λόγους: α) Η κοινότητα είναι βεβαρημένη με πρατήρια πετρελαιοειδών, β) Τυχόν κατασκευή του θα δημιουργήσει προβλήματα οδικής ασφάλειας στην περιοχή, γ) Το πρατήριο εφάπτεται πεζόδρομου που ενώνει μία εξαιρετικά μεγάλη οικιστική περιοχή της κοινότητας, δ) Ενδέχεται να επηρεάσει τις ανέσεις των παρακείμενων οικοδομών και να δημιουργηθούν προβλήματα οχληρίας και ρύπανσης στην περιοχή.
Στις 23.02.2005, επηρεαζόμενοι κάτοικοι, μεταξύ των οποίων και οι αιτητές, με επιστολή τους προς το Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και τον Έπαρχο Λάρνακας, τον Επαρχιακό Λειτουργό Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, εξέφρασαν την αντίθεσή τους αναφορικά με την προτεινόμενη ανάπτυξη, λόγω επηρεασμού των ανέσεων τους και πρόκληση οχληρίας και ρύπανσης καθώς και προβλημάτων οδικής ασφάλειας.
Στις 08.06.2005, η Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, με επιστολή της προς τον Επαρχιακό Λειτουργό Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, εξέφρασε την άρνηση της στην έκδοση της πολεοδομικής άδειας, για τους ίδιους λόγους που είχαν αναφερθεί σε προηγούμενη επιστολή ημερ. 30.04.2001.
Στην επιστολή της ημερομηνίας 21/03/2006, η Υπηρεσία Περιβάλλοντος εισηγήθηκε την προώθηση του έργου με προϋποθέσεις και όρους. Η Πολεοδομική Αρχή στις 4/5/2006, ενόψει και των απόψεων των άλλων εμπλεκομένων Υπηρεσιών, Τμημάτων και της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος, καθώς επίσης και των ισχυρισμών των ιδιοκτητών προέβηκε σε νέα διαβούλευση με τον Έπαρχο Λάρνακας. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε υποβλήθηκε από κατοίκους της περιοχής παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως.
Στις 4/12/2008 κάτοικοι της περιοχής απέστειλαν προς το Διευθυντή του Τμήματος αυτού νέα επιστολή, με την οποία εξέφραζαν την αντίθεσή τους στη χορήγηση της αιτούμενης πολεοδομικής άδειας.
Η Πολεοδομική Αρχή, ενόψει της θετικής αντιμετώπισης άλλης αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών κατά μήκος του ίδιου δρόμου, για το οποίο υπήρχε σύμφωνη γνώμη του Κοινοτικού Συμβουλίου Κιτίου και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψιν ότι:
(α) Για τα ίδια ακριβώς τεμάχια των ενδιαφερόμενων μερών , στις 14/12/2000, είχε υποβληθεί η αίτηση με αρ. ΜΡ/852/2000, η οποία στις 17/07/2001 απορρίφθηκε μεταξύ άλλων ενόψει των αρνητικών απόψεων του Επάρχου Λάρνακας.
(β) Για άλλο τεμάχιο με αρ. 801 Φ/Σχέδιο Ι.30 στην ίδια περιοχή, στις 21/12/2000 υποβλήθηκε η αίτηση με αρ. LAΡ/881/2000 για ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών η οποία επίσης απορρίφθηκε στις 20/06/2001 ενόψει και πάλι των αρνητικών απόψεων του Επάρχου Λάρνακας.
(γ) Για μέρος του πιο πάνω τεμαχίου αρ. 801, στις 29/03/2002 χορηγήθηκε η πολεοδομική άδεια ΜΡ/874/2001 με τη σύμφωνη γνώμη του Κοινοτικού Συμβουλίου Κιτίου, για σκοπούς ανέγερσης πρατηρίου πετρελαιοειδών και πλυντηρίου αυτοκινήτων,
πρότεινε στα ενδιαφερόμενα μέρη τον περιορισμό της ανάπτυξης στα βόρεια οικόπεδα μόνο που εφάπτονται του κύριου δρόμου Μενεού - Κιτίου αφού πρώτα υποβάλουν αίτηση διαχωρισμού των 4 οικοπέδων. Με τον τρόπο αυτό η εμπορική ανάπτυξη θα περιοριζόταν κατά μήκος του εν λόγω κύριου δρόμου, που έχει την μορφή εμπορικού άξονα, ενώ θα διασφαλίζετο η οικιστική ανάπτυξη των πίσω τεμαχίων με αρ. 977 και 1102 που αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της οικιστικής ζώνης χωρίς να επιτραπεί οποιαδήποτε διείσδυση της εμπορικής χρήσης, δηλαδή του πρατηρίου πετρελαιοειδών.
Στις 14/5/09 τα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν την αίτηση με αρ. ΛΑΡ/362/09 για επαναδιαχωρισμό των 4 οικοπέδων σε 2 νέα οικόπεδα.
Ενόψει της μερικής διαφοροποίησης της ανάπτυξης στις 18/05/09, η Πολεοδομική Αρχή διαβουλεύτηκε εκ νέου τόσο με το Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων όσο και με τον Αρχηγό Αστυνομίας, οι οποίοι έδωσαν θετικές απόψεις.
Στις 24/08/2009 και και τις 11/05/2010, ενόψει των νέων δεδομένων και της υποβολής εκ μέρους των ιδιοκτητών νέων τροποποιημένων σχεδίων με τα οποία (α) Η ανάπτυξη περιορίζετο στο υπό δημιουργίαν οικόπεδο με αρ. 1 της χορηγηθείσας πολεοδομικής άδειας με αρ. ΛΑΡ/362/2009 ημερ. 28/05/2009 και (β) Προτείνετο διαμόρφωση χώρου για πλύσιμο αυτοκινήτων στο χέρι και ταυτόχρονα ο χώρος αυτός μετακινείτο στην βορειοανατολική πλευρά του νέου οικοπέδου σε τρόπο που να μην συνορεύει πλέον με οικόπεδα αλλά με πεζόδρομο και ανοικτό δημόσιο χώρο (δημόσιο χώρο πρασίνου), η Πολεοδομική Αρχή ζήτησε εκ νέου τις απόψεις του Κοινοτικού Συμβουλίου.
Στις 17/05/2010, ο δικηγόρος του Κοινοτικού Συμβουλίου απέστειλε σχετική επιστολή συνοδευόμενη από διάφορα άλλα έγραφα, με την οποία, μεταξύ άλλων, επικαλείτο «προβλήματα υγείας» που θα προκληθούν στους κατοίκους της περιοχής και ως συνέπεια τούτου, το Κοινοτικό Συμβούλιο ενίστατο στην χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Ενόψει της ένστασης του Κοινοτικού Συμβουλίου και του ισχυρισμού ότι θα προκληθούν «προβλήματα υγείας» στην περιοχή, η Πολεοδομική Αρχή έκρινε σκόπιμο να διαβουλευτεί με το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας.
Η Πολεοδομική Αρχή, στις 15/02/2011, προέβηκε σε νέα διαβούλευση με το Κοινοτικό Συμβούλιο Κιτίου. Ο δικηγόρος του Κοινοτικού Συμβουλίου με νέα επιστολή του ημερομηνίας 16/5/2011 πληροφόρησε την Πολεοδομική Αρχή ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο, εξακολουθεί να φέρει ένσταση στη χορήγηση της αιτούμενης άδειας όχι μόνο για λόγους υγείας αλλά και επειδή θεωρεί ότι, η Κοινότητα εξυπηρετείται επαρκώς από τα υφιστάμενα πρατήρια πετρελαιοειδών.
Στις 30.03.2012, η πολεοδομική αρχή αποφάσισε τελικά να χορηγήσει τη σχετική πολεοδομική άδεια.
Οι αιτητές έλαβαν γνώση της απόφασης της πολεοδομικής αρχής στις 10.01.2013 σε συνάντηση που είχαν με τον Πρόεδρο και το Γραμματέα του Κοινοτικού Συμβουλίου Κιτίου, οι οποίοι εξασφάλισαν την προσβαλλόμενη απόφαση στις 02.01.2013.
Προβάλλεται προδικαστική ένσταση ότι οι Αιτητές στερούνται άμεσου, ενεστώτος και προσωπικού εννόμου συμφέροντος να εγείρουν τις εξεταζόμενες προσφυγές.
Είναι η θέση των καθ΄ ών η αίτηση ότι οι αιτητές δεν έχουν θεμελιώσει, μέσα στο πλαίσιο που καθορίζει η νομολογία, το απαιτούμενο έννομο συμφέρον, προϋπόθεση για την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Υποβάλλουν συναφώς ότι η επίκληση της ιδιότητας του περιοίκου από μόνη της δεν είναι αρκετή για να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος των αιτητών. Ούτε η πιθανολόγηση οικονομικής ζημιάς από τη δημιουργία του νέου πρατηρίου, δεν αρκεί . Προς επίρρωση της θέσης τους, οι καθών η αίτηση παραπέμπουν στην Υπόθεση Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1596, όπου κρίθηκε ότι φαρμακοποιός δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την έγκριση υποστατικών για φαρμακείο που γειτνίαζε προς το δικό της αφού θεωρήθηκε πως ο επηρεασμός οικονομικού συμφέροντος δεν καθιστά αφ΄εαυτού παραδεκτή την προσφυγή.
Οι αιτητές στην προσφυγή 170/13 ως περίοικοι και καταστηματάρχες, υποβάλλουν ότι θίγεται κατά τρόπο άμεσο, συγκεκριμένο και αδιαμφισβήτητο το προσωπικό και έννομον συμφέρον τους και επομένως νομιμοποιούνται στην έγερση της προσφυγής[1].
Υποβάλλουν συναφώς ότι η επίδικη ανάπτυξη θα προκαλέσει αυξημένη τροχαία κυκλοφορία και κατά συνέπεια αύξηση των ρύπων και αναθυμιάσεων που περιέχονται στα καυσαέρια, κατά την καύση των πετρελαιοειδών, για τα οποία υπάρχει τεκμηρίωση ότι προκαλούν αύξηση των ασθματικών εκδηλώσεων. Επίσης οι καρκινογόνες και άλλες βλαβερές για την υγεία του ανθρώπου αναθυμιάσεις και/ή αέρια καθώς και η οχληρία που θα προκληθεί από την προτεινόμενη ανάπτυξη θα επηρεάσει αρνητικά τη ζωή και την υγεία τους, τους όρους διαβίωσης και την ευημερία τους στο χώρο που διαβιούν. Είναι η θέση των αιτητών ότι, με την επίδικη ανάπτυξη, θα επέλθει δυσμενής επηρεασμός των ανέσεων της περιοχής στην οποία διαμένουν, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στη Δήλωση Πολιτικής και περαιτέρω με την εν λόγω ανάπτυξη θα επηρεαστούν δυσμενώς οι ανέσεις των γειτνιαζόντων κατοικιών τους.
Οι αιτητές στην προσφυγή 524/13 επιχειρηματολογούν ότι ο επηρεασμός τους θα είναι άμεσος και εμφανής στον κύκλο εργασιών τους, εφόσον διατηρούν πρατήριο πετρελαιοειδών σε απόσταση μόλις 100 μέτρων από την προτεινόμενη ανάπτυξη. Περαιτέρω δύο πρατήρια πετρελαιοειδών σε απόσταση 100 μέτρων το ένα από το άλλο θα επιβαρύνουν το περιβάλλον, την άνεση, την υγεία και θα δημιουργήσουν κυκλοφοριακή συμφόρηση στην περιοχή.
Σε σχέση με το έννομο συμφέρον της αιτήτριας εταιρείας στην Προσφυγή 524/13, παρατηρώ ότι με το ίδιο θέμα ασχολήθηκε ο αδελφός Δικαστής Λιάτσος στην Προσφυγή Αρ. 5815/2013, Μηλιά Σώζου Λίμιτεδ κ.α. ν. Κυπριακής Δnμοκρατίας, ημερ. 7.4.2014 και στην οποία έκανε αποδεκτή την προδικαστική ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση και δεν επέτρεψε την προώθηση της προσφυγής από τον αιτητή ανταγωνιστή ιδιοκτήτη πρατηρίου πετρελαιοειδών. Στην προσφυγή εκείνη το πρατήριο του αιτητή βρισκόταν σε απόσταση 1600 μέτρων από την προτεινόμενη ανάπτυξη ήτοι τη δημιουργία δεύτερου πρατηρίου.
Η νομολογία αποδέχεται το έννομο συμφέρον των ανταγωνιστών[2] υπο την αίρεση, όμως, απόδειξης των βλαπτικών συνεπειών (παρουσιάζοντας συγκεκριμένα στοιχεία) και του επηρεασμού των συμφερόντων τους από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.
Στην Μηλιά Σώζου Λίμιτεδ (ανωτέρω) επισημάνθηκε ότι το όλο ζήτημα της ύπαρξης έννομου συμφέροντος ανταγωνιστών και της νομιμοποίησής τους στην άσκηση προσφυγής, καθώς επίσης και η προηγούμενη σχετική νομολογία, θα πρέπει να αντικρίζεται, πλέον, και υπό το φως της ψήφισης του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 2008, Ν.13(Ι)/2008, σκοπός του οποίου είναι η ρύθμιση και προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού στη Δημοκρατία και η εφαρμογή της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης.
Στην Υπόθεση Αντωνίου v. Δημοκρατίας κ.α. (1995) 4ΑΑΔ, 1596 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Όπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη απόφασή μας K. and M. (Transport) Ltd κ.α. v. Αναθεωρητής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225, ο επηρεασμός οικονομικού συμφέροντος του προσφεύγοντα από την έκδοση διοικητικής απόφασης, δεν καθιστά αφεαυτού παραδεκτή την προσφυγή. Το συμφέρον το οποίο θίγεται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα. Δηλαδή, να εκπορεύεται από το Νόμο. Ο Νόμος δεν παρέχει δικαίωμα στους ιδιοκτήτες φαρμακείων για αποκλεισμό του ανταγωνισμού στην περιοχή όπου λειτουργεί το φαρμακείο τους ή σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή. Το συμφέρον το οποίο επικαλείται η αιτήτρια στερείται νομικού ερείσματος.»
Ενόψει των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, καταλήγω ότι οι αιτητές στην προσφυγή 524/13 απέτυχαν να στοιχειοθετήσουν το έννομο συμφέρον τους. Η ιδιότητα τους ως ανταγωνιστές δεν είναι αρκετή, από μόνη της, προς αμφισβήτηση της δημιουργία μιας νέας επιχείρησης[3]. Συνακόλουθα η προσφυγή Αρ. 524/13 απορρίπτεται, με €1.200.- έξοδα εις βάρος των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Καμιά διαταγή για έξοδα για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Αναφορικά με την προσφυγή 170/13 και κατά πόσον θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον των αιτητών ως περιοίκων αυτό κρίνεται με βάση τα στοιχεία που κατ΄ ισχυρισμό συνθέτουν το δυσμενή επηρεασμό τους[4].
Στην Αρίστη Κορακίδου-Μακρίδου ν. Δήμου Πάφου, Προσφυγή Αρ. 996/96, ημερ. 30.3.99 τονίστηκε ότι:
«Το έννομο συμφέρον περιοίκου να στραφεί με αίτηση ακύρωσης εναντίον άδειας για ανέγερση οικοδομής έχει νομολογιακά αναγνωρισθεί στις περιπτώσεις που προκαλείται επέμβαση στο φως της κατοικίας του αιτητή ή παρεμποδίζεται ο αερισμός της (Δέστε: Α.Ε. 1425, Σοφούλα Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/2/96. Επίσης την Υπόθεση αρ. 168/93 Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 13/10/95). Η ιδιότητα του γείτονα δεν είναι όμως αρκετή. Πρέπει να έχουν παραβλαφθεί και τα στενότερα συμφέροντα του.»
Το φυσικό περιβάλλον είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το δικαίωμα στη ζωή, που διακηρύσσει και διασφαλίζει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος και που έχει ως πρότυπο το άρθρο 2(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[5].
Στην απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου Δημητριάδη κ.α. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ, 85 τονίστηκαν σημαντικές αρχές του Κυπριακού Δικαίου αναφορικά με την ανάπτυξη σε σχέση με τη διατήρηση του περιβάλλοντος και αναφορικά με την ανάγκη για ενδελεχή διερεύνηση των γεγονότων στα πλαίσια των οποίων λαμβάνονται αποφάσεις που θίγουν το περιβάλλον.
Στην Κοινότητα Πυργών κα ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 503, αποφασίσθηκε ότι το δικαίωμα της ζωής επεκτείνεται και στους περιβαλλοντικούς όρους.
Ωστόσο, η αναφορά σε παραβάσεις της διοίκησης που άπτονται κανονισμών ή πολιτικής που στοχεύουν στην προστασία του περιβάλλοντος δεν αποτελεί στοιχείο νομιμοποίησης χωρίς, ταυτόχρονα, να αποδεικνύεται ότι οι αιτητές υφίστανται δυσμενή επηρεασμό από τη συγκεκριμένη πράξη της Διοίκησης . Η γενική νομιμοποίηση τους θα σήμαινε την αναγνώριση της actio popularis[6].
Στη Thanos Club Hotels Ltd. v. ΕΤΕΚ (2000) 3 ΑΑΔ, 323, αναφέρθηκε ότι:
«Νομιμοποίηση θα μπορούσε να υπάρξει μόνο όπου κάποιος έχει την ιδιότητα περιοίκου - που σημαίνει αμεσότητα λόγω εγγύτητας χώρου - οπότε, όπως και στη Σοφούλλα Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ, 73 το περιβάλλον εξετάζεται υπό την σκοπιά του συμφέροντος του προσφεύγοντος για την προστασία των όρων διαβίωσης του στη συγκεκριμένη περιοχή και των περιουσιακών του δικαιωμάτων στο βαθμό που επηρεάζονται από την επίδικη πράξη».
Στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω), κρίθηκε ότι η εφεσείουσα, που ήταν ιδιοκτήτρια υπό ανέγερση κατοικίας, πιθανολόγησε το έννομο συμφέρον της να υποστεί βλάβη από οχληρία προκαλούμενη από το πτηνοτροφείο του ενδιαφερόμενου μέρους, που βρισκόταν 550 μέτρα μακρυά. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε απορρίψει την προσφυγή για έλλειψη έννομου συμφέροντος με την αιτιολογία ότι αφορούσε «μελλοντικά, προστασία των δικαιωμάτων της εφεσείουσας».
Η απόφαση ανατράπηκε διότι «ενεστώς συμφέρον θεωρείται και εκείνο που απειλείται με βεβαιότητα στο μέλλον».
Στο σύγγραμμα της Γλυκερίας Π. Σιούτη "Το ¨Εννομον Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως", Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα (1998), στις σελίδες 158-159 τονίζονται τα ακόλουθα:
«....... Δεν θεωρείται, επίσης, ενεστώς το έννομο συμφέρον , όταν από την προσβαλλόμενη πράξη δεν προκύπτει συγκεκριμένη βλάβη, αλλά προβάλλονται ενδεχόμενες συνέπειες, οι οποίες, θα επέλθουν κατά την άποψη του αιτούντος. ... ... ...... ... ... . . .
144. Το ενεστώς έννομο συμφέρον συνδέεται επομένως με την υπαρκτή βλάβη, η οποία αντιδιαστέλλεται από την μελλοντική και ενδεχόμενη. Όταν όμως η βλάβη δεν έχει μεν επέλθει, η επέλευση της όμως θεωρείται ως λογικώς αναπόφευκτη ή ως πολύ πιθανή, τότε το έννομο συμφέρον θεωρείται ενεστώς και αυτό διότι σε αυτή την περίπτωση το έννομο συμφέρον απειλείται με βεβαιότητα στο άμεσο μέλλον.
Προϋπόθεση βεβαίως για να εκτιμηθεί, αν υπάρχει ενεστώς έννομο συμφέρον , αποτελεί ο συνδυασμός της πιθανότητας επελεύσεως της βλάβης με τις έννομες συνέπειες της προσβαλλόμενης πράξης. Η ανάγκη παροχής δηλ. έννομης προστασίας δεν πρέπει να ανάγεται σε ενδεχόμενες εξελίξεις του μέλλοντος, αλλά να θεμελιώνεται σε βέβαια περιστατικά του παρόντος. Αν από την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη δεν θίγονται δικαιώματα ή συμφέροντα των αιτούντων, «τυχόν μελλοντική δυσμενής ρύθμιση των δικαιωμάτων αυτών δεν δημιουργεί ενεστώς έννομο συμφέρον».
Η έφεση στην Χαραλάμπους (πιο πάνω) δεν εξετάστηκε από τη σκοπιά της προστασίας του περιβάλλοντος ως αυτοτελούς δικαιώματος εκπηγάζοντος, όπως στην Ελλάδα από το Σύνταγμα, επειδή δεν έχουμε παρόμοια συνταγματική διάταξη. Εξετάστηκε, όμως, το περιβάλλον υπό την σκοπιά του συμφέροντος του προσφεύγοντος για την προστασία των όρων διαβίωσής του στη συγκεκριμένη περιοχή και των περιουσιακών του δικαιωμάτων στο βαθμό που επηρεάζονταν από την επίδικη πράξη.
Η επίκληση, εν προκειμένω, των συμφερόντων των προσφεύγοντων αιτητών για την προστασία των όρων διαβίωσής τους και των περιβαλλοντικών ανέσεων τους σε συνάρτηση με το αναντίλεκτο γεγονός της κοντινής ακτίνας[7] των υποστατικών τους από την προτεινόμενη ανάπτυξη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απειλούνται τα συμφέροντά τους στο άμεσο μέλλον (Δέστε: Χαραλάμπους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 73 και Κορακίδου (ανωτέρω)).
Προχωρώ στην εξέταση των ουσιαστικών λόγων ακυρότητας της προσφυγής Αρ. 170/13 .
Οι ουσιαστικοί λόγοι τους οποίους επικαλούνται οι αιτητές στην Προσφυγή 170/13 για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ότι οι καθ΄ ων η αίτηση χορήγησαν τη σχετική πολεοδομική άδεια παράνομα, κατά παράβαση του άρθρου 9(1) και του δευτέρου παραρτήματος του Νόμου 140(Ι)/2005, όπως τροποποιήθηκε. Στο άρθρο 9(1) προνοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, όταν υποβάλλεται αίτηση για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για αναπτύξεις που εμπίπτουν στις κατηγορίες των έργων του δεύτερου παραρτήματος του Νόμου, είναι απαραίτητη η προκαταρκτική έκθεση επιπτώσεων στο περιβάλλον. Στο δεύτερο παράρτημα του Νόμου, στο άρθρο 6(γ) γίνεται αναφορά σε εγκαταστάσεις αποθήκευσης πετρελαίου, πετροχημικών και χημικών προϊόντων . Ισχυρίζονται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς καμία ή την δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και/ή δεν είναι αιτιολογημένη και/ή είναι παράνομη καθότι με την ανέγερση και λειτουργία πρατηρίου πετρελαιοειδών παραβιάζονται οι διατάξεις της Δήλωσης Πολιτικής.
Αντίθετα, είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η προαναφερόμενη πολεοδομική άδεια εκδόθηκε νόμιμα, σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους και κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία ασκήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια.
Είναι φανερό ότι η πιο πάνω νομοθετική διάταξη του Ν 140(Ι)/2005 έχει παραβιαστεί. Θεωρώ ότι ένα πρατήριο πετρελαιοειδών, όπως το προτεινόμενο, περιλαμβάνει εγκαταστάσεις αποθήκευσης πετρελαίου και στην προκείμενη περίπτωση δεν έγινε οποιαδήποτε προκαταρκτική έρευνα για τις επιπτώσεις του στο περιβάλλον.
To έγγραφο ημερομηνίας 21.03.2006 της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος δεν αποτελεί περιβαλλοντική μελέτη. Στο έγγραφο εκείνο απλά τίθενται όροι για τη λειτουργία του πρατηρίου πετρελαιοειδών.
Επίσης το Υπουργείο Υγείας πέραν των γενικών απόψεων που εξέφρασε, διευκρίνισε ότι δεν διέθετε τα κατάλληλα εργαλεία υπολογισμού της ενδεικνυόμενης ελάχιστης απόστασης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ σταθμών πετρελαιοειδών και κατοικιών ή άλλων κτιρίων δημόσιας χρήσης.
Στη Δήλωση Πολιτικής 9(Π) προβλέπεται ότι, ανάπτυξη που καλύπτει και την χωροθέτηση πρατηρίων πετρελαιοειδών, είναι δυνατό να επιτρέπεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
«(ιι) Στις θέσεις όπου η περιφέρεια του λειτουργικού κέντρου του χωριού εφάπτεται των παραδοσιακών κύριων δρόμων πρόσβασης προς το λειτουργικό του κέντρο.
(ιιι) Σε κατάλληλα επιλεγμένες θέσεις που εφάπτονται πάνω στους παραδοσιακά κύριους δρόμους, πρόσβασης προς το λειτουργικό κέντρο, νοουμένου ότι θα εξυπηρετούν τοπικές ανάγκες του οικισμού και οι αναπτύξεις αυτές δεν θα επηρεάζουν τις ανέσεις των περιοχών κατοικίας.
(ιν) Σε άλλες κατάλληλες θέσεις που εφάπτονται κύριων δρόμων υπερτοπικής σημασίας όπου παραδοσιακά παρέχονται τέτοιου είδους υπηρεσίες και εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο διερχομένους ταξιδιώτες νοουμένου ότι δεν θα επηρεάζουν τις ανέσεις παρακείμενων περιοχών κατοικίας.»
Παρατηρώ ότι αναφορικά με την παράγραφο (ιι) ανωτέρω, πουθενά δεν καταγράφεται κατά πόσο η προτεινόμενη ανάπτυξη τοποθετήθηκε σε θέση όπου η περιφέρεια του λειτουργικού κέντρου του χωριού εφάπτεται των παραδοσιακών κύριων δρόμων πρόσβασης προς το λειτουργικό του κέντρο.
Επίσης αναφορικά με τις παραγράφους (ιιι) και (ιν) παρατηρώ ότι δεν καταγράφονται ποιές είναι οι τοπικές ανάγκες του οικισμού που εξυπηρετούνται από την ανέγερση του συγκεκριμένου πρατηρίου πετρελαιοειδών. Όπως αναφέρεται στα γεγονότα της προσφυγής, στον ίδιο δρόμο σε απόσταση 100 και 900 μέτρων αντίστοιχα από την προτεινόμενη ανάπτυξη, λειτουργούν δύο άλλα πρατήρια πετρελαιοειδών.
Στη Δήλωση Πολιτικής 9(Π) αναφέρεται ότι τα αναφερόμενα στις υποπαραγράφους (ιι), (ιιι) και (ιν) ανωτέρω, ισχύουν και για τη χωροθέτηση πρατηρίων πετρελαιοειδων, νοουμένου ότι (α) η χρήση αυτή θεωρείται αναγκαία για την εξυπηρέτηση της τροχαίας κυκλοφορίας, (β) δεν δυσχεραίνει τη λειτουργία του δρόμου, (γ) δεν δημιουργεί οχληρία και (δ) δεν επηρεάζει τις ανέσεις παρακείμενων χρήσεων και ιδιοκτησιών.
Τα πιο πάνω στοιχεία δεν φαίνεται να απασχόλησαν ή να λήφθηκαν υπόψιν κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ιδιαίτερα ενόψει της απόρριψης της προηγούμενης αίτησης των ενδιαφερομένων μερών για την έκδοση της αιτούμενης επίδικης πολεοδομικής άδειας και επίσης ενόψει των έντονων διαμαρτυριών της κοινότητας και των διαφόρων θέσεων επι του ζητήματος. Τα πιο πάνω στοιχεία έχρηζαν κατά την κρίση μου εκτενούς μελέτης και αξιολόγησης. Συνιστούσαν δε ουσιώδεις παράγοντες που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψιν και να αιτιολογηθούν, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, καθότι με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τη διεθνή προσέγγιση, το θέμα άγγιζε παραμέτρους της Δημόσιας Υγείας[8].
Σημειώνω συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 26 (1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου: «Για να καταλήξει σε πολεοδομική απόφαση δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Πολεοδομική Αρχή λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες του εφαρμοστέου στην περίπτωση σχεδίου αναπτύξεως καθώς και οποιοδήποτε άλλο ουσιώδη παράγοντα».
Για τους προαναφερόμενους λόγους και ειδικά επειδή η προσβαλλόμενη πολεοδομική άδεια εκδόθηκε κατά παράβαση των σχετικών προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής 9(Π), αλλά και επειδή δεν τηρήθηκε η προαναφερόμενη πρόνοια του Ν 140(Ι)/2005, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, παράνομα, εκδόθηκε η επίδικη πολεοδομική άδεια. Κατά την κρίση μου επίσης, δεν υπάρχει ούτε επαρκής αιτιολογία για την έκδοση της επίδικης πολεοδομικής άδειας. Ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ των υστέρων δεν μπορούν να αποτελέσουν νόμιμη αιτιολογία για την επίδικη πράξη.
Κατά συνέπεια η προσφυγή Αρ. 170/13 επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση ως η παράγραφος Α του αιτητικού της.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των αιτητών και εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση, ανερχόμενα σε €1200.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει. Καμιά διαταγή για έξοδα για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Π.
/ΕΑΠ.
[1] Thanos Club Hotels Ltd v. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 323
[3] Υπόθεση Αρ. 1260/2007, Μαρία Παφίτη Λτδ κ.α. v. Δήμου Πόλης Χρυσοχούς κ.α., ημερομηνίας 26/3/2009
[4] Thanos Club Hotels Ltd v. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 323. Επίσης Δέστε Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1274/10, 1275/10,1276/10,1277/10 και 1278/10, Δήμος Αγίας Νάπας και άλλοι ν. Κυπριακής Δnμοκρατίας , απόφαση ημερ. 04.04.2013.
[5] Το περιβάλλον θεωρείται πια και αντιμετωπίζεται σαν παγκόσμιο κοινωνικό αγαθό που χρήζει νομικής προστασίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με πολλές οδηγίες της έχει εισάξει σε διάφορους τομείς ανάπτυξης όχι μόνο οικονομικά αλλά και περιβαλλοντικά κριτήρια .
[6]Δέστε Κοινότητα Πυργών κα ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 503 και Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 168/93, ημερ. 13.10.1995.
[7] Στην προσφυγή Θωμάς Λοίζου Ιωσήφ v. Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, Υπόθεση Αρ. 535/2007, ημερ. 29.1.2009, εξετάστηκε το έννομο συμφέρον των αιτητών οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι, εξαιτίας της έκδοσης πολεοδομικής αδείας για την κατασκευή βιολογικού σταθμού στην περιοχή όπου οι ίδιοι είχαν τα υποστατικά τους, θίγονταν τα δικά τους συμφέροντα , ως περιοίκων ή ιδιοκτητών ακινήτων που επηρεάζονταν δυσμενώς. Εγινε αναφορά σε σχετική Ελληνική νομολογία σύμφωνα με την οποία η γεωγραφική γειτνίαση προς το σημείο της περιβαλλοντικής προσβολής και η ένταση και βαρύτητα της περιβαλλοντικής βλάβης που θα προκύψει από το έργο, στην ποιότητα του περιβάλλοντος των αιτούντων χρησιμοποιείται, ως κριτήριο για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Το εννομον συμφέρον θεμελιώνεται μόνο όταν ο αιτητής αποδειχθεί περιοίκος ή γείτονας, όπου λόγω της «χωρικής» σχέσης του και μόνον υφίσταται βλαπτικές συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη (Δέστε: Αποφάσεις Συμβουλίου της Επικρατείας 3047/80, 2343/87, 2242/94 και 4726/95). Οι αιτητές απέτυχαν να πιθανολογήσουν βλάβη εκ της γειτνιάσεως καθότι δεν ανέφεραν σε ποια απόσταση βρίσκονταν οι ιδιοκτησίες τους από το σκοπούμενο βιολογικό σταθμό χοιρολυμάτων προκειμένου να καταδείξουν εύλογο δυσμενή επηρεασμό από τις όποιες αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες .
[8] Δέστε επιστολή της Αν. Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Υγείας προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 29/8/2009, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η μελέτη την οποία διεξήγαγε το Υπουργείο Υγείας είχε σκοπό να εξετάσει τις πιθανές επιπτώσεις στην υγεία ορισμένων ασθενούντων περιοίκων του συγκεκριμένου πρατηρίου στο Παλαιομέτοχο σύμφωνα με τα απορρέοντα από δικαστική απόφαση. Κατά συνέπεια το πλαίσιο της μελέτης δεν μπορεί να γενικευτεί για όλα τα πρατήρια. Ο μελετητής εντούτοις αναφερόμενος γενικά στο θέμα των σταθμών πετρελαιοειδών, το καθορίζει ως θέμα Δημόσιας Υγείας και αναφέρεται μεταξύ άλλων στα εξής: «Ανεξάρτητα από το αν μπορεί να τεκμηριωθεί ή όχι με μελέτες η πιθανότητα άμεσης βλαπτικής επίδρασης των πετρελαϊκών ρύπων που εκλύονται από τα πρατήρια καυσίμων, είναι δεκτό από όλους ότι: α) Τα πρατήρια καυσίμων αντιπροσωπεύουν μια απειλή για την υγεία του πληθυσμού, τόσο λόγω του κινδύνου ατυχήματος που εγκυμονούν, όσο και επειδή συμβάλλουν στην παραγωγή βλαπτικών για την υγεία ρύπων. β) Είναι γνωστό, ότι η επικινδυνότητα, τόσο σε ότι αφορά τα ατυχήματα όσο και σε ότι αφορά την τοξική επίδραση, είναι πολύ μεγαλύτερη στα πρατήρια που βρίσκονται σε πυκνοκατοικημένες περιοχές και ιδιαίτερα στα ισόγεια πολυκατοικιών. γ) Μολονότι η βλαπτική επίδραση τω πρατηρίων δεν είναι εύκολο να μετρηθεί και να αποτιμηθεί ποσοτικά, είναι σίγουρο ότι έχει αθροιστικό βλαπτικό αποτέλεσμα με άλλους ρύπους και άλλες πηγές ρύπανσης.
Στην επιστολή του Υπεύθυνου Υγειονομικού Επιθεωρητή του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας προς το Δημοτικό Μηχανικό του Δήμου Λευκωσίας , ημερ. 3/12/2009 αναφέρονται στοιχεία αναφορικά με τις επιβλαβείς συνέπειες στην υγεία του ανθρώπου από την λειτουργία πρατηρίων πετρελαιοειδών και κυρίως για τους κινδύνους δυσμενούς επηρεασμού της υγείας των παιδιών:
Σε επεξηγηματικό κείμενο που ετοιμάστηκε από το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας για την επίδραση μεταξύ άλλων και του βεντζολίου και την επίδραση του στην υγεία των ανθρώπων.
Σύμφωνα επίσης με την Οδηγία 2000/69/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, για οριακές τιμές βενζολίου και μονοξειδίου του άνθρακα στο αέρα του περιβάλλοντος (ΕΕ L313 της 13/12/2000, σ. 12) που τροποποιήθηκε από Οδηγία 2008/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21 ης Μαΐου 2008, οι οριακές τιμές που ορίζει η οδηγία αποτελούν απλώς στοιχειώδεις απαιτήσεις και ότι το βενζόλιο αποτελεί γονιδιοτοξικό καρκινογόνο παράγοντα για τον άνθρωπο και δεν υπάρχει προσδιορίσιμο επίπεδο κάτω του οποίου είναι ακίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.