ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D985
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1307/2011)
22 Δεκεμβρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΙΤΟΣ ΦΑΝΟΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα), για τον Αιτητή.
Ε. Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής υπηρέτησε ως Βουλευτής της Βουλής των Αντιπροσώπων από 16.8.1960 μέχρι 18.4.1966, ως Υπουργός από 19.4.1966 μέχρι 30.6.1970 και στη συνέχεια ως Πρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας από 1.7.1979 μέχρι 30.6.1991. Με την ψήφιση του περί Συντάξεων (Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Υπουργοί και Μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων) Νόμου αρ. 49/1980, επέλεξε δυνάμει του άρθρου 13(3) να επιστρέψει το φιλοδώρημα που έλαβε ώστε να του παραχωρηθούν συνταξιοδοτικά ωφελήματα για τα δύο αρχικά αξιώματα του, ήτοι, μειωμένη σύνταξη στα 3/4 και φιλοδώρημα.
Τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του Προέδρου και των Μελών της Ε.Δ.Υ., διέπονται από άλλη νομοθεσία, τον περί Συντάξεων του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο αρ. 195/1987, όπως τροποποιήθηκε. Σε περίπτωση που Πρόεδρος ή Μέλος της Ε.Δ.Υ. υπηρέτησε σε περισσότερα του ενός αξιώματα, τότε η περίπτωση διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 10(1)(γ) του Νόμου αρ. 195/1987. Σ΄ αυτή τη βάση, κατά την αφυπηρέτηση του αιτητή από το λειτούργημα του Προέδρου της Ε.Δ.Υ., του παραχωρήθηκε σύνταξη ίση προς το ½ των απολαβών του ως Προέδρου της Ε.Δ.Υ. Αυτό διότι ο αιτητής είχε ήδη ασκήσει επιλογή με βάση το Νόμο αρ. 49/1980 για ελαττωμένη σύνταξη πλέον φιλοδώρημα. Επομένως για σκοπούς του άρθρου 10(1)(γ) του Νόμου αρ. 195/1987, η σύνταξη του ήταν στα 2/3, μειωμένα κατά το ¼, κατά το ποσό δηλαδή της ελάττωσης της σύνταξης, ήτοι, το ½ των υψηλότερων απολαβών του.
Πολλά έτη μετά, με αφορμή την επικείμενη συνταξιοδότηση άλλου Προέδρου και Μελών της Ε.Δ.Υ., ζητήθηκε υπολογισμός των δικών τους ωφελημάτων που θα καταβάλλονταν στη λήξη της θητείας τους την 1.7.2009. Προέκυψε διαφωνία για τον υπολογισμό, ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά και ζήτησε όπως και τα δικά του συνταξιοδοτικά ωφελήματα επαναϋπολογιστούν. Ο αιτητής διατείνεται ότι αυτόβουλα ο πρώην Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας τον κάλεσε στο γραφείο του και τον ενημέρωσε στην παρουσία άλλων προσώπων ότι η σύνταξη του είχε υπολογιστεί λανθασμένα και το θέμα θα τακτοποιείτο το συντομότερο δυνατό. Παρά τις επικοινωνίες του αιτητή δεν λήφθηκε κάποια απόφαση μέχρι την αποστολή επιστολής από τον αιτητή προς τη νέα Γενική Λογίστρια της Δημοκρατίας, ζητώντας εξηγήσεις για την καθυστέρηση. Η Γενική Λογίστρια με εκτεταμένη απαντητική επιστολή της ημερ. 21.7.2011, που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη, απέρριψε τη θέση ότι υπήρχε οποιοσδήποτε λανθασμένος υπολογισμός των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή, θεωρώντας ότι αυτά είχαν ορθά υπολογιστεί προς 20ετίας και, επομένως, δεν προέκυπτε θέμα αναθεώρησης της σύνταξης.
Ο αιτητής εισηγείται με την υπό κρίση προσφυγή του ότι λανθασμένα οι καθ΄ ων δεν του κατέβαλαν τα ορθά συνταξιοδοτικά του οφέλη, ερμηνεύοντας λανθασμένα το εν λόγω άρθρο 10(1)(γ) του Νόμου αρ. 195/1987. Επομένως, κατά κατάχρηση εξουσίας και αντίθετα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης είναι που η Γενική Λογίστρια αποφάσισε τη μη αναθεώρηση των ωφελημάτων κατά πλάνη προς τα πράγματα και την ερμηνεία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων.
Η Δημοκρατία εγείρει προδικαστικές ενστάσεις ως προς το ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν απλώς βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης που λήφθηκε το 1991, χωρίς τη μεσολάβηση οποιασδήποτε νέας έρευνας περί του πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον αρχικό υπολογισμό των ωφελημάτων του αιτητή, στη βάση του οποίου υπολογισμού, ο αιτητής μέχρι και σήμερα λαμβάνει σύνταξη. Περαιτέρω, όταν η Γενική Λογίστρια απέστειλε την επιστολή που αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην υπό κρίση προσφυγή δεν ασκούσε οποιαδήποτε υποχρεωτική αρμοδιότητα ή καθήκον, αλλά είχε προβεί σε μια χαριστική επανεξέταση της νομικής θέσης που ίσχυε το 1991 καταλήγοντας σε βεβαιωτική πράξη. Με αυτά τα δεδομένα, η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη διότι εάν ο αιτητής διαφωνούσε με τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων όπως αυτά αρχικώς υπολογίσθηκαν προ 20ετίας, όφειλε τότε να είχε καταχωρήσει αίτηση ακυρώσεως.
Κρίνεται ότι οι προδικαστικές ενστάσεις της Δημοκρατίας είναι βάσιμες. Αυτό διότι η συνταξιοδοτική κατάσταση του αιτητή είχε διαμορφωθεί με τους υπολογισμούς που έγιναν το 1991, ως αποτέλεσμα των οποίων ο αιτητής μέχρι και σήμερα απολαμβάνει των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων χωρίς να είχε ποτέ προηγουμένως διαμαρτυρηθεί. Η επιστολή της Γενικής Λογίστριας αποτελεί επεξήγηση, και μάλιστα κατά αναλυτικό τρόπο, του τρόπου με τον οποίο το Γενικό Λογιστήριο είχε υπολογίσει προς 20ετίας τα ωφελήματα του αιτητή προβαίνοντας ταυτόχρονα και σε παράθεση των δεδομένων, ως πραγματικό γεγονός, που ίσχυαν στην ατομική περίπτωση του αιτητή ο οποίος έχοντας διορισθεί σε διάφορα δημόσια αξιώματα μέχρι και την αφυπηρέτηση του, περιλαμβανομένης και της επιλογής που έκαμε με βάση τις διάφορες νομοθετικές πρόνοιες που ίσχυαν κατά καιρούς, επωφελήθηκε πλήρως των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε νέο γεγονός που τέθηκε προς το Γενικό Λογιστήριο ώστε να επανεξετάσει την περίπτωση και η ερμηνεία νομοθετικών διατάξεων δεν αποτελεί νέο γεγονός εντός της νομολογίας που λαμβάνεται στο θέμα των βεβαιωτικών πράξεων.
Όπως ορθά αναφέρει η κα Συμεωνίδου στη γραπτή της αγόρευση, αλλά και κατά τις διευκρινίσεις, ουδέποτε ο αιτητής παρουσίασε οποιαδήποτε νέα στοιχεία, πόσο μάλλον ουσιώδη στοιχεία τα οποία να επέβαλλαν τη διεξαγωγή νέας έρευνας. Είναι παγίως νομολογημένο ότι νέα εκτελεστή διοικητική πράξη εκδίδεται όταν η διοίκηση επιλαμβάνεται δεδομένων και γεγονότων που τίθενται εκ των υστέρων υπόψη της, που δεν ήταν γνωστά κατά την παραγωγή της εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή που ακόμη και αν αυτά τα δεδομένα προϋπήρχαν δεν είχαν ληφθεί υπόψη από τη διοίκηση. (Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474 και Τσάτσου: «Αίτηση Ακυρώσεως» 3η έκδ. σελ. 131-132). Η βεβαιωτική πράξη δεν αποτελεί πράξη εκτελεστή διότι δεν περιέχει οποιαδήποτε επιταγή της διοίκησης προς τον πολίτη, αλλά απλώς βεβαιώνεται η εμμονή της διοίκησης σε ό,τι προγενεστέρως αποφασίστηκε, (Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394). Περαιτέρω, η εκ νέου παραπομπή μιας υπόθεσης στο αρμόδιο διοικητικό όργανο για εξέταση από νομικής και μόνο απόψεως, ή, η παραπομπή για γνωμάτευση δεν θεωρείται νέα έρευνα. Νέα έρευνα, σύμφωνα με τον Στασινόπουλο: «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών» 4η έκδ., σελ. 176, εξετάζεται μόνο ως ζήτημα πραγματικό κρινόμενο αυστηρά με τη λήψη νέων πραγματικών στοιχείων.
Οι τέσσερεις παραπομπές της Γενικής Λογίστριας στην καταληκτική της παράγραφο, ότι (i) κατά την τροποποίηση του Νόμου αρ. 195/1987 δεν υπήρχε πρόθεση του νομοθέτη για τροποποίηση της νομοθεσίας ώστε να παραχωρούνται αυξημένα συνταξιοδοτικά ωφελήματα στις περιπτώσεις ατόμων που είχαν υπηρετήσει και σε άλλα αξιώματα, (ii) ότι σε καμία άλλη περίπτωση δεν έτυχε να παραχωρηθεί σύνταξη σε Πρόεδρο ή Μέλος της Ε.Δ.Υ. ή της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με υπολογισμένη βάση τα 2/3 των υψηλότερων απολαβών και επί πλέον και φιλοδώρημα, (iii) ότι η πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Βάσος Λυσσαρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 139/2007, ημερ. 30.5.2011, έχει αναφέρει ότι σε περίπτωση αμφιβολίας δεν καταβάλλεται δημόσιο χρήμα χωρίς δικαστική απόφαση και (iv) ότι είχε θεσπισθεί και ο περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμος του 2011 για περιορισμό στο ήμισυ των απολαβών του αξιώματος με τις υψηλότερες απολαβές για όσους αξιωματούχους λαμβάνουν πέραν της μιας σύνταξης, δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πραγματικά δεδομένα ώστε η διοίκηση να είχε έρεισμα για ουσιαστική επανεξέταση του τρόπου υπολογισμού των ωφελημάτων του αιτητή. Άλλωστε, ο αιτητής ουδέποτε υπέβαλε κάποια συγκεκριμένα νέα στοιχεία ώστε να προκαλέσει επανεξέταση επί της ουσίας και όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει στην επιστολή του ημερ. 30.10.2010, συνημμένο Β στην αίτηση ημερ. 21.12.2012 για προσαγωγή μαρτυρίας, η επιδίωξη του ήταν να επιβεβαιωθεί από τον τότε Γενικό Λογιστή ότι «.. είχε σημειωθεί κάποιο λάθος στον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών μου ωφελημάτων ...», όπως υποστήριξε ότι του λέχθηκε.
Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Σασακάρος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 177/2009, ημερ. 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:C235, ο εφεσείων είχε παρουσιάσει προς τη διοίκηση στοιχεία προς εξέταση σε σχέση με πιστοποιητικό ικανότητας ηλεκτρολόγου μηχανικού και ανάλογη πιστοποίηση από την Ελλάδα. Πρόκειτο όμως για στοιχεία που το αρμόδιο Τμήμα είχε ήδη εξετάσει προηγουμένως απορρίπτοντας την αίτηση του και έτσι κρίθηκε ότι η νέα απάντηση της διοίκησης ήταν απλώς βεβαιωτική. Η Ολομέλεια κατευθύνθηκε στην απόφαση της απορρίπτοντας την έφεση από απόσπασμα του συγγράμματος του Στασινόπουλου: «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών» - ανωτέρω - ότι:
«Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, προς της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φορά υπ΄ όψιν.»
Περαιτέρω, στη Λιασίδης ν. ΕΤΕΚ (2010) 3 Α.Α.Δ. 110, η Ολομέλεια αποφάσισε ότι δεν έπαυε να ήταν βεβαιωτική πράξη, εκείνη η οποία εκδόθηκε μετά από νέα αίτηση προς επανεξέταση απορριπτικής απόφασης του ΕΤΕΚ να μην αναγνωρίσει το πτυχίο του και ούτε η καταβολή τέλους Λ.Κ. 30 για επανεξέταση συνιστούσε νέο γεγονός, ούτε η αναζήτηση γνωμάτευσης από το νομικό σύμβουλο του ΕΤΕΚ συνιστούσε νέο στοιχείο που διαφοροποιούσε τη φύση της βεβαιωτικής και πανομοιότυπης απόφασης που είχε προηγουμένως ληφθεί. Έγινε αναφορά με επιδοκιμασία στη Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 689, όπου και πάλι κρίθηκε από την Ολομέλεια ότι η αναζήτηση γνωμάτευσης από το Γενικό Εισαγγελέα ως προς την προσέγγιση των αρχών στην εφαρμογή του εκεί επίμαχου νόμου, δεν σηματοδοτούσε τη διεξαγωγή νέας έρευνας προς την οποία μπορούσε να συσχετισθεί και η απάντηση που δόθηκε στον εφεσείοντα. Ούτε μπορούσε η αναζήτηση τέτοιας γνωμάτευσης να προσδώσει στην πράξη εκτελεστό χαρακτήρα.
Παρομοίως και εδώ. Οι νομικές γνωματεύσεις που ζητήθηκαν και λήφθηκαν έστω και αν ήταν προς όφελος του αιτητή, δεν μπορούν να καταστήσουν την επιστολή της Γενικής Λογίστριας, εκτελεστή διοικητική πράξη. Η καταχώρηση ένστασης εκ μέρους της Δημοκρατίας στην υπό κρίση προσφυγή και η προς το αντίθετο προώθηση της θέσης της Δημοκρατίας ότι η επιστολή της Γενικής Λογίστριας είναι απλώς βεβαιωτική πράξη και εν πάση περιπτώσει επί της ουσίας ότι ο τότε υπολογισμός του 1991 έγινε με ορθή νομική ερμηνεία, είναι σήμερα η επίσημη θέση που έχει η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας και δεν μπορεί να αντληθεί οποιοδήποτε επιχείρημα ως προς το ότι η θέση τώρα της Δημοκρατίας αποτελεί κατάχρηση ή έρχεται σε αντίθεση με τη χρηστή διοίκηση, τη στιγμή που νομολογιακά η νομική γνωμάτευση δεν αποτελεί νέο στοιχείο. Προφανώς, η Δημοκρατία έχει διαφοροποιήσει τη νομική της θέση, που είναι δικαίωμα της. Άλλωστε, υπήρχε και η θέση του Γενικού Ελεγκτή, όπως επισυνάπτεται στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας, όπου για τους λόγους που εκεί εξηγούνται δίδετο διαφορετική ερμηνεία. Σημασία έχει τι αποφάσισε η Γενική Λογίστρια, η οποία ως το αρμόδιο όργανο στην περίπτωση, καθηκόντως αποφάσισε. Αυτή η απόφαση είναι που τώρα ελέγχεται.
Όπως, εν πάση περιπτώσει λέχθηκε στη Marfin Popular Bank Public Co Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851, στις σελ. 859 και 860, αντίστοιχα:
«Η νομική και μόνο επιχειρηματολογία, χωρίς την προσθήκη ή υποβολή νέων πραγματικών στοιχείων, δεν αποτελεί αφετηρία για ουσιαστική επανεξέταση επί νέων δεδομένων ή δεδομένων που προϋπήρχαν, αλλά δεν περιήλθαν εγκαίρως στη γνώση της διοίκησης. Ούτε η εκ μέρους του διοικητικού οργάνου αναζήτηση γνωμάτευσης επί της νομικής πτυχής μετά την έκδοση της απόφασης, κατατάσσει ή μεταβάλλει την απόφαση σε προκαταρκτική, ως είναι ο έτερος ισχυρισμός της εφεσείουσας. (δέστε τις αποφάσεις της Ολομέλειας στην Ρολάνδος Κατσιαούνης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 785 και Παναγιώτης Λιασίδη ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (2010) 3 Α.Α.Δ. 110). Δεν αφορά η παρούσα περίπτωση σε επαναφορά αιτήματος με ουσιώδη νέα στοιχεία ώστε να προκύπτει ανάγκη και υποχρέωση της διοίκησης για επανεξέταση, νέα έρευνα και νέα απόφαση. (IMCS Intercollege Ltd v. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 296).»
«Πράξη ή απόφαση της διοίκησης που εμμένει σε προηγούμενη της θέση αποτελεί βεβαιωτική πράξη. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 240). Και είναι αδιάφορο ως προς την κατάταξη της προσβαλλόμενης πράξης η αναζήτηση γνωμάτευσης από τον Γενικό Εισαγγελέα και η εξωτερίκευση ή γνωστοποίηση αυτής προς την εφεσείουσα. Η ορθότητα των εκατέρωθεν επιχειρημάτων επί της νομικής πτυχής, τότε και μόνο θα ήταν δυνατή, αν και εφόσον προσβαλλόταν ορθά και εμπροθέσμως, η εκτελεστή διοικητική πράξη του Αυγούστου 2005, οπότε και θα εξεταζόταν η υπόθεση επί της ουσίας της.»
Περαιτέρω, το ότι ο περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμος του 2011, κρίθηκε εκ των υστέρων αντισυνταγματικός από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ενέχει σημασία εφόσον κατά τον κρίσιμο χρόνο λήψης της απόφασης, αυτό ήταν το ισχύον νομικό καθεστώς, το οποίο βεβαίως δεν ήταν νέο στοιχείο για επανεξέταση. Απλώς επεξηγήθηκε γιατί ο τότε υπολογισμός ήταν ορθός.
Τέλος, να λεχθεί ότι η επιστολή της Γενικής Λογίστριας αποτελεί πράξη χαριστική της επανεξέτασης της συνταξιοδοτικής κατάστασης του αιτητή. Στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, ημερ. 8.3.2013, με αφορμή την αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής για προσαγωγή μαρτυρίας επί του κατά πόσο όντως το Γενικό Λογιστήριο αυτοβούλως τον κάλεσε για να του διατυπώσει τη θέση ότι είχε γίνει λανθασμένος υπολογισμός, ως διατείνεται ο αιτητής, ή, κατά πόσο τα γεγονότα ήταν διαφορετικά, λέχθηκε ότι αυτό εν τέλει δεν είχε οποιαδήποτε σημασία και ήταν αδιάφορο ποιος είχε την πρωτοβουλία νέας εξέτασης. Ο τρόπος ανακίνησης του θέματος δεν μπορούσε να αλλάξει τη φυσιογνωμία της πράξης. Και πράγματι, εξετάζοντας τώρα την ουσία των προδικαστικών ενστάσεων, καθίσταται πρόδηλο ότι ο αιτητής ζήτησε απλώς θεραπεία ή χαριστική επανεξέταση χωρίς την παροχή νέων στοιχείων. Όπως λέχθηκε και πάλι στη Marfin Popular Bank Public Co Ltd - ανωτέρω -:
«Διατείνεται η εφεσείουσα ότι η προσβαλλόμενη πράξη προέκυψε μετά από την υποβολή νέων στοιχείων τα οποία και εξετάστηκαν από τον Έφορο, παρόλο που ουδέποτε γνωστοποιήθηκε σ΄ αυτή η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Αναθεώρηση απόφασης επί τη υποβολή νέων στοιχείων όντως απολήγει σε νέα απόφαση μετά από δέουσα έρευνα. (Κωνσταντίνος Μάρκου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 531 και Δημοκρατία ν. Αναστασίου (2011) 3 Α.Α.Δ. 519). Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε τεθεί κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων μεταξύ εφεσείουσας και Εφόρου, οποιοδήποτε νέο στοιχείο, κρίνεται ορθή. Εκείνο το οποίο η εφεσείουσα επεδίωξε με το αίτημα της ήταν η επί νομικών λόγων επιχειρηματολογία ως προς την ορθότητα της απόφασης του Εφόρου για την επιβολή του τέλους των £600.000. Επρόκειτο για μια απλή αίτηση θεραπείας, δηλαδή αίτηση επανεξέτασης, η οποία δεν απέληγε αφενός σε διακοπή της προθεσμίας των 75 ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης το αργότερο στις 29.8.2005, (Larkos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189), αλλά και, αφετέρου, δεν αποτελούσε νέο αίτημα από την άποψη ότι δικαιολογείτο νέα απόφαση λόγω παροχής νέων στοιχείων. Η αίτηση θεραπείας, ή χαριστική προσφυγή, χωρίς την παροχή νέων στοιχείων για ουσιαστική επανεξέταση δεν οδηγεί σε εκτελεστή απόφαση. (δέστε τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Cyprus Bureau of Shipping v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 491 και Punting Transports Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 737).»
Υπό το φως όλων των ανωτέρω δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης της ουσίας. Οι προδικαστικές ενστάσεις γίνονται αποδεκτές.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ