ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D839
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ.: 821/2011 και 853/11)
4 Νοεμβρίου, 2014
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
Αρ. Υπόθεσης: 821/11
ΑΝΝΑ ΚΟΝΤΟΥ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
__________
Αρ. Υπόθεσης: 853/2011
ΕΛΕΝΑ ΖΑΝΝΟΥΠΑ-ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19.9.2011:
ΕΛΕΝΑ ΖΑΝΝΟΥΠΑ-ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ων η αίτηση.
____________
Μ. Κοτσώνη (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για την αιτήτρια στην Υποθ. Αρ. 821/11
Κ. Γεωργίου (κα) για Στ. Αμερικάνο, για την αιτήτρια στην Υποθ. Αρ. 853/11
Μ. Φράγκου (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Iφ. Γεωργιάδου (κα) για Σ. Γεωργιάδη, για το ΕΜ Γ. Γεωργιάδου στις Υποθ. Αρ. 821/11 και 853/11
Μ. Σπανού (κα) για Μ. Σπανό, για τα ΕΜ Μ. Βασιλειάδου και Μ. Γρηγοριάδου στην Υπόθ. Αρ. 853/11.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες προσφυγές προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 15.4.2011, με την οποία προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη (ΕΜ) και στις δύο αιτήσεις: Γεωργιάδου Γιάννα, Θεοφίλου Άντρη, Μαραγκού Νικολάου Ευγενία και Χριστοδούλου Χριστίνα και επιπρόσθετα τα ΕΜ στην αίτηση υπ΄ αρ. 853/11: Αναστασίου Δήμητρα, Βασιλειάδου Μαριλένα, Γαβριηλίδου Αντρούλλα, Γρηγοριάδου Μανουέλλα, Ζαφείρη Λεόντιος, Ρώσσου Άννα, Σταυρινού Ορθοδοξία και Χρυσάνθου Γιόλα, στη θέση του διοικητικού βοηθού Γ΄ τάξης από την 1.5.2011.
Αρμόδιος για το διορισμό υπαλλήλων είναι ο Διοικητής (άρθρο 20(1)(δ) του περί Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Νόμου του 2002, Ν. 138(Ι)/2002 (ο Νόμος)), ο οποίος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του ενεργεί σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 22 του Νόμου. Σύμφωνα με την παράγραφο 1.3 του Παραρτήματος (Παράγραφος 7) Όροι και Σχέδια Υπηρεσίας των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών του 2004, ΚΔΠ 233/04 (οι Οδηγίες): «Όλες οι θέσεις είναι πρώτου διορισμού ή/και προαγωγής. Ο Διοικητής με γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού, αποφασίζει ανάλογα». Εξ ου και η γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού (Επιτροπή), όπως οι επίδικες θέσεις, μεταξύ άλλων, πληρωθούν μέσω προαγωγής από το υφιστάμενο προσωπικό.
Η Επιτροπή κατά τη συνεδρία της ημερ. 11.4.2011, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή, ομοφώνως, εκχώρησε τις αρμοδιότητες της σε Υπεπιτροπή, άρθρο 22(3) του Νόμου, για να εξετάσει, μεταξύ άλλων, προαγωγές μελών του υφιστάμενου προσωπικού στις επίδικες θέσεις και να προβεί στις δέουσες συστάσεις, προς το Διοικητή.
Η Υπεπιτροπή κατά τη συνεδρία της, ημερ. 15.4.2011, εξέτασε την πλήρωση δώδεκα κενών θέσεων διοικητικού βοηθού Γ΄ τάξης. Έκρινε ότι τόσο οι αιτήτριες, όσο και όλα τα ΕΜ, πληρούν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Κατά την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, με βάση τα νομοθετημένα κριτήρια - αξία, πείρα και προσόντα - όπως αυτά καθορίζονται από την §11 των Οδηγιών και τις αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως καθιερώθηκαν από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, από την οποία προκύπτει η ευχέρεια της να αποδώσει περισσότερη ή λιγότερη βαρύτητα σ΄ ένα από αυτά. Για τους λόγους που επεξηγεί στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας της, η Υπεπιτροπή αποφάσισε, για σκοπούς πλήρωσης των θέσεων, ότι ο παράγοντας της αξίας θα έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα. Παρατήρησε σχετικά, εφόσον προηγουμένως μελέτησε και έλαβε υπόψη της την αξία όλων των υποψηφίων, όπως φαίνεται στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων τους, και έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση της απόδοσης τους για τα έτη 2008-2010, ότι η γενική απόδοση των περισσότερων υποψηφίων για τα σχετικά έτη, ήταν εξαίρετη. Εν όψει τούτου, θεώρησε, ότι και μικρή διαφορά στις ετήσιες αξιολογήσεις, μπορεί να αποκτήσει σημασία, γι΄ αυτό και υπεισήλθε στην αναλυτική βαθμολογία των υποψηφίων.
Σε περίπτωση όπου η αξία δύο υποψηφίων θα κυμαινόταν σε παρόμοια επίπεδα και η πείρα στην προηγούμενη θέση, «Προσωρινή/έκτακτη υπηρεσία» θα ήταν ουσιαστική, αποφάσισε να δοθεί βαρύτητα στο κριτήριο της πείρας. Διαπιστώθηκε, σύμφωνα με τους όρους, τα σχέδια υπηρεσίας και των Οδηγιών ότι οι Γαβριηλίδου Αντρούλλα, Αναστασίου Δήμητρα, Βασιλειάδου Μαριλένα, Ρώσσου Άννα, Χρυσάνθου Γιόλα, πλεονεκτούσαν ως προς τα προσόντα.
Στη συνέχεια η Υπεπιτροπή συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα τα πιο πάνω στοιχεία, παράγοντες και γεγονότα, έκρινε ως καταλληλότερους και σύστησε για προαγωγή τα δώδεκα ΕΜ στην επίδικη θέση, προβαίνοντας μάλιστα σε σύγκριση των συστηθέντων, με τους λοιπούς υποψηφίους.
Ο Διοικητής, ασκώντας τις εξουσίες του, υιοθέτησε τις συστάσεις της Υπεπιτροπής και προήξε τα δώδεκα ΕΜ, στη θέση του διοικητικού βοηθού Γ΄ τάξης, από 1.5.2011, με κοινοποίηση προς όλο το προσωπικό (εγκύκλιος Α.Δ. 1/2011, ημερ. 18.4.2011).
Είναι κοινή θέση των αιτητριών, με αναφορά στο Σημείωμα του Διοικητή, ημερ. 11.4.2011, ότι ο διορισμός της Υπεπιτροπής από τον Διοικητή, όπως ο ίδιος θεώρησε, είναι παράνομος ή όπως τον χαρακτηρίζουν, «ακατανόητος». Εφόσον, υποστηρίζουν, η Επιτροπή Προσωπικού νομότυπα εκχώρησε τις αρμοδιότητες της στην Υπεπιτροπή κατόπιν εισήγησης του Διοικητή, και καθόρισε η ίδια τα άτομα από τα οποία θα αποτελείτο η Υπεπιτροπή.
Απορριπτέος θεωρείται ο πιο πάνω ισχυρισμός και απαντάται ευθέως με αναφορά στο καθοριστικής σημασίας άρθρο 22(3), του Νόμου:
«(3) Η Επιτροπή Προσωπικού δύναται με εισήγηση του Διοικητή να εκχωρεί οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητες της που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου, όπως αυτή ήθελε ορίσει, σε υπεπιτροπή αποτελούμενη από τουλάχιστο τρία άτομα.»
Προκύπτει ότι η εκχώρηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Προσωπικού, γίνεται από την ίδια την Επιτροπή, αφού προηγουμένως λήφθηκε υπόψη η εισήγηση του Διοικητή. Στην προκειμένη περίπτωση, τα πράγματα έγιναν νομότυπα: η απόφαση για εκχώρηση των αρμοδιοτήτων έγινε δυνάμει του Νόμου, από την ίδια την Επιτροπή Προσωπικού, κατά τη συνεδρία της ημερ. 11.4.2011, κατόπιν προηγούμενης εισήγησης του Διοικητή. Το Σημείωμα του Διοικητή ημερ. 11.4.2011, ήταν καθαρά ενημερωτικής φύσης και στάληκε προς τα μέλη της διορισθείσας Υπεπιτροπής, ακριβώς προς υλοποίηση της απόφασης της Επιτροπής Προσωπικού.
Σύμφωνα με το άρθρο 22(4) του Νόμου:
«(4) Η Επιτροπή Προσωπικού με εισήγηση του Διοικητή αποφασίζει για την οργάνωση της ιδίας και τη διαδικασία των συνεδριών της καθώς και οποιασδήποτε υπεπιτροπής, στην οποία είναι δυνατό να εκχωρηθούν αρμοδιότητες της δυνάμει του εδαφίου (3).»
Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός των αιτητριών ότι η Υπεπιτροπή παρέβη τις αρμοδιότητες της, καθορίζοντας τη διαδικασία επιλογής των υποψηφίων για προαγωγή, κρίνεται απορριπτέος.
Η αναφορά στο πιο πάνω άρθρο, στη «διαδικασία των συνεδριών», δεν αφορά στην κρίση της Υπεπιτροπής, ως προς την αξιολόγηση και επιλογή των κατάλληλων υποψηφίων, αλλά στο διαδικαστικό μέρος των συνεδριών. Η ερμηνεία που δίνει ο συνήγορος των αιτητριών, στο άρθρο 22(4), ισοδυναμεί με εξουδετέρωση του άρθρου 22(3), δυνάμει του οποίου «δύναται», η Επιτροπή Προσωπικού, να εκχωρεί τις αρμοδιότητες της και, οδηγεί, σε αντιφατικά και παράλογα αποτελέσματα.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη συνεδρία της Υπεπιτροπής ημερ. 15.4.2011, είχε καθοριστεί από την Επιτροπή Προσωπικού στους όρους εντολής της Υπεπιτροπής. Η κρίση της για επιλογή των ΕΜ και απόδοση μεγαλύτερης βαρύτητα στην αξία των υποψηφίων, για τα τρία πιο πρόσφατα έτη, δεν αφορούσε στη διαδικασία της συνεδρίας της Υπεπιτροπής. Πρόκειται για κρίση η οποία λήφθηκε εντός των αρμοδιοτήτων της όπως αυτές είχαν εκχωρηθεί νόμιμα από την Επιτροπή Προσωπικού.
Προβάλλουν οι αιτήτριες, ως ελάττωμα, τη συμμετοχή του κ. Κώστα Πουλλή, Ανώτερου Διευθυντή του Τμήματος Εποπτείας και Ρύθμισης Τραπεζικών Ιδρυμάτων της Κεντρικής Τράπεζας, στην Υπεπιτροπή, ως παραβιάζουσα την αρχή της αμεροληψίας, λόγω της σχέσης του κατά τον ουσιώδη χρόνο, με τις Μαραγκού Νικολάου Ευγενία (ΕΜ και στις δύο προσφυγές) και Χρυσάνθου Γιόλα (ΕΜ στην προσφυγή υπ΄ αρ. 853/11), κατά τρόπο που παραβιάζει το άρθρο 42(2) του Ν. 158(Ι)/99 με επίκληση της απόφασης Τσικκουρής κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Συνεκδ. Υποθ. 925/08 και 1152/08, ημερ. 12.1.2011, ως άμεσα προϊστάμενος της Χρυσάνθου (ΕΜ), ενώ η Μαραγκού (ΕΜ), ήταν η ιδιαιτέρα γραμματέας του. Στην Τσικουρής (ανωτέρω), κρίθηκε ότι παρά το ότι η σχέση υπαλλήλου με τον άμεσα προϊστάμενο του δεν είναι δεσμός «έχει τα χαρακτηριστικά «ιδιάζουσας σχέσης» έναντι των άλλων υπαλλήλων, λόγω της αμεσότητας της επαγγελματικής τους σχέσης και συνεργασίας». Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 42(2) του Νόμου, η «ιδιάζουσα σχέση» πρέπει να είναι τέτοια, που στα μάτια του τρίτου αντικειμενικού και καλόπιστου κριτή, να περιέχει στοιχεία που καταδεικνύουν μεροληπτική στάση. Η επαγγελματική και καθηκόντως σχέση, μεταξύ λειτουργών δεν νοηματοδοτεί «ιδιάζουσα σχέση».
Ο Πουλλής, πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης και προϊστάμενος του ΕΜ Μαραγκού κατά την ετοιμασία των ετήσιων εκθέσεων, για τα έτη 2003-2010, ενώ ταυτοχρόνως συμμετείχε στην Υπεπιτροπή, η οποία σύστησε στο Διοικητή προς προαγωγή, μεταξύ άλλων, και το ΕΜ Χρυσάνθου.
Το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης του κ. Πουλλή, έτσι που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικούμενου, επειδή σύστησε για προαγωγή το ΕΜ Μαραγκού που διετέλεσε ιδιαίτερα του, χωρίς μάλιστα να αναφέρει το γεγονός αυτό στην Υπεπιτροπή. Είναι αυτή η σχέση ιδιάζουσα; Όπως έχει νομολογηθεί η επαγγελματική σχέση του διευθυντή με την ιδιαιτέρα του, παρόλο που δεν συνιστά δεσμό, μπορεί να χαρακτηριστεί «ιδιάζουσα σχέση» έναντι των άλλων υφισταμένων του, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της ιδιαιτέρας γραμματέας έναντι του προϊσταμένου της. Υπό τις περιστάσεις ο κ. Πουλλής είχε καθήκον να αναφέρει το γεγονός και να αποφύγει να λάβει μέρος στη διαδικασία προαγωγής. Συνεπώς, τεκμαίρεται δια νόμου η μεροληπτική ενέργεια του κ. Πουλλή παραβιάζουσα την αρχή της αμεροληψίας, αποδεικνύει «ιδιάζουσα σχέση», άρθρο 42(2) του Ν. 158(Ι)/99, ώστε να επιφέρει ακυρότητα της επίδικης πράξης. Δεν απαιτείται λοιπόν, υπό τις περιστάσεις, να εξετασθεί, αν, η ενέργεια αυτή ήταν πράγματι μεροληπτική ή όχι. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769, 774-775:
«Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης του Γενικού Διευθυντή, έτσι που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικούμενου για το αδιάβλητό της, επειδή σύστησε για προαγωγή το σύζυγο της ιδιαιτέρας του, χωρίς μάλιστα να αναφέρει το γεγονός αυτό στην ΕΔΥ. Είναι αυτή η σχέση ιδιάζουσα; Συνδέεται ο Γενικός Διευθυντής, ενόψει της επαγγελματικής σχέσης του με την ιδιαιτέρα του, διά δεσμού ή ιδιάζουσας σχέσης, όπως προνοεί ο Νόμος;
Ιδιάζουσα είναι η σχέση που ξεχωρίζει, που διαφέρει ή διακρίνεται από άλλη και ο δεσμός είναι σχέση που προϋποθέτει ή συνεπάγεται ηθικό, νομικό ή συναισθηματικό σύνδεσμο. (Βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη, Έκδοση 1998, σελ. 774 και 471). Κατά τη γνώμη μας, παρόλο που η επαγγελματική σχέση του Γενικού Διευθυντή με την ιδιαιτέρα του δεν είναι δεσμός, εντούτοις μπορεί να χαρακτηριστεί "ιδιάζουσα σχέση" έναντι των άλλων υφισταμένων του, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της ιδιαιτέρας γραμματέας έναντι του προϊσταμένου της. Πέραν τούτου, είναι κατάδηλο ότι η ιδιαιτέρα γραμματέας του Γενικού Διευθυντή είχε συμφέρον να προαχθεί ο σύζυγος της και ο Γενικός Διευθυντής υπό τις περιστάσεις είχε καθήκον να αναφέρει το γεγονός αυτό στην ΕΔΥ και να αποφύγει να λάβει μέρος στη διαδικασία προαγωγής. Επομένως, συμφωνούμε με την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος γιατί τεκμαίρεται διά νόμου η μεροληπτική ενέργεια του Γενικού Διευθυντή και δεν χρειάζεται υπό τις περιστάσεις να εξετασθεί αν η ενέργεια αυτή ήταν πράγματι μεροληπτική ή όχι.»
Δεν συντρέχουν όμως, κρίνω, τα αυτά, αναφορικά με το ΕΜ Χρυσάνθου Γιόλα, όπου η σχέση της τελευταίας ήταν απλή σχέση προϊσταμένου-υφιστάμενης. Το θέμα της προκατάληψης πρέπει να στοιχειοθετείται με επάρκεια και δεν τεκμαίρεται ως εκ της επαγγελματικής και μόνο σχέσης (Ε. Σπηλιωτόπουλος: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 13 εκδ., Τόμος 1, σ.138, υποσημ. 30).
Ακολουθεί η εξέταση των επιμέρους ισχυρισμών που επικαλείται η κάθε αιτήτρια ξεχωριστά για να επιτύχει ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Προσφυγή υπ΄ αρ. 821/11 - Άννα Κοντού
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει: η Υπεπιτροπή αποφάσισε να δώσει βαρύτητα στον παράγοντα της αξίας, παραλείποντας να λάβει υπόψη την υπέρτερη πείρα και αρχαιότητα της, παρόλο που αποφάσισε ότι, σε περίπτωση που η αξία των υποψηφίων κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα, η πείρα στην προηγούμενη θέση είναι ουσιαστική.
Υποστηρίζει η αιτήτρια, ότι υπερέχει σε αρχαιότητα και πείρα κατά 15 χρόνια, έναντι των ΕΜ Γεωργιάδου, Θεοφίλου και Μαραγκού, και έναντι της Χριστοδούλου, κατά 9 χρόνια: υπηρετούσε από το 1978 ως βοηθός γραφέας και από το 1989 ως γραφέας με προαγωγές το 2008 και 2010. Η Υπεπιτροπή περιορίστηκε σε μια απλή, φραστική, καταγραφή της υπεροχής της ως προς την πείρα, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση ώστε να της δοθεί η δέουσα βαρύτητα, ούτε και έγινε η οφειλόμενη αξιοκρατική σύγκριση.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί.
Παρατηρώ ότι η απόφαση της Υπεπιτροπής, να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αξία, εμπίπτει στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας να αποδώσει περισσότερη ή λιγότερη βαρύτητα σε ένα από τα αξιολογικά κριτήρια (Ευαγγέλου κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3051, 3063).
Θεωρώ ότι η κρίση της Υπεπιτροπής να υπεισέλθει στις επιμέρους αξιολογήσεις των υποψηφίων, ειδικά για τα έτη 2008-2010, στα οποία αποφάσισε να προσδώσει ιδιαίτερη σημασία, ήταν ορθή και νόμιμη (Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, 389).
Από τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων και τους συγκριτικούς πίνακες, ως προς την αξία, προκύπτει ότι, πράγματι, τα ΕΜ υπερέχουν σε αξία της αιτήτριας, για την περίοδο 2005-2010, ενώ για τα έτη 2005-2007 η αιτήτρια είχε γενική αξιολόγηση «Β» και τα ΕΜ «Α». Για την περίοδο 2008-2010, συγκεντρώνουν όλοι γενική βαθμολογία «Α», πλην όμως η αιτήτρια έχει τα ολιγότερα «Α», που αντιστοιχούν στο «Εξαίρετος», με διαφορά από τα ΕΜ.
Αναφορικά με την «πείρα» καταγράφεται ότι η αιτήτρια «έχει υπεροχή σε πείρα στην προηγούμενη θέση». Η ισχυριζόμενη αρχαιότητα της αιτήτριας, θα μπορούσε να προσμετρήσει υπέρ της, μόνο εφόσον στα υπόλοιπα στοιχεία - αξία, προσόντα - οι υποψήφιοι ήταν ίσοι. Κάτι που δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
Εδώ, είναι δεδομένη η υπεροχή των ΕΜ ως προς την αξία, την οποία υπό τις περιστάσεις, δεν θεωρώ οριακή εν όψει της ισοπεδωτικής αξιολόγησης των υπαλλήλων με «Εξαίρετος», (Αττάς κ.α. ν. Δξημοκρατίας (Αρ.1) (2012) 3 Α.Α.Δ. 8, 17).
Υπό το φως των ανωτέρω στοιχείων, η πείρα της αιτήτριας και κατ΄ επέκταση η αρχαιότητα της, δεν θα μπορούσαν να υπερισχύσουν. Θεωρώ ότι η Υπεπιτροπή ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας επιλέγοντας τα ΕΜ, ως τα καταλληλότερα για προαγωγή.
Επιπρόσθετα, η αιτήτρια ισχυρίζεται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, καθότι ο Διοικητής παρέλειψε να διεξάγει δέουσα έρευνα σε σχέση με τα στοιχεία των φακέλων και να διαπιστώσει, αν όντως, τα ΕΜ με βάση τα στοιχεία των φακέλων, υπερισχύουν ως πραγματικά καταλληλότεροι αξιοκρατικά.
Νομότυπα, κρίνω, αποφάσισε ο Διοικητής και υιοθέτησε τη σύσταση της Υπεπιτροπής, ενεργώντας σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της τελευταίας και συνεπώς, εμποδίζεται να εκδώσει διαφορετική θετική πράξη (Μιχαήλ ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 326, 330).
Η αιτιολογία της Υπεπιτροπής για προαγωγή των ΕΜ στο τέλος της ημέρας, ενσωματώθηκε στην απόφαση του Διοικητή. Δεν παρίστατο καμιά ανάγκη επανάληψης αιτιολογίας που ο Διοικητής αποδέχεται, άρθρο 15(2)(3) του Νόμου.
Προσφυγή υπ΄ αρ. 853/2011 - Έλενα Ζάννουπα-Χατζησάββα
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η Υπεπιτροπή παράνομα, χωρίς επαρκή δικαιολογία και μεροληπτικά, έδωσε βαρύτητα στις αξιολογήσεις των ετών 2008-2010, έχει ήδη απαντηθεί στην προσφυγή αρ. 821/2011. Υιοθετώ προς αποφυγή επανάληψης όσα ήδη έχω αναφέρει ανωτέρω.
Η αιτήτρια προωθεί πρόσθετους λόγους ακυρότητας: ότι η Υπεπιτροπή ενήργησε υπό πλάνη παραγνωρίζοντας ότι υπερέχει σε πείρα, αξία και προσόντα των ΕΜ, προήγαγε τα ΕΜ χωρίς η ίδια να προβεί σε δέουσα έρευνα και ενώ παρέλειψε να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση της.
Είναι αποδεκτό, όπως φαίνεται από το πρακτικό της Υπεπιτροπής ημερ. 15.4.2011, ότι η αιτήτρια υπερέχει σε πείρα έναντι των 10 από τα 12 ΕΜ, χωρίς όμως να δοθεί στο στοιχείο αυτό ιδιαίτερη βαρύτητα ενώ ως προς την αξία, ισχυρίζεται ότι έχει υπεροχή έναντι του ΕΜ Χρυσάνθου Γιόλας. Η βαθμολογία της, για τα έτη 2008, 2009 και 2010 ήταν 9 Α και 2 Β, ενώ του ΕΜ 5 Α, 5Β 1Γ (200(), 7 Α, 4 Β (2009) και 6 ΙΕ, 5 Α (2010). Με δεδομένη την υπεροχή της στην αξία έναντι του ΕΜ Χρυσάνθου, είναι εμφανές, υποβάλλει η αιτήτρια, ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενεργώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα, δεν έλαβαν υπόψη την υπεροχή της. Όμως ούτε και έναντι των άλλων υποψηφίων διεξήγαγαν τη δέουσα έρευνα, για να διαπιστώσουν την υπεροχή της ως προς τα προσόντα. Παραπέμπει στο δίπλωμα του Ινστιτούτου Τραπεζιτών του Λονδίνου (The Chartered Institute of Bankers Diploma in Financial Services - IFS) που απέκτησε το Φεβρουάριο του 2001. Το ΙFS θεωρείται ισότιμο, υποβάλλει, με τα διπλώματα AIB και ΑCCA τα οποία, όπως κρίθηκε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας του Οκτωβρίου 2004, είναι ισότιμα με το American Institute of Bankers (AIB/BSc Financial Services). Ουδεμία αναφορά έγινε από τους καθ΄ ων η αίτηση στο εν λόγω προσόν της ως πλεονέκτημα, ενώ για κάποια από τα ΕΜ έγινε ειδική αναφορά, όπως το ΕΜ Χρυσάνθου Γιόλα. Επιπρόσθετα, αμφισβητεί τη δυνατότητα της Υπεπιτροπής να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στα επιπλέον προσόντα, κάποιων υποψηφίων ως πλεονέκτημα, εφόσον το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δεν αποδίδει πλεονέκτημα.
Στη βάση του οριοθετημένου πλαισίου αξιολόγησε, όπως το όρισε η Υποεπιτροπή και όπως το παρέθεσα ανωτέρω, προχώρησε στη σύσταση των υποψηφίων. Από το συγκριτικό πίνακα μεταξύ των δύο υποψηφίων, αιτήτριας και ΕΜ, όπως τον ετοίμασαν οι δικηγόροι των καθ΄ ων η αίτηση και από τα όσα καταγράφονται στο σκεπτικό της επίδικης απόφασης, σε σχέση με το ΕΜ Χρυσάνθου Γιόλα και την αιτήτρια αρ. 14, προκύπτει ξεκάθαρα, ότι η αιτήτρια υπερέχει του ΕΜ για όλα τα έτη αξιολόγησης 2005-2009, πλην του 2010. Εν όψει τούτου, δεν διακρίνω πώς οι καθ΄ ων η αίτηση θεώρησαν ότι το ΕΜ υπερέχει στην αξία έναντι των άλλων υποψηφίων. Και αυτό τη στιγμή που η ίδια η Υπεπιτροπή κατέγραψε στο πρακτικό της απόφασης της ότι η αιτήτρια υπερέχει σε πείρα στην προηγούμενη θέση. Σχετικά με τα προσόντα κρίθηκε ότι το ΕΜ κατέχει πλεονέκτημα, όχι όμως και η αιτήτρια. Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η αιτήτρια, δεν θα μπορούσε το δίπλωμα της να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα: το Diploma in Financial Services Management (Banking Certificate), αποτελεί μόνο το Μέρος Ι του διπλώματος ACIB/BSc Financial Services.
Καταλήγω με βάση το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων σε σχέση με την αιτήτρια και το ΕΜ Χρυσάνθου Γιόλα, ότι τόσο η Υπεπιτροπή, όσο και ο Διοικητής, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, ενήργησαν κάτω από πλάνη περί τα πράγματα, χωρίς δέουσα έρευνα και έλλειψη αιτιολογίας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση, στο βαθμό και στην έκταση που αυτή αφορά το ΕΜ 12 Χρυσάνθου Γιόλα είναι τρωτή και πρέπει να ακυρωθεί.
Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη πράξη στην προσφυγή υπ΄ αρ. 821/2011 ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος αναφορικά με το ΕΜ Μαραγκού Νικολάου Ευγενία και η προσφυγή επιτυγχάνει, ενώ επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος ως προς τα υπόλοιπα ΕΜ και η προσφυγή απορρίπτεται.
Η προσβαλλόμενη πράξη στην προσφυγή υπ΄ αρ. 853/2011 ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος αναφορικά με τα ΕΜ Μαραγκού Νικολάου Ευγενία και Χρυσάνθου Γιόλα και η προσφυγή επιτυγχάνει, ενώ επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος ως προς τα υπόλοιπα ΕΜ και η προσφυγή απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ της κάθε αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα των ΕΜ.
/ΦΚ Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.