ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D859
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 808/2011)
7 Νοεμβρίου, 2014
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AZAD NAEF HUSSEIN,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
---------------------------
Μαρία Τσιανή (κα) για Γιώργος Ον. Χριστοφίδης & Συνεργάτες, για τον Αιτητή.
Βούλα Καρλεττίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο αιτητής, Κουρδικής καταγωγής, ήλθε στην Κύπρο παράνομα μέσω κατεχομένων στις 12.8.2006. Υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου στις 25.8.2006 προσκομίζοντας έγγραφο που εκδόθηκε από τις Συριακές Αρχές σε άτομα που ανήκουν στην ομάδα Κούρδων Ajanib, οι οποίοι δεν θεωρούνται Σύριοι υπήκοοι.
Ο αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου στις 26.1.2009, προσκομίζοντας βεβαίωση ότι είναι μέλος του Δημοκρατικού Εθνικού Κουρδικού Κόμματος της Συρίας. Ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του λόγω του ότι ανήκει στην κοινωνική ομάδα των Αλλοδαπών Κούρδων - Ajanib από την επαρχία Αλ Χάσακε της Συρίας, που δεν έχουν την Συριακή υπηκοότητα και γι' αυτό στερείται των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην εκπαίδευση και κατά συνέπεια στην εργασία, καθώς και στην ιδιοκτησία.
Σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση του λειτουργού που εξέτασε την υπόθεση του αιτητή, κρίθηκε ότι πράγματι ανήκει στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των Ajanib, στους οποίους παρέχεται ειδικό έγγραφο ταυτότητας, η λεγόμενη ερυθρά κάρτα, και έτσι έχουν πρόσβαση σε μια σειρά από δικαιώματα. Συνεπώς κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετούσε με τους ισχυρισμούς του φόβο δίωξης, αφού η ιδιαίτερη μεταχείριση των αλλοδαπών Κούρδων της επαρχίας Al Hasake από τις Συριακές αρχές δεν καταλήγει σε συνέπειες ουσιώδους ζημιογόνου χαρακτήρα για το πρόσωπο του και δεν συνιστά δίωξη. Η αίτηση του απορρίφθηκε με απόφαση ημερομηνίας 21.2.2009.
Στις 9.4.2009 ο αιτητής άσκησε διοικητική προσφυγή, επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς που έθεσε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και επιμένοντας στην παραβίαση συγκεκριμένων δικαιωμάτων του όπως της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός και εκτός Συρίας, της περαιτέρω μόρφωσης του σε ινστιτούτο ανώτερης εκπαίδευσης και εργοδότησης του, παραβιάσεις που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα του. Από το διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι στη συνέχεια δόθηκε στον αιτητή έντυπο με πληροφορίες σχετικές με τη διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και τα δικαιώματα του. Η διοικητική προσφυγή απορρίφθηκε μετά από σχετική έκθεση.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.
Mε τον πρώτο λόγο ακύρωσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπήρξε διάκριση σε βάρος του λόγω της γλώσσας και της φυλής του. Επικαλείται τα δικαιώματα των προσφύγων στην βάση του άρθρου 21 του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 (εφεξής «ο Νόμος»). Επίσης θεωρεί ότι η διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής εξελίχθηκε κατ' επιλεκτική μεταχείριση και πως η μη κλήση του αιτητή σε συνέντευξη του αποστέρησε την δυνατότητα βοήθειας από διερμηνέα και το δικαίωμα επεξήγησης της διαδικασίας και της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, της περαιτέρω πρόσβασης του στα Δικαστήρια και εκπροσώπησης με δικηγόρο. Συνεπώς θεωρεί ότι παραβιάστηκαν οι διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 28Θ(2) και (4) του Νόμου και τα άρθρα 30 και 28 του Συντάγματος.
Το άρθρο 21 δεν βρίσκει εδώ εφαρμογή αφού αναφέρεται στα δικαιώματα των προσώπων που έχουν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες βάσει του Νόμου, όχι σε αιτητές ασύλου όπως ο αιτητής. Ως προς τα δικαιώματα που αντλεί ο αιτητής από το άρθρο 28Θ του Νόμου, θεωρώ ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση. Με την υποβολή της διοικητικής του προσφυγής, όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, δόθηκε στον αιτητή ενημερωτικό έντυπο σχετικά με την αναθεωρητική διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων και τα δικαιώματα του (Ερυθρά 55-56 στο τεκμήριο1). Η παροχή υπηρεσίας διερμηνέα κρίνεται αναγκαία μόνο στην περίπτωση που καλείται ο αιτητής σε ακροαματική διαδικασία, εφόσον δηλαδή κριθεί ότι έχει υποβάλει νέα στοιχεία που να δικαιολογούν τη δεύτερη συνέντευξη. Ο αιτητής στην παρούσα περίπτωση δεν προσκόμισε οποιοδήποτε νέο στοιχείο ώστε να κληθεί σε συνέντευξη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αφού κατόπιν της έκθεσης της αρμόδιας λειτουργού δεν κρίθηκε αυτό αναγκαίο. Τέτοια συνέντευξη εξάλλου είναι δυνητική κατά το άρθρο 28Ζ(1), (3) και (4) του Νόμου και όχι υποχρεωτική, (βλ. Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006)3 Α.Α.Δ. 383, Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387).
Περαιτέρω, ανεμπόδιστα ο αιτητής υπέβαλε χειρόγραφα την προσφυγή του τόσο στα αραβικά όσα και στα αγγλικά (ερυθρά 61-62 και 66-67) και είχε κάθε δικαίωμα να υποβάλει οποιοδήποτε επιπρόσθετο στοιχείο επικουρικά του αιτήματος του. Ούτε αποστερήθηκε της δυνατότητας να εκπροσωπηθεί με δικηγόρο/νομικό σύμβουλο κατά την διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.
Ο αιτητής επίσης παραπονείται για το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με την αιτιολογία της επιδόθηκε σε αυτόν στην ελληνική γλώσσα, μη κατανοητή από αυτόν. Η νομολογία έχει θεμελιώσει ότι εφόσον η απόφαση αποστέλλεται σε γλώσσα κατανοητή δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση αν το σκεπτικό αποστέλλεται στα ελληνικά. Το θέμα επιλύθηκε οριστικά με την απόφαση στην Harpeet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ 393 (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας), όπου αμφισβητήθηκε κατά πόσο το Άρθρο 30 του Συντάγματος καλύπτει πέραν της διάγνωσης αστικών δικαιωμάτων και στην εκδίκαση ποινικών υποθέσεων, διοικητικές διαδικασίες. Δεν προκύπτει υποχρέωση εκ του Νόμου για μετάφραση στη γλώσσα καταγωγής ενός αιτητή της απόφασης και ευλόγως, διότι θα ήταν πρακτικώς αδύνατο να παρέχεται η δυνατότητα μετάφρασης στις τόσες διαφορετικές γλώσσες που υπάρχουν και ομιλούνται από κάθε αιτητή (Irene Ferenko v. Δημοκρατίας, Υποθ.1051/10, ημερομηνίας 21.12.11).
Στην προκειμένη περίπτωση η επιστολή κοινοποίησης προς τον αιτητή ήταν στην Αγγλική γλώσσα, ενώ το πλήρες κείμενο με την αιτιολογία ήταν στην Ελληνική. Ωστόσο δεν φαίνεται να δημιουργήθηκε οποιοδήποτε εμπόδιο στην πληροφόρηση του σκεπτικού της απόφασης, ούτε και επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του αιτητή εφόσον προσέφυγε με αίτηση ακυρώσεως στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Ο αιτητής παραπονείται επίσης ότι στην απόφαση δεν φαίνεται το αιτιολογικό υπόβαθρο της ανάθεσης εξέτασης της υπόθεσης του στον συγκεκριμένο λειτουργό της Αρχής. Υποστηρίζει ότι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 28Δ θα έπρεπε να υπάρχει συγκεκριμένη απόφαση του Προέδρου της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων για ανάθεση για την οποία να γίνεται αναφορά στην απόφαση της Αρχής. Η κατ΄ εξαίρεση λειτουργία των μελών της Αρχής, ξεχωριστά και ατομικά, δεν υπάρχει αυτοδίκαια, αλλά μετά από απόφαση του Προέδρου της σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 28Δ(β) του Νόμου. Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνη. Το άρθρο 28Ε(3) σαφώς προνοεί ότι «... κάθε μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής δύναται να ασκεί τις δυνάμει του ... Νόμου αρμοδιότητες της Αναθεωρητικής Αρχής από μόνο του» εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 28Ε(4) του Νόμου για εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής από την ολομέλεια (βλ. Aydin ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 578). Δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αιτητή οι προϋποθέσεις του άρθρου 28Ε(4).
Επί της ουσίας των συγκεκριμένων προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, προβάλλει ως λόγο ακύρωσης την έλλειψη δέουσας έρευνας και την παραγνώριση ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης που οδήγησε σε πλάνη. Υποστηρίζει ότι οι καθ' ων η αίτηση επικεντρώθηκαν στην ιδιότητα του ως Κούρδος Ajanib για να κρίνουν το δικαιολογημένο ή όχι του φόβου δίωξης παραγνωρίζοντας και/ή χωρίς την κατάλληλη έρευνα ως προς την ιδιότητα του ως ενεργό μέλος του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος, του οποίου οποιαδήποτε δραστηριότητα θεωρείται παράνομη και αιτία πολλαπλών διώξεων από τις Συριακές αρχές.
Παρατηρώ καταρχάς ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει νέα έρευνα, εφόσον ο έλεγχος στοχεύει στη διαπίστωση κατά πόσο η έρευνα που έγινε για την έκδοση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή όλων των στοιχείων και τη διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων υπό το φως των όσων ο ίδιος ο αιτητής θέτει ενώπιον της (βλ. Yuri Polishchuk v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 27/2005, ημερ. 19.12.2005).
Η φερόμενη ως βεβαίωση συμμετοχής του αιτητή στο ως άνω κόμμα (Παράρτημα 4 στην ένσταση) και η σχετική δράση του εξετάστηκαν ενδελεχώς τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου όσο και κατά την δευτεροβάθμια εξέταση. Ερωτήθηκε για το θέμα αυτό κατά τη συνέντευξη στο μέρος «7. ACTIVISM IN THE COUNTRY OF ORIGIN» και, όπως εύλογα αξιολογήθηκε από τον λειτουργό που εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του, με βάση τις απαντήσεις του αιτητή, δεν απέδειξε οποιαδήποτε δίωξη ή πρόβλημα ασφαλείας λόγω της δράσης του αυτής. Στην έκθεση του λειτουργού της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων σημειώθηκαν μάλιστα επιπρόσθετα τα εξής ως προς το συγκεκριμένο θέμα:
«2. Ενώ ισχυρίζεται ότι ανήκει στο κόμμα «Kurdish Democratic Party» και ότι ανέλαβε πολλά καθήκοντα για αυτό, εντούτοις, όχι μόνο δεν γνώριζε πότε έγινε μέλος, αλλά ούτε θυμόταν το όνομα του Γραμματέα, το πότε ακριβώς απεβίωσε ο πρώην πρόεδρος του κόμματος και το ποιος είναι ο νέος πρόεδρος (ερυθρό 28, x3 και x2. Η άγνοια του για βασικά στοιχεία του κόμματος, δημιουργεί πρόσθετες αμφιβολίες ως προς την αληθοφάνεια των ισχυρισμών του.
3. Το έγγραφο που προσκόμισε για να υποστηρίξει την αίτησή του, αναφέρει τα εξής: ότι βεβαιούται ότι ο προσφεύγων είναι μέλος του κόμματος, το Δημοκρατικό Εθνικό Κουρδικό Κόμμα, στη Συρία Αλ Μπαρατι και ότι αναχώρησε απο τη χώρα καταγωγής του υποχρεωτικά (ερυθρό 13). Πέραν του ότι δεν εξηγείται τι εννοεί ότι έφυγε υποχρεωτικά, ο προσφεύγων στη συνέντευξη δήλωσε επανειλημμένα ότι δεν έφυγε από την πατρίδα του εξαιτίας της συμμετοχής του στο κόμμα ή εξαιτίας των πολιτικών δραστηριοτήτων του (ερυθρά 25-23 και 28, x2).»
Η Διοίκηση έκαμε εκτενή αναφορά στην γενική κατάσταση στη Συρία, τόσο ως προς τους Ajanib όσο και ως προς τα μέλη του κόμματος «Kurdish Democratic Party». Εξάλλου ο αιτητής δεν πρόβαλε το επιχείρημα της πολιτικής του δράσης με αυτό το κόμμα ως αιτία της προσωπικής του δίωξης στη χώρα καταγωγής ή ως αιτία της εγκατάλειψης της. Ούτε έθιξε περαιτέρω το ζήτημα με την ιεραρχική προσφυγή του ώστε να εξεταστεί περαιτέρω από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων και πρωτογενώς από το Δικαστήριο, (βλ. Zahmatkesh v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 376 και Μοhamad Alnader v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1308/2009, ημερομηνίας 20.6.2011).
Περαιτέρω, ο αιτητής διατείνεται ότι η έρευνα πάσχει, διότι στηρίχθηκε επιλεκτικά σε αποσπασματικές πληροφορίες από το καθοδηγητικό σημείωμα «Operational Guidance Note Syria 2009» (παρ. 11 στην ένσταση) που ευνοούσαν την απόρριψη του αιτήματος για παραχώρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα. Επίσης ότι δεν μελετήθηκε ολόκληρο, ούτε ήταν επικαιροποιημένο. Ο ίδιος παραπέμπει σε άλλα σχόλια του συγκεκριμένου σημειώματος στα οποία περιγράφεται το καθεστώς τρομοκρατίας που επικρατεί στη Συρία και ότι οι Κούρδοι ακτιβιστές υπόκεινται σε αυθαίρετες συλλήψεις, άδικες κρατήσεις και πολλαπλές παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί. Το σημείωμα για τη Συρία ήταν το πιο πρόσφατο διαθέσιμο και λήφθηκε υπόψη στο σύνολο του (ερυθρά 69-74, στο Τεκμήριο 1). Οι καθ' ων η αίτηση ορθά διερεύνησαν βάσει των σχετικών προνοιών του Εγχειριδίου για τους Πρόσφυγες τα προσωπικά περιστατικά του αιτητή και αν αυτά δικαιολογούσαν, αντικειμενικά, φόβο δίωξης λόγω κάποιας μορφής αντικαθεστωτικής δράσης και δεν περιορίστηκαν μόνο στα δικαιώματα των Κούρδων ανιθαγενών. Εξάλλου μόνο όπου η αρνητική παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι τέτοια που να δικαιολογεί βάσιμο φόβο δίωξης μπορεί να αποδοθεί το καθεστώς του πρόσφυγα (βλ. άρθρο 17(1)(β), το οποίο παραπέμπει στο Εγχειρίδιο των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, και την Shakib Amil v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. Προσφυγή 499/09, ημερομηνίας 14.7.2010).
Παρόμοιος λόγος ακύρωσης εγέρθηκε στην Υπόθεση αρ. 424/2010, Μiddas Ibrahim, ημερομηνίας 10.4.2012, όπου το Δικαστήριο παρατήρησε χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:
«Οι καθ' ων η αίτηση, με παραπομπή στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων από το Γραφείο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες αλλά και σε άλλες πηγές, υπέβαλαν πως η γενική εισήγηση ότι οφείλεται η απόδοση της ιδιότητας του πρόσφυγα με μόνο το λόγο ότι αυτός είναι Αjanib, όσο και αν αυτoί υφίστανται διάφορους περιορισμούς, δεν δικαιολογείται. Έχοντας μάλιστα υπόψη και την απόφαση του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Shakib Amil v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 499/09, ημερομηνίας 14.7.10, στην οποία, ο δικαστής Χατζηχαμπής, κατέληξε πως «το γεγονός ότι ο Αιτητής, ως Ajanib, όντως είχε πιο περιορισμένα δικαιώματα από ότι οι Σύριοι πολίτες δεν ενεργεί από μόνο του για να του δώσει δικαίωμα στην απόκτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα». Επίσης, ως προς τη δεύτερη ιδιότητα, παραπέμπουν σε πηγές με την εισήγηση πως δεν δικαιολογείται τέτοιο αποτέλεσμα ούτε με βάση μόνο την ιδιότητα του μέλους του κόμματος Azadi με την εξής αυτονόητη επισήμανση: αποδοχή πως τέτοιες ιδιότητες, αυτοτελώς, δικαιολογούν το φόβο καταδίωξης, θα σήμαινε αποδοχή ως προσφύγων άνευ ετέρου, εκατοντάδων χιλιάδων που έχουν τη μια ή την άλλη ιδιότητα.»
Ο αιτητής δεν απέδειξε ότι είχε παρενοχληθεί, αναζητηθεί, συλληφθεί ή κρατηθεί στη Συρία, ενώ ανέφερε ότι οι συριακές αρχές δεν γνώριζαν για τη δράση του με το συγκεκριμένο κόμμα. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα από την σελ. 10 της επίδικης απόφασης:
«.....Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, έστω και αν ισχύει το γεγονός ότι γενικώς οι Σύριοι Κουρδικής εθνικότητας αντιμετωπίζουν κάποια μορφή δυσμενούς διάκρισης, το γεγονός αυτό σπάνια ισοδυναμεί με δίωξη. Συγκεκρμένα, αναφέρεται ότι: «Generally Syrians of Kurdish ethnic origin may face some unequal treatment or discrimination but this will rarely amount to persecution. It will only do so when the individual has made public his opposition to the authorities for example through protests or asylum or Humanitarian Protection will only be applicable in cases where it can be demonstrated the level of discrimination reaches persecution. It is unlikely that non-political Κurds in this category would qualify for asylum or Humanitarian Protection and such claims are likely to be unfounded» (ερυθρό 73, x1).»
Οι επισημάνσεις ως προς την αξιοπιστία του αιτητή αλλά και ως προς το βάσιμο του φόβου δίωξης του, στηριγμένες στα όσα προέκυπταν από τη συνέντευξη στην οποία υποβλήθηκε και διασταυρωμένες μέσω έρευνας και συλλογής πληροφοριών για τη γενικότερη κατάσταση των δικαιωμάτων της συγκεκριμένης ομάδας Κούρδων ανιθαγενών, ήταν ευλόγως επιτρεπτές. Δεν παρέχεται δυνατότητα υποκατάστασής τους ούτε ανάγκη για περαιτέρω έρευνα προς τις κατευθύνσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο αιτητής.
Εξάλλου, το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης ως προς την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, εφόσον η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας και της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας, (βλ. Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 A.A.Δ. 533).
Η προσφυγή αναπόφευκτα αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου