ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D858
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 737/11, 874/11 και 952/11)
7 Νοεμβρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 737/2011)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 874/2011)
ΔΡ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 952/2011)
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------------
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή
στην Υπόθεση Αρ. 737/2011.
Ο αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 874/2011 εμφανίζεται προσωπικά.
Στ. Μαξιούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 952/2011.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 Γεώργιο Χριστοφή.
Π. Σιακαλλής για Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη,
για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 Γ. Κυριακίδη.
------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές στις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές επιδιώκουν την ακύρωση της πράξης της Ε.Δ.Υ. να προαγάγει στη μόνιμη θέση του Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού, Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη Γεώργιο Χριστοφή και Γεώργιο Κυριακίδη.
Η Ε.Δ.Υ. με την απόφαση της ημερ. 29.3.2011 είχε αποφασίσει την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών έχοντας υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την αξιολόγηση των επτά ενώπιον της υποψηφίων που κάλεσε για προφορική εξέταση τόσο από τη Γενική Διευθύντρια, όσο και από την ίδια και τα επί μέρους προσόντα, αξία και αρχαιότητα των υποψηφίων. Η Γενική Διευθύντρια σύστησε για προαγωγή τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία χαρακτήρισε εξαίρετα ενώ τον αιτητή Παπαευσταθίου χαρακτήρισε πολύ καλό, τον αιτητή Γρουτίδη ως πάρα πολύ καλό και τον αιτητή Γεωργίου επίσης ως πάρα πολύ καλό. Η ίδια η Ε.Δ.Υ. επίσης αξιολόγησε κατά τον ίδιο τρόπο τους τρεις αιτητές καθώς και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Επιλέγοντας εν τέλει τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε ότι οι Κυριακίδης και Χριστοφή αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια κατά την προφορική εξέταση και επί πλέον διέθεταν και τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας. Επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστοφή έκαμε ιδιαίτερη αναφορά στο ότι είναι ίσος σε αξία με όλους τους άλλους υποψήφιους που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και είχε έναντι όλων αρχαιότητα που κυμαινόταν μεταξύ ενάμιση σχεδόν χρόνου και πέντε περίπου χρόνια. Σε σχέση με τα προσόντα σημείωσε ότι οι αιτητές Γρουτίδης και Γεωργίου κατείχαν επιπρόσθετα προσόντα, δηλαδή, ο μεν Γεωργίου, Διδακτορικό Δίπλωμα στην Κτηνιατρική Επιστήμη, ο δε Γρουτίδης Δίπλωμα Νομικής, προσόντα που δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή θεωρούνται ως πρόσθετα προσόντα με βάση το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, αλλά θεωρήθηκαν σχετικά με τα καθήκοντα αυτής και τους απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα, συνεκτιμούμενα με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης. Υπό το φως όμως της ανώτερης αξιολόγησης στην προφορική εξέταση και της υπέρ του σύστασης της Γενικής Διευθύντριας η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστοφή ήταν καταλληλότερος για προαγωγή.
Σε ό,τι αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριακίδη και πάλι σε σχέση με τους υπόλοιπους υποψήφιους που ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι ήταν ίσος σε αξία με μια καθόλα εξαίρετη υπηρεσιακή εικόνα. Σε αρχαιότητα υστερούσε έναντι του αιτητή Γεωργίου κατά οκτώ μήνες στην παρούσα θέση, αλλά αυτή η διαφορά δεν κρίθηκε σημαντική δεδομένης της υπεροχής του Κυριακίδη κατά την προφορική εξέταση, ενώ δεν υστερούσε σε προσόντα εφόσον κατέχει και Διδακτορικό Δίπλωμα στην Κτηνιατρική Επιστήμη, προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης στο οποίο αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα εφόσον δεν αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν με βάση το σχέδιο υπηρεσίας. Σε σύγκριση του Κυριακίδη με τους αιτητές Γεωργίου και Γρουτίδη, οι οποίοι επίσης διέθεταν επιπρόσθετα προσόντα, κρίθηκε ότι λόγω της υπεροχής του στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά και την υπεροχή του στην προφορική εξέταση ενώπιον της ίδιας της Ε.Δ.Υ. και λόγω της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας που δεν διέθεταν οι υπόλοιποι ήταν καταλληλότερος για προαγωγή.
Οι τρεις αιτητές θεωρούν την κρίση της Ε.Δ.Υ. ως λανθασμένη με αναφορά σε ένα έκαστο των κριτηρίων επιλογής. Εισηγούνται ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν πεπλανημένη και άκυρη, όπως πεπλανημένη και συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων ήταν και η υπέρ των ενδιαφερομένων μερών σύσταση της Γενικής Διευθύντριας. Τίθεται περαιτέρω ζήτημα μη τήρησης άρτιων πρακτικών εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, λανθασμένη και παράνομη αξιολόγηση των δήθεν επιπρόσθετων προσόντων των ενδιαφερόμενων μερών και παραγνώριση στην περίπτωση του αιτητή Γεωργίου της αρχαιότητας του, έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου Κυριακίδη.
Η θέση της συνηγόρου της Ε.Δ.Υ. αλλά και του ενδιαφερομένου μέρους Κυριακίδη, (το έτερο ενδιαφερόμενο μέρος δεν εμφανίστηκε), είναι εντελώς αντίθετη εστιάζοντας στο σύννομο της όλης διαδικασίας τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και ενώπιον της Ε.Δ.Υ., με ορθή και εύλογη τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας και με τελική εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. ως προς την επιλογή των δύο ενδιαφερομένων μερών.
Είναι πρόσφορο να εξεταστούν αρχικά αιτιάσεις ακύρωσης που είναι κοινές και στις τρεις προσφυγές. (i) Άρτια πρακτικά: Είναι οφειλόμενη πρωτίστως η εξής παρατήρηση: Ζήτημα άρτιων πρακτικών με τη δέουσα και ορθή ακολουθία των προνοιών του Κανονισμού 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, δεν γίνεται. Και όμως ήταν πολύ απλό στους νομικούς λόγους των αιτήσεων ακυρώσεως να καταγραφεί με ακρίβεια το κατ΄ ισχυρισμόν πρόβλημα, κάτι που δεν έγινε σε βαθμό που θα δικαιολογείτο ακόμη και η μη εξέταση του. Εν πάση όμως περιπτώσει δεν διαπιστώνεται πρόβλημα. Η σχετική εισήγηση περί μη καταγραφής της αξιολόγησης των υποψηφίων στις 6.10.2010 και ότι εκεί απλώς αναφέρθηκε ότι «διεξήχθη προφορική εξέταση των υποψηφίων και καταγράφηκε λεπτομερώς η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε σχετική Έκθεση της», με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το άρθρο 34(10) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, είναι εντελώς ανυπόστατη.
Η συνεδρία της 6.10.2010 δεν ήταν η τελική απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά απλά ένα στάδιο της όλης διαδικασίας της. Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 29.11.2010 είναι αυτή που ελέγχεται και αυτή όχι μόνο είναι άρτια, αλλά είναι αρτιότατη. Καταγράφεται εκεί κάθε τι το δυνατόν αναφορικά με την αξιολόγηση των υποψηφίων με λεπτομέρεια που αναμφίβολα επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Το άρθρο 34(10) δεν αναφέρεται, ούτε επιβάλλει την καταγραφή στο συγκεκριμένο πρακτικό της λεπτομέρειας της αξιολόγησης την ημέρα που έγινε. Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 29.11.2010, ρητώς αναφέρεται στην προηγηθείσα συνεδρία ημερ. 6.10.2010, όταν έγινε η προφορική εξέταση, με παραπομπή στο θεματολόγιο και την καταγραφή για κάθε ένα υποψήφιο της γενικής εντύπωσης που αποκόμισε με ανάλογη λεπτομέρεια. Υπήρξε επομένως ορθή καταγραφή στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής τόσο της γενικής εντύπωσης, όσο και της αιτιολογίας.
Η απόφαση στη Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485, την οποία επικαλέστηκε η συνήγορος του αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 952/2011, ουδόλως προωθεί την ιδιαίτερη εισήγηση της. Η υπόθεση δεν ασχολήθηκε με τις επιμέρους συνεδρίες μιας Επιτροπής. Αφορούσε τη συνεδρία εκείνη όπου αναμενόταν συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή του άρθρου 34(10). Το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις στις Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550 και Πέτεβης και Γεωργιάδης Συνεργάτες ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 138, οι οποίες παραπέμπουν και στο άρθρο 24(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Επαναλαμβάνεται ότι το υπό κρίση πρακτικό είναι αυτό της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 29.11.2010 και η ανάπτυξη θεωριών όπως ότι δεν διατηρήθηκε στη μνήμη της Επιτροπής η αξιολόγηση της 6.10.2010, παραγνωρίζει ότι το ελεγχόμενο πρακτικό είναι το τελικό, όπως αυτό αποτυπώθηκε στην εμπεριστατωμένη έκθεση της. Ακόμη και αν δεν ήταν πλήρες το πρακτικό της 6.10.2010, εκεί καταγράφηκαν τα ουσιώδη, όπως η σύνθεση της Επιτροπής, τι διαμείφθηκε και τι αποφασίστηκε.
Τέλος, οι αιτητές οι οποίοι και συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορούν ταυτόχρονα να επιδοκιμάζουν και να αποδοκιμάζουν τη διαδικασία, η οποία απέληξε προς όφελος τους.
(ii) Παραπονούνται οι αιτητές ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη με γενικές και αόριστες κρίσεις και πάσχουσα αιτιολογία στην απόδοση των προφορικών συνεντεύξεων. Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί καθότι απλή αναδρομή στην αιτιολόγηση της απόδοσης στην προφορική εξέταση αποδεικνύει ότι η δοθείσα αιτιολογία είναι και πλήρης και λεπτομερής. Το ίσο μέτρο κρίσης για το οποίο παραπονείται ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 737/2011, είναι οι ερωτήσεις που τέθηκαν με ίδια θεματολογία που καταγράφεται στη σχετική έκθεση. Η νομολογία δεν απαιτεί την καταγραφή των ερωτήσεων και των απαντήσεων, ούτε ελέγχει τη νοητική διεργασία των μελών της Επιτροπής, που παραμένει εκτός του πλαισίου της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2000) 3 Α.Α.Δ. 172). Είναι η γενική εντύπωση που χρειάζεται κατά νομοθετική ρύθμιση να καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 34(10), όπως αναφέρεται και στη Δημοκρατία ν. Ευθυμίου - ανωτέρω - όπου μάλιστα έγινε και σχολιασμός κατά πόσο ήταν απαραίτητο ή αναγκαίο να διασπάται αυτή η γενική αξιολόγηση σε επί μέρους κρίσεις.
(iii) Η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας: η θέση των αιτητών εδώ είναι ότι πάσχει η σύσταση διότι συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, ότι είναι ανεπίτρεπτο το ότι προέβηκε σε αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση την προφορική εξέταση και ότι είναι εν πάση περιπτώσει αναιτιολόγητη χωρίς να καταγράφεται ο λόγος προτίμησης των ενδιαφερομένων μερών και χωρίς να εξηγείται η αξιολόγηση ενός εκάστου των υποψηφίων. Οι επίμαχες θέσεις είναι θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής. Ως εκ τούτου δεν είναι αναγκαίο η σύσταση του προϊσταμένου να είναι αιτιολογημένη (άρθρο 34(9) του Νόμου αρ. 1/90). Όπου όμως προσφέρεται αιτιολογία, αυτή θα πρέπει να συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων. Οι αιτητές παρόλο που αναφέρονται σε σύσταση συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων ή σύσταση μη συνάδουσα μ΄ αυτά, παραλείπουν να συγκεκριμενοποιήσουν το όλο ζήτημα. Δεν εστιάζουν σε οτιδήποτε απτό για να υποστηρίξουν τη θέση τους. Αναφέρονται μόνο στα προσόντα που η Ε.Δ.Υ. λανθασμένα αξιολόγησε ή παραγνώρισε, αλλά αυτά τα ζητήματα προϋποθέτουν κρίση που αφορά πρωτίστως την απόφαση της Ε.Δ.Υ.
Ως προς το έτερο ζήτημα που προωθήθηκε, είναι η εισήγηση των αιτητών ότι λανθασμένα η Γενική Διευθύντρια προχώρησε σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων ώστε να καταλήξει στη σύσταση των ενδιαφερομένων μερών. Οι αιτητές στηρίζουν τη θέση αυτή στις υποθέσεις Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12, Δημοκρατία ν. Χριστιάνα Σαββίδου (2011) 3 Α.Α.Δ. 633 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας(2011) 3 Α.Α.Δ. 163. Χρειάζεται μια σχετική ανάλυση των αποφάσεων αυτών για να εντοπισθεί το ratio τους. Στην Καφά τα όσα λέχθηκαν σχετικά με το θέμα ήταν στην ουσία obiter. Η Ολομέλεια έκρινε ότι η έφεση έπρεπε να επιτύχει διότι η Ε.Δ.Υ. δεν αιτιολόγησε επαρκώς την κατοχή συγκεκριμένων απαιτούμενων προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως απαιτεί η νομολογία. Ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε για τη γενική του απόδοση, υπό συζήτηση ήταν η κατάληξη της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με το απαιτούμενο προσόν. Τα όσα λέχθηκαν μετά σε σχέση με τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας ήταν υπό τύπο «περαιτέρω σχολίου». Ειπώθηκε ότι:
«η προφορική εξέταση γίνεται επ΄ ωφελεία της Επιτροπής και μόνο αυτή είναι το όργανο το οποίο είχε δικαίωμα, σύμφωνα με το Νόμο, να βασιστεί στην προφορική εξέταση και να αξιολογήσει τους υποψηφίους ανάλογα .. Δεν επιτρέπεται στον προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψηφίους και να καταλήξει στη σύσταση του. Η σύσταση θα πρέπει να στηρίζεται στις προηγούμενες του εμπειρίες για τον συγκεκριμένο υποψήφιο, τις συστάσεις των άμεσων προϊσταμένων του και στην εξέταση των υπηρεσιακών φακέλων. Η εντύπωση από τη συνέντευξη συνιστά εξωγενή παράγοντα.»
Ακολούθησε η Σαββίδου, όπου η Ολομέλεια επικρότησε την κοινή θέση των διαδίκων ότι «... δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η Διευθύντρια σύστησε έχοντας υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης και ότι εν πάση περιπτώσει δεν θα ήταν επιτρεπτό να διαμορφωθεί σύσταση πάνω στη βάση τέτοιου δεδομένου.». Το ratio της απόφασης όμως ήταν ότι η σύσταση της Διευθύντριας, η οποία κατά το Νόμο δεν απαιτείτο να ήταν αιτιολογημένη, «και πράγματι ήταν αναιτιολόγητη», συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων «με επακόλουθο την απώλεια της βαρύτητας που της προσδόθηκε» και επομένως η έφεση της Δημοκρατίας απερρίφθη αφήνοντας τη διοίκηση να επανεκτιμήσει τα υπόλοιπα δεδομένα. Μετέπειτα στη Λοΐζος Παναγή, η Ολομέλεια παρατήρησε στο τέλος του όλου σκεπτικού της ότι η πρωτόδικη κρίση στην Καφά ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 537/2004, ημερ. 18.8.2005, ως προς το ότι η σύσταση προϊσταμένου είναι εύλογα επιτρεπτή στηριζόμενη στην «καλύτερη εντύπωση που απεκόμισε από την απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους στην προφορική εξέταση», ανετράπη από την Ολομέλεια στην Καφά - ανωτέρω -.
Εν τέλει, όπως επαναβεβαιώθηκε από την Λοΐζος Παναγή, η σύσταση προϊσταμένου δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένη εφόσον οι υπό πλήρωση θέσεις είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής κατά το άρθρο 34(9) του Νόμου αρ. 1/90. Η σύσταση έχει βεβαίως τη δική της αξία και ο μόνος λόγος να εξασθενήσει η σημασία ή αξία της είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695), η σύγκρουση αυτής με τα στοιχεία των φακέλων. Εάν η σύσταση, έστω και αναιτιολόγητη, παραγνωρίζει για παράδειγμα στοιχείο του φακέλου όπως η κατοχή πλεονεκτήματος, (όπως έγινε στη Λοΐζος Παναγή), τότε η αξία της σύστασης «μειώνεται σημαντικά».
Στις υπό κρίση προσφυγές δεν μπορεί να αποτελεί λόγο ακύρωσης η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας. Αυτή θεωρείται ότι ήταν (και αυτό νομοθετικά επιτρεπτό), αναιτιολόγητη. Η δική της αξιολόγηση επί των ερωτήσεων που τέθηκαν προφορικώς κατά τη διαδικασία παρουσίασης των υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ. δεν φαίνεται να αποτέλεσε λόγο επί του οποίου η Γενική Διευθύντρια βασίστηκε για τη σύσταση της. Και, εν πάση περιπτώσει, εκείνο το οποίο έχει τελικώς σημασία και που βεβαίως κρίνεται είναι η απόφαση και το σκεπτικό της ίδιας της Ε.Δ.Υ. Αυτή είναι η απόφαση που ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο και μόνο αν η προηγηθείσα σύσταση της Γενικής Διευθύντριας θεωρείτο ότι συγκρουόταν με τους φακέλους και τα στοιχεία των υποψηφίων θα επιδρούσε αρνητικά και επί της απόφασης της Ε.Δ.Υ. Η Ε.Δ.Υ. δεν διαπίστωσε κάτι τέτοιο. Στην κρίση της ήταν οι συστάσεις της Γενικής Διευθύντριας χωρίς αναγωγή στη δική της αξιολόγηση των υποψηφίων. Αντίθετα, όπως ρητά καταγράφηκε στο επίμαχο πρακτικό ημερ. 29.3.2011, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη «την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση». Έλαβε συνεπώς υπόψη της την υπέρ των ενδιαφερομένων μερών σύσταση της Διευθύντριας την οποία και δεν αμφισβήτησε ως μη συνάδουσα με τους φακέλους, σε συνάρτηση με οποιοδήποτε κριτήριο επιλογής.
Όπως ελέχθη και προηγουμένως, κανένας από τους αιτητής δεν εξειδικεύει σε τι συνίσταται η κατ΄ ισχυρισμόν σύγκρουση. Αναφέρονται όλοι γενικόλογα και αόριστα επί του θέματος. Μάλιστα και αντιφατικά. Ο αιτητής Παπαευσταθίου ομιλεί για «αναιτιολόγητη» σύσταση «χωρίς αναφορά στους φακέλους ως ώφειλε» με επίκληση του άρθρου 24(1) και (2) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, που είναι εντελώς άσχετο με το θέμα. Το ίδιο και ο αιτητής Γρουτίδης ο οποίος δεχόμενος μεν ότι η σύσταση σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένη, προχωρεί να υποστηρίξει χωρίς όμως εξειδίκευση, με μόνη αναφορά σε νομολογία, ότι αυτή δεν καταγράφει τα κριτήρια στα οποία η Διευθύντρια βασίστηκε. Ο δε αιτητής Γεωργίου ουδέν σχετικό αναφέρει πέραν του ότι η Διευθύντρια βασίστηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων για τη σύσταση της, κάτι το οποίο δεν απορρέει από τα πρακτικά. Άλλωστε η Διευθύντρια είχε ενώπιον της και τους φακέλους των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Η απόφαση στην Στάλω Παναουρή-Κωνσταντινίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 234/2012 και 238/2012, ημερ. 28.8.2014, (Νικολάτος, Π.), στην οποία παρέπεμψε ο αιτητής Παπαευσταθίου είχε διαφορετικά δεδομένα. Δεν ήταν η επίκληση της Καφά που οδήγησε στην ακύρωση, αλλά το δεδομένο ότι η σύσταση του Διευθυντή συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων που είχε μελετήσει προηγουμένως, εφόσον οι αιτήτριες υπερείχαν σε μη απαιτούμενα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους.
Η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, όπως είναι νομολογημένο, είναι βοηθητική και όχι δεσμευτική για το διοικητικό όργανο, (Σάββας Βραχίμης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 76/2010, ημερ. 27.9.2011, Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Μαρίνος Μάρκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 950/2010 και 990/2010, ημερ. 22.3.2013). Όπου η Ε.Δ.Υ. φρονεί ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει τη σύσταση του προϊσταμένου διότι συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου οφείλει βεβαίως να δώσει ειδική αιτιολογία για την απόκλιση, (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432 και Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93). Στην Μάρκου - ανωτέρω - αναπτύχθηκε από το συνήγορο του έτερου αιτητή, Αντωνιάδη, ίδιος με τον αιτητή Παπαευσταθίου εδώ, ακριβώς αντίθετο επιχείρημα, ότι δηλαδή ήταν λανθασμένη η απόκλιση της Ε.Δ.Υ. από τη σύσταση μεταξύ άλλων και διότι ή εκεί Γενική Διευθύντρια σύστησε και με βάση το αποτέλεσμα των απαντήσεων στην προφορική εξέταση.
(iv) Τα προσόντα των ενδιαφερομένων μερών. Όλοι οι αιτητές βάλλουν κατά της κατοχής από το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριακίδη του προσόντος της παρ. 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας το οποίο καθορίζει ως απαιτούμενο προσόν την «μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση, ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, σε ειδικότητα της Κτηνιατρικής Επιστήμης». Αμφισβητείται η κατοχή από τον Κυριακίδη του προσόντος αυτού και προς τούτο είχε απευθυνθεί επιστολή από τους δικηγόρους του αιτητή Παπαευσταθίου (σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις από δύο διαφορετικούς δικηγόρους), καλώντας την Ε.Δ.Υ. να προβεί σε πλήρη διερεύνηση των προσόντων του Κυριακίδη. Ο Κυριακίδης κατέχει «Πτυχίο Υγιεινολόγου για την Παρακολούθηση Ειδικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών» διάρκειας εντός έτους (2005-2006), που του απονεμήθηκε από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας της Πρόνοιας της Ελλάδος, καθώς και Diploma de Doctor (Veterinary Medicine) από το Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου στις 6.7.2007. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι, επτά τον αριθμό, (έξι δημόσιοι υπάλληλοι και ένας από τον ιδιωτικό τομέα), κατείχαν το προσόν αυτό, αλλά και το προσόν της «πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας» (προσόν 3(7) του σχεδίου υπηρεσίας).
Η Ε.Δ.Υ. σε δύο συνεδρίες της ημερ. 18.1.2011 και 24.3.2011 έκρινε ότι ο Κυριακίδης κατείχε το απαιτούμενο προσόν του μεταπτυχιακού. Αφού εξέτασε τα όλα δεδομένα διαπίστωσε ότι το Πτυχίο Υγιεινολόγου, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί εφόσον υπήρχε αντίγραφο του πτυχίου το οποίο υπογραφόταν από τον Κοσμήτορα της Σχολής και οκτώ καθηγητές, αλλά και βεβαίωση της Σχολής ότι ο Κυριακίδης παρακολούθησε το ειδικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών κατά το ακαδημαϊκό έτος 2005-2006 με επιτυχή ολοκλήρωση και κατάθεση της διπλωματικής του εργασίας, η οποία και βαθμολογήθηκε με Άριστα. Ως προς το Diploma de Doctor, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι αυτό προερχόταν από Κρατικό Ίδρυμα της Ρουμανίας Πανεπιστημιακού επιπέδου και δεν τίθετο υπό αμφισβήτηση.
Επίσης σημαντικό για την Ε.Δ.Υ. ήταν το γεγονός ότι το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου με επιστολή του ημερ. 25.10.2007 ενημέρωσε τον Κυριακίδη ότι τα προσόντα του διερευνήθηκαν και αποφάσισε να τα καταχωρήσει στο Μητρώο, τα δε προσόντα είναι αναγεγραμμένα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 25.1.2008.
Η ερμηνεία σχεδίου υπηρεσίας αφήνεται κατά το διοικητικό δίκαιο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, (Δημοκρατία ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, Καντούνας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 344 και Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211). Οι συσχετισμοί και η επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν οι αιτητές ως προς τα προσόντα του Κυριακίδη, με αναφορά στα στοιχεία των φακέλων, ότι το Πτυχίο Υγιεινολογίας προϋπέθετε υποχρεωτική παρακολούθηση μαθημάτων, ενώ αυτός δεν απουσίαζε καθόλου από την εργασία του το 2005-2006 και ότι δεν παρακολούθησε ποτέ μαθήματα ως μέρος μεταπτυχιακής εκπαίδευσης δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν την εύλογη απόφαση της Ε.Δ.Υ. στο θέμα ότι υπό το φως του πτυχίου του Κυριακίδη και της Βεβαίωσης της αρμόδιας Σχολής, το κριτήριο της μεταπτυχιακής ή άλλης ειδικής εκπαίδευσης ενός τουλάχιστον έτους, ικανοποιείτο. Ούτε τα όσα τίθενται από τους αιτητές ότι θα έπρεπε η Ε.Δ.Υ. να ζητήσει από τον Κυριακίδη να απευθυνθεί στο ΚΥΣΑΤΣ, έχουν έρεισμα εφόσον αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο εάν η Ε.Δ.Υ. διατηρούσε αμφιβολίες ως προς την εγκυρότητα ή αξία ή κατάταξη του μεταπτυχιακού του ώστε να ικανοποιεί την παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Όπως σημείωσε η Ε.Δ.Υ. στο πρακτικό της ημερ. 18.1.2011, το αρμόδιο σώμα για εγγραφή προσόντων στην επιστήμη της κτηνιατρικής, ήτοι, το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, είχε διερευνήσει τα προσόντα αυτά και τα καταχώρησε στο αρμόδιο Μητρώο. Δεν είναι δυνατόν εκ των υστέρων να αμφισβητούνται αυτά τα προσόντα με βάση πληροφορίες που οι αιτητές ανέφεραν στους δικηγόρους τους ή και τέθηκαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. με πληροφορίες από το διαδίκτυο.
Ειδικά για τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους Κυριακίδη της Υγιεινολογίας και του Diploma de Doctor και της εγγραφής τους από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο, ο αιτητής Γρουτίδης έθεσε και προηγουμένως παρόμοιες θέσεις οι οποίες απερρίφθησαν από το παρόν Δικαστήριο στην Γρουτίδης ν. Κτηνιατρικού Συμβουλίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 110/2012, ημερ. 26.2.2014. Εκεί ο αιτητής Γρουτίδης, υπό το φως της εξεταζόμενης εδώ απόφασης της Ε.Δ.Υ. να προαγάγει το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριακίδη στη θέση του Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού και υπό το φως της προσφυγής υπ΄ αρ. 874/2011, που είναι η μια εκ των τριών εδώ συνεκδικαζόμενων προσφυγών, καταχώρησε την ως άνω προσφυγή υπ΄ αρ. 110/2012 εναντίον της υπό του Κτηνιατρικού Συμβουλίου Κύπρου αναγνώρισης και καταχώρησης στο Μητρώο των ως άνω προσόντων του Κυριακίδη. Η προσφυγή απερρίφθη ως απαράδεκτη λόγω του ότι καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα από την ημερομηνία που αιτητής είχε πλήρη γνώση της αναγνώρισης και εγγραφής των πτυχίων του Κυριακίδη από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο. Αυτή η πλήρης γνώση προερχόταν και από την επιστολή του Κτηνιατρικού Συμβουλίου ημερ. 10.10.2011, η οποία απεστάλη στον αιτητή αναφορικά με αίτημα του να πληροφορηθεί κατά πόσο είχαν αναγνωριστεί οποιαδήποτε και ποια μεταπτυχιακά προσόντα στον Κυριακίδη, αλλά και από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των προσόντων αυτών στις 25.1.2008.
Λέχθηκαν όμως και τα ακόλουθα που δείχνουν ότι υπάρχει και δεδικασμένο στο θέμα:
«Γνώση όμως προκύπτει και από το εξής δεδομένο. Ο αιτητής είχε προσβάλει με την προσφυγή υπ΄ αρ. 1393/11, (η οποία συνεκδικάστηκε με την προσφυγή υπ΄ αρ. 1422/11, άλλου αιτητή), την προαγωγή του Γ. Κυριακίδη στη θέση του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών με δημοσίευση που έγινε στις 21.4.2011. Στην εκδοθείσα στις 19.7.2013 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δικαίωσε τον αιτητή επί άλλου όμως σημείου, γίνεται αναφορά στις προβληθείσες θέσεις του αιτητή ότι στον Γ. Κυριακίδη κατά πλάνη η Ε.Δ.Υ. αναγνώρισε το μεταπτυχιακό και διδακτορικό του τίτλο, ενώ αμφισβητήθηκε και η κατοχή της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ενός τουλάχιστον έτους σε θέματα της Κτηνιατρικής Επιστήμης. Καθίσταται φανερό από το σκεπτικό ότι το ένα προσόν του Κυριακίδη είναι αυτό του Master από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας της Αθήνας και το άλλο θα πρέπει να αφορά τον διδακτορικό τίτλο που απονεμήθηκε από τη Ρουμανία, όπως άλλωστε προκύπτει αβίαστα από το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην έτερη προσφυγή αρ. 1422/11, όπου ρητά αναφέρονται τα δύο αυτά προσόντα. Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς, ενώ σε σχέση με την εδώ αίτηση σημείωσε ότι ο αιτητής είχε πληροφορήσει το Δικαστήριο ότι η απόφαση του Κτηνιατρικού Συμβουλίου αναφορικά με τα προσόντα του Κυριακίδη είχε προσβληθεί με προσφυγή, η οποία ασφαλώς είναι η παρούσα. Η απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 19.7.2013 εκδόθηκε επί προσφυγών που καταχωρήθηκαν το 2011, ενώ η παρούσα καταχωρήθηκε μεταγενέστερα το 2012. Προκύπτει επομένως αβίαστα όχι μόνο πλήρης γνώση του αιτητή, αλλά και χρήση της γνώσης αυτής με ένδικο μέσο.»
Δεδικασμένο όμως απορρέει, όπως πολύ ορθά σημειώνει η κα Εργατούδη στη δική της αγόρευση, και από τις αποφάσεις στην Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 1308/2007, ημερ. 6.11.2008, (Κραμβής, Δ.), όπου ο Κυριακίδης, ως αιτητής εκεί, κέρδισε την προσφυγή που κατέθεσε εναντίον της επιλογής της Ε.Δ.Υ. υπέρ άλλου προσώπου για τη θέση του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού. Στην υπόθεση, το πλεονέκτημα του Κυριακίδη ως προς το μεταπτυχιακό αποτέλεσε δεδομένο που δεν έτυχε αμφισβήτησης. Βεβαίως όπως λέχθηκε και στη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38 και Κούλουμου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 293, η Ε.Δ.Υ. δεν αποκλείεται να διερευνήσει προσόν εφόσον αυτό τίθεται εκ των υστέρων υπό αμφισβήτηση. Αλλά αυτό εδώ έγινε, όπως ήδη αναφέρθηκε, και η Ε.Δ.Υ. ευλόγως αποφάσισε ότι τα δεδομένα έδειχναν ότι ο Κυριακίδης κατείχε το προσόν.
Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργιο Χριστοφή, αυτός κατέχει πιστοποιητικό εκπαίδευσης από το Πανεπιστήμιο Giessen - West Germany. Το σχέδιο υπηρεσίας στην παρ. 3(2) προβλέπει, υπενθυμίζεται, «μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση, ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε ειδικότητα της Κτηνιατρικής Επιστήμης». Στα στοιχεία του Χριστοφή που είχε ενώπιον της η Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά και η Ε.Δ.Υ., αναφέρεται ότι αυτός «Συμπλήρωσε τη μεταπτυχιακή εκπαίδευση "Βιοχημικές Εργαστηριακές Μεθόδους στην Κτηνιατρική" Γερμανία 1.7.1979 έως 30.6.1980.». Η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε τα προσόντα όλων των υποψηφίων και έκρινε ότι και οι επτά ενώπιον της υποψήφιοι κατείχαν το απαραίτητο προσόν, προς τούτο δε μνημόνευσε και την υπό του Χριστοφή κατοχή της πιο πάνω μεταπτυχιακής εκπαίδευσης. Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 18.1.2011 εξέτασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αποδέχθηκε ότι όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα.
Οι αιτητές βάλλουν κατά της απόφασης τόσο της Συμβουλευτικής, όσο και της Ε.Δ.Υ. να θεωρήσουν το πιο πάνω πιστοποιητικό συμπλήρωσης της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ως ικανοποιούν το σχέδιο υπηρεσίας. Λέγουν, ιδιαιτέρως οι αιτητές Παπαευσταθίου και Γρουτίδης, ότι δεν υπήρξε επαρκής ή δέουσα ή και καθόλου σχετική έρευνα από την Ε.Δ.Υ., ούτε ζητήθηκε η συνδρομή του ΚΥΣΑΤΣ για πιστοποίηση του προσόντος αυτού υπό το φως μάλιστα του δεδομένου ότι χρειάστηκαν τρεις μήνες για την παρακολούθηση μαθημάτων προς εκμάθηση της Γερμανικής γλώσσας, με αποτέλεσμα μόνο οι υπόλοιποι μήνες να χρησιμοποιήθηκαν για την καθαυτό μεταπτυχιακή εκπαίδευση, εκ των οποίων ορισμένοι διατέθηκαν για την παρακολούθηση ειδικών σεμιναρίων.
Οι αιτητές δεν έχουν δίκαιο στις θέσεις που προβάλλουν. Κατ΄ αρχάς παρατηρείται ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είχε ενώπιον της οποιαδήποτε αμφισβήτηση του προσόντος που κατείχε ο Χριστοφή από οποιονδήποτε, όπως είχε γίνει με τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους Κυριακίδη. Επομένως δεν είχε λόγο εξ ιδίων της να αναζητήσει οτιδήποτε πέραν της διαπίστωσης ότι ο Χριστοφή όντως είχε παρακολουθήσει με υποτροφία μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στον κλάδο «Βιοχημικές Εργαστηριακές Μεθόδοι στην Κτηνιατρική». Τα πιστοποιητικά παρακολούθησης του προγράμματος βρίσκονται στα ερυθρά 25-21 του κατατεθέντος διοικητικού φακέλου Τεκμήριο «Δ», με συνοδευτική επιστολή του τότε Διευθυντή Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ημερ. 7.7.1980 (ερ. 26). Πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το αποκτηθέν πιστοποιητικό περιέχονται στο ερυθρό 43 του ιδίου φακέλου, που είναι η επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ημερ. 27.12.1984 προς τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ. Αναφέρεται εκεί ότι η συνολική διάρκεια της υποτροφίας ήταν δώδεκα μήνες και η μεταπτυχιακή αυτή εκπαίδευση δεν οδήγησε στην απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου.
Η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, υπενθυμίζεται, εναπόκειται στην Ε.Δ.Υ. Το δεδομένο είναι ότι το απαιτούμενο προσόν της «μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ή ειδικής εκπαίδευσης» σημαίνει ακριβώς αυτό, ήτοι, εκπαίδευση μετά το πτυχίο, ή, ειδική εκπαίδευση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αποκτάται εξ αυτής της εκπαίδευσης κάποιος τίτλος ή δίπλωμα. Διαφορετικά η σχετική πρόνοια της παρ. 3(2) θα ήταν διατυπωμένη κατά άλλο τρόπο. Η κα Εργατούδη σημειώνει στην αγόρευση της την απόφαση στην Ηλιάδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 716/97, ημερ. 15.9.1998, ως προς την έννοια της «μεταπτυχιακής εκπαίδευσης», ώστε αυτή να σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική, η οποία χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση, με ερμηνεία του όρου «μετεκπαίδευση» που να λαμβάνει υπόψη και το ποιοτικό επίπεδο της. Η απόφαση στην Ηλιάδη έτυχε επιδοκιμαστικής αναφοράς στη Δημοκρατία ν. Παντέλα (2008) 3 Α.Α.Δ. 285, όπου η Ολομέλεια επαναβεβαίωσε ότι «μεταπτυχιακή εκπαίδευση συνεπάγεται συμπληρωματική εκπαίδευση που έπεται της βασικής και είναι σε επίπεδο ανώτερο από αυτή, από πλευράς ποιότητας και επιπέδου.». Αυτό, σε αντιδιαστολή με την ερμηνεία του όρου «μεταπτυχιακό προσόν» που παραπέμπει στην απόκτηση κάποιου διπλώματος ή τίτλου (Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414 και Ζαχαριάδης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 722). Ο όρος «μεταπτυχιακή εκπαίδευση» και ο συναφής όρος «μετεκπαίδευση», (δέστε Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56), σημαίνει απλά συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν της βασικής.
Ο χρόνος απόκτησης του πιστοποιητικού από τον Χριστοφή ήταν ένα έτος ικανοποιώντας έτσι την παρ. 3(2). Δεν παύει το πιστοποιητικό-βεβαίωση που αποκτήθηκε από τον Χριστοφή να είναι τουλάχιστον ενός έτους επειδή μέρος της εκπαίδευσης περιλάμβανε και μαθήματα Γερμανικής γλώσσας ή άλλα ειδικά σεμινάρια. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση παραμένει ενός έτους στο σύνολο της και η εκπαίδευση σε γλώσσα άλλη από τη μητρική του ενδιαφερόμενου μέρους αναμφίβολα προσθέτει στην κατανόηση της σχετικής ειδικότητας. Η κατοχή του προσόντος αυτού από τον Χριστοφή αναγνωρίστηκε και στην Ταλιώτης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 690/2005, ημερ. 19.10.2007, (Ηλιάδης, Δ.), χωρίς να προκύπτει εξ αυτής της απόφασης δεδικασμένο. Η υπόθεση Κύπρος Πετρίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 308/2009, ημερ. 15.3.2011, την οποία μνημόνευσε ο αιτητής Γρουτίδης, του παρόντος Δικαστηρίου, είχε διαφορετικά δεδομένα. Κρίθηκε εκεί ότι η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε υπό πλάνη διότι θεώρησε ότι μπορούσε υπό το φως του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας της μόνιμης θέσης Πρώτου Λειτουργού Στατιστικής για μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, να ικανοποιείτο το προσόν αυτό με την συνάθροιση δύο διαφορετικών προγραμμάτων, διαφορετικής διάρκειας και διαφορετικού ιδρύματος, ενώ τα δύο προγράμματα που είχε παρακολουθήσει το ενδιαφερόμενο μέρος δεν συμποσούνταν εν πάση περιπτώσει σε ένα έτος.
Εντελώς αβάσιμοι είναι και οι ισχυρισμοί του αιτητή Γρουτίδη, ο οποίος και μόνο εγείρει το θέμα, για τη μη κατοχή του προσόντος της «πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας» όπως προβλέπεται από την παρ. 3(7) του σχεδίου υπηρεσίας. Τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η Ε.Δ.Υ. διαπίστωσαν την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας με αναφορά στο γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι που ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, μεταξύ των οποίων και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, κατείχαν ήδη θέση στην υπηρεσία που απαιτούσε το ίδιο επίπεδο γνώσης της Αγγλικής, καθώς και της Ελληνικής γλώσσας. Αυτό το τεκμήριο κατοχής του συγκεκριμένου προσόντος δεν μπορεί να ανατραπεί με τις αιτιάσεις που προβάλλονται στις υπό κρίση προσφυγές. Το ερώτημα είναι πάντοτε κατά πόσο η Ε.Δ.Υ., και η προηγηθείσα Συμβουλευτική Επιτροπή, εξέτασαν την κατοχή των διαφόρων προσόντων από τους υποψηφίους. Αυτό το έπραξαν. Δικαιολόγησαν την κρίση τους με αναφορά στη διαπίστωση της κατοχής του ιδίου προσόντος όταν τα ενδιαφερόμενα μέρη έλαβαν την θέση από την οποία προήχθησαν στην επίμαχη. Δεν είναι δυνατόν κάθε φορά που ένας υποψήφιος τίθεται υπό κρίση για ανώτερη θέση να αμφισβητούνται εκ των υστέρων τα ίδια προσόντα με τα οποία ήδη προηγουμένως κρίθηκε άξιος προαγωγής. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο καθήκον επανεξέτασης των ιδίων στοιχείων από το διοικητικό όργανο επειδή τίθεται ζήτημα προαγωγής σε ανώτερη θέση. Η «πολύ καλή γνώση» που απαιτείται για μια θέση δεν μετατρέπεται σε «άριστη» γνώση για ανώτερη θέση, (όπως διατείνεται ο Γρουτίδης), εκτός και αν το σχέδιο υπηρεσίας το προνοεί ρητά. Η αναζήτηση στοιχείων από τους φακέλους αναφορικά με τα διάφορα πιστοποιητικά που είχαν τα ενδιαφερόμενα μέρη ώστε να γίνεται εκ των υστέρων λόγος για μη κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης δεν είναι δόκιμη. Το τεκμήριο της κατοχής της γνώσης λόγω προηγούμενης διερεύνησης αφενός και λόγω της κατοχής θέσης που προϋπόθετε παρόμοιο προσόν, αφετέρου, δεν ανατρέπεται με τέτοια ευκολία.
Είναι νομολογιακά δεδομένο ότι η κατοχή προσόντος που κρίθηκε σε προηγούμενη θέση διορισμού ή προαγωγής και που δεν έχει προσβληθεί επιτυχώς με προαγωγή, δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο ότι το προσόν κατέχεται και για διεκδίκηση ανώτερων θέσεων, (Οικονομίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410 και Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 44/2007, ημερ. 19.7.2011).
Επί μέρους αιτιάσεις ακύρωσης στην κάθε προσφυγή.
Α. Προσφυγή υπ΄ αρ. 737/2011: Λέγει ο αιτητής Παπαευσταθίου ότι υπήρξε πλάνη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την Ε.Δ.Υ., αναφορικά με την αρχαιότητα του. Η αρχαιότητα του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών υπολογίστηκε πράγματι από την Ε.Δ.Υ. να είναι με αναφορά στην ημερομηνία 15.2.2010, όταν κατέλαβε τη θέση του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού. Αυτό εξάγεται από τους πίνακες που είχε ενώπιον της η Ε.Δ.Υ., αναφορικά με τον κάθε υποψήφιο που ήταν δημόσιος υπάλληλος. Στον πίνακα του αιτητή Παπαευσταθίου, η 15.2.2010 λογιζόταν ως η ημερομηνία της προηγούμενης θέσης. Όμως ο αιτητής εισηγείται ότι η ίδια η Ε.Δ.Υ., μετά από ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1438/2010, επανεξέτασε τη θέση του αιτητή προάγοντας τον αναδρομικά από 15.5.2009, διαφοροποιώντας έτσι την αρχαιότητα του έναντι των υπολοίπων υποψηφίων. Συνεπώς η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε υπό πλάνη λαμβάνοντας υπόψη κατά τις επίδικες προαγωγές τη λανθασμένη ημερομηνία.
Η Δημοκρατία αποδέχεται τη διαφορά στην ημερομηνία προαγωγής με την οποία λειτούργησε τόσο η Συμβουλευτική, όσο και η ίδια η Ε.Δ.Υ. Εισηγείται, όμως, ότι η πλάνη δεν ήταν ουσιώδης υπό το φως της εν πάση περιπτώσει υπέρτερης αρχαιότητας των ενδιαφερομένων μερών. Ο Κυριακίδης κατείχε τη θέση του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού από 15.6.2007 και ο Χριστοφή από 15.5.2007. Έπεται, κατά την εισήγηση, ότι ουδόλως θα μπορούσε να επηρεαστεί η κρίση της Ε.Δ.Υ. εφόσον, ούτως ή άλλως, η αναδρομική προαγωγή του Παπαευσταθίου από 15.5.2009, δεν μετέβαλε την μεταξύ τους συγκριτική αρχαιότητα.
Κρίνεται ορθή αυτή η θέση. Στην Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, λέχθηκε, πέραν του γεγονότος ότι το θέμα της αναδρομικής προαγωγής είχε εγερθεί απαράδεκτα στην απαντητική αγόρευση του εφεσείοντος, ότι εν πάση περιπτώσει η πρωτόδική κρίση ότι δεν θα επηρεαζόταν υπέρ του εφεσείοντος η κρίση της Ε.Δ.Υ. με δεδομένη την υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών έναντι του, ήταν ορθή. Παρόμοια και στην υπό κρίση περίπτωση, η υπεροχή σε αρχαιότητα των δύο ενδιαφερομένων μερών είναι της τάξης των δύο ετών, αρκετή για να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε υπό πλάνη τόσο ουσιώδη που θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα. Αυτό υπό το φως και των άλλων συγκριτικών στοιχείων που θα μνημονευθούν κατωτέρω. Η απόφαση στην Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373, είχε διαφορετικά δεδομένα και έτσι η αναφορά της από τον αιτητή δεν βοηθά. Εκεί δεν είχε αποκλειστεί το ενδεχόμενο επηρεασμού από την πλάνη που αφορούσε αναδρομική προαγωγή που «ανέτρεψε άρδην τη σειρά αρχαιότητας», κάτι που δεν συμβαίνει εδώ.
Ο αιτητής παραπονείται επίσης για την απόφαση της Ε.Δ.Υ. ως ερχόμενης σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων, λήψης εξωγενών κριτηρίων και υπέρμετρης βαρύτητας στην οριακή διαφορά της προφορικής συνέντευξης. Όσα ο αιτητής αναφέρει στο κεφάλαιο αυτό σε σχέση με την κρίση της Γενικής Διευθύντριας έχουν ήδη απαντηθεί προηγουμένως. Περαιτέρω κρίνεται απαράδεκτη η θέση ότι η Ε.Δ.Υ. αποτελείται από άτομα μη ειδικούς στο αντικείμενο και ότι αναιτιολόγητα αξιολόγησε τον αιτητή ως πολύ καλό και τα ενδιαφερόμενα μέρη, εξαίρετα. Η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. είναι εκ του Συντάγματος και του Νόμου αρ. 1/90, δεδομένη και δεν είναι δυνατό να γίνεται τέτοιου είδους επίκριση χωρίς να τίθεται ταυτόχρονα ζήτημα για τυχόν ακυρότητα στο διορισμό των ιδίων των μελών της Ε.Δ.Υ.
Κατά τα λοιπά, η κρίση της Ε.Δ.Υ. με τον χαρακτηρισμό του αιτητή ως «πολύ καλού» δεν πάσχει εφόσον η διατύπωση της κρίσης αυτής δεν ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ανήκει στη νοητική διεργασία των μελών της Ε.Δ.Υ., όπως βέβαια και κάθε άλλου διοικητικού οργάνου που έχει την ευθύνη αξιολόγησης της απόδοσης υποψηφίων σε προφορικές συνεντεύξεις, (δέστε την πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 217/02 ημερ. 3.7.2014).
Ούτε και υπάρχει νομολογιακή αρχή ή κανόνας, (εξ ου και δεν αναφέρεται από κανένα από τους αιτητές), ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. πρέπει να είναι ταυτόσημη ή να συνάδει με αυτή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο ρόλος της οποίας είναι διαφορετικός και εξαντλείται στην εξέταση των διαφόρων υποψηφίων και την προς την Ε.Δ.Υ., ως το αρμόδιο όργανο διορισμού η προαγωγής, υποβολή του καταλόγου με τους καταλληλότερους υποψηφίους. Και η Συμβουλευτική Επιτροπή με τη σειρά της αξιολόγησε ορθά την ενώπιον της προφορική απόδοση των υποψηφίων. Και πάλι η νοητική αυτή διεργασία δεν ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Επαρκείς άλλωστε λόγοι καταγράφηκαν για την κατάταξη του κάθε υποψηφίου, (Κράσσεν Ντόνεβ ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 1820/2008, ημερ. 14.7.2010 και Ιωαννίδου ν. Ε.Δ.Υ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 377).
Η επιλογή της Ε.Δ.Υ. υπέρ των δύο ενδιαφερομένων μερών ήταν εύλογη στο σύνολο των νομίμων κριτηρίων και εντός της διακριτικής της ευχέρειας. Η αρχαιότητα ήταν υπέρ των ενδιαφερομένων μερών κατά δύο έτη, η αξία ήταν η ίδια, με εξαίρετη για όλους εικόνα στα τελευταία έτη που λήφθηκαν υπόψη, είχαν υπέρ τους τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, αξιολογήθηκαν υπέρτερα του αιτητή από την Ε.Δ.Υ. κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριακίδης υπερτερεί και σε προσόντα. Όσον αφορά τα προσόντα, ο αιτητής εισηγείται ότι έχει υπέρτερα προσόντα του Κυριακίδη. Δεν είναι όμως έτσι διότι και οι δύο κρίθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και κατ΄επέκταση από την Ε.Δ.Υ. ότι με τα προσόντα τα οποία έκαστος κατείχε ικανοποιούσαν τις παραγράφους 3(1) και 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Για τον αιτητή αυτό ήταν διά του πτυχίου Κτηνιατρικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Διδακτορικού τίτλου του Πανεπιστημίου Κρήτης, αντίστοιχα, και, για τον Κυριακίδη διά του Διπλώματος από την Κτηνιατρική Σχολή Βουκουρεστίου Ρουμανίας και του πτυχίου Υγιεινολόγου από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας Αθηνών, αντίστοιχα. Άρα είτε πρόκειται για διδακτορικό τίτλο, είτε για πτυχίο Υγιεινολογίας, η πίστωση τους είχε αναφορά στην ικανοποίηση των παραγράφων 3(1) και 3(2). Ουδέποτε δε έθεσε ο αιτητής ζήτημα προηγουμένως ότι το διδακτορικό του θα έπρεπε να λογισθεί ως πρόσθετο προσόν και όχι απλώς ως προσόν ικανοποιούν το σχέδιο υπηρεσίας. Άρα με ποιον τρόπο είναι που «υπερτερεί έκδηλα» ο αιτητής σε προσόντα όπως εισηγείται ο συνήγορος του στην αγόρευση του. Αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριακίδης είναι κάτοχος και πρόσθετου προσόντος με Διδακτορικό Δίπλωμα της Κτηνιατρικής Σχολής Βουκουρεστίου. Έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Χριστοφή είναι ισότιμος σε προσόντα.
Έπεται ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. προς όφελος των ενδιαφερομένων μερών δεν έγινε μόνο στη βάση διαφοράς στην προφορική εξέταση αλλά και στη βάση των υπολοίπων στοιχείων κρίσης υπέρ τους, αρχαιότητας, σύστασης και υπέρτερου προσόντος για τον Κυριακίδη (δέστε Μαρίνος Μάρκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).
Β. Προσφυγή υπ΄ αρ. 874/2011
Οι περισσότερες αιτίες ακύρωσης έχουν ήδη απαντηθεί πιο πάνω. Ιδιαίτερα όμως ο αιτητής Γρουτίδης εισηγείται επιπλέον ότι η Ε.Δ.Υ. χωρίς εξέταση υιοθέτησε απλώς την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αυτό όμως δεν ευσταθεί όπως πρόδηλα προκύπτει από το ίδιο το πρακτικό που τήρησε η Ε.Δ.Υ., η οποία αξιολόγησε και συζήτησε κάθε δυνατή πτυχή που τέθηκε ενώπιον της, προβαίνοντας σε επαρκή αιτιολογία. Μάλιστα ο αιτητής Παπαευσταθίου, όπως ήδη αναφέρθηκε, παραπονείται ότι η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ. στην προφορική εξέταση δεν ήταν η ίδια με αυτή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, γεγονός που δείχνει την αυτοτέλεια της εξέτασης από την ίδια την Ε.Δ.Υ.
Ως προς το λόγο ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στους υποψηφίους που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και παραγνωρίστηκε στην ουσία ο ίδιος που προερχόταν από τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος είχε και υπέρτερα προσόντα, αυτός δεν ευσταθεί. Η Ε.Δ.Υ., αλλά και η Συμβουλευτική Επιτροπή, σύγκριναν τον αιτητή κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και κατά τρόπο εντελώς ισότιμο με τους υποψηφίους του δημοσίου τομέα. Κατ΄ αρχάς ήταν φυσικό ενώπιον του διοικητικού οργάνου να τεθούν μόνο οι φάκελοι των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παραγνωρίστηκε το βιογραφικό του αιτητή, το οποίο τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, της Γενικής Διευθύντριας και βεβαίως της Ε.Δ.Υ. Αυτό άλλωστε καθίσταται φανερό από τα τηρηθέντα πρακτικά. Παρόμοιο ζήτημα αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στην απόφαση της Ολομέλειας Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 65/2009, ημερ. 13.2.2013. Εκεί απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα του αιτητή με την προσθήκη ότι επειδή καθηκόντως γίνεται αναφορά στους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν σημαίνει ότι αγνοούνται όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που ήσαν διαθέσιμα για τους υποψηφίους που δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.
Στο πιο πάνω πλαίσιο, η Ε.Δ.Υ., και, η προηγηθείσα Συμβουλευτική Επιτροπή, ρητά αναφέρθηκαν σε όλα τα προσόντα του αιτητή περιλαμβανομένου και αυτού της νομικής το οποίο αξιολόγησε ως πρόσθετο προσόν θεωρώντας το μάλιστα ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, χωρίς να αποτελεί πλεονέκτημα ή προβλεπόμενο πρόσθετο προσόν, του απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα και το αξιολόγησε αναλόγως. Ουδέν μεμπτόν επ΄ αυτού. Το σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ. είναι πολύ σαφές ότι πιστώθηκε στον αιτητή Γρουτίδη το πτυχίο νομικής στο οποίο έκαμε ρητή αναφορά και συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης. Η πίστωση αυτή και η ανάλογη βαρύτητα έγινε τόσο κατά σύγκριση με τον Κυριακίδη, όσο και με τον Χριστοφή. Μάλιστα, η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε την απόδοση του αιτητή Γρουτίδη σε υψηλότερο βαθμό («πάρα πολύ καλός»), από ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή («πολύ καλός») και επομένως ήταν προς όφελος του η τελική συγκριτική εικόνα,. Κατά τα υπόλοιπα, ισχύουν όσα και προηγουμένως αναφέρθηκαν σε σχέση με τη νοητική διεργασία των μελών της Ε.Δ.Υ. Επομένως δεν είναι ορθή η θέση του αιτητή ότι δεν λήφθηκε υπόψη το πτυχίο νομικής. Τα όσα περαιτέρω υποστηρίζει ότι έστω και τώρα που λήφθηκε υπόψη (σ΄ αντίθεση με προηγούμενη απόφαση της Ε.Δ.Υ. - υπ΄ αρ. 473/2004, ημερ. 21.11.2005 προαγωγή), αυτό έγινε όχι υπό πραγματική αξιολόγηση, αλλά κατά «παρελκυστική (και) αποσπασματική» λανθασμένη αξιολόγηση, ουδόλως είναι ορθά και τίθενται από τον αιτητή απλώς διότι δεν επιλεγηκε. Τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα προσόντα αξιολογούνται από το διοικητικό όργανο κατά πάγια νομολογία ανάμεσα σε δύο άκρα: της μη απόδοσης σ΄ αυτά εντελώς οριακής αξιολόγησης ως να μην ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά ούτε και από την άλλη της απόδοσης τέτοιας υπερβολικής βαρύτητας ώστε να κατατείνουν σε έκδηλη υπεροχή, (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Έλλη Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377). Είναι δε επίσης δεδομένο από τη νομολογία, (Κοκκινόφτα ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1950/2012, ημερ. 4.4.2014), ECLI:CY:AD:2014:D243, ότι η κατοχή πλεονεκτήματος που υπάρχει όταν το καθορίζει το οικείο σχέδιο υπηρεσίας δεν έχει το ίδιο «ειδικό βάρος», όπως ένα πρόσθετο προσόν. Είναι το πλεονέκτημα που δίδει προβάδισμα στον κάτοχο του και που χρειάζεται ειδική, πειστική αιτιολογία για παράκαμψη του.
Στο θέμα της κατοχής του πτυχίου νομικής του αιτητή, υπάρχει άλλωστε και δεδικασμένο ως προς τη βαρύτητα του. Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - ο αιτητής (εφεσείων εκεί), έθεσε το ίδιο ζήτημα και απερρίφθη. Η Ε.Δ.Υ. εξέτασε εκεί για τη θέση του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών το πτυχίο νομικής του αιτητή, το έλαβε υπόψη, αλλά δεν κρίθηκε ικανό (όπως και εδώ), να εξουδετερώσει την καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Το διδακτορικό του αιτητή προσμέτρησε βεβαίως προς ικανοποίηση του σχεδίου υπηρεσίας, παρ. 3(2).
Ο αιτητής εγείρει ζήτημα αναφορικά με την αναγνώριση των μεταπτυχιακών σπουδών του Κυριακίδη από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, ιδιαίτερα, κατά τον ισχυρισμό, επειδή το ενδιαφερόμενο αυτό μέρος ήταν μέλος του, επειδή το Κτηνιατρικό Συμβούλιο δεν τήρησε σχετικά ή λεπτομερή πρακτικά κατά τη συνεδρία της αναγνώρισης των προσόντων και διότι δεν θέσπισε τους απαραίτητους κανονισμούς για τα κριτήρια αναγνώρισης. Ορθά όμως η κα Εργατούδη εισηγείται στην αγόρευση της ότι αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να αποτελέσουν στην παρούσα προσφυγή αντικείμενο εξέτασης, ούτε μπορεί να γίνει παρεμπίπτων έλεγχος. Άλλη είναι η πράξη που εδώ ελέγχεται και η αξιολόγηση προσόντων από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο δεν είναι προαπαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Ο αιτητής όφειλε εντός της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών να ασκούσε προσφυγή εναντίον αυτής της αναγνώρισης όταν έλαβε για πρώτη φορά γνώση, (δέστε Γρουτίδης ν. Κτηνιατρικού Συμβουλίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 110/2012, ημερ. 26.2.2014).
Όλα τα υπόλοιπα θέματα που εγείρει εκ νέου ο αιτητής περί της υπέρτερης καταλληλότητας του, της σύγκρισης του με τους άλλους υποψηφίους, τη θέση του στον ιδιωτικό τομέα κλπ, έχουν ήδη απαντηθεί ανωτέρω, αλλά και στη Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 44/2007, ημερ. 19.7.2011, όπου το παρόν Δικαστήριο απέρριψε όλους τους σχετικούς ισχυρισμούς. Το σκεπτικό της απόφασης εκείνης υιοθετείται στο σύνολο της και εδώ.
Γ. Προσφυγή υπ΄ αρ. 952/2011
Δύο είναι εδώ τα πρόσθετα σημεία που αφορούν ιδιαιτέρως τον αιτητή Γεωργίου. Ότι παραγνωρίστηκε το πρόσθετο προσόν του, Διδακτορικό στην Κτηνιατρική Επιστήμη και η αρχαιότητα του έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Κυριακίδη κατά οκτώ μήνες. Όμως και τα δύο αυτά δεδομένα απασχόλησαν την Ε.Δ.Υ. κατά την επιλογή της. Ρητά κατέγραψε στο πρακτικό της ότι ο αιτητής κατείχε πρόσθετο προσόν που δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο απαιτούμενο προσόν, αλλά ένα πρόσθετο προσόν το οποίο η Ε.Δ.Υ. έκρινε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Η Ε.Δ.Υ. το συνεκτίμησε και του έδωσε την ανάλογη βαρύτητα μέσα στα πλαίσια της νομολογίας που ήδη αναφέρθηκε (δέστε Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 κ.ά.). Η φράση «ανάλογη βαρύτητα» ή «δέουσα βαρύτητα» έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ως δόκιμη φράση που χρησιμοποιείται στη συνεκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων, (Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639). Ήταν εύλογη η κρίση της ότι έναντι του Χριστοφή, ο οποίος διέθετε υπέρ του τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, είχε κριθεί εξαίρετος στην προφορική συνέντευξη και είχε αρχαιότητα, ο αιτητής υστερούσε και δεν μπορούσε να κριθεί καταλληλότερος για τη θέση.
Ως προς τον Κυριακίδη, ο οποίος είχε λιγότερη αρχαιότητα έναντι του αιτητή κατά οκτώ μήνες, και πάλι η κρίση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογη εντός των παραμέτρων της νομολογίας. Ο Κυριακίδης κατά τα λοιπά στοιχεία κρίσης είχε επίσης πρόσθετο προσόν στην Κτηνιατρική Επιστήμη με διδακτορικό δίπλωμα το οποίο επίσης λήφθηκε υπόψη και του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα, είχε υπέρτερη αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση και είχε υπέρ του τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας.
Γενικά για όλες τις προσφυγές αναφορικά με το πρόσθετο προσόν που κατέχεται από υποψήφιο, εφόσον είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αυτό συνεκτιμάται στο σύνολο των δεδομένων χωρίς ως θέμα γενικής αρχής να είναι δυνατόν εκ των προτέρων να προσδιοριστεί κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα του. Αυτή πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών και κρίσης στο σύνολο των στοιχείων, με την κρίση αυτή του διοικητικού οργάνου να ελέγχεται ως προς το εύλογο της, όχι όμως «με γνώμονα το κατά πόσο ορισμένη υπεροχή, σε ορισμένο τομέα, θεμελιώνει έκδηλη υπεροχή του επιλεγομένου»., (Δημοκρατία ν. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341).
Οι συμπληρωματικές αγορεύσεις: Δόθηκε άδεια κατόπιν σχετικού αιτήματος να κατατεθούν συμπληρωματικές αγορεύσεις σε σχέση με την αμφισβήτηση της κατοχής εκ μέρους του ενδιαφερομένου μέρους Κυριακίδη της «ακεραιότητας χαρακτήρα» ως μέρος των απαιτουμένων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας. Η εισήγηση εδώ είναι ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας ή επαρκούς έρευνας διότι στο διοικητικό φάκελο υπήρχαν από το 2009-2010 στοιχεία για ποινική δίωξη αναφορικά με ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις του σε διορισμούς στο Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Έπεται ότι αδικήματα της φύσης που ενέχουν έλλειψη τιμιότητας και ηθικής αισχρότητας έπρεπε να τύχουν διερεύνησης από όλους τους εμπλεκόμενους. Η επιχειρηματολογία των αιτητών ενισχύεται από την εκδοθείσα απόφαση στις Γρουτίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1393/2011 και 1422/2011, ημερ. 19.7.2013, όπου το Δικαστήριο, (Ερωτοκρίτου, Δ.), αποδέχθηκε σχετικό λόγο ακύρωσης κρίνοντας ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, η Γενική Διευθύντρια και εν τέλει η Ε.Δ.Υ., υπό το φως της αρχόμενης τότε ποινικής δίωξης, όφειλαν να διερευνήσουν τουλάχιστον την κατοχή αυτού του προαπαιτούμενου από τον Κυριακίδη.
Το παρόν Δικαστήριο διατηρεί αντίθετη άποψη. Σε συμφωνία με τις εισηγήσεις της Δημοκρατίας, παρατηρείται ότι δεν μπορεί με μόνη την ποινική δίωξη να αναιρούνται ρητές νομοθετικές πρόνοιες στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο αρ. 1/90. Πρόκειται για τα άρθρα 31(δ) και 35(2)(γ) που αφορούν, αντίστοιχα, μη διορισμό στη δημόσια υπηρεσία εάν υπήρξε προηγουμένως καταδίκη για αδίκημα σοβαρής μορφής που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, ή, προαγωγή σε άλλη θέση εάν κατά την προηγούμενη διετία υπήρξε τιμωρία για πειθαρχικό παράπτωμα σοβαρής μορφής. Οι πιο πάνω πρόνοιες συνάδουν με το κατοχυρωμένο και θεμελιώδες τεκμήριο της αθωότητας το οποίο είναι επικίνδυνο να διαβρώνεται για οποιοδήποτε λόγο. Κατά τον επίδικο χρόνο ο Κυριακίδης δεν είχε καταδικαστεί για οποιοδήποτε αδίκημα και ούτε αντιμετώπιζε οποιαδήποτε πειθαρχική δίωξη, ούτε και τιμωρήθηκε πειθαρχικώς από τη Δημόσια Υπηρεσία για αδίκημα, πειθαρχική καταδίκη που συνήθως έπεται της ποινικής καταδίκης. Η αρμοδία αρχή, το Υπουργείο Γεωργίας ουδέποτε ζήτησε τη διαθεσιμότητα του Κυριακίδη, όπως θα μπορούσε να έπραττε, και επομένως με μόνη την ποινική δίωξη, οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση από την Ε.Δ.Υ., ως προς το προσόν της ακεραιότητας χαρακτήρα θα παραβίαζε κατάφωρα το υψίστης σημασίας τεκμήριο της αθωότητας.
Εύστοχα η κα Εργατούδη παραπέμπει στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1997) 3 Α.Α.Δ. 485, όπου έγινε ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας με αναφορά και στην Krause v. Switzerland No. 7986/77, 13 DR 73 (1978), ότι αποτελεί παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας να θεωρείται άτομο από δημόσιους λειτουργούς ως ένοχος πριν την καταδίκη του από αρμόδιο Δικαστήριο. Εδώ, όταν η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε την προαγωγή του Κυριακίδη στις 29.3.2011, δεν υπήρχε καταδίκη του, παρά μόνο δίωξη. Ο Κυριακίδης σε όλο τον ουσιώδη χρόνο παραγωγής της επίδικης πράξης τεκμαίρετο και ήταν αθώος.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, οι προσφυγές αποσυνενώνονται. Έκαστη απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον εκάστου αιτητή.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ