ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D851
Υπόθεση Αρ. 453/11
6 Νοεμβρίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΜΕΤΑΞΥ:
ΗΡΟΥΛΛΑΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,
Αιτήτριας,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Μ. Καλλιγέρου (κα), για την αιτήτρια
κα Ελ. Παπαγεωργίου (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση
M. Kοτσώνη (κα), για τα ενδ. μέρη 1-4
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερομηνίας 31.1.11 να διορίσει στη μόνιμη θέση - θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής - Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας, στην ειδικότητα της Kαρδιολογίας (στο εξής «οι Θέσεις»), τους Δήμητρα Δημητρίου (ΕΜ1), Δημήτρη Κυπριανού (ΕΜ2), Γεώργιο Λελέκη (ΕΜ3) και Ουρανία Χατζησάββα (ΕΜ4), αντί της ιδίας.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση έχουν σε συντομία ως ακολούθως:
Η γνωστοποίηση πλήρωσης των Θέσεων δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 2.7.2010 και αυτές διεκδικήθηκαν από οκτώ υποψήφιους, οι οποίοι κλήθηκαν από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) σε προφορική εξέταση στις 8.9.2010.
Στην προφορική εξέταση προσήλθαν και οι οκτώ υποψήφιοι, μετά το πέρας της οποίας η ΣΕ συνέταξε έκθεση την οποία υπέβαλε στην ΕΔΥ. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι ότι η ΣΕ αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση και αφού έλαβε υπόψη τα προσόντα τους σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το πλεονέκτημα της πείρας, καθώς επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των υποψηφίων, σύστησε για προαγωγή και τους οκτώ υποψηφίους. Προς τούτο αξιολόγησε την αιτήτρια ως «Πάρα Πολύ Καλή», το ΕΜ1 επίσης ως «Πάρα Πολύ Καλή», το ΕΜ2 ως «Σχεδόν Εξαίρετο», το ΕΜ3 ως «Εξαίρετο» και το ΕΜ4 επίσης ως «Εξαίρετη».
Η ΕΔΥ, αφού μελέτησε την έκθεση της ΣΕ υιοθέτησε τα πορίσματά της σ΄ ότι αφορά την κατοχή από τους υποψηφίους των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων καθώς και του προβλεπόμενου πλεονεκτήματος. Στη συνέχεια κάλεσε και η ίδια σε προφορική εξέταση τους συστηθέντες και κατ΄ αυτή παρέστη και ο Αναπληρωτής Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών ο οποίος συνοδευόταν από το Διευθυντή της Καρδιολογικής Κλινικής.
Με το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Αναπληρωτής Διευθυντής των Ιατρικών Υπηρεσιών, κατόπιν διαβούλευσης με το Διευθυντή Καρδιολογίας, σύστησε για διορισμό τα ΕΜ τα οποία αξιολόγησε αντιστοίχως ως «Σχεδόν Εξαίρετη», «Εξαίρετο», «Εξαίρετο» και «Σχεδόν Εξαίρετη», ενώ την αιτήτρια ως «Πάρα Πολύ Καλή». Η ίδια ακριβώς αξιολόγηση έγινε και από την ΕΔΥ, με γνώμονα την προφορική εξέταση στην οποία υποβλήθηκαν οι υποψήφιοι ενώπιον της. Κατ΄ ακολουθία δε τούτων επέλεξε για διορισμό τα ΕΜ και συναφώς παρατίθεται αυτούσια η αξιολόγηση της αιτήτριας, καθώς επίσης και η αιτιολογία της ΕΔΥ για την επιλογή στις Θέσεις των ΕΜ.
ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ Ηρούλλα: Παρά πολύ καλή. Διαθέτει αρκετές εμπειρίες και γνώσεις για τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης που διεκδικεί. Οι περισσότερες απαντήσεις που έδωσε ήταν ορθές και, τεκμηριωμένες. Υπήρξαν, όμως, μερικές ερωτήσεις στις οποίες οι απαντήσεις της ήταν πολύ γενικές και αόριστες. Έχει ευχέρεια λόγου, προβάλλει τις απόψεις της με πειστικότητα. Ως προσωπικότητα κρίνεται ευχάριστη.
.....................
Επιλέγοντας τον Λελέκη Γεώργιο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την τελική της αξιολόγηση, όσο και από την ίδια την Επιτροπή, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και των δύο Επιτροπών και σε υψηλότερο από τους μη επιλεγέντες επίπεδο κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση ή/και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Επιπλέον, διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας καθώς και την υπέρ του σύσταση του Αν. Διευθυντή.
Επιλέγοντας την Χατζησάββα Ουρανία, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την τελική της αξιολόγηση, και ως Σχεδόν εξαίρετη από την ίδια την Επιτροπή, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, σε υψηλότερο ή και στο ίδιο με τους μη επιλεγέντες επίπεδο. Επιπλέον, διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας καθώς και την υπέρ της σύσταση του Αν. Διευθυντή.
Επιλέγοντας τον Κυπριανού Δημήτρη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Σχεδόν εξαίρετος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την τελική της αξιολόγηση, και ως Εξαίρετος από την ίδια την Επιτροπή, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης της και σε υψηλότερο από τους με τους μη επιλεγέντες επίπεδο. Επιπλέον, διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας καθώς και την υπέρ του σύσταση του Αν. Διευθυντή.
Επιλέγοντας την Δημητρίου Δήμητρα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά τη τελική της αξιολόγηση, και ως Σχεδόν εξαίρετη από την ίδια την Επιτροπή, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, σε υψηλότερο ή και στο ίδιο με τους μη επιλεγέντες επίπεδο. Επιπλέον, διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας καθώς και την υπέρ της σύσταση του Αν. Διευθυντή».
Η αιτήτρια θεωρεί τρωτή τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης για οκτώ λόγους, ενώ οι καθ΄ ων η αίτηση και τα ΕΜ υποστηρίζουν την ορθότητα και νομιμότητα της απόφασης, προβάλλοντας ότι η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των ΕΜ και ότι απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της. Συγκεκριμένα:
Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η ΣΕ δεν αιτιολόγησε επαρκώς την κρίση της κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, με αποτέλεσμα ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται ανέφικτος. Απλώς, υπέβαλε, κατέφυγε σε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς με επακόλουθο η διαφορετική βαθμολογία των ΕΜ να μη δικαιολογείται.
Διεξήλθα το σχετικό πρακτικό της ΣΕ, το περιεχόμενο του οποίου εκθεμελιώνει τον υπό συζήτηση λόγο ακύρωσης. Σε συμφωνία με τους συνηγόρους των καθ΄ ων η αίτηση και των ΕΜ διαμόρφωσα την άποψη ότι η αιτιολογία που δόθηκε από τη ΣΕ επί του θέματος είναι καθόλα επαρκής. Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με τη νομολογία δεν απαιτείται η καταγραφή λεπτομερειών της συνέντευξης για να καταλήξει μια Επιτροπή την απόφασή της. Η προφορική συνέντευξη στόχευε στην εξαγωγή και καταγραφή της γενικής εντύπωσης που θα αποκόμιζε η ΣΕ για κάθε υποψήφιο, την οποία και αποτύπωσε στο σχετικό πρακτικό που θεωρώ ότι ικανοποιεί τα στοιχεία επάρκειας σ΄ ότι αφορά την αιτιολογία (βλ. Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, και Κράσσεν Ντόνεβ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1820/08, ημερ. 14.7.2010, απόφαση που εκδόθηκε από τον αδελφό Δικαστή Ερωτοκρίτου).
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η ΣΕ πλανήθηκε ως προς τις σχετικές με τα προσόντα πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας. Υπέβαλε σχετικά ότι, η ΣΕ, ενεργώντας κατά παράβαση των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας καθόρισε ως «Επιπρόσθετο Προσόν» μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master και/ή Διδακτορικό Δίπλωμα νοουμένου ότι ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της Θέσης. Πρόσθεσε, δηλαδή, νέες απαιτήσεις στο Σχέδιο Υπηρεσίας και ακολούθως προσέδωσε στο εν λόγω προσόν τη βαρύτητα του πλεονεκτήματος, ενώ όφειλε να περιοριστεί στα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων.
Εξέτασα με την επιβαλλόμενη προσοχή και αυτό το λόγο ακύρωσης. Κατέληξα, συμμεριζόμενος τις θέσεις των καθ΄ ων η αίτηση και των ΕΜ, ότι η ΣΕ ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και εύλογα και ενιαία καθόρισε - για σκοπούς αξιολόγησης - τι αποτελεί πρόσθετο προσόν για όλους τους υποψήφιους, τα στοιχεία των οποίων είχε ενώπιον της. Συγκεκριμένα, στον κατάλογο υποψηφίων που επεσύναψε στην έκθεσή της και κάτω από τον τίτλο «Επιπρόσθετη Εκπαίδευση και Προσόντα», στη στήλη «Πείρα και Παρατηρήσεις», κατέγραψε τη συμμετοχή της αιτήτριας σε επιστημονικές μελέτες και απαρίθμησε αναλυτικά τόσο την ειδίκευσή της όσο και την επαγγελματική της πείρα. Τα ίδια ισχύουν και για τα ΕΜ. Περαιτέρω, πουθενά στην έκθεσή της δεν αναφέρεται ότι η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου αποτελεί πλεονέκτημα, αποδίδοντας μάλιστα προβάδισμα σ΄ αυτόν που το κατέχει. ΄Αλλωστε η αιτήτρια αναβαθμίστηκε από τη ΣΕ κατά την τελική της αξιολόγηση από το «Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλή» σε «Πάρα Πολύ Καλή» ενόψει του ότι κατείχε το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Η αιτήτρια προώθησε ως τρίτο λόγο ακύρωσης τη θέση ότι η υιοθέτηση από μέρους της ΕΔΥ της έκθεσης της ΣΕ, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη έρευνα, καθιστά την απόφασή της τρωτή. Πρόκειται για λόγο που δεν ευσταθεί, και αυτό ως αποτέλεσμα των όσων ανωτέρω έχουν εκτεθεί προς απόρριψη του δεύτερου λόγου ακύρωσης.
Με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι το άρθρο 34 του Ν.1/90 - στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως είναι η παρούσα - προβλέπει την παρουσία μόνο του Προϊσταμένου του Τμήματος. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, υπέβαλε, η σύνθεση της ΕΔΥ έπασχε καθότι στις συνεντεύξεις, εκτός από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών, παρίστατο και ο Διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής. Παραβιάστηκε επομένως το άρθρο 21(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/1999). Και αυτό καθότι ο Διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής δεν παρουσιάστηκε για να «παράσχει κάποιες πληροφορίες ή έγγραφα» αλλά «συνέπραττε μαζί με το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και την ΕΔΥ στις συνεντεύξεις». Επιπρόσθετα παραπονείται πως, εσφαλμένα η προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ επεκτάθηκε και σε έλεγχο των γνώσεων των υποψηφίων στην καρδιολογία καθότι ούτε τα Μέλη της ΕΔΥ ούτε ο Αναπληρωτής Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών κατέχουν ειδικότητα ή πείρα στο σχετικό τομέα. Οι γνώσεις των υποψηφίων, υπέβαλε, επί της υπό αναφορά ειδικότητας δεν ήταν επιδεκτικές αξιολόγησης εφόσον αυτές ήταν αυταπόδεικτες από την κατοχή των απαραιτήτων στο Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων. Το αρμόδιο για το σκοπό αυτό όργανο, επεσήμανε, είναι το Ιατρικό Συμβούλιο που απένειμε στους υποψηφίους την ειδικότητα και κατά συνέπεια δεν χρειάζονταν αναζήτηση πληροφοριών στη συνέντευξη για τις γνώσεις των υποψηφίων στην ειδικότητα της καρδιολογίας.
Η παρουσία του Διευθυντή της Καρδιολογικής Κλινικής, αντέτειναν οι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση και των ΕΜ, ήταν αποτέλεσμα απόφασης της ίδιας της ΕΔΥ και σχετικά παρέπεμψαν στα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 5.1.11 όπου καταγράφεται πως ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας «. να συνοδεύεται από Ανώτερο Λειτουργό με ειδικότητα στην καρδιολογία για να βοηθήσει την Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση». Εφαρμόστηκε δηλαδή επί του προκειμένου το άρθρο 17[1] του Ν.1/90 σύμφωνα με το οποίο η ΕΔΥ μπορεί να καλεί οποιοδήποτε λειτουργό να τη βοηθήσει στο έργο της. Σε σχέση δε με το επιπρόσθετο παράπονο της αιτήτριας, υπογράμμισαν πως η ΕΔΥ ποτέ δεν αμφισβήτησε την ειδικότητα των υποψηφίων και η υποβολή των εξειδικευμένων ερωτήσεων κατά την προφορική εξέταση ήταν απαραίτητη προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για τη θέση.
Ο υπό συζήτηση λόγος ακύρωσης έχω την άποψη ότι δεν ευσταθεί. Η αιτήτρια συμμετείχε ανεπιφύλακτα στην όλη διαδικασία μέχρι τη μη επιλογή της, στοιχείο που την εμποδίζει από του να εγείρει το συγκεκριμένο ισχυρισμό καθότι προσκρούει στο δόγμα απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, όπως αυτό έχει επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Βλ. μεταξύ άλλων Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406 και Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1115/11, απόφαση που δόθηκε αμέσως προηγουμένως από το παρόν Δικαστήριο).
Ως πέμπτος λόγος ακύρωσης, προωθήθηκε από την αιτήτρια το παράπονο ότι παράνομα λήφθηκε υπόψη η εκφεύγουσα των στοιχείων των φακέλων σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή. Η ίδια, υπέβαλε, υπερείχε σε πραγματική πείρα στις θέσεις Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξεως και Ιατρικού Λειτουργού 2ης Τάξεως έναντι όλων των ΕΜ - εκτός του ΕΜ3 - κατά επτά σχεδόν έτη από την ημερομηνία διορισμού τους ως εκτάκτων στο δημόσιο. Όπως υπερείχε και σε αρχαιότητα κατά ένα χρόνο στην προηγούμενη θέση (έκτακτη υπηρεσία) αφού διορίστηκε ως Έκτακτη Ιατρική Λειτουργός 2ης Τάξεως στις 29.10.99 και ως Έκτακτη Ιατρική Λειτουργός 1ης Τάξεως στις 29.6.05, ενώ τα ΕΜ1, 2 και 4 διορίστηκαν στις εν λόγω θέσεις στις 17.7.06, 3.7.06 και 3.4.06 αντίστοιχα. Τα στοιχεία αυτά, υπέβαλε, παραγνωρίστηκαν από τον Αναπληρωτή Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών, ο οποίος βάσισε τη σύστασή του μόνο στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη. Ενόψει δε της ισοβαθμίας της με τα ΕΜ στις ετήσιες εκθέσεις και της υπεροχής της σε αρχαιότητα και πείρα που προσθέτουν στην αξία, το κύρος της σύστασης του Αναπληρωτή Διευθυντή πλήττεται και ανατρέπεται.
Εξέτασα και αυτό το παράπονο και κατ΄ αρχάς επισημαίνεται πως επειδή πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, δεν επιβάλλεται η σύσταση να είναι αιτιολογημένη. Δεν παύει όμως να είναι απαραίτητο να συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου. Έπεται ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή θα έπρεπε να είχε διαμορφωθεί στη βάση των υπό αναφορά στοιχείων και η τύχη της εισήγησης της αιτήτριας συναρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημα κατά πόσο όντως η σύσταση διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα των στοιχείων του φακέλου. Παρατηρείται κατ΄ αρχάς ότι στο φάκελο της αιτήτριας, ο οποίος έχει κατατεθεί ως τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν υπάρχουν καταχωρημένες εκθέσεις σε σχέση με το στοιχείο της αξίας. Τέτοιες εκθέσεις, εξαμηνιαίες μάλιστα, υπάρχουν στους φακέλους των ΕΜ οι οποίες και τους παρουσιάζουν ισοδύναμους μεταξύ τους. Επομένως δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία που να επιτρέπουν σύγκριση της αιτήτριας με τα ΕΜ σ΄ ότι αφορά το εν λόγω κριτήριο. Όμως, σε σχέση με τα προσόντα, η αιτήτρια και τα ΕΜ παρουσιάζονται ισοδύναμοι καθώς όλοι κρίθηκε πως κατείχαν τα απαιτούμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, όπως κατείχαν και το προβλεπόμενο πλεονέκτημα της «διετούς πείρας σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης», όχι όμως το επιπρόσθετο προσόν που καθόρισε η ΣΕ. Σ΄ ότι δε αφορά το κριτήριο της αρχαιότητας, αποτελεί κοινό έδαφος - που προκύπτει ξεκάθαρα και από τους φακέλους των μερών - ότι όντως η αιτήτρια υπερέχει ένα χρόνο περίπου σε πείρα ως έκτακτη στην αμέσως προηγούμενη θέση έναντι όλων των ΕΜ, εκτός του ΕΜ3. Όπως υπερέχει έναντι των ιδίων ΕΜ σε πείρα κατά επτά σχεδόν έτη, αλλά από το διορισμό τους ως εκτάκτων στο Δημόσιο. Το γεγονός όμως αυτό δεν της προσδίδει αρχαιότητα, αφού είναι νομολογημένο ότι η υπηρεσία ενός υπαλλήλου ως εκτάκτου δεν λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς καθορισμού της αρχαιότητας (βλ. μεταξύ άλλων Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317 και Πάρη ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2941). Τέλος, σε σχέση με τις συνεντεύξεις ενώπιον της ΣΕ, αιτήτρια και ΕΜ1 έλαβαν την ίδια ακριβώς βαθμολογία αφού και οι δύο κρίθηκαν ως «Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλές» και κατά την τελική τους αξιολόγηση χαρακτηρίστηκαν ως «Πάρα Πολύ Καλές».
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα διαμόρφωσα την άποψη ότι το μοναδικό στοιχείο στο οποίο η αιτήτρια υπερέχει του ΕΜ1 είναι η πείρα, στοιχείο που σύμφωνα με το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα φαίνεται να είναι σημαντικό για την πλήρωση της επίδικης θέσης. Συνεπώς θεωρώ πως η παραγνώριση της πείρας από τον Αναπληρωτή Διευθυντή καθιστά τη σύσταση του πάσχουσα ως μη συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων. Παραπέμπω σχετικά στις Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 215, Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112 και Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639 όπου επισημάνθηκε πως η κατά ένα έτος υπέρτερη πείρα στην προηγούμενη θέση, έστω και σε έκτακτη υπηρεσία, προσθέτει στην αξία. Όμως, σ΄ ότι αφορά τα υπόλοιπα ΕΜ, θεωρώ ότι ήταν καθόλα επιτρεπτό η υπέρτερη τελική αξιολόγησή τους από την ΣΕ, αλλά και η υψηλότερη βαθμολογία τους κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση να εξουδετερώσουν το στοιχείο της υπέρτερης πείρας της αιτήτριας. Κι αυτό καθότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις έχει αυξημένη βαρύτητα όταν πρόκειται για πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Ενόψει των πιο πάνω είναι έκδηλο πως σε σχέση με τον πέμπτο λόγο ακύρωσης, αυτός επιτυγχάνει μόνο έναντι του ΕΜ1.
Με τους επόμενους δύο λόγους ακύρωσης, τους έκτο και έβδομο, παραπονείται η αιτήτρια ότι τόσο η ΣΕ όσο και η ΕΔΥ παραγνώρισαν την υπέρτερη πείρα της, αφενός, σε διάρκεια και εύρος εμπειριών κατά την ημερομηνία διορισμού της και, αφετέρου, την υπεροχή της σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση αλλά και τα πολλά πολύ σημαντικά προσόντα της που της προσέδιδαν έκδηλη υπεροχή σε επαγγελματικά προσόντα έναντι των ΕΜ.
Εξέτασα και αυτά τα παράπονα, τα οποία κρίνω πως δεν ευσταθούν. Τόσο από το πρακτικό λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, όσο και από την έκθεση της ΣΕ, καταδεικνύεται πως η υπέρτερη πείρα της και τα πρόσθετα προσόντα της καταγράφηκαν και λήφθηκαν δεόντως υπόψη. Κατά τα άλλα, σ΄ ότι αφορά τον ισχυρισμό της ότι υπερέχει σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση, σχετικά είναι όσα επισημάνθηκαν κατά την εξέταση του πέμπτου λόγου ακύρωσης τα οποία επαναλαμβάνονται και επί του προκειμένου.
Το τελευταίο παράπονο της αιτήτριας αφορά την υπέρμετρη βαρύτητα που έδωσε η ΕΔΥ, όπως υπέβαλε, στην υπεροχή των ΕΜ 2, 3 και 4 κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, με αποτέλεσμα αυτή να καταστεί αποφασιστικής σημασίας για την επιλογή τους. Το στοιχείο αυτό, υπέβαλε, προσέδιδε στα υπό αναφορά ΕΜ ελάχιστη υπεροχή και δεν θα έπρεπε να λειτουργήσει ως υπερκριτήριο για επιλογή τους. Δεν συμφωνώ. Η διαφορά της αξιολόγησης στην προφορική εξέταση μεταξύ του «Εξαίρετος» (των ΕΜ 2 και 3) και του «Σχεδόν Εξαίρετη» (του ΕΜ4) σε σύγκριση με το «Πάρα Πολύ Καλή» της αιτήτριας είναι ασφαλώς οριακή (βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 217/2012, ημερ. 3.7.14, ECLI:CY:AD:2014:C452 που δόθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου). Δεν παύει όμως να αποτελεί διαφορά η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου.
Στην προκείμενη περίπτωση η προαναφερθείσα διαφορά, όχι από μόνη της αλλά σε συνάρτηση με τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή υπέρ των ΕΜ - κατοχή πλεονεκτήματος, καλύτερη τελική αξιολόγηση από τη ΣΕ, καλύτερη απόδοση κατά την ενώπιον της ΣΕ προφορική εξέταση και ισοδυναμία σε προσόντα - έκλινε προφανώς την πλάστιγγα της ΕΔΥ υπέρ των ΕΜ παρά την υπέρμετρη πείρα της αιτήτριας και αυτό ήταν εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω είναι προφανές ότι η προσφυγή εναντίον των ΕΜ 2, 3 και 4 είναι καταδικασμένη σε απόρριψη, ενώ η προσφυγή εναντίον του ΕΜ1 επιτυγχάνει.
Η προσφυγή εναντίον του ΕΜ1 επιτυγχάνει με €1.300 έξοδα πλέον ΦΠΑ προς όφελος της αιτήτριας και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάση του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, ενώ η προσφυγή εναντίον των ΕΜ 2, 3 και 4 αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση σ΄ ότι τους αφορά επικυρώνεται.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] «Η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει μέσω της αρμόδιας αρχής από οποιοδήποτε δημόσιο υπάλληλο να προσέλθει και να δώσει μαρτυρία ενώπιον της ή να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή να βοηθήσει την Επιτροπή πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο η Επιτροπή έχει να εξετάσει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και μπορεί να απαιτήσει την προσαγωγή οποιωνδήποτε επίσημων εγγράφων που αφορούν κάθε τέτοιο ζήτημα.»