ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
TSOULOFTAS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 426
Eddine Mahmood Hussein Alaa ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 95
Mεταξάς Kωστάκης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 612
Εμμανουήλ Βάσος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 29
Αδελφοί Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1994) 4 ΑΑΔ 817
Ubdolh Ureef Mohd Murof Jumil ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 215
KATERYNA TELSENKO κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1902/2008, 14 Μαΐου 2010
FLORIN PUSCASU ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 771/2012, 12/9/2014, ECLI:CY:AD:2014:D674
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:D909
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 197/2012)
28 Νοεμβρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. YAVOROV SOLACHKI,
2. HANNA LUCHKA,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------------------
Βρ. Χατζηχάννας, για τους Αιτητές.
Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι καθ΄ ων απέρριψαν με σχετική απόφαση τους ημερ. 4.1.2012 την ιεραρχική προσφυγή των αιτητών εναντίον της απόφασης της διοίκησης να κηρύξει εικονικό το γάμο τους. Επιδιώκεται επομένως η ακύρωση της απόφασης ως προϊόν κατάχρησης εξουσίας, πλάνης περί το Νόμο και τα πράγματα, ως αντίθετη με το Σύνταγμα και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και ως προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας.
Ο αιτητής είναι Βούλγαρος υπήκοος μεταναστεύσας στη Δημοκρατία όπου συνήψε πολιτικό γάμο με την αιτήτρια, Ουκρανή υπήκοο, η οποία επίσης μετοίκησε εδώ. Η αιτήτρια εισήλθε στη Δημοκρατία στις 21.7.2004 με δικαίωμα παραμονής ως τουρίστρια και μετά τη λήξη της άδειας αυτής στις 30.7.2004, υπέβαλε, αφού παρέμεινε παράνομα στο μεταξύ στη Δημοκρατία, στις 17.9.2004, αίτηση ασύλου και αργότερα στις 8.3.2005, αίτηση για ανανέωση της άδειας της προσωρινής παραμονής της ως αιτήτριας πολιτικού ασύλου. Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ζήτησε επιπρόσθετα στοιχεία από την αιτήτρια στις 13.3.2006, η οποία δεν ανταποκρίθηκε με αποτέλεσμα να κλείσει ο φάκελος της και να τερματιστεί η διαδικασία εξέτασης της αίτησης.
Με αφορμή το γάμο που τέλεσε με τον αιτητή στις 22.10.2009 στο Δημαρχείο Λύσης, η αιτήτρια αιτήθηκε την έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη. Διαπιστώθηκε όμως από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης σε επίσκεψη τους στο διαμέρισμα του ζεύγους στις 10.6.2010, ότι το ζεύγος δεν διέμενε εκεί, αλλά διέμεναν άλλα άτομα. Σε χωριστές συνεντεύξεις στο κλιμάκιο Λευκωσίας, διαπιστώθηκε από τους καθ΄ ων ότι οι αιτητές δεν συζούν, ενώ υπέπεσαν και σε αντιφάσεις σε σχέση με τη γνωριμία τους και τους μάρτυρες που ήσαν παρόντες κατά την τέλεση του γάμου τους. Την ίδια ημέρα των συνεντεύξεων στις 3.7.2011, Ελληνοκύπριος ονόματι Ανδρέας Γεωργίου έδωσε κατάθεση ότι ο ίδιος είχε βοηθήσει την αιτήτρια να βρει τον αιτητή και να τελέσουν γάμο ώστε να εξασφαλιστεί η παραμονή της στην Κύπρο εφόσον διατηρούσε μαζί της ερωτικό δεσμό.
Στη βάση των πιο πάνω, η Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους, έκρινε ότι ο γάμος ήταν εικονικός εφόσον δεν υπήρχε συμβίωση του ζεύγους, και οι αιτητές κλήθηκαν να αναχωρήσουν από τη Δημοκρατία στη βάση απόφασης της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Ιεραρχική προσφυγή που υπεβλήθη στον Υπουργό απερρίφθη και στη συνέχεια εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης και απέλασης της αιτήτριας, ενώ ζητήθηκε από τον αιτητή όπως αναχωρήσει εντός ενός μηνός από τη Δημοκρατία.
Αρχίζοντας από το λόγο ακύρωσης, που κατηγοριοποιείται τελευταίος, ενώ θα έπρεπε να ταξινομηθεί πρώτος, αυτός της λήψης της απόφασης από αναρμόδιο όργανο, κρίνεται ότι αυτός δεν έχει έρεισμα. Η προσβαλλόμενη πράξη που είναι αυτή υπό ημερομηνία 4.1.2012 (Παράρτημα 18 στην ένσταση), υπογράφεται από τον Κωνσταντίνο Καρμέλλο «για Αναπλ. Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών». Είναι σαφές από το περιεχόμενο της επιστολής ότι η απόφαση ανήκει στον ίδιο τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος «αφού διερεύνησε επιμελώς την όλη υπόθεση ... έχει απορρίψει την πιο πάνω προσφυγή ..». Στον Υπουργό Εσωτερικών ήταν που απευθύνθηκε η ιεραρχική προσφυγή (Παράρτημα 17) και απαντήθηκε δεόντως, έκδηλα κατά εξουσιοδότηση του Υπουργού, ο οποίος έλαβε την απορριπτική απόφαση. Σ΄ αυτήν την επιστολή της ιεραρχικής προσφυγής είναι που απαντά το Παράρτημα 18, όπως ρητά εκεί αναφέρεται.
Οι αιτητές δεν μπορούν να παραπονούνται προτάσσοντας τυπικούς λόγους επειδή επί της ουσίας απερρίφθη το αίτημα. Άλλωστε, η φρασεολογία «για αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή», σημαίνει ότι η επιστολή και η απόφαση που περιέχει εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση διότι δεν αναμένεται κάθε απάντηση να υπογράφεται από τον ίδιο τον Υπουργό, αλλά ως φορέας εξουσίας ενεργεί διά μέσω των αρμοδίων δημοσίων υπαλλήλων (Χρυστάλλα Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/2007, ημερ. 5.5.2009, και Carlors Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/2007, ημερ. 21.5.2009). Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 69/2009, ημερ. 11.2.2013, όπου θεωρήθηκε νόμιμη η υπογραφή επιστολής «για Γενικό Εισαγγελέα», ως ευλόγως απορρέουσα από την εκτέλεση καθηκόντων του φορέα εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία εκτέλεση μπορεί να γίνει από οποιοδήποτε μέλος της νομικής υπηρεσίας.
Επί της ουσίας δεν διαπιστώνεται λόγος ακυρότητας. Η προσβαλλόμενη πράξη αφορά τη θεώρηση από τη διοίκηση του γάμου των αιτητών ως εικονικού. Όλα τα δεδομένα και στοιχεία που ήταν ενώπιον της διοίκησης, σε πρώτο στάδιο ενώπιον της Διευθύντριας και σε δεύτερο στάδιο ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, κατατείνουν στο εύλογο της απόφασης των καθ΄ ων. Διαπιστώθηκε, και αυτή ήταν η αιτιολογία της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής, ότι το ζεύγος δεν συζούσε κάτω από την ίδια στέγη με αναφορά στο άρθρο 7Α(3)(α) του Κεφ. 105 και ότι η αιτήτρια είχε και προηγουμένως αντιμετωπίσει προβλήματα σχετικά με την άδεια διαμονής της στη Δημοκρατία, με επίκληση του άρθρου 7Α(3)(ζ). Η δε εξέταση και η εν τέλει απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής έγινε βεβαίως στη βάση των όσων ο δικηγόρος των αιτητών εξειδίκευσε στην ιεραρχική προσφυγή του. Η ουσία της επιστολής αυτής είναι ότι το ζεύγος συζεί αρμονικά και διαμένει μαζί από την τέλεση του γάμου του, ότι η διοίκηση ουδέποτε τους επισκέφθηκε στο σπίτι τους και ουδέποτε τους κάλεσε σε συνέντευξη σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης τους.
Και οι δύο πιο πάνω θέσεις των αιτητών ελέγχονται λανθασμένες. Οι καθ΄ ων ρητώς αναφέρουν (και αυτό υποστηρίζεται από τα Παραρτήματα που κατατέθηκαν με την ένσταση), ότι έγινε επίσκεψη των αρμοδίων λειτουργών στη διεύθυνση που δηλώθηκε ως τόπος διαμονής, όπου δεν εντόπισαν το ζεύγος, αλλά έτερα διαμένοντα εκεί πρόσωπα (το Παράρτημα 11 είναι σχετικό). Η επίσκεψη έγινε στις 10.6.2011 στην οδό Ζαλακίων 5, Διαμέρισμα 104 στην Πέγεια. Η διεύθυνση αυτή αναφέρεται ως ο τόπος διαμονής του ζεύγους στην αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής για έκδοση δελτίου διαμονής για μέλη της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (Παράρτημα 10), όπου και ονομάζεται η αιτήτρια ως η σύζυγος του, μέλος της οικογένειας και μη υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης. Η αιτήτρια δήλωσε σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί της λειτουργός της ΥΑΜ Πάφου, ότι διέμενε στην οδό Κωνσταντινουπόλεως 11, Διαμέρισμα 102 στο χωριό Νήσου, Λευκωσία. Ο φάκελος της υπόθεσης επεστράφη στο διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης για περαιτέρω εξετάσεις. Σύμφωνα με το Παράρτημα 12 στην ένσταση, στις 3.7.2011, το ζεύγος υπεβλήθη σε χωριστές συνεντεύξεις από λειτουργούς του κλιμακίου Λευκωσίας.
Επομένως λανθασμένα αναφέρθηκαν τα αντίθετα από τους αιτητές κατά την ιεραρχική προσφυγή τους. Δηλώθηκε περαιτέρω από τον αιτητή και την αιτήτρια ότι δεν συζούν εφόσον ο μεν αιτητής διέμενε στην Πάφο, η δε αιτήτρια στη Νήσου. Αντιφάσεις διαπιστώθηκαν αναφορικά και με το χρόνο έναρξης της συμβίωσης και τον τρόπο και χρόνο της γνωριμίας τους. Η αιτήτρια δεν γνώριζε τον μάρτυρα Γιώργο Αντωνίου που υπέγραψε το πιστοποιητικό γάμου, (Παράρτημα 7), παρέπεμψε δε στον εργοδότη της Ανδρέα Γεωργίου, ως προς περαιτέρω εξηγήσεις (Παράρτημα 12). Ο τελευταίος κληθείς σε συνέντευξη, ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, (Παράρτημα 13). Δεν χρειάζεται η αναπαραγωγή του περιεχομένου της κατάθεσης του Ανδρέα Γεωργίου. Αρκεί να λεχθεί ότι παρέχονται εκεί πλήρεις εξηγήσεις και λεπτομέρειες που φωτίζουν το όλο ζήτημα. Παραπέμπουν σε εικονικό γάμο, με σκοπό αλλότριο της αγάπης και γνήσιας πρόθεσης σύναψης γάμου που είναι το υπόβαθρο κάθε γνήσιου γάμου. Ο γάμος έγινε με σκοπό την παροχή βοήθειας στην αιτήτρια από τον εργοδότη της, ο οποίος διατηρούσε μαζί της ερωτικό δεσμό, ο δε αιτητής και «σύζυγος», ζήτησε χρήματα για να συνάψει το γάμο αυτό.
Καταρρέουν συνεπώς τα όσα ο συνήγορος υποστήριξε και κατά τις διευκρινίσεις περί ψευδομάρτυρα. Ο Ανδρέας Γεωργίου δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Ήταν ο εργοδότης της αιτήτριας που προφανώς ενώ είχε κάθε λόγο να καλύψει τη σχέση του με την υπόθεση, αποκάλυψε με ειλικρίνεια τις δικές του ενέργειες εκθέτοντας τον εαυτό του σε πιθανή δίωξη. Και δεν επισκέφθηκε την Αστυνομία από μόνος του για να δώσει ψευδή κατάθεση ως αναφέρει ο συνήγορος. Από το περιεχόμενο του Παραρτήματος 12, προκύπτει ότι κλήθηκε στην Αστυνομία στο Κλιμάκιο Λευκωσίας της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης για κατάθεση.
Τα ερωτήματα που θέτει ο συνήγορος των αιτητών στην απαντητική του αγόρευση (δεν απασχόλησε καθόλου το ζήτημα στην αρχική αγόρευση), ως προς το κίνητρο της κατάθεσης του εργοδότη και την αξιοπιστία του, δεν αφορούν το Δικαστήριο κατά την εδώ δικαιοδοσία του. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης της διοίκησης και δεν προβαίνει εξ ιδίων του σε πρωτογενή ευρήματα, ούτε υποκαθιστά την απόφαση της διοίκησης, αν αυτή λήφθηκε με δέουσα έρευνα, και ως αποτέλεσμα εύλογης διοικητικής κρίσης.
Οι θέσεις που προβάλλουν οι αιτητές αναφορικά με την παραβίαση των προνοιών του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 και της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν ευσταθούν για τους εξής λόγους: Κατ΄ αρχάς, υπάρχει πλούσια νομολογία επί τω ότι αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ακυρώνει άδειες παραμονής ή βεβαιώσεις εγγραφής όταν η αρμοδία αρχή εύλογα θεωρεί ότι μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λόγους δημοσίας τάξης, δημοσίας ασφάλειας ή δημοσίας υγείας, (δέστε τις υποθέσεις Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1207, Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95 και Florin Puscasu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 771/2012, ημερ. 12.9.2014), ECLI:CY:AD:2014:D674.
Όσον αφορά ιδιαιτέρως τα δεδομένα περί της εικονικότητας του γάμου στη βάση των προνοιών του άρθρου 7Α του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, αναπαράγονται στη συνέχεια τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση Ilona Sarkisyan v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1107/2009, ημερ. 26.10.2010, ως προς τη νομική διάσταση του θέματος, η οποία και ισχύει και στην υπό κρίση περίπτωση:
«Το άρθρο 7Α του Νόμου που εισήχθηκε στη νομοθεσία με την τροποποίηση που έγινε με το Νόμο 22(Ι)/2001, επιτρέπει στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να απαγορεύσει σε αλλοδαπό να παραμείνει στη Δημοκρατία εφόσον διαπιστώσει με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (3) ή και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ότι ο αλλοδαπός συνήψε εικονικό γάμο. Το εδάφιο (3) περιλαμβάνει επτά περιπτώσεις, που δεν είναι βέβαια εξαντλητικές, ως στοιχεία που τείνουν να καταδείξουν την εικονικότητα ενός τέτοιου γάμου. Με βάση δε το εδάφιο (4), οι πληροφορίες που μπορούν να ληφθούν υπόψη μπορούν να προέρχονται από δηλώσεις οιουδήποτε των συζύγων ή από τρίτα πρόσωπα, έρευνες και συνεντεύξεις που διεξάγει η Διευθύντρια και έγγραφα που τίθενται ενώπιον του Λειτουργού Μετανάστευσης. Προϋπόθεση για οποιαδήποτε ενέργεια της Διευθύντριας, όπως αυτή περιλαμβάνεται στις υποπαρ. (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 7Α, είναι και η λήψη προηγούμενης συμβουλής από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία ιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 7Β του Νόμου. Οποιαδήποτε απόφαση της Διευθύντριας υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών εντός είκοσι ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης δυνάμει του άρθρου 7Γ, ο οποίος και εκδίδει την απόφαση του εντός 90 ημερών από την ημερομηνία άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής.»
Έπεται ότι με βάση τα στοιχεία που περιήλθαν στη γνώση της διοίκησης, τα οποία και τεκμηριώνονται από όλα τα Παραρτήματα που επισυνάφθηκαν στην ένσταση και βρίσκονται στον κατατεθέντα διοικητικό φάκελο, που εν πολλοίς αναφέρθηκαν προηγουμένως, και η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Διευθύντρια, ενεργώντας εύλογα θεώρησαν το γάμο εικονικό. Οι δύο αιτητές δεν παρουσιάζονταν να συζούν, οι καταθέσεις τους στο Κλιμάκιο Αλλοδαπών πιστοποιούσαν το γεγονός, είχαν μεταξύ τους ουσιώδεις αντιφάσεις, η δε κατάθεση του Ανδρέα Γεωργίου, που νομίμως μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως προερχόμενο από τρίτο άτομο που γνώριζε περί των γεγονότων στη βάση του άρθρου 7Α(4), πιστοποιούσε αυτή την εικονικότητα. Η Διευθύντρια ενήργησε στη βάση της τεκμηριωμένης θέσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Παράρτημα 14 - παράγρ. 14) και με βάση το Παράρτημα 15 θεώρησε, και πάλι εύλογα, ότι ο γάμος ήταν εικονικός. Ο δε Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος είναι, με βάση το εδάφιο 7Γ, το αρμόδιο ιεραρχικό όργανο, και πάλι στη βάση της επιμελούς διερεύνησης της όλης υπόθεσης, όπως αναφέρεται, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή ενεργώντας ορθά κατά τη νομολογία, όχι ως να εξέταζε έφεση, αλλά επαναδιερευνώντας το σύνολο των γεγονότων ως πρόσθετη διοικητική αρχή, (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426 και Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 817.).
Όλα τα πιο πάνω ευλόγως αποτέλεσαν στοιχεία εμπίπτοντα στους παράγοντες (α) και (ζ) του άρθρου 7Α(3), στα οποία και βασίστηκε η προσβαλλόμενη εδώ πράξη. Όπως έχει αναφερθεί στην Ureef Mohd Murof Jumil Ubdolh v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1495/05, ημερ. 7.4.2008, (Παπαδοπούλου, Δ.), «κριτήριο για τη διαπίστωση στοιχείων της εικονικότητας ενός γάμου, για τους σκοπούς του Νόμου, θεωρώ ότι δεν είναι από μόνες τους, οι δηλώσεις των μερών αλλά το σύνολο των περιστάσεων, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς και των ενεργειών των μερών, πριν και μετά τη σύναψη του γάμου.». Καθώς βέβαια και οι πληροφορίες που προέρχονται από έρευνες της διοίκησης, (Kateryna Telsenko κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1902/2008, ημερ. 14.5.2010).
Η κάθε υπόθεση αντιμετωπίζεται βεβαίως υπό το φως των ιδιαιτέρων περιστατικών της και τα γεγονότα δύο υποθέσεων σπάνια είναι ταυτόσημα ή ουσιωδώς παρόμοια. Η διοίκηση οφείλει να αναδείξει εκείνα τα γεγονότα ο πυρήνας των οποίων οδηγεί ευλόγως σε συμπέρασμα εικονικότητας. Η προηγούμενη προβληματική παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία σε σχέση με την άδεια διαμονής της, ορθά επίσης λήφθηκε υπόψη στη βάση του εδαφίου 3(ζ) του άρθρου 7Α, που δίνει δικαίωμα να λογισθούν υπέρ της στοιχειοθέτησης της εικονικότητας και η ύπαρξη ενδείξεων περί προηγούμενων εικονικών γάμων ή προβλημάτων σε σχέση με την άδεια διαμονής.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί έλλειψης αιτιολογίας, η κρίση του Υπουργού απορρίπτοντας την ιεραρχική προσφυγή, παραπέμπει στα δύο προαναφερθέντα στοιχεία της μη συμβίωσης του ζεύγους αφενός και της προηγούμενης προβληματικής άδειας παραμονής αφετέρου και επομένως αναγκαστικά ενσωματώνονται στο σύνολο του φακέλου, στο βαθμό βέβαια που αφορούν τους δύο αυτούς παράγοντες. Η προσβαλλόμενη απόφαση συμπληρώνεται με πλήρη επάρκεια από τα στοιχεία του φακέλου, κατά τα προνοούμενα από την κωδικοποιημένη αρχή που περιέχεται στο άρθρο 29 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(1)/99. Αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ. (2006), Τόμος ΙΙ, σελ. 143-145, και ιδιαίτερα στην παρ. 517, ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από στοιχεία και εξηγήσεις της διοίκησης που αναφέρονται σε γεγονότα προγενέστερα της πράξης και προκύπτουν βεβαίως από τα στοιχεία του φακέλου. Στο δε σύγγραμμα του Μ. Στασινόπουλου: Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών, 3η έκδ., σελ. 227-228, η αναπλήρωση της αιτιολογίας από το φάκελο είναι επιτρεπτή, αναπληρώνοντας έτσι τη ρητή αιτιολογία, έχει δε επικουρικό χαρακτήρα υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι τα αναπληρούντα στοιχεία προϋπήρχαν της πράξης και δεν δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα. Εδώ, όλα στα στοιχεία προϋπήρχαν της έκδοσης της πράξης και την αιτιολογούν πλήρως. Δεν διαπιστώνεται επομένως παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, ενώ υπήρξε δέουσα έρευνα και συναφής εύλογη και επαρκής αιτιολογία.
Ούτε βέβαια διαπιστώνεται ότι η διοίκηση ενήργησε με πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, ως η έτερη εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών. Ούτε και υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης. Οι αιτητές κλήθηκαν σε συνέντευξη και άσκησαν το δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής, αλλά και το δικαίωμα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο. Όπως ορθά εισηγείται η κα Ιακωβίδου στη δική της αγόρευση, όλα τα στοιχεία τα οποία οι δύο αιτητές ήθελαν να παρουσιάσουν είτε κατά τη συνέντευξη, είτε κατά την ιεραρχική προσφυγή, λήφθηκαν υπόψη και εξετάστηκαν. Τα έγγραφα και εισηγήσεις που ο συνήγορος αναφέρει στην απαντητική αγόρευση του τέθηκαν υπόψη, όπως αναφέρεται, στον Υπουργό Εσωτερικών, (δεν παρουσιάζεται όμως η απόδειξη αγοράς συμπληρωματικού εξοπλισμού για την οικία) και συνεπώς τεκμαίρονται ότι λήφθηκαν υπόψη.
Τέλος, η νομολογία στην οποία παραπέμπει ο συνήγορος από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πέραν των γενικών αρχών που εκεί αναφέρονται, δεν προσφέρεται για ουσιαστική εφαρμογή της στα υπό κρίση γεγονότα. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η κάθε υπόθεση έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Εκείνο που εδώ ελέγχεται είναι το εύλογο και νόμιμο της παραγωγής της διοικητικής πράξης. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά την απόφαση της διοίκησης με τη δική του, ούτε διαπιστώνει πρωτογενώς τα γεγονότα ή τα δεδομένα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.400 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ