ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D907
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1438/2012)
28 Νοεμβρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------------
Α. Ευσταθίου (κα) για Γ.Κ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Ε. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, οικοδόμος στο επάγγελμα, υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας συνοδευόμενη από ιατρική έκθεση από τον θεράποντα ιατρό του. Το Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων γνωμάτευσε ότι ο αιτητής ήταν ικανός για την άσκηση του επαγγέλματος του, με αποτέλεσμα ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απορρίψει την αίτηση.
Ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή και στο πλαίσιο αυτό κλήθηκε για εξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα ότι ήταν ικανός για ελαφρά εργασία. Κρίθηκε όμως σκόπιμο μετά από νέες οδηγίες της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως ο αιτητής εξεταστεί εκ νέου από άλλο Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο Νευροχειρουργικής Ορθοπεδικής Σύνθεσης, το οποίο σημείωσε ότι ο αιτητής παρουσίαζε βελτίωση συγκριτικά με την εξέταση του από το προηγούμενο Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και ότι είναι ικανός τόσο για το επάγγελμα του εργολάβου, όσο και για το επάγγελμα του οικοδόμου. Στη βάση των πιο πάνω η Υπουργός έκρινε ότι ο αιτητής είναι ικανός για την άσκηση του επαγγέλματος του απορρίπτοντας την ιεραρχική προσφυγή του.
Αποτελεί την εισήγηση του αιτητή ότι υπήρξε ελλιπής και αόριστος αιτιολογία στην απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής και ανεπάρκεια έρευνας υπό το φως του γεγονότος ότι ο λόγος της νέας εξέτασης με βάση οδηγίες της Υπουργού ήταν ένα ανώνυμο τηλεφώνημα, κατά το οποίο καταγγέλθηκε ότι ένας από τους ιατρούς του πρώτου Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου είχε γνωματεύσει προκατειλημμένα υπέρ του αιτητή λόγω φιλίας ή συγγένειας με αυτόν. Όμως στα πρακτικά που συνοδεύουν την ένσταση δεν υπάρχει οτιδήποτε που το επιβεβαιώνει, ούτε και έχει προσκομιστεί η νέα οδηγία της Υπουργού ώστε να φαίνεται ο λόγος της νέας παραπομπής. Περαιτέρω δεν προκύπτει από οπουδήποτε ότι η πρώτη γνωμάτευση ανακλήθηκε ως νομικά πάσχουσα και φαίνεται μόνο να υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο Δευτεροβαθμίων Ιατρικών Συμβουλίων ως προς την κατάσταση υγείας του αιτητή.
Προκύπτει περαιτέρω ότι αμφισβητήθηκε το κύρος ενός των μελών του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα ακρόασης, αλλά ούτε και ο ίδιος ο αιτητής ρωτήθηκε για το ζήτημα ή του δόθηκε το δικαίωμα να ακουστεί με αποτέλεσμα να υπάρχει προφανής ανεπαρκής διερεύνηση του όλου περιστατικού. Η χωρίς ανάκληση της πρώτης γνωμάτευσης, μεταγενέστερη γνωμάτευση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν απλώς δύο γνωματεύσεις κατά συγκριτικό μέτρο, δείχνει ότι η επίδικη απόφαση πάσχει ως αναιτιολόγητη, αντιφατική και λήφθηκε χωρίς στέρεο υπόβαθρο.
Αλλά και η ίδια η γνωμάτευση του νέου Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου πάσχει διότι την ίδια ακριβώς διαπίστωση ότι ο αιτητής παρουσίαζε πρόβλημα στην αυχενική σπονδύλωση Α4-5-6-7, είχε δώσει και το πρώτο Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο. Και, επομένως, συνυπάρχουν δύο αντικρουόμενες γνωματεύσεις, ενώ ο ίδιος ο θεράπων ιατρός του αιτητή γνωμάτευσε ότι αυτός είναι ανίκανος προς εργασία για το επάγγελμα του οικοδόμου, με πρόβλεψη ότι θα παραμείνει μονίμως ανίκανος.
Αποτελεί την αντίθετη θέση των καθ΄ ων ότι η ενέργεια της Υπουργού να ζητήσει με σχετική σημείωση της στη βάση της ανώνυμης καταγγελίας (με επισυναπτόμενα τα σχετικά υποστηρικτικά στοιχεία στην αγόρευση των καθ΄ ων), ήταν σύμφωνη με την αρχή της αμεροληψίας, αλλά και τη νομολογία περί επαρκούς έρευνας που οφείλει η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας. Η παρουσία του αιτητή στο δεύτερο κληθέν Ιατροσυμβούλιο δεν του αποστέρησε οποιοδήποτε δικαίωμα ακρόασης εφόσον η περίπτωση του εξετάστηκε ενδελεχώς από το νέο Ιατροσυμβούλιο. Άλλωστε τα ζητήματα αυτά εμπίπτουν στην κατηγορία των τεχνικών ζητημάτων που δεν ελέγχονται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Περαιτέρω η αιτιολογία η οποία δόθηκε είναι επαρκής όταν αυτή αναγνωσθεί στο σύνολο της, αλλά και σαφής, επιτρέπουσα τον δικαστικό έλεγχο.
Κρίνεται ότι η απόφαση δεν πάσχει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Η ενέργεια της Υπουργού να ζητήσει νέα διερεύνηση υπό το φως του δεδομένου ότι υπήρχε έστω πιθανότητα η γνωμάτευση του πρώτου Ιατροσυμβουλίου να ήταν επηρεασμένη διότι μέλος της ήταν συγγενής ή φιλικά προσκείμενος προς τον αιτητή, ήταν σύμφωνη με την αρχή της πλήρους διερεύνησης των δεδομένων και γεγονότων της ίδιας της αίτησης και της διαπίστωσης κατά πόσο ο αιτητής δικαιούτο ή όχι σε σύνταξη ανικανότητας. Άλλωστε, όπως έχει αποφασιστεί κατ΄ επανάληψη, η ιεραρχική προσφυγή δεν επενεργεί ως έφεση, αλλά ως εξ υπαρχής νέα εξέταση με νέα διερεύνηση επί των όλων δεδομένων, (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426 και Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 817).
Τα γεγονότα δικαιολογούσαν την επανεξέταση διότι ενώ το Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο γνωμάτευσε αρνητικά προς τη θέση του αιτητή, κρίνοντας ότι αυτός ήταν ικανός για εργασία, μετά τη νέα εξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο στις 19.1.2012, αυτός κρίθηκε ικανός για ελαφρά εργασία. Στη συνέχεια η Υπουργός έλαβε την πληροφορία από την αρμόδια λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι είχε ληφθεί ανώνυμη καταγγελία στις 3.2.2012 ότι η γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ήταν υπέρ του αιτητή λόγω προκατάληψης υπέρ του. Η λειτουργός ορθά εισηγήθηκε προς την Υπουργό την ανάγκη ή σκοπιμότητα επανεξέτασης της περίπτωσης του αιτητή από νέο Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο. Αυτά φαίνονται με σαφήνεια στο σημείωμα-επιστολή ως προς τα γεγονότα της όλης υπόθεσης της λειτουργού Έλενας Σαββίδου προς το Γενικό Διευθυντή, ημερ. 29.2.2012, (επισύναψη Β΄στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων).
Η Υπουργός δεν μπορούσε να αγνοήσει την όλη εξέλιξη των γεγονότων ιδιαιτέρως όταν οι υπηρεσιακοί παράγοντες υπενθύμιζαν την ανάγκη για υποβολή του αιτητή σε νέα εξέταση με τα σημειώματα τους ημερ. 9.3.2012, 20.4.2012, 14.6.2012 και 21.6.2012, (επισύναψη Α΄ στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων). Αν η Υπουργός δεν παρέπεμψε τον αιτητή σε νέα εξέταση δεν θα έπραττε ορθά το καθήκον της, υπό το φως του γεγονότος ότι είχε πλέον την ευθύνη να λάβει απόφαση επί της ενώπιον της εκκρεμούσας ιεραρχικής προσφυγής. Ορθά λοιπόν έπραξε η Υπουργός ως δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο στην υπό κρίση περίπτωση εγκρίνοντας από 9.3.2012 την παραπομπή του αιτητή στο Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο συνήλθε και εξέτασε την περίπτωση στις 14.6.2012.
Η εξέταση της περίπτωσης του αιτητή στις 14.6.2012, όπως αποκαλύπτεται από το Παράρτημα 8 της ένστασης που είναι το σχετικό ιατρικό έντυπο και η Αναλυτική Ιατρική Έκθεση περιέχει όλα τα στοιχεία και δεδομένα που επιτρέπουν τον δικαστικό έλεγχο. Τα ανάλογα ευρήματα εκεί και όπου οι ιατροί έκριναν ότι επιβαλλόταν η αναγκαία κλινική εξέταση, αναφέρονται με επάρκεια στις διάφορες παραγράφους και στοιχεία που συναποτελούν το έντυπο. Υπάρχει καταγραμμένο το ιστορικό του αιτητή στα στοιχεία 3.1 κ.ε., οι ενδείξεις μετά από τις σχετικές μετρήσεις των κινήσεων σύμφωνα με το στοιχείο 4, καταγραφή των ευρημάτων του σκελετικού συστήματος, των άνω και κάτω άκρων, ότι δεν παρουσιάζετο νευρολογικό πρόβλημα, ότι ο βηματισμός ήταν κανονικός χωρίς χωλότητα, σε συνάρτηση και σύγκριση κατά τα στοιχεία της παρ. 5 του εντύπου με προγενέστερα ευρήματα (στοιχείο 5.4.2), από ακτινογραφίες, «απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού και ειδικές έρευνες» (στοιχείο 5.4.4) και η κατάληξη.
Όπως έχει αποφασιστεί σε σειρά νομολογίας (Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας υπόθ. αρ. 637/2011, ημερ. 11.1.2013 και Nimal Gedara - ανωτέρω -), δεν είναι ανάγκη να συμπληρώνεται κάθε στοιχείο του εντύπου, αλλά μόνο τα αναγκαία για την εκάστοτε περίπτωση, ενώ το έντυπο και η συμπλήρωση του αποτελεί από μόνο του το σχετικό πρακτικό που πρέπει να τηρείται ως απόρροια του Κανονισμού 7(6) της Κ.Δ.Π. 169/2006 για το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο.
Παραπονείται ιδιαιτέρως ο αιτητής ότι με την ίδια ουσιαστική γνωμάτευση («αυχενική σπονδύλωση Α4-5-6-7»), το νέο Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο κατέληξε σε διαφορετική γνωμάτευση από το πρώτο συσταθέν Ιατροσυμβούλιο στη βάση των ιδίων μετρήσεων περί έκτασης/κάμψης, στροφής και πλαγίων κάμψεων, μόλις πέντε μήνες μετά. Παρουσιάζονται όμως κάποιες διαφορές στις δύο ιατρικές εξετάσεις, όπως για παράδειγμα, ότι στην πρώτη δεν συμπληρώθηκε το στοιχείο 5.4.2, ότι στη δεύτερη αναφέρεται η χρήση κολάρου αυχένος στο στοιχείο 3.2 και ότι υπήρξε αγωγή με φυσιοθεραπεία και κολάρο (στοιχείο 3.3), που δεν καταγράφεται στο πρώτο έντυπο του Ιατροσυμβουλίου. Παραγνωρίζει επίσης ο αιτητής ότι έγινε νέα κλινική εξέταση στις 14.6.2012 και η διαπίστωση από τους τρεις ιατρούς ήταν ότι «βάσει της σημερινής του εξέτασης διαπιστώνεται ότι ο ασθενής δεν έχει απωλέσει το 75% της σωματικής του ικανότητας ως καλουπσιής.».
Επομένως κρίθηκε ιατρικώς ότι υπήρχε βελτίωση και ικανότητα για εργασία. Περαιτέρω, τα ζητήματα αυτά είναι βεβαίως τεχνικής φύσεως και ως τέτοια παραμένουν ανέλεγκτα από το αναθεωρητικό Δικαστήριο, εκτός όπου διαπιστώνεται έκδηλο λάθος ή πλάνη ή κακή πίστη. (CCC Laundries Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 427 και Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113). Εκείνο που τίθεται προς έλεγχο από το Δικαστήριο είναι το σύννομο της διοικητικής πράξης εφαρμόζοντας πάγιες αρχές του διοικητικού δικαίου. Εξετάζεται, με άλλα λόγια, η παροχή της δέουσας ή επαρκούς αιτιολογίας, η ύπαρξη δέουσας ή επαρκούς έρευνας και η εν γένει συμμόρφωση της διοίκησης με ό,τι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την παραγωγή της διοικητικής πράξης.
Η Υπουργός απορρίπτοντας την ιεραρχική προσφυγή έδωσε δέουσα αιτιολογία βασιζόμενη στην έκθεση του νέου Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 14.6.2012. Όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη πράξη, η Υπουργός θεώρησε εύλογα ότι «... συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υιοθέτηση της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, το οποίο, με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα σας έχει κρίνει ικανό για εκτέλεση της εργασίας σας, τόσο ως εργολάβος, όσο και ως καλουπσιής, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.».
Η Υπουργός δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην προηγηθείσα ιατρική εξέταση καταγράφοντας ότι «η κατάσταση της υγείας σας έχει παρουσιάσει βελτίωση συγκριτικά με την εξέταση που σας έχει γίνει στις 19.1.2012.».
Υπάρχει επομένως στην ουσία ανάκληση της απόφασης του προηγούμενου Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, ημερ. 19.1.2012. Ανάκληση, σύμφωνα με τη νομολογία, μπορεί να λάβει χώραν και σιωπηρώς με την έκδοση μεταγενέστερης πράξης ώστε να προκύπτει εμμέσως λόγω της διατύπωσης της, (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 199). Περαιτέρω, όπου διαπιστώνεται παρανομία ή λόγος αμφισβήτησης μιας απόφασης ληφθείσας υπό ενδεχόμενες ύποπτες συνθήκες είναι επιτρεπτή η ανάκληση της (Μίχαλος Δημητρίου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 673).
Εν πάση περιπτώσει στην ουσία εδώ δεν μπορεί να γίνει λόγος με νομικούς όρους περί ανακλήσεως. Και αυτό διότι όπως πολύ ορθά εντοπίζει στην αγόρευση της η κα Καρακάννα, η Υπουργός δεν είχε εκδώσει απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή πριν γίνει η νέα εξέταση. Στην πραγματικότητα, η απόφαση λήφθηκε μετά τα δεδομένα που προέκυψαν από τη νέα ιατρική εξέταση. Όπως αναφέρθηκε και στη σχετική απόφαση στη Nimal Gedara v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 657/2012, ημερ. 25.9.2013, τυχόν νέα επανεξέταση αιτητή από ιατροσυμβούλιο δεν μπορεί εκ προοιμίου και με αφορμή τη διάσταση της με το προηγούμενο αποτέλεσμα να θεωρείται εσφαλμένη. Σημασία έχει κατά πόσο το νέο Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο ενήργησε κατά τρόπο νόμιμο, εξέτασε τα δεδομένα του αιτητή και κατέληξε σε εύλογα συμπεράσματα. Εδώ η γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 19.1.2012 δεν φαίνεται να είχε επισήμως γνωστοποιηθεί στον αιτητή και πουθενά από τον διοικητικό φάκελο ή τα κατατεθέντα με την ένσταση έγγραφα δεν προκύπτει ότι λήφθηκε και κοινοποιήθηκε απόφαση προς τον αιτητή στη βάση της πρώτης γνωμάτευσης. Επομένως η πρώτη εκείνη γνωμάτευση παρέμεινε internum της διοίκησης.
Η έρευνα επομένως ήταν πλήρης και στη βάση της σχετικής νομολογίας, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν προβαίνει στη διαπίστωση πρωτογενών δεδομένων ή γεγονότων εφόσον κρίνει η έρευνα επεκτάθηκε σε κάθε τι το σχετικό υπό τις περιστάσεις, (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 72, Δημοκρατία ν. C. Cassinos Construction Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835 και Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Αλλά και η αιτιολογία ήταν πλήρης με όλα τα αναγκαία στοιχεία να προκύπτουν είτε ευθέως στην ίδια την προσβαλλόμενη πράξη, ή, να αντλούνται από το διοικητικό φάκελο. Όπως αναφέρεται και στην Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 547/2011, ημερ. 24.1.2013 και Γιώργος Σπύρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1426/2012, ημερ. 30.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D83, επί παρομοίων θεμάτων σύνταξης ανικανότητας, εφόσον καταγράφονται επαρκείς και ικανοποιητικοί λόγοι στην προσβαλλόμενη πράξη ώστε να διακριβώνεται ότι αυτή λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο, αυτή δεν ακυρώνεται, ενώ, όπου χρειάζεται, η αιτιολογία συμπληρώνεται από το φάκελο εφόσον βεβαίως, όπως εδώ, η διοικητική πράξη παραπέμπει στα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η σκέψη της διοίκησης, (Δημοκρατία ν. Γαβριήλ (2004) 3 Α.Α.Δ. 234, Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ