ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D793
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 671/2011 και 1021/2011)
17 Οκτωβρίου, 2014
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 671/2011)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΕΟΝΤΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1021/2011)
ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΡΥΩΝΙΔΗΣ
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Αχ, Αιμιλιανίδης για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή στην 671/2011.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην 1021/2011.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Για το Ενδ. Μέρος: Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες προσφυγές οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Καθ΄ ης η Αίτηση σύμφωνα με την οποία το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ανδρέας Ξενοφώντος διορίστηκε στη θέση Διευθυντή Νοσηλευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας από 1.5.2011.
Η υπό αναφορά θέση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 21.8.2009 και με τελευταία ημερομηνία για την υποβολή αιτήσεων τις 14.9.2009. Σε ανταπόκριση της γνωστοποίησης αυτής υποβλήθηκαν 16 αιτήσεις, τις οποίες η ΕΔΥ απέστειλε στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας και Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μετά από σειρά αναγκαίων διευκρινίσεων, απέστειλε στην ΕΔΥ την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η τελευταία αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που συστήθηκαν από την εν λόγω Επιτροπή. Στους υποψηφίους αυτούς δεν περιλαμβανόταν ο Αιτητής στην υπόθεση 1021/2011, Σταύρος Βρυωνίδης. Η Καθ΄ ης η Αίτηση, ως εντοπίζεται από τα πρακτικά της συνεδρίας της ημερομηνίας 31.1.2011, Παράρτημα 13 της ένστασης, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στον πιο πάνω Αιτητή, προκειμένου να καταλήξει στην απόφασή της να μην τον καλέσει ενώπιον της για προφορική εξέταση, σχολιάζοντας ως ακολούθως:
«Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στον υποψήφιο Βρυωνίδη Σταύρο (α/α 2), ο οποίος σημείωσε στην αίτησή του ότι είναι ανάπηρος, με την έννοια του άρθρου 44 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Η Επιτροπή σημείωσε ότι ο εν λόγω υποψήφιος κατέχει όλα τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και ότι διαθέτει τις ικανότητες για να ασκεί τα καθήκοντα της θέσης. Παρόλα αυτά, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτός υστερεί όταν συγκρίνεται με τους υπόλοιπους υποψηφίους σε αξία και προσόντα. Επειδή πρόκειται για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η Επιτροπή έκρινε ότι στην περίπτωση αυτή η αξία του υπαλλήλου καθορίζεται, αφενός, από την απόδοσή του κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και, αφετέρου, μιας και όλοι οι υποψήφιοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, από την αξία του (αξιολόγησή του ως δημόσιος υπάλληλος), όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων ετών στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς και την αρχαιότητα, που αντικατοπτρίζει την πείρα και εμπειρία του στην υπηρεσία. Η Επιτροπή συγκρίνοντας τον Βρυωνίδη με τους συστηθέντες υποψηφίους, έκρινε ότι αυτός υστερεί έναντι όλων σε αξία, όπως αυτή αναλύεται πιο πάνω, και έναντι δύο εκ των συστηθέντων, σε προσόντα.
Ειδικότερα, συγκρίνοντας τον Βρυωνίδη με τους συστηθέντες Μιχαήλ Σταυρούλα και Ξενοφώντος Ανδρέα, οι οποίοι κατέχουν ίδια προσόντα με αυτόν, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτός υστερεί καθότι αξιολογήθηκε ως «Σχεδόν καλός» από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, δηλαδή σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από τους εν λόγω συστηθέντες, υστερεί σε αρχαιότητα, αφού κατέχει χαμηλότερη ιεραρχικά θέση από αυτούς, ενώ δεν υστερεί όσον αφορά την αξιολόγησή του στην υπηρεσία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων ετών στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα.
Συγκρίνοντας τον Βρυωνίδη με τους συστηθέντες Λεοντίου Ιωάννη και Χαριλάου Χαράλαμπο, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτός υστερεί καθότι αξιολογήθηκε ως «Σχεδόν καλός» από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από τους εν λόγω συστηθέντες, υστερεί σε προσόντα αφού οι εν λόγω συστηθέντες είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων, που κρίθηκαν σχετικοί με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ δεν υστερεί σε αρχαιότητα, ούτε υστερεί όσον αφορά την αξιολόγησή του στην υπηρεσία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων ετών στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Ενόψει των πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι ο Βρυωνίδης Σταύρος δεν μπορεί να κληθεί ενώπιόν της για προφορική εξέταση.»
Στο Παράρτημα 14 της ένστασης, πρακτικά της συνεδρίας της Καθ΄ ης η Αίτηση ημερ. 7.4.2011, αποτυπώνεται η πορεία της όλης διαδικασίας που οδήγησε στην επιλογή του Ενδιαφερομένου Μέρους για διορισμό στην επίδικη θέση. Συνοπτικά, η ΕΔΥ δέχθηκε σε ατομική προφορική εξέταση τέσσερις εκ των υποψηφίων μεταξύ των οποίων και τον Ιωάννη Λεοντίου, Αιτητή στην υπόθεση 671/2011. Παρών ήταν και ο Γενικός Διευθυντής ο οποίος μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης και αξιολογώντας την απόδοση των υποψηφίων κατέταξε ως Εξαίρετο τον Λεοντίου και ως Σχεδόν εξαίρετο το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ξενοφώντος. Ακολούθως, σύστησε για διορισμό τον Λεοντίου. Μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή η Επιτροπή προέβη στη δική της αξιολόγηση σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων και, κατά πλειοψηφία τριών Μελών, έκρινε ως Πάρα πολύ καλό τον Λεοντίου και Εξαίρετο τον Ξενοφώντος. Τα άλλα δύο Μέλη έκριναν ως Εξαίρετο τον Λεοντίου και Σχεδόν εξαίρετο τον Ξενοφώντος. Ακολούθως, η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των θεσμοθετημένων στοιχείων. Πιο συγκεκριμένα, την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και των προσωπικών φακέλων, τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων - αφού ήταν όλοι δημόσιοι υπάλληλοι - καθώς και την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Η πλειοψηφία της Επιτροπής δεν υιοθέτησε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή προς όφελος του Λεοντίου και με βάση το ακόλουθο σκεπτικό επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για διορισμό στη Μόνιμη Θέση Διευθυντή Νοσηλευτικών Υπηρεσιών τον Ξενοφώντος:
«Η πλειοψηφία της Επιτροπής, διαφωνούντος του Προέδρου, κ. Π. Παπαγεωργίου, και του Μέλους κ. Χρ. Χριστοφόρου, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, Υπουργείο Υγείας, για τον Λεοντίου Ιωάννη και, αντί αυτού, επέλεξε τον Ξενοφώντος Ανδρέα, ο οποίος, συγκρινόμενος με τον συστηθέντα, αξιολογήθηκε από την πλειοψηφία της Επιτροπής σε υψηλότερο επίπεδο κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, η οποία, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, έχει αυξημένη βαρύτητα όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία, όπου η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων προϋποθέτει πρόσωπα που διαθέτουν προσωπικότητα, καθώς και διευθυντικές και διοικητικές ικανότητες. Αναλυτικότερα, ο Ξενοφώντος αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος από την πλειοψηφία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (κ.κ. Κ. Φλουρέντζου - Μελισσηνού, Α. Παπαδόπουλο, Σ. Χατζηγιάννη), κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης, ενώ ο Λεοντίου αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλός από την πλειοψηφία της Επιτροπής.
Πέραν αυτού, η πλειοψηφία της Επιτροπής (κ.κ. Κ. Φλουρέντζου - Μελισσηνού, Α. Παπαδόπουλος, Σ. Χατζηγιάννης) έλαβε υπόψη της ότι ο Ξενοφώντος είναι ίσος με τον Λεοντίου σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ΄ αυτές των τελευταίων πέντε ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογούμενος ως καθόλα Εξαίρετος. Η πλειοψηφία της Επιτροπής δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη της ότι ο Λεοντίου είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με αντικείμενο τη Διοίκηση Μονάδων Υγείας, το οποίο απονεμήθηκε από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και το οποίο, αν και δεν απαιτείται από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικό με τα καθήκοντα και της ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης και, συνεπώς, αποδόθηκε σε αυτό η δέουσα βαρύτητα, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι αυτό αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο της διαδικασίας, ήτοι την τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων, και καταλήγοντας ότι το προσόν αυτό από μόνο του δεν μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του Λεοντίου, καθώς δεν μπορεί να υπερκαλύψει την υπεροχή του επιλεγέντα, ο οποίος υπερέχει στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση που, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, έχει αυξημένη βαρύτητα όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία, όπου η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων προϋποθέτει πρόσωπα που διαθέτουν προσωπικότητα, καθώς και διευθυντικές και διοικητικές ικανότητες, και δεν υστερεί σε αξία και υπερέχει σε αρχαιότητα, όπως αυτή αναλύεται πιο κάτω. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία της Επιτροπής έλαβε υπόψη ότι ο Ξενοφώντος υπερέχει σε αρχαιότητα, καθότι κατέχει θέση Πρώτου Νοσηλευτικού Λειτουργού από 1.9.05, έναντι του Λεοντίου που κατέχει την κατώτερη ιεραρχικά, θέση του Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού από 15.12.03, χωρίς όμως να παραλείψει να αποδώσει περιορισμένη βαρύτητα στο κριτήριο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την πάγια επί του θέματος νομολογία, σύμφωνα με την οποία «η αρχαιότητα στις περιπτώσεις ανώτατων διευθυντικών θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής έχει περιορισμένη σημασία» (βλ. Κοφτερός και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας).»
Προωθήθηκε προς εξέταση σωρεία λόγων ακύρωσης. Ως προς την προσφυγή 1021/2011 τίθεται ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να μη συστήσει τον Αιτητή μεταξύ των καταλληλότερων υποψηφίων για διορισμό και η επακολουθήσασα απόφαση της ΕΔΥ να μην τον συμπεριλάβει στον τελικό κατάλογο των προσώπων που κλήθηκαν σε συνέντευξη ενώπιόν της είναι προϊόν πλάνης, εσφαλμένες, αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και στερούνται αιτιολογίας. Προστίθεται επίσης ότι δεν τηρήθηκαν λεπτομερή πρακτικά των συνεδριών της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ότι δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι ο εν λόγω Αιτητής ως ανάπηρος θα έπρεπε να αντικρισθεί υπό το φως των προνοιών της νομοθεσίας περί Πρόσληψης Ατόμων με Αναπηρίες στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις), Ν. 146(Ι)/2009. Στην προσφυγή 671/2011 προβάλλεται ότι η αξιολόγηση της Καθ΄ ης η Αίτηση για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση έπασχε και ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην εν λόγω εξέταση χωρίς να δοθεί πειστική αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης ή και της υπεροχής του Αιτητή σε προσόντα και αξία.
Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται μέσω της προσφυγής 1021/2011 δεν έχουν περιθώρια επιτυχίας.
Κατ΄ αρχάς είναι χωρίς έρεισμα η θέση ότι δεν εντοπίζεται τήρηση πρακτικών εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με αναφορά στη συνεδρία ημερομηνίας 8.7.2010. Όπως διευκρινίστηκε και κατά το στάδιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, πρακτικά αυτής της ημερομηνίας υφίστανται, τα οποία και υπεγράφησαν μεταγενέστερα, στις 19.1.2011, από τα ίδια Μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Παράρτημα 12 της Ενστασης). Στο σύνολό τους τα πρακτικά των συνεδριάσεων της εν λόγω Επιτροπής είναι πλήρη και μέσα από το περιεχόμενό τους αναδύεται με σαφήνεια η αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξή τους και το σύνολο των κριτηρίων που αποτέλεσαν το υπόβαθρο της τελικής απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Τελικά η συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 19.1.2011 είναι αυτή που λήφθηκε υπόψη από την Καθ΄ ης η Αίτηση και είναι επαρκώς αιτιολογημένη στο βαθμό που καθίσταται εφικτός ο αναγκαίος δικαστικός έλεγχος. Καταληκτικά, η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς την αξιολόγηση του Αιτητή και η επακολουθήσασα απόφαση της Καθ΄ ης η Αίτηση για μη συμπερίληψή του στον κατάλογο των υποψηφίων οι οποίοι κλήθηκαν ενώπιον της για προφορική συνέντευξη ήταν εύλογα επιτρεπτές και απόλυτα αιτιολογημένες με βάση τα συγκριτικά στοιχεία των υποψηφίων και το σύνολο των θεσμοθετημένων κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη.
Η Καθ΄ ης η Αίτηση στη συνεδρία της ημερομηνίας 31.1.2011 προέβη σε ιδιαίτερη αναφορά σε σχέση με το συγκεκριμένο Αιτητή και σε συγκριτική αντιπαράθεσή του με τους υπόλοιπους υποψηφίους και έδωσε πειστικούς λόγους προκειμένου να αιτιολογήσει τη θέση της ότι ο συγκεκριμένος Αιτητής υστερεί έναντι όλων σε αξία. Υπό τις συνθήκες αυτές ούτε και ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που περιστρέφεται γύρω από την αναπηρία του Αιτητή και την επίκληση των προνοιών του Ν. 146(Ι)/2009 είναι βάσιμος. Το θέμα της αναπηρίας του Αιτητή εντοπίστηκε και σχολιάστηκε από την Καθ΄ ης η Αίτηση, όπως επιμαρτυρεί και το σχετικό απόσπασμα που καταγράφηκε σε προηγούμενο στάδιο της απόφασης. Η κατάληξη της Καθ΄ ης η Αίτηση ότι ο Αιτητής σε σύγκριση με τους συστηθέντες υποψηφίους υστερούσε έναντι όλων σε αξία δεν άφηνε περιθώρια διαφορετικής αντιμετώπισης υπό το φως των προνοιών και του άρθρου 44 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990, όπως τροποποιήθηκε. Προβλέπει:
«44(1) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, ανάπηρος ο οποίος είναι υποψήφιος για διορισμό σε μια θέση και κατέχει όλα τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, θα προτιμάται, εφόσον το αρμόδιο για την επιλογή όργανο ικανοποιηθεί ότι:
(α) Διαθέτει τις ικανότητες για να ασκεί τα καθήκοντα της θέσης.
(β) Δεν υστερεί, όταν συγκρίνεται με τους υπόλοιπους υποψηφίους σε αξία και προσόντα.»
Για τους λόγους που θα επεξηγηθούν αμέσως μετά, έκθετοι σε απόρριψη είναι και οι ισχυρισμοί που προβάλλονται προς ακύρωση στην προσφυγή 671/2011.
Όπως έχει ήδη καταγραφεί ο Γενικός Διευθυντής σύστησε ως καταλληλότερο για πλήρωση της επίδικης θέσης τον Αιτητή στην παρούσα προσφυγή. Η σύστασή του, όπως εντοπίζεται από το σχετικό πρακτικό, Παράρτημα 14, στηρίχθηκε αποκλειστικά στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Ο Γενικός Διευθυντής κατέταξε ως Εξαίρετο τον Αιτητή και ως Σχεδόν εξαίρετο το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Η Καθ΄ ης η Αίτηση, όπως λέχθηκε κατά πλειοψηφία, προβαίνοντας στη δική της αξιολόγηση ως προς την απόδοση των υποψηφίων έκρινε ως Πάρα πολύ καλό τον Αιτητή και ως Εξαίρετο το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Η απόφαση της Καθ΄ ης η Αίτηση να μην υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή προσβάλλεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Αιτητή ως λανθασμένη και αναιτιολόγητη. Αυτή μάλιστα η θέση αποτέλεσε και το βασικό πυλώνα της εισήγησης της πλευράς του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη.
Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε και είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο, η σύσταση διευθυντή αποτελεί ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσης. Η όλη φιλοσοφία των συστάσεων αυτής της μορφής έγκειται στο γεγονός ότι διασφαλίζεται κατά τη διαδικασία επιλογής πως το διορίζον όργανο λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να εντοπίσει τις αρετές που χρειάζονται και το πρόσωπο που τις κατέχει, προκειμένου να καταστεί όσο το δυνατό πιο επιτυχής η επιλογή του κατάλληλου υποψηφίου προς επιτέλεση των καθηκόντων συγκεκριμένης θέσης. Υπό τις συνθήκες αυτές απαιτείται ειδική αιτιολόγηση από το διορίζον όργανο στις περιπτώσεις απόκλισης από σύσταση διευθυντή. Αιτιολόγηση η οποία θα πρέπει να είναι επαρκής και πειστική και να καταγράφεται στο πρακτικό της απόφασης.
Στην υπό κρίση περίπτωση η σύσταση του Διευθυντή εδράσθηκε αποκλειστικά και μόνο στην εντύπωση που αποκόμισε από την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική τους εξέταση. Η διαφορετική αξιολόγηση της Καθ΄ ης η Αίτηση σε συνάρτηση με την ίση αξία των υποψηφίων - όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις πρόσφατες ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις - την υπεροχή του Ενδιαφερομένου Μέρους σε αρχαιότητα, αλλά και την ασήμαντη διαφοροποίηση στην αξιολόγηση των δύο υποψηφίων από τον Διευθυντή, συνιστούσαν επαρκή αιτιολόγηση για απόκλιση από τη σύστασή του υπέρ του Αιτητή. Αιτιολόγηση η οποία και αποτυπώνεται στο πρακτικό της ληφθείσας απόφασης.
Όπως έχει νομολογιακά παγιωθεί η απόδοση των υποψηφίων ενώπιον της Επιτροπής κατά τις συνεντεύξεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. Η συνέντευξη κατατάσσεται ως επικουρική μέθοδος εκτίμησης της προσωπικότητας και αξίας των υποψηφίων και έχει ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις πλήρωσης υψηλόβαθμων θέσεων, όπου και δεν απαγορεύεται η απόδοση αυξημένης βαρύτητας στην προφορική εξέταση, δεδομένου ότι η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων στους ανώτερους βαθμούς ιεραρχίας προϋποθέτει κατοχή των θέσεων από πρόσωπα που διαθέτουν προσωπικότητα, διευθυντικές και διοικητικές ικανότητες.
Περαιτέρω, και με δεδομένη την ίση αξία Αιτητή - Ενδιαφερομένου Μέρους, η αρχαιότητα του Ενδιαφερομένου Μέρους ήταν αποφασιστικός παράγοντας που προσμετρούσε προς όφελος του και ορθά λήφθηκε ως τέτοιος από την Καθ΄ ης η Αίτηση.
Τέλος η διαφορετική, και πάλι περιθωριακή, αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μεταβάλλει την κατάσταση πραγμάτων. Ο ρόλος Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι απλά συμβουλευτικός και τα όποια συμπεράσματά της ενέχουν βοηθητική και μόνο αποστολή στην τελική επιλογή. Η τελική κρίση εναπόκειται στην Καθ΄ ης η Αίτηση και δεν υφίσταται υποχρέωση εκ μέρους της αιτιολόγησης της όποιας αποστασιοποίησής της από τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Με βάση το σύνολο των πιο πάνω, η απόφαση της Καθ΄ ης η Αίτηση να επιλέξει ως καταλληλότερο υποψήφιο το Ενδιαφερόμενο Μέρος για τους λόγους που αναλυτικά παρέθεσε στο σκεπτικό λήψης της, ενέπιπτε σαφώς εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν έχει τεκμηριωθεί σε καμία περίπτωση ότι υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής αυτής ευχέρειάς της. Η πλευρά των Αιτητών είχε το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής προκειμένου να επιτύχει ακύρωση της επίδικης πράξης. Κατάδειξης δηλαδή τέτοιας υπεροχής που να προκύπτει αβίαστα από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία. Το βάρος αυτό απέτυχε να το αποσείσει και, αναπόδραστα, οι προσφυγές οδηγούνται σε απόρριψη.
Οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές απορρίπτονται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται εις βάρος των Αιτητών και προς όφελος της Καθ΄ ης η Αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμιά διαταγή για έξοδα όσον αφορά το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.