ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D772
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1963/2012)
14 Οκτωβρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση
-----------------------------------
Σ.Α. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ν. Πετρίδου (κα), για την Καθ΄ ης η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου μετά από σχετική καταγγελία και διερεύνηση του όλου ζητήματος επέβαλε στον αιτητή στις 25.9.2012 την ποινή του προστίμου αποδοχών τριών μηνών για την πρώτη κατηγορία που ο αιτητής παραδέχθηκε και την ποινή της πειθαρχικής μετάθεσης στον Ηλεκτροπαραγωγικό Σταθμό Δεκέλειας για τη δεύτερη κατηγορία που ο αιτητής επίσης παραδέχθηκε.
Ο αιτητής είναι υπάλληλος στην Α.Η.Κ. και τέθηκε υπό διερεύνηση ως προς το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων αναφορικά με ενέργειες του να πάρει το ιδιωτικό του όχημα στις 10.3.2012 και 17.3.2012 σε πλυντήριο αυτοκινήτων με το οποίο η Α.Η.Κ. είχε σχετική συμφωνία και να το πλύνει ως να ήταν υπηρεσιακό όχημα υπογράφοντας σχετικό τιμολόγιο της Α.Η.Κ. Διορίστηκαν ερευνόντες λειτουργοί με βάση τις πρόνοιες του Πειθαρχικού Κώδικα και τους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86). Διεξήχθη πλήρης έρευνα στη λήξη της οποίας διαπιστώθηκε παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών της Α.Η.Κ. από τον αιτητή, ο οποίος κλήθηκε να απαντήσει επί τεσσάρων πειθαρχικών κατηγοριών αναφορικά με το πλύσιμο του ιδιωτικού του οχήματος στις 10.3.2012 και στις 17.3.2012. Και στις δύο περιπτώσεις ο αιτητής δήλωσε ψευδώς και υπέγραψε σχετικό έγγραφο ότι είχε πάρει για πλύσιμο σε προηγούμενη ημερομηνία το υπηρεσιακό όχημα της Α.Η.Κ. με αριθμό εγγραφής EKZ 337 και με αριθμό υπαλλήλου που δεν ανήκε στον ίδιο, αποφεύγοντας έτσι να καταβάλει το τίμημα του πλυσίματος του ιδιωτικού του οχήματος.
Σύμφωνα με τα τηρηθέντα πρακτικά την 1.8.2012, ο αιτητής δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 12.9.2012. Εκείνη την ημερομηνία ο αιτητής συνοδευόμενος από τον συνήγορο του παραδέχθηκε τις δύο πρώτες κατηγορίες που αφορούσαν τις ενέργειες του στις 10.3.2012, με αποτέλεσμα το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ. να μην προχωρήσει στην εξέταση των άλλων δύο κατηγοριών που αφορούσαν τις ενέργειες του αιτητή στις 17.3.2012. Ο συνήγορος του αιτητή αγόρευσε για μετριασμό της ποινής στη βάση πλέον της παραδοχής των δύο πρώτων κατηγοριών και το Πειθαρχικό Συμβούλιο στην επόμενη του συνεδρία ημερ. 18.9.2012, αφού αξιολόγησε όλα τα ενώπιον του στοιχεία και αφού έλαβε υπόψη ότι η πρώτη κατηγορία περιείχε στοιχείο ανεντιμότητας και η δεύτερη αφορούσε τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού προς την Α.Η.Κ., αποφάσισε να επιβάλει ξεχωριστές ποινές στην κάθε κατηγορία όπως ανωτέρω αναφέρθηκε. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή στην παρουσία του δικηγόρου του στην επόμενη συνεδρία ημερ. 25.9.2012.
Τις πειθαρχικές ποινές που επιβλήθηκαν επιδιώκει τώρα να ακυρώσει ο αιτητής με την υπό εξέταση προσφυγή του στη βάση του ότι επιβλήθηκε στην ουσία διπλή ποινή για ένα και μόνο παράπτωμα κατά παράβαση του Κανονισμού 3(2) που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 44 του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ. 171, ως τροποποιήθηκε, που προνοεί ότι για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα δεν επιβάλλονται περισσότερες από μια πειθαρχικές ποινές. Η διπλή τιμωρία του αντιβαίνει επίσης το Άρθρο 12 του Συντάγματος, είναι υπερβολική και δυσανάλογη με το αδίκημα και την παραδοχή αυτού, οι ποινές επιβλήθηκαν χωρίς δέουσα αιτιολογία και χωρίς να εξατομικευθούν με επάρκεια.
Η αντίθετη θέση της Α.Η.Κ. είναι ότι ο αιτητής αντιμετώπιζε αρχικά τέσσερεις κατηγορίες με αποτέλεσμα να παραδεχθεί τις δύο και στην ουσία να αποσυρθούν οι επόμενες για αδικήματα που στηρίζονταν σε διαφορετική νομική βάση και παρέπεμπαν σε δύο διαφορετικά πειθαρχικά παραπτώματα με βάση το κατηγορητήριο, όπως προνοεί ο Κανονισμός 52(1) της Κ.Δ.Π. 291/86. Οι ενέργειες του αιτητή εμπεριείχαν στοιχεία έλλειψης τιμιότητας που ήσαν ταυτόχρονα δυσφημιστικές για την Α.Η.Κ. και το Πειθαρχικό Συμβούλιο επέβαλε τις ποινές εντός των ορίων των εξουσιών του αφού έλαβε υπόψη όλα τα γεγονότα περιλαμβανομένης και προηγούμενης παρόμοιας συμπεριφοράς του αιτητή. Περαιτέρω, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία επέμβασης στο θέμα της επιλογής της ποινής από Πειθαρχικό Συμβούλιο εκτός και εάν αυτό έχει προδήλως υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Το Δικαστήριο δεν δύναται να ελέγξει την αυστηρότητα της ποινής και την υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το ίδιο το διοικητικό όργανο που είναι σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει το βαθμό υπαιτιότητας του υπαλλήλου ώστε να επιβάλει σ΄ αυτόν και την ανάλογη ή ανάλογες ποινές.
Η προσφυγή είναι χωρίς έρεισμα. Είναι σαφές από τους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδιξ Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου) Κανονισμούς του 1985, (Κ.Δ.Π. 109/85), ότι υπάλληλος της Α.Η.Κ. υπόκειται με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 2(1), σε πειθαρχική δίωξη εάν (α) διαπράξει ποινικό αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα και (β) εάν ενεργήσει ή παραλείψει τι κατά τρόπο που ισοδυναμεί προς παράβαση οποιωνδήποτε καθηκόντων του ως υπαλλήλου. Τα καθήκοντα αυτά, ως εξηγείται στο άρθρο 2(2), περιλαμβάνουν κάθε καθήκον ή υποχρέωση που επιβάλλεται στον υπάλληλο δυνάμει του Νόμου ή τους εκδοθέντες Κανονισμούς, εγκυκλίους, διαταγές ή οδηγίες.
Ο Καν. 2(1)(β) αποτέλεσε τη νομιμοποιητική βάση των δύο κατηγοριών που παραδέχθηκε ο αιτητής. Οι δύο αυτές κατηγορίες βασίζονταν επίσης στους Καν. 52(1)(α) και 52(1)(ε) αντίστοιχα της Κ.Δ.Π. 291/86 που αφορούν σε δύο διαφορετικά καθήκοντα και υποχρέωσεις που ο υπάλληλος οφείλει να τηρεί, ήτοι, (α) να είναι πιστός και να σέβεται το Νόμο και (ε) να μην ενεργεί ή παραλείπει ή συμπεριφέρεται κατά τρόπον ο οποίος δυνατόν να δυσφημίσει την υπηρεσία γενικώς ή τη θέση αυτού ειδικώς, ή, ο οποίος δύναται να τείνει εις κλονισμόν της εμπιστοσύνης του κοινού προς την Αρχή. Οι λεπτομέρειες κάθε κατηγορίας υποστήριζαν ορθά την κάθε μία εξ αυτών.
Ο αιτητής στην παρουσία του δικηγόρου του παραδέχθηκε τις δύο κατηγορίες και ουδέποτε έθεσε θέμα είτε πολλαπλότητας, είτε ασάφειας, είτε μη δυνατότητας επιβολής ποινής σε κάθε μια των κατηγοριών λόγω του ότι θα επιβαλλόταν διπλή τιμωρία για ένα και το αυτό αδίκημα. Αντίθετα ζητήθηκε η επιείκεια του Πειθαρχικού Συμβουλίου λέγοντας ότι και «οι δύο κατηγορίες .. αφορούν ένα αδίκημα μιας ημερομηνίας». Και περαιτέρω ότι «λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της συγκεκριμένης Πρώτης και της Δεύτερης Κατηγορίας που .. αφορούν μόνο ένα αδίκημα ...» θα έπρεπε να επιδειχθεί επιείκεια. Το γεγονός επομένως είναι ότι το αδίκημα που διέπραξε ο αιτητής επέφερε παράβαση δύο διαφορετικών υποχρεώσεων του ως υπαλλήλου της Α.Η.Κ. Και η επίκληση του Καν. 3(2) δεν βοηθά τον αιτητή διότι ο Κανονισμός ρητά προνοεί ότι «ένεκα του αυτού πειθαρχικού αδικήματος μια ποινή επιβάλλεται.». Εδώ η ενέργεια του αιτητή να παρουσιάσει το ιδιωτικό του όχημα για πλύσιμο στις 10.3.2012 ως να ήταν όχημα της Α.Η.Κ. ώστε να αποφύγει τη σχετική πληρωμή ενείχε διπλή διάσταση: και έλλειψη τιμιότητας και δυσφήμιση προς την υπηρεσία του εφόσον το πλυντήριο στο οποίο επιδίωξε την αποφυγή της πληρωμής ήταν πλυντήριο συμβεβλημένο με την Α.Η.Κ. για πλύσιμο των υπηρεσιακών της οχημάτων.
Όπως μια αξιόποινη πράξη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαφορετικών κατηγοριών διότι κατατάσσονται σε διάφορες ποινικές απαγορεύσεις, έτσι και ένα παράπτωμα ή αδίκημα μπορεί να ενταχθεί κάτω από διάφορες απαγορευτικές διατάξεις που συνιστούν πειθαρχικές απαγορεύσεις. Ο Καν. 3 της Κ.Δ.Π. 109/85, όπως αντικαταστάθηκε από την Κ.Δ.Π. 142/95, γενικά ενσωματώνει την αρχή του ne bis in ibem. Το εδάφιο (1) αναγνωρίζει ότι κανένας υπάλληλος της Α.Η.Κ. δεν διώκεται εκ δευτέρου για το ίδιο παράπτωμα και το εδάφιο (2) αφορά το αυτονόητο ότι για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα μόνο μια ποινή είναι δυνατόν να επιβληθεί. Ακολουθεί επιφύλαξη με βάση την οποία ρητά προνοείται ότι ακόμη και για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, η ποινή της επίπληξης ή αυστηρής επίπληξης μπορεί να επιβληθεί μαζί με κάθε ποινή που καθορίζεται στον Καν. 6 και που προνοεί για πειθαρχική μετάθεση, διακοπή ετήσιας προσαυξήσεως, αναβολή ετησίας προσαυξήσεως, πρόστιμο μέχρι αποδοχών τριών μηνών κ.ά. Τέτοια ρύθμιση είναι επιτρεπτή και απαντάται και σε άλλα νομοθετήματα ή δευτερογενή νομοθεσία, (δέστε Γιάγκος Μικελλίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, υπόθ. αρ. 1720/2010, ημερ. 30.3.2012).
Ως προς την αυστηρότητα ή το αδικαιολόγητο των επιβληθεισών πειθαρχικών ποινών αυτό ανάγεται καθαρά εντός της διακριτικής ευχέρειας του πειθαρχικού οργάνου. Είναι σαφώς νομολογημένο ότι δεν ελέγχεται η αυστηρότητα της επιβληθείσας ποινής εκτός όπου διαπιστώνεται κατάχρηση ή κακή χρήση διακριτικής εξουσίας. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει προς έλεγχο της καθαυτής αυστηρότητας της ποινής, ούτε δύναται να επανεκτιμήσει ή να ελέγξει την υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το πειθαρχικό όργανο στην ευχέρεια του οποίου πρωτίστως αφήνεται η επιλογή της ποινής και το ύψος της. Εφόσον η ποινή ή ποινές είναι εντός της αρμοδιότητας του πειθαρχικού οργάνου το οποίο δεν ενήργησε εκτός των ακραίων ορίων της ευχέρειας του, τηρουμένης και της αρχής της αναλογικότητας, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης, (Θεότη ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1144, Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508, Γεωργιάδης ν. Ε.Δ.Υ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 515 και Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 6/2007, ημερ. 26.3.2009, επικυρωθείσα κατ΄ έφεση με την Α.Ε. αρ. 69/2009, ημερ. 11.2.2013).
Ένας υπάλληλος πρέπει να είναι νομοταγής γενικώς, αλλά και ειδικώς, στη βάση των όρων εργασίας του. Πρέπει να διακατέχεται από τις εγγενείς αρετές του ανθρώπου που είναι αυτονόητες για τη θέση του και που επαναλαμβάνονται στην ουσία σε κάθε σχετικό νομοθέτημα ή δευτερογενή πειθαρχική νομοθεσία. Εδώ, το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ., έλαβε κάθε τι υπόψη. Ό,τι λέχθηκε από το συνήγορο του αιτητή, το όλο ενώπιον του υλικό και τα τεκμήρια, το γεγονός ότι η μια κατηγορία περιείχε στοιχείο έλλειψης τιμιότητας και η δεύτερη στοιχείο εμπιστοσύνης του κοινού προς τον οργανισμό και το γεγονός της παραδοχής που λειτουργούσε ως ελέχθη, και ορθά, ως μετριαστικός παράγων. Παρεμβάλλεται εδώ ότι η παραδοχή δεν ήταν άμεση, αλλά έγινε στη δεύτερη συνεδρία ως αποτέλεσμα της οποίας αποσύρθηκαν άλλες δύο κατηγορίες που αφορούσαν άλλη ημερομηνία. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έλαβε επίσης υπόψη και προηγούμενη καταδίκη του αιτητή για κατάχρηση χρημάτων το 2004, που όπως ορθά υπέδειξε η κα Πετρίδου στην αγόρευση της, δεν είχε παραγραφεί με βάση τον Καν. 7(1) που προνοεί για παραγραφή μετά από δέκα έτη. Το προηγούμενο αδίκημα είχε τελεσθεί στις 25.5.2004, και στον αιτητή είχε επιβληθεί η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού σε κατώτερη θέση, όπως απορρέει από το διοικητικό φάκελο Τεκμήριο Α2, ερ. 104.
Δεν διαπιστώνεται επομένως κακή χρήση διακριτικής ευχέρειας που σύμφωνα με τον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η Έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 140, παρ. 513, έγκειται στη δυσαρμονία μεταξύ του κανόνα δικαίου που θεσπίζεται με την ατομική πράξη, με τον απρόσωπο κανόνα δικαίου.
Η αιτιολογία που δόθηκε είναι πλήρης και περιέχεται με επάρκεια στην ίδια την πειθαρχική ποινή. Κρίθηκε επιβεβλημένη η επιβολή ξέχωρης ποινής για κάθε κατηγορία ενόψει των όλων συνθηκών και της προηγούμενης συμπεριφοράς του αιτητή. Η απόφαση να επιβληθεί ξέχωρη ποινή για κάθε μια από τις κατηγορίες που αντιμετώπισε ο αιτητής είχε αναγωγή στα όλα περιστατικά του τρόπου ενέργειας του αιτητή. Ήταν απόφαση εντός της ευχέρειας του πειθαρχικού οργάνου, το οποίο συζήτησε την επιβολή και το είδος των ποινών, ενώ υπήρξε εισήγηση ακόμη και για απόλυση. Εν τέλει οι ποινές που επιβλήθησαν ήταν ομόφωνες.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ΄ ης.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ