ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D753
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1663/2011)
9 Oκτωβρίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΑΝΔΡΕΑ,
Αιτητή,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ/Η
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Α. Ευσταθίου (κα), για τον αιτητή
Α. Zερβού (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ: Με την υπό εξέταση προσφυγή ο αιτητής αποβλέπει σε δήλωση και/ή διαταγή του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 6.10.11, με την οποία (α) προσέδωσαν στην πειθαρχική ποινή της αναβολής ετήσιας προσαύξησης σωρευτικό χαρακτήρα μέχρι του ανωτάτου σημείου της κλίμακας του και (β) δεν τον κατάταξαν στην κλίμακα Α5 από 3.1.06 είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Το ιστορικό της υπόθεσης παραπέμπει σε πειθαρχικό παράπτωμα που διαπράχθηκε το 1995 και οριοθετείται από τα ακόλουθα αδιαμφισβήτητα γεγονότα:
Ο αιτητής προσελήφθη στην Αστυνομία Κύπρου (στο εξής «η Αστυνομία») ως δόκιμος αστυφύλακας τον Ιανουάριο του 1994 και μερικούς μήνες μετά, τον Νοέμβριο του 1995, έγινε δεκτός στην Αστυνομική Ακαδημία για εκπαίδευση στη Δεύτερη Φάση της βασικής Σειράς Νεοσυλλέκτων.
Διαρκούσης της εκπαίδευσης του περιέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της ιδιωτικής απασχόλησης - ενώ τελούσε υπό αναρρωτική άδεια εργαζόταν τα βράδια σε δισκοθήκη - και στις 2.4.1996 η Πειθαρχική Επιτροπή του επέβαλε βάσει του κανονισμού 16(1)(δ) του Πειθαρχικού Κώδικα της Αστυνομίας την ποινή της αναβολής της ετήσιας προσαύξησης για περίοδο δύο χρόνων και, περαιτέρω, εισηγήθηκε την παράταση της νομιμοποίησης του για όσο χρόνο κρίνει ο Αρχηγός της Αστυνομίας. Παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Επιτροπής.
«Στην συγκεκριμένη περίπτωση η αρμόζουσα ποινή δεν έπρεπε να είναι άλλη από την απόλυση. Η Επιτροπή όμως έχει προβληματιστεί τα μέγιστα από την ιδιάζουσα οικογενειακή και οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου και για το λόγο αυτό ομόφωνα αποφάσισε να επιβάλει στον κατηγορούμενο την ποινή της Αναβολής της Ετήσιας Προσαύξησης του για Περίοδο Δύο Χρόνων με την ελπίδα ότι ο κατηγορούμενος δεν θα απασχολήσει μελλοντικά την Υπηρεσία για πειθαρχικά παραπτώματα.
Πέραν της ποινής αυτής η Επιτροπή εισηγείται την παράταση του χρόνου μονιμοποίησης του για όση χρονική περίοδο χρειαστεί ο Αρχηγός Αστυνομίας να πεισθεί ότι ο κατηγορούμενος επιδεικνύει τέτοια συμπεριφορά που να δικαιολογεί την μονιμοποίησή του.»
Ο Αρχηγός της Αστυνομίας ενέκρινε τελικά τη μονιμοποίηση του αιτητή στη θέση του αστυφύλακα το Μάιο του 1998, αλλά με αναδρομική ισχύ από 3.1.1994. Με αυτό το δεδομένο ο αιτητής θα τοποθετείτο κανονικά στην κλίμακα Α5 στις 3.1.06, αλλά εξαιτίας της πειθαρχικής ποινής της αναβολής ετήσιας προσαύξησης για δύο χρόνια και του γεγονότος ότι για περίοδο τριών μηνών βρισκόταν σε διαθεσιμότητα, η τοποθέτηση του στην κλίμακα Α5 έγινε με απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερ. 5.1.09 στις 1.12.08.
Ο αιτητής πρόσβαλε τη νομιμότητα της απόφασης του Αρχηγού με την προσφυγή 331/09, επιδιώκοντας επιπρόσθετα και δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να τον τοποθετήσουν στην κλίμακα Α5 από 3.1.06 ήταν άκυρη και παράνομη.
Το Δικαστήριο, αφού μελέτησε ό,τι τέθηκε ενώπιον του, ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση του Αρχηγού με απόφαση ημερ. 9.5.11. Επισήμανε συναφώς ότι η εν λόγω απόφαση βασίστηκε στα όσα ισχύουν στη Δημόσια Υπηρεσία, όπου σύμφωνα με τον Κανονισμό 27 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1995 «. προνοείται ότι, όταν μια προσαύξηση αναβληθεί, δεν αποκαθίσταται και το αποτέλεσμα της αναβολής είναι σωρευτικό μέχρις ότου ο υπάλληλος φτάσει στο ανώτατο σημείο της κλίμακας του». Όμως, όπως κρίθηκε από το Δικαστήριο, στον περί Αστυνομίας Νόμο και Κανονισμούς δεν εντοπίζεται οτιδήποτε που να δείχνει ότι τα όσα ισχύουν στη Δημόσια Υπηρεσία, αναφορικά με τις πειθαρχικές ποινές, ισχύουν κατ΄ αντιστοιχία ή κατ΄ αναλογία και στην Αστυνομία. Κατ΄ ακολουθία τούτου το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή μερικώς την προσφυγή του αιτητή, με το αιτιολογικό ότι οι καθ΄ ων η αίτηση θα έπρεπε να ερμηνεύσουν την πειθαρχική ποινή - την αναβολή της ετήσιας προσαύξησης για δύο χρόνια - «με τα όσα ισχύουν στην Αστυνομία και να μη θεωρήσουν, κατ΄ ανάγκη, ότι τα όσα ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους ισχύουν και για τους αστυνομικούς κατ΄ αντιστοιχία». Θεώρησε, όμως, ότι με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του δεν ήταν σε θέση να εγκρίνει τη δεύτερη θεραπεία που ζητούσε ο αιτητής - σύμφωνα με την οποία η μισθολογική του ανέλιξη στην κλίμακα Α5 θα έπρεπε να είχε γίνει από 3.1.06 - και για το θέμα αυτό σημείωσε πως «Οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν την ευχέρεια να μελετήσουν την υπόθεση του αιτητή και να καταλήξουν σε νομικά ορθά συμπεράσματα, χωρίς όμως να θεωρούν ότι δεσμεύονται από τα όσα ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους».
Η απόφαση του Δικαστηρίου τέθηκε υπόψη του Αρχηγού της Αστυνομίας, ο οποίος με απόφαση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 6.10.2011 προσέδωσε στην πειθαρχική ποινή της αναβολής ετήσιας προσαύξησης σωρευτικό χαρακτήρα μέχρι του ανώτατου σημείου της κλίμακας του αιτητή. Συγκεκριμένα, ερμηνεύοντας την πειθαρχική ποινή της αναβολής ετήσιας προσαύξησης με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, αποφάνθηκε ότι έχει την έννοια πως «Η ημερομηνία που οφείλεται η ετήσια προσαύξηση αναβάλλεται για την περίοδο για την οποία έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή και η ημερομηνία από την οποία παραχωρείται τελικά, καθίσταται η νέα ημερομηνία προσαύξησής σας. Το αποτέλεσμα της αναβολής ετήσιας προσαύξησης έχει σωρευτικό χαρακτήρα μέχρις ότου φθάσετε στο ανώτατο σημείο της κλίμακας σας».
Ο αιτητής διαφωνεί με την ερμηνεία που έδωσε ο Αρχηγός της Αστυνομίας σε ποινή που του επιβλήθηκε το 1996, θεωρώντας ότι είναι δυσανάλογη με το πειθαρχικό παράπτωμα που διέπραξε αφού επέφερε ουσιαστικές επιπτώσεις στη μισθολογική του ανέλιξη μέχρι και το 2008. Εξ ου και η προσβολή της (ερμηνευτικής) απόφασης με την παρούσα προσφυγή, την οποία ναι μεν προώθησε στη βάση τριών ακυρωτικών λόγων - παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας και κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας - αλλά με επίκεντρο της επιχειρηματολογίας τον όρο «αναβολή της ετήσιας προσαύξησης», όπως ο όρος αυτός επεξηγείται στην Αστυνομική Διάταξη 1/33 η οποία εκδόθηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας σύμφωνα με το άρθρο 2(1) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν.73(1)/2004). Την ίδια Διάταξη επικαλέστηκε και η άλλη πλευρά προκειμένου να υποστηρίξει την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης από όλες τις απόψεις.
Μελέτησα με προσοχή όλα τα στοιχεία που περιέχονται στο δικαστικό φάκελο και στον προσωπικό φάκελο του αιτητή, καθώς επίσης και τις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Όπως έχει σημειωθεί οι προωθηθέντες λόγοι ακύρωσης έχουν στο επίκεντρο τους την ερμηνεία που δόθηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας στην πειθαρχική ποινή της αναβολής ετήσιας προσαύξησης για δύο χρόνια, όπως ήταν ουσιαστικά και η προτροπή του Δικαστηρίου στην προσφυγή 331/09 ημερ. 9.5.11. Συμφωνώντας με τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των μερών, θεωρώ ότι το θέμα θα πρέπει να εξεταστεί στη βάση των προνοιών της Αστυνομικής Διάταξης 1/33 και συγκεκριμένα των προνοιών που αφορούν τις «Ετήσιες Προσαυξήσεις». Επί του προκειμένου θεωρώ χρήσιμη την αυτούσια παράθεση του σχετικού μέρους της Διάταξης που, κατά την άποψή μου, θα οδηγήσει και στο ζητούμενο. Την διαμόρφωση, δηλαδή, δικαστικής κρίσης επί της ορθότητας ή όχι της ερμηνείας που απέδωσε ο Αρχηγός της Αστυνομίας στο υπό συζήτηση θέμα.
«1. ΕΤΗΣΙΕΣ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΕΙΣ
(1) Ετήσια προσαύξηση είναι η καθορισμένη αύξηση του μισθού, δεδομένου ότι ικανοποιούνται ορισμένες προϋποθέσεις, όσον αφορά την καταλληλότητα του μέλους. Η προσαύξηση χορηγείται κάθε χρόνο, μέχρις ότου το μέλος φθάσει στο ανώτατο όριο της μισθολογικής κλίμακας της θέσης του.
(2) Οι κυριότερες προϋποθέσεις της καταλληλότητας του μέλους είναι οι εξής: η επάρκεια, η επιμέλεια και η πιστή εκτέλεση των καθηκόντων του.
(3) Αν για οποιοδήποτε από τους πιο κάτω λόγους η ετήσια προσαύξηση δε χορηγείται κατά την ημερομηνία που πρέπει να χορηγηθεί, τότε ακολουθείται μια από τις πιο κάτω διαδικασίες:-
(α) Διακοπή προσαύξησης σημαίνει ότι δε χορηγείται για καθορισμένη περίοδο. Χορηγείται όμως, όταν τελειώσει η περίοδος για την οποία διακόπηκε, αλλά το μέρος του μισθού που αποκόπηκε δεν επανακτάται. Η ημερομηνία προσαύξησης παραμένει η ίδια. Η διακοπή προσαύξησης έχει την έννοια «προστίμου», αλλά δεν έχει συσσωρευτικό χαρακτήρα. Η ετήσια προσαύξηση μπορεί να διακοπεί για πειθαρχικούς λόγους ή για ανεπάρκεια.
(β) Κατακράτηση προσαύξησης σημαίνει ότι η χορήγηση της προσαύξησης δε γίνεται στην ημερομηνία που το μέλος τη δικαιούται, αλλά αναβάλλεται για καθορισμένη περίοδο. Μετά που θα λήξει η περίοδος της κατακράτησης, θα ληφθεί απόφαση αν θα χορηγηθεί ή όχι. Όταν ληφθεί απόφαση να χορηγηθεί η προσαύξηση που κατακρατήθηκε, τότε ακολουθείται μια από τις πιο κάτω διαδικασίες:-
(ι) Χορηγείται από την ημερομηνία που κατακρατήθηκε, οπότε το μέλος δε έχει μισθοδοτική απώλεια, ή
(ιι) Χορηγείται σαν να διακόπηκε, οπότε το μέλος έχει μισθοδοτική απώλεια, δηλαδή δε δικαιούται τις προσαυξήσεις από την ημερομηνία που η προσαύξηση κατακρατήθηκε, μέχρι την ημερομηνία που επανακτήθηκε,
(ιιι) Χορηγείται σαν να αναβλήθηκε (Επενεργεί όπως εξηγείται στον όρο «Αναβολή Προσαύξησης»).
(γ) Αναβολή προσαύξησης σημαίνει ότι η χορήγηση της προσαύξησης αναβάλλεται, μέχρις ότου το μέλος καταστεί κατάλληλο για να του χορηγηθεί η προσαύξηση. Αποτέλεσμα, η ημερομηνία προσαύξησης του να γίνεται η μετέπειτα ημερομηνία που του χορηγήθηκε η προσαύξηση. Έτσι η «Αναβολή Προσαύξησης» έχει συσσωρευτικό χαρακτήρα και το μέλος χάνει μέρος του μισθού, μέχρις ότου φθάσει το ανώτατο όριο της μισθολογικής του κλίμακας. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η ετήσια προσαύξηση «αναβάλλεται» σε σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, οπότε επενεργεί ως πολύ σοβαρή τιμωρία. Αναβάλλεται επίσης για λόγους ανεπάρκειας, μη ικανοποιητικής εργασίας ή κακής διαγωγής του μέλους. Όταν η ετήσια προσαύξηση αναβάλλεται για άλλους λόγους και όχι σαν αποτέλεσμα τιμωρίας για πειθαρχικό παράπτωμα, ο Αρχηγός της Αστυνομίας ενημερώνει τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και ζητά την έγκριση του.».
Όπως επισημάνθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση με αναφορά στη διαδικασία της παραγράφου (3)(γ) ανωτέρω - επισήμανση με την οποία συμφωνώ - η ποινή της αναβολής της ετήσιας προσαύξησης έχει ως αποτέλεσμα, αφενός, ότι η χορήγηση της προσαύξησης αναβάλλεται μέχρις ότου το μέλος στο οποίο επιβλήθηκε η ποινή καταστεί κατάλληλο για να του χορηγηθεί η προσαύξηση και, αφετέρου, η ημερομηνία προσαύξησης του να γίνεται η μετέπειτα ημερομηνία που του χορηγήθηκε η προσαύξηση. Με τελικό αποτέλεσμα, όπως εξάλλου αποσαφηνίζεται στην υπό αναφορά παράγραφο (3)(γ), ότι «. η «Αναβολή Προσαύξησης έχει σωρευτικό χαρακτήρα και το μέλος χάνει μέρος του μισθού, μέχρις ότου φθάσει το ανώτατο όριο της μισθολογικής του κλίμακας». Κατά συνέπεια το βασικό παράπονο του αιτητή, το οποίο αντιστοιχεί και στην πρώτη θεραπεία που ζητά με την προσφυγή του, ότι οι καθ΄ ων η αίτηση λανθασμένα και/ή παράνομα «. απέδωσαν και/ή προσέδωσαν στην πειθαρχική ποινή της αναβολής ετήσιας προσαύξησης σωρευτικό χαρακτήρα μέχρι του ανώτατου σημείου της κλίμακας του» δεν ευσταθεί. Αντίθετα, η προσβαλλόμενη (ερμηνευτική) απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση βασίστηκε πλήρως στο πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο - δηλαδή στην Αστυνομική Διάταξη 3/1 που πραγματεύεται τις ετήσιες προσαυξήσεις και ειδικά την παράγραφο (3)(γ) που αφορά την αναβολή της προσαύξησης - ως ήταν και η προτροπή του Δικαστηρίου με την απόφαση του ημερ. 9.5.11 στην προσφυγή 331/09 και κατ΄ ακολουθία τούτου η προσφυγή δεν έχει προοπτικές επιτυχίας. Όσο δε αφορά το παράπονο του αιτητή ότι η ερμηνεία που έδωσε ο Αρχηγός της Αστυνομίας σε ποινή που του επιβλήθηκε το 1996 είναι δυσανάλογη με το πειθαρχικό αδίκημα που διέπραξε, αφού επέφερε ουσιαστικές επιπτώσεις στη μισθολογική του ανέλιξη μέχρι το 2008, κρίνω ότι δεν ευσταθεί εν πάση περιπτώσει για δύο λόγους. Ο πρώτος, όπως τονίζεται και στην προαναφερθείσα παράγραφο (3)(γ) της υπό συζήτηση Αστυνομικής Διάταξης, η ετήσια προσαύξηση «αναβάλλεται» σε σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, οπότε επενεργεί ως πολύ σοβαρή τιμωρία. Και το πειθαρχικό παράπτωμα στο οποίο υπέπεσε ο αιτητής ήταν πολύ σοβαρό - ενώ τελούσε υπό αναρρωτική άδεια εργαζόταν τα βράδια σε δισκοθήκη χωρίς την άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και μάλιστα αφού είχε ήδη καταδικαστεί προηγουμένως για μια ακόμη φορά για παρόμοιο παράπτωμα - σε βαθμό που η Πειθαρχική Επιτροπή, επιβάλλοντας την ποινή, σημείωσε ότι η αρμόζουσα ποινή στην περίπτωση του θα έπρεπε να ήταν η απόλυση. Δεν του επέβαλε όμως την ποινή της απόλυσης για τους λόγους που παράθεσε στην απόφασή της, αλλά όπως σημειώνεται και στην υπό αναφορά Αστυνομική Διάταξη η ποινή που του επέβαλε ήταν πολύ σοβαρή καθότι υπέπεσε σε πολύ σοβαρό παράπτωμα. Όσον αφορά το δεύτερο λόγο, όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο αιτητής θα τοποθετείτο κανονικά στην κλίμακα Α5 στις 3.1.06 νοουμένου βεβαίως ότι δεν του είχε επιβληθεί η ποινή της ετήσιας προσαύξησης για δύο χρόνια και νοουμένου ότι δεν είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα για τρεις μήνες. Επομένως, υιοθέτηση της θέσης του ότι θα έπρεπε να τοποθετηθεί στην κλίμακα Α5 από 1.3.06 θα είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των αποτελεσμάτων της ποινής και της μετατροπής της σε θεωρητική ποινή. Υλοποιούμενης όμως της ποινής, ο αιτητής σε καμιά περίπτωση δεν δικαιούταν προσαύξηση πριν την 1.4.2008, όπως εξάλλου αναφέρεται και στην απόφαση στην προσφυγή 331/09, όπου επισημάνθηκε ότι «Στην πραγματικότητα η ανέλιξη του (αιτητή) θα έπρεπε να είχε γίνει την 1.4.2008. Επειδή όμως την 10.11.2006 καταδικάστηκε σε άλλο πειθαρχικό παράπτωμα (ένεκα της καταδίκης του σε ποινική υπόθεση για οδήγηση με ληγμένη άδεια κυκλοφορίας), του κατασχέθηκαν δύο επιδόματα καλής διαγωγής και, σαν συνέπεια αυτής της ποινής, η ανέλιξη του καθυστέρησε για άλλους οχτώ μήνες (μέχρι να συμπληρωθούν τα δύο χρόνια από 10.11.2006) και έγινε τελικά την 1.12.2008».
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση, η δε προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ