ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D763
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1636 /10)
10 Οκτωβρίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δικαστής]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΙΠΙΓΚΑΣ
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ης η αίτηση.
-----------------------
Α.Σ.Αγγελίδης, για τον αιτητή
Eλ.Παπαγεωργίου, (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την καθ΄ης η αίτηση
Ρ.Καλλιγέρου, (κα.), για τα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την προαγωγή της Σωτηρούλας Βασιλείου (ενδιαφερόμενη 1) και Κυριάκου Χαραλάμπους (ενδιαφερόμενος 2), στη θέση του Βοηθού Διευθυντή Κλινικής, Ιατρικές Υπηρεσίες Δημοσίας Υγείας.
Στις 13 Μαϊου 2008 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας ζήτησε την πλήρωση μιας κενής θέσης Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, στην ειδικότητα της Γυναικολογίας. Η θέση αυτή δημοσιεύθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2008.
Στις 11 Νοεμβρίου 2008 όλες οι υποβληθείσες αιτήσεις είχαν αποσταλεί στη Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας, υπό την ιδιότητα της ως Προέδρου της αρμοδίας Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Εκκρεμούσης της διαδικασίας και συγκεκριμένα στις 17 Νοεμβρίου 2008 ζητήθηκε η πλήρωση ακόμη μιας κενής θέσης Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, επίσης στην ειδικότητα της Γυναικολογίας. Η ΕΔΥ αποφάσισε στις 27 Νοεμβρίου 2008 την ένταξη και της δεύτερης αυτής θέσης στην υφιστάμενη διαδικασία πλήρωσης.
Οι υποψήφιοι κλήθηκαν σε προφορική συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής στις 3 Ιουνίου 2009. Η εν λόγω Επιτροπή είχε προβεί σε αξιολόγηση των υποψηφίων και ο αιτητής αξιολογήθηκε ως «σχεδόν εξαίρετος», ενώ η ενδιαφερόμενη 1 ως «εξαίρετη», ο δε ενδιαφερόμενος 2 ως «σχεδόν εξαίρετος».
Σε μεταγενέστερη ημερομηνία και συγκεκριμένα στις 9 Ιουνίου 2009, η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού ενημερώθηκε για το μόνιμο διορισμό του αιτητή και ενός άλλου υποψηφίου, τους έθεσε εκτός της διαδικασίας, και σύστησε για προαγωγή τέσσερις υποψήφιους, μεταξύ των οποίων τους δύο ενδιαφερόμενους.
Η ΕΔΥ αποφάσισε στις 13 Ιουλίου 20101 ότι κακώς είχε αποκλειστεί ο αιτητής από τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τον κάλεσε σε προφορική συνέντευξη μαζί με τους άλλους υποψήφιους, η οποία είχε διεξαχθεί στις 30 Σεπτεμβρίου 2010.
Κατά την εν λόγω συνέντευξη παρόντες ήταν και ο Αναπληρωτής Διευθυντής των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας, συνοδευόμενος από το Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος (Γυναικολογίας), ο οποίος είχε προσέλθει με στόχο να βοηθήσει την ΕΔΥ κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων. Μετά τη συμπλήρωση της συνέντευξης ο Αναπληρωτής Διευθυντής μετά από διαβούλευση που είχε με το Διευθυντή της Κλινικής και αφού εξέτασε τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, σύστησε για προαγωγή τους δύο ενδιαφερόμενους.
Η ΕΔΥ με τη σειρά της αξιολόγησε τους υποψήφιους και έχοντας υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή αποφάσισε να προχωρήσει στην προαγωγή των ενδιαφερομένων.
Ο αιτητής εισηγήθηκε κατ΄αρχήν ότι, η Συμβουλευτική Επιτροπή τελούσε υπό πλάνη όταν τον έθεσε εκτός της δικαιοδοσίας και επίσης υπό πλάνη ενήργησε θεωρώντας ότι αυτός κατείχε θέση έκτακτου λειτουργού ενώ στην πραγματικότητα κατείχε θέση μόνιμου Ιατρικού Λειτουργού 1ης τάξης από τις 15 Μαϊου 2009. Συναρτάται ο λόγος αυτός και με την εισήγηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθότι η ΕΔΥ έλαβε υπόψη της την πάσχουσα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
΄Οντως, η Συμβουλευτική Επιτροπή κακώς έθεσε τον αιτητή εκτός δικαιοδοσίας. Το σφάλμα, όπως σημείωσα πιο πάνω, αναγνωρίστηκε από την ΕΔΥ και τελικώς ο αιτητής κλήθηκε σε προφορική συνέντευξη. Αναφέρονται δε τα εξής στη σχετική απόφαση της ΕΔΥ ημερ. 13 Ιουλίου 2010.
"Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και υπό το φως των εν εν γένει ενώπιόν της στοιχείων, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση, σε ημερομηνία που θα οριστεί αργότερα, τους υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή καθώς και τους υποψηφίους... και ΠΙΠΙΓΚΑ Αναστάσιο, οι οποίοι κατέχουν τη θέση Ιατρικού Λειτουργού, 1ης Τάξης (Γυναικολογίας), και όχι τη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος (Γυναικολογίας), όπως λανθασμένα θεώρησε η Συμβουλευτική Επιτροπή και τους απέκλεισε από την παραπέρα διαδικασία."
Επομένως δεν είχε επηρεαστεί με οποιοδήποτε τρόπο δικαίωμα του αιτητή, καθότι τελικώς κλήθηκε από την ΕΔΥ και οποιαδήποτε παράλειψη διορθώθηκε. (Υπόθεση αρ. 261/2010 Αναστασιάδου ν. Δημοκρατίας, 20.11.2013). Ούτε και το γεγονός ότι στην έκθεση της Συμβουλευτική Επιτροπής καταγράφεται ότι ο αιτητής εργαζόταν ως έκτακτος ιατρικός λειτουργός επηρεάζει δυσμενώς τον αιτητή, εφόσον η ΕΔΥ είχε ενώπιον της τα ορθά στοιχεία.
Στην Υπ. Αρ. 1223/2009 Πάτσαλου ν. Δημοκρατίας, 28.6.2013 αναφέρονται τα ακόλουθα τα οποία είναι σχετικά με την παρούσα υπόθεση:
"Το πιο πάνω επιχείρημα της αιτήτριας θα ήταν ορθό εάν πράγματι η Ε.Δ.Υ. είχε πλανηθεί ως εκ της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής παρασυρόμενη και η ίδια στη διαιώνιση του λάθους ώστε να μην λάβει υπόψη το επιπρόσθετο προσόν της αιτήτριας από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης. Δεν είναι όμως αυτά τα δεδομένα στην υπό κρίση περίπτωση. Η Ε.Δ.Υ. στην απόφαση της όχι μόνο εξέτασε την υποψηφιότητα της αιτήτριας, η οποία δεν είχε καν προταθεί για προαγωγή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά και αναφέρθηκε ρητά κατά την επιλογή της στα όλα δεδομένα των υποψηφίων, περιλαμβανομένης και ρητής μνείας του γεγονότος ότι η αιτήτρια κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση, προσόν το οποίο έλαβε υπόψη κατά τον τρόπο που θα αναφερθεί στη συνέχεια. Επομένως, η Ε.Δ.Υ. όχι μόνο δεν πλανήθηκε από τη λανθασμένη παράλειψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά κάλεσε ενώπιον της την αιτήτρια, ωφελώντας την έτσι με το να την καταστήσει συνυποψήφια, παρά την κατά πολύ χαμηλότερη βαθμολογία που είχε έναντι των δύο ενδιαφερομένων μερών, οι οποίοι είχαν κριθεί ως «εξαίρετοι». Δεν υπήρξε, επομένως, καμιά πλάνη και μάλιστα ουσιώδης από την Ε.Δ.Υ., η οποία είναι και το αποφασιστικό όργανο, σε αντίθεση με τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία συμβουλεύει μόνο και την οποία συμβουλή εν πάση περιπτώσει η Ε.Δ.Υ., εδώ, δεν ακολούθησε."
Με γνώμονα τα πιο πάνω οι εν λόγω λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται.
΄Ηταν περαιτέρω η εισήγηση του αιτητή ότι ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν είχαν τηρηθεί άρτια και πλήρη πρακτικά. Συγκεκριμενοποίησε το παράπονο του, λέγοντας ότι δεν αναφέρονται στα πρακτικά ποίοι ήταν παρόντες, ούτε ο χρόνος διάρκειας και τα θέματα των συνεντεύξεων προσδιορίζονται, και ότι ελλείπουν οι συζητήσεις μεταξύ των μελών.
Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Υπάρχουν και κατατέθηκαν, με το διοικητικό φάκελο, τρία πρακτικά ημερ. 29 Απριλίου 2009, 3 Ιουνίου 2009 και 9 Ιουνίου 2009. Καταγράφεται σε κάθε ένα από αυτά ξεχωριστά ποία μέλη της Συμβουλευτικής ήταν παρόντα, οι οποίοι στο τέλος τα υπογράφουν. Στα εν λόγω πρακτικά καταγράφεται η διαδικασία που ακολουθήθηκε, η αξιολόγηση που έγινε και η απόφαση που λήφθηκε. Δεν είναι απαραίτητο να καταγράφεται ο χρόνος διάρκειας συνέντευξης, ούτε και οι ερωτήσεις που υποβάλλονται. Το Παράρτημα 5 της ενστάσεως στο οποίο έκαμε αναφορά ο αιτητής, καταγράφεται η γενική εντύπωση, η οποία επισυνάφθηκε στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και δεν αποτελεί πρακτικό συνεδρίας.
Σύμφωνα με τις παραγράφους (1) και (2) του άρθρου 24 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99:
"24.—(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.
(2) Στις περιπτώσεις διορισμών ή προαγωγών επιβάλλεται η καταγραφή των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης και κάθε άλλου γεγονότος που επενεργεί στη λήψη της απόφασης. Δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης ούτε και η καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων. Οι τυχόν προσωπικές σημειώσεις των μελών σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδονται από τα μέλη αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων και αποτελούν μέρος του οικείου φακέλου."
Αναφορικά με τον αποκλεισμό του από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, χωρίς την καταγραφή λόγων, τούτο έχει εξεταστεί και διορθωθεί από την ΕΔΥ, όπως ανέφερα πιο πάνω.
΄Ηταν περαιτέρω η εισήγηση του αιτητή ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την εντύπωση που αποκόμισε από τις συνεντεύξεις και είχαν απλώς καταγραφεί γενικοί και αόριστοι χαρακτηρισμοί. ΄Ελαβε υπόψη, όπως προβλήθηκε, εξωγενή κριτήρια και συγκεκριμένα ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη στην αξιολόγηση της προσωπικότητας των υποψηφίων, στοιχεία που είναι έξω από τις απαιτήσεις του νόμου και του σχεδίου υπηρεσίας.
Θεωρώ αναγκαίο να καταγραφεί σ΄αυτό το στάδιο, η αξιολόγηση που έκαμε η Συμβουλευτική αναφορικά με τον αιτητή και τους ενδιαφερόμενους.
Αξιολόγησε τον αιτητή ως σχεδόν εξαίρετο και ανέφερε ότι:
"Με τις απαντήσεις του φάνηκε το σχεδόν εξαίρετο επίπεδο γνώσεών του. Απάντησε σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν και με καθαρή σκέψη ανέλυσε τις θέσεις του ικανοποιητικά. Έδωσε ουσιώδη και πειστικά επιχειρήματα για να τεκμηριώσει τις απόψεις του. Πρόκειται για σεμνή προσωπικότητα που εμπνέει εμπιστοσύνη."
Για την ενδιαφερόμενη 1 ανέφερε «εξαίρετη».
"Με άνεση στη χρήση της γλώσσας έδωσε εξαίρετες απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που τέθηκαν και ήταν σχετικές με τα καθήκοντα της θέσης. Με καθαρή σκέψη ανέπτυξε τις θέσεις της και κάλυψε τα θέματα βλέποντας όλες τις παραμέτρους και θέτοντας κατάλληλα επιχειρήματα για τεκμηρίωση τους. Είναι ώριμη, σοβαρή και έχει αυτοπεποίθηση."
Για τον ενδιαφερόμενο 2 «Σχεδόν εξαίρετος».
"Αντιμετώπισε την προφορική εξέταση με σχετική άνεση και ψυχραιμία. Έδωσε τεκμηριωμένες και ολοκληρωμένες απαντήσεις στα περισσότερε ερωτήματα που του τέθηκαν, παρόλο που σε κάποια αμφιλεγόμενα θέματα απόφυγε να τοποθετηθεί. Διακρίνεται για την αυτοπεποίθησή του. Σοβαρή, θετική, ευχάριστη προσωπικότητα."
Είμαι συναφώς της γνώμης ότι η αιτιολογία που δόθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως καταγράφεται πιο πάνω, ήταν επαρκής. Δεν απαιτείται η καταγραφή λεπτομερειών της συνέντευξης για να καταλήξει μια Επιτροπή στην απόφαση της. Η προφορική συνέντευξη στόχευε στην εξαγωγή και καταγραφή της γενικής εντύπωσης που αποκομίστηκε για κάθε υποψήφιο. Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε τη γενική εντύπωση που αποκόμισε κατά τη διάρκεια των προφορικών συνεντεύξεων για κάθε υποψήφιο, η οποία, κρινόμενη, θεωρείται ότι ικανοποιεί το στοιχείο της επάρκειας αναφορικά με την αιτιολογία. (Βλ. Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).
Ούτε περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή εισήγαγε εξωγενή κριτήρια έχει έρεισμα. Υπάρχει η διακριτική ευχέρεια σε μια Επιτροπή, να προχωρήσει με την επιλογή των κριτηρίων και του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων. Σκοπός της συνέντευξης είναι η διαμόρφωση, μέσω ερωτήσεων, μιας αντικειμενικής κρίσης ως προς την καταλληλότητα εκάστου υποψήφιου για τη συγκεκριμένη θέση. Ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη της στοιχεία έξω από το σχέδιο υπηρεσίας παρέμεινε ατεκμηρίωτος. (Βλ. Υπόθ. Αριθμ. 969/2009 Στυλιανίδης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6 Μαϊου 2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, απαιτούμενα προσόντα είναι «η ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθικρισία».
Ο αιτητής παραπονείται ότι η διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ έπασχε, καθότι η τελευταία θα έπρεπε να είχε παραπέμψει εκ νέου το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή, να αναμένει νέα έκθεση και μετά να προχωρήσει στη διενέργεια συνεντεύξεων. Για το θέμα αυτό έχω ήδη αποφασίσει ότι η κλήση του αιτητή ενώπιον της ΕΔΥ για προφορική συνέντευξη, έχει διορθώσει το λάθος που υπήρχε. Τα δε πρακτικά της ΕΔΥ ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 2010 (Παράρτημα 13), είναι σχετικά.
Προβλήθηκε από πλευράς αιτητή ότι, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ δεν είχαν προβεί στη δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή, από πλευράς ενδιαφερόμενου 2, των απαιτουμένων προσώπων του σχεδίου υπηρεσίας. Επικεντρώθηκε η εισήγηση στο κατά πόσο αυτός πληρούσε τα προσόντα αναφορικά με την οργανωτική και διοικητική ικανότητα, όπως και υπευθυνότητα. ΄Εγινε αναφορά σε εκκρεμούσα αγωγή εναντίον του ενδιαφερομένου 2 για ιατρική αμέλεια, κάτι το οποίο, όπως εισηγήθηκε ο αιτητής, η Συμβουλευτική Επιτροπή απέκρυψε, συνεπώς όπως είπε τελούσαν υπό πλάνη.
Η διαπίστωση της κατοχής των απαιτουμένων προσόντων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου, πτυχή συνυφασμένη με τη διοικητική λειτουργία ελεγχόμενη μόνο ως προς το εύλογο της κατάληξης επί της κατοχής αυτών. ΄Οσα αναφέρει δε ο αιτητής, επί του προκειμένου, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά καθότι η εισαγωγή και προσκόμιση μαρτυρίας μέσω αγορεύσεων δεν είναι επιτρεπτή. Οι αγορεύσεις αποτελούν μέσω διερεύνησης των επιδίκων θεμάτων, αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την αναγκαιότητα προσαγωγής μαρτυρίας, που γίνεται σε άλλο στάδιο. (Βλ. Κοινότης Λυσού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 537).
Υπήρξε άλλη εισήγηση από πλευράς αιτητή ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη, και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Ειδικότερα τονίστηκε ότι, ο Αναπληρωτής Διευθυντής βοηθήθηκε κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων από το Διευθυντή της Κλινικής, χωρίς να υπάρχει καταγραμμένη η γνώμη του εν λόγων ειδικού ιατρού. Εισηγήθηκε τέλος, ότι η κρίση του Αναπληρωτή Διευθυντή αποτελεί εξωγενές στοιχείο κρίσης και εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ.
Η υπό εξέταση θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, συνεπώς η σύσταση, με βάση την παράγραφο (9) του άρθρου 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν.1/90), δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Ούτε και προκύπτει ότι η σύσταση που έγινε επί του προκειμένου από τον Αναπληρωτή Διευθυντή στηρίχθηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη. Τέθηκαν ενώπιον του οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων, τους οποίους και μελέτησε και η σύσταση δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Δεν προκύπτει επίσης από το πρακτικό της ΕΔΥ ότι έλαβε υπόψη την αξιολόγηση του Αναπληρωτή Διευθυντή αλλά τη σύσταση του, η οποία εδραζόταν σε σύνολο κριτηρίων.
Στην Υποθ. αρ. 969/2009 Στυλιανίδης ν. Δημοκρατίας ανωτέρω, ανέφερα τα εξής ως προς το θέμα της σύστασης:
"Αναφορικά με το αναιτιολόγητο της σύστασης κρίνω ότι ούτε και αυτό ευσταθεί. Η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και επομένως σύμφωνα με το άρθρο 34(9) δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Στην υπόθεση αρ.1820/08 Ντόνεβ ν. Δημοκρατίας 14 Ιουλίου 2010, όπου είχε προβληθεί παρόμοιος ισχυρισμός, αναφέρονται από τον αδελφό Δικαστή Ερωτοκρίτου, τα ακόλουθα, με τα οποία συμφωνώ:
«Ο συνήγορος του Αιτητή, προβάλλει ότι η σύσταση της Διευθύντριας δεν είναι αιτιολογημένη. Θα συμφωνήσω με τη συνήγορο των Καθ' ων η αίτηση, ότι λόγω του ότι η επίδικη θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία η Διευθύντρια δεν έχει υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασης της (βλ Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 83). Όμως, στην Απάντηση του ο δικηγόρος του Αιτητή προσθέτει ότι ενόψει των αποφασισθέντων στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αντώνη Καφά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 103/05, ημερομηνίας 1.2.10, η ενέργεια της Διευθύντριας να προβεί σε αξιολόγηση των υποψηφίων από την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση, συνιστά αναρμόδια ανάμειξη.»
«Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης, ευσταθεί.
Ο ρόλος της παρουσίας της Διευθύντριας κατά την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον της ΕΔΥ, είναι η υποβοήθηση της τελευταίας να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον κάθε υποψήφιο, βασιζόμενη σε προηγούμενες γνώσεις σε σχέση με αυτούς. Η αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη είναι αρμοδιότητα της ΕΔΥ, οπότε όπως διευκρινίζεται στην Καφά, ανωτέρω, μια τέτοια ενέργεια συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση στο έργο της ΕΔΥ, εφόσον η εντύπωση της Διευθύντριας από τη συνέντευξη, συνιστά εξωγενή παράγοντα. Όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε στα πρακτικά που να υποδεικνύει ότι η Διευθύντρια στηρίχθηκε στις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων για να καταλήξει στη σύστασή της. Επομένως, τα όσα αποφασίστηκαν έστω και obiter στην Καφά, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.»
Αναφορικά με το θέμα συνοδείας του Αναπληρωτή Διευθυντή από ειδικό ιατρό, τούτο επιτρέπεται με βάση την παράγραφο 2 του άρθρου 21 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99). Η παρουσία αρμοδίων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων στοχεύει στην παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών και επιβάλλεται όπως, τα εν λόγω άτομα, αποχωρήσουν πριν τη λήψη σχετικής απόφασης. Υπάρχει προς τούτο και το άρθρο 17 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, το οποίο επιτρέπει στην ΕΔΥ, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, να ζητήσει από οποιοδήποτε υπάλληλο βοήθεια αναφορικά με ζήτημα το οποίο την απασχολεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εν λόγω ειδικός ιατρός συνόδευσε τον Αναπληρωτή Διευθυντή ακριβώς για να βοηθήσει την Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση και αυτός αποχώρησε πριν τη συζήτηση του θέματος από την ΕΔΥ.
Τέλος προβλήθηκε ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη. Δεν συμφωνώ ούτε με αυτή την εισήγηση. Η ΕΔΥ αναφέρει με επάρκεια τους λόγους για την επιλογή των ενδιαφερομένων για προαγωγή. Λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων οι υπηρεσιακές εκθέσεις, η αρχαιότητα, η απόδοση κατά τη συνέντευξη, όπως και η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή. Παραθέτω επί του προκειμένου το πιο κάτω απόσπασμα:
"Επιλέγοντας τη Βασιλείου Σωτηρούλα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ιδία την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και στις δυο περιπτώσεις και σε υψηλότερο από τους μη επιλεγέντες επίπεδο. Επιπλέον, η επιλεγείσα διαθέτει τη σύσταση του Αν. Διευθυντή. Συγκρινόμενη με τους μη επιλεγέντες δημοσίους υπαλλήλους ανθυποψηφίους της, η Βασιλείου υπερέχει ουσιαστικά σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση, κατά πέντε και πλέον έτη, και δεν υστερεί σε αξία, όπως προκύπτει από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις.
............
Επιλέγοντας τον Χαραλάμπους Κυριάκο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Εξαίρετος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε υψηλότερο ή/και στο ίδιο με τους μη επιλεγέντες επίπεδο, και ως εξαίρετος από την ιδία την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης της και σε υψηλότερο από τους μη επιλεγέντες επίπεδο. Επιπλέον, ο επιλεγείς διαθέτει τη σύσταση του Αν. Διευθυντή. Συγκρινόμενος με τους μη επιλεγέντες δημοσίους υπαλλήλους ανθυποψηφίους του, ο Χαράλαμπους υπερέχει καταφανώς σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση κατά 12 και πλέον έτη, και δεν υστερεί σε αξία, όπως προκύπτει από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις."
Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1,300 έξοδα υπέρ της καθ΄ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.