ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Nαζίρης Pένος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλη ν. Τούλας Κούλουμου (2010) 3 ΑΑΔ 293
Κούλουμου Τούλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 49
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D655
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 916/2011 και 986/2011
5 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 916/2011)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΝΙΤΑ ΚΟΝΗ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ης η Αίτηση
-----------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 986/2011)
ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ης η Αίτηση
-----------------------------------
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια στην 916/2011.
Ξένια Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια στην
986/2011.
Μαρίνα Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για
το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Άντης Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Εκτεταμένο ιστορικό καλύπτει την πλήρωση της επίδικης θέσης της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Αποτυπώνεται με επάρκεια στο μεγάλο αριθμό των προηγούμενων σχετικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
Η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά την τέταρτη επανεξέταση. Σε όλες τις προηγούμενες Ενδιαφερόμενο Μέρος ήταν η Αιτήτρια στη Συνεκδ. Προσφυγή 986/2011, κα Ευανθία Παπασάββα. Η αρχική απόφαση για προαγωγή της κας Παπασάββα λήφθηκε το 2001. Εναντίον της απόφασης αυτής ασκήθηκε η προσφυγή αρ. 262/2001, στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 15/1/2002. Ακολούθησε έφεση, η υπ΄ αριθμό 3390, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Η ΕΔΥ επανεξέτασε το θέμα και αποφάσισε να προάξει αναδρομικά την κα Παπασάββα από την 1/2/2001. Ακολούθησε νέα προσφυγή, η υπ΄ αρ. 337/2002, με την οποία και πάλι ακυρώθηκε η προσβληθείσα απόφαση, λόγω ανεπαρκούς έρευνας. Η δεύτερη επανεξέταση κατέληξε επίσης στην έκδοση απόφασης για προαγωγή της κας Παπασάββα, η οποία οδήγησε ξανά σε ακυρωτική απόφαση μέσω της προσφυγής 144/2004, ημερομηνίας 26/10/2005. Στην εν λόγω ακυρωτική απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι η κρίση της ΕΔΥ πως η κα Παπασάββα ικανοποιούσε τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας στερείτο νόμιμου ερείσματος, παρατηρώντας ότι τίποτε απ΄ όσα κατείχε δεν ικανοποιούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας και πως δεν μπορούσε το μεταπτυχιακό ή το διδακτορικό να νομιμοποιήσει την κα Παπασάββα στη διεκδίκηση της θέσης. Τα υπόλοιπα δε προσόντα της δεν ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου. Μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 144/2004 και υπό το φως των λεχθέντων από το Ανώτατο Δικαστήριο, η ΕΔΥ έκρινε ορθό, στα πλαίσια της νέας, τρίτης, επανεξέτασης, να λάβει υπόψη της και νέα στοιχεία που δεν έλαβε υπόψη στις προηγούμενες διαδικασίες. Το πλέον σημαντικό νέο στοιχείο το οποίο έλαβε υπόψη ήταν πιστοποιητικό αναγνώρισης από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., σύμφωνα με το οποίο αναγνωριζόταν η ισοτιμία και αντιστοιχία του πτυχίου Κοινωνικής Εργασίας που κατείχε η κα Παπασάββα. Με δεδομένο το νέο αυτό στοιχείο της αναγνώρισης και ισοτιμίας, η Καθ΄ης η Αίτηση έκρινε ότι η κα Παπασάββα κατείχε όλα τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και προέβηκε στην εκ νέου προαγωγή της στην προαναφερθείσα θέση της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Ακολούθησε η καταχώρηση νέας προσφυγής εκ μέρους της κας Τούλας Κούλουμου, Ενδιαφερόμενου Μέρους στις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες προσφυγές. Τέθηκε ως κεντρικός πυλώνας στήριξής της η θέση ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση και/ή πράξη της, η Καθ΄ης η Αίτηση παραβίασε το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την απόφαση στην προσφυγή 144/2004, αφού έλαβε υπόψη της νέα στοιχεία τα οποία δεν είχε δικαίωμα να λάβει και με τον τρόπο αυτό επανάνοιξε ένα ζήτημα το οποίο είχε κριθεί δικαστικά τελεσίδικα. Το Ανώτατο Δικαστήριο, πρωτόδικα, αποδέχθηκε ότι είχαν ικανοποιηθεί όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου και κατά συνέπεια λανθασμένα η Καθ΄ης η Αίτηση επανεξέτασε το θέμα κατά πόσο τα πρώτα πτυχία της κας Παπασάββα ικανοποιούσαν την πρώτη απαίτηση του σχετικού Σχεδίου Υπηρεσίας, υπό το φως του πιστοποιητικού αναγνώρισης και ισοτιμίας του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε, με τις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 195/2007 και 202/2007 (Δημοκρατία ν. Τούλας Κούλουμου (2010) 3 ΑΑΔ 293). Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας στις 16/6/2010 τις εφέσεις, έκρινε ότι οι θέσεις της Δημοκρατίας και του τότε Ενδιαφερόμενου Μέρους, της κας Παπασάββα, ότι ήταν δυνατή, ακόμη και επιβεβλημένη, η επανεξέταση της κατοχής πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου δεν ευσταθούσαν, δεδομένων των προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων, τις οποίες η ΕΔΥ σαφώς παραγνώρισε. Προεκτείνοντας έθεσε, σελ. 301, ότι η προσκόμιση νέων στοιχείων, του προαναφερθέντος πιστοποιητικού του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. «αποτελούσε στην ουσία προσβολή της προηγούμενης πραγματικής και νομικής κατάστασης, θεμελιωμένων σε πλείονες της μιας δικαστικής απόφασης... το δεδικασμένο δεν επιτρέπει αναθεώρηση ήδη κριθέντων ζητημάτων υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων, εξουδετερώνοντας έτσι την τελεσιδικία των διαφορών. Η νομοθετική, εκ των υστέρων, δυνατότητα παρουσίασης πιστοποιητικού ισοδυναμίας από το αναγνωρισμένο δια Νόμου όργανο του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., δεν θα ήταν δυνατό να αλλάξει τα κριθέντα σε βάρος, τώρα, της εφεσίβλητης - Κούλουμου.».
Η τέταρτη επανεξέταση που ακολούθησε εκ μέρους της Καθ΄ης η Αίτηση οδήγησε για πρώτη φορά στην απόφαση για προαγωγή της κας Κούλουμου στη μόνιμη θέση Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, αναδρομικά από την 1/2/2001. Η πράξη αυτή συνιστά και το αντικείμενο των υπό κρίση συνεκδικαζόμενων προσφυγών.
Είναι ουσιαστικό να καταγραφεί για σκοπούς της προσφυγής 986/2011 ότι στην πορεία επανεξέτασης η ΕΔΥ - με αναφορά στις προαναφερθείσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και κρίνοντας ότι έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο το οποίο επιβεβαιώθηκε κατ΄ επανάληψη - αποφάσισε ότι η κα Παπασάββα δεν κατέχει πρώτον πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών και πως η προσκόμιση και η εξέταση του πιστοποιητικού από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. συνιστούσε σαφή παραγνώριση και παραβίαση των δικαστικών δεδομένων. Με βάση την πιο πάνω προσέγγιση, η ΕΔΥ κατέληξε ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν επιτρέπουν την επαναδιερεύνηση του επιπέδου του πρώτου πτυχίου της κας Παπασάββα και ως εκ τούτου θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι η εν λόγω υποψήφια δεν κατείχε πρώτον πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών. Ενόψει τούτου, η ΕΔΥ έκρινε ότι η κα Παπασάββα δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης και την απέκλεισε από την περαιτέρω διαδικασία. Ως αποτέλεσμα, η ΕΔΥ, για σκοπούς της επανεξέτασης, έλαβε υπόψη δύο και μόνον υποψήφιες για την πλήρωση της προσβαλλόμενης θέσης, ήτοι την Αιτήτρια στη Συνεκδ. Προσφυγή 916/2011 κα Αννίτα Κονή και το Ενδιαφερόμενο Μέρος κα Κούλουμου.
Το σύνολο των νομικών ισχυρισμών της πλευράς της κας Παπασάββα, όπως αναπτύχθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορό της, περιστρέφεται γύρω από τη σημασία του προαναφερθέντος πιστοποιητικού του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί ότι η Καθ΄ης η Αίτηση εσφαλμένα κατά την επανεξέταση θεώρησε ως μη προσοντούχο την κα Παπασάββα και εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας, ημερ. 16/6/2010. Προεκτείνοντας έθεσε ότι εντοπίζεται αντιφατική συμπεριφορά από την Καθ΄ης η Αίτηση κατά παραβίαση της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου, αφού αποτελεί αμάχητο τεκμήριο ότι η κα Παπασάββα κατέχει το απαιτούμενο πανεπιστημιακό προσόν λόγω κατοχής της αμέσως προηγούμενης θέσης, αυτής του Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας.
Με όλο το σεβασμό προς τις νομικές προσεγγίσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου για την εν λόγω Αιτήτρια, δεν εντοπίζονται οποιαδήποτε περιθώρια αποδοχής των θέσεών της. Το ζήτημα των προσόντων της κας Παπασάββα, και δη του απαραίτητου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου ή ισοδύναμου διπλώματος, με βάση το πιστοποιητικό ισοτιμίας, αναγνώρισης και αντιστοιχίας του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., έχει τελεσίδικα κριθεί μέσα από τις προηγούμενες σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λεπτομέρειες των οποίων έχουν ήδη παρατεθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν υπήρχε άλλη διέξοδος για την Καθ΄ης η Αίτηση προκειμένου να συμμορφωθεί με το σχετικό δεδικασμένο, ούτε και ήταν νομικά επιτρεπτή η εκ μέρους της επανεξέταση ζητήματος που συνιστούσε ήδη δεδικασμένο. Η επαναφορά από την πλευρά της Αιτήτριας του πιστοποιητικού του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και γενικότερα των προσόντων της κας Παπασάββα, συνιστά, για πολλοστή φορά, παραγνώριση των δικαστικών δεδομένων και απροκάλυπτη προσβολή της νομικής κατάστασης που οι προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις διαμόρφωσαν, με πιο πρόσφατη, και απόλυτα διαφωτιστική, την απόφαση στις Αναθεωρητικές Εφέσεις 195/2007 και 202/2007, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο κάλυψε εξαντλητικά όλες τις παραμέτρους των προσόντων της Αιτήτριας που επιχειρεί να επαναφέρει η ευπαίδευτη συνήγορός της.
Εισηγείται περαιτέρω η πλευρά της Αιτήτριας κας Παπασάββα ύπαρξη αμάχητου τεκμηρίου κατοχής των απαιτουμένων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων, επικαλούμενη την υπηρεσία της σε αμέσως κατώτερη της προσβαλλόμενης θέση. Εισήγηση η οποία είναι έκθετη σε απόρριψη δεδομένου του δεδικασμένου των προηγούμενων, αλλεπάλληλων, δικαστικών αποφάσεων σχετικά με το ζήτημα της μη κατοχής από την εν λόγω αιτήτρια του απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πανεπιστημιακού τίτλου ή ισοδύναμου διπλώματος.
Έθεσε, τέλος, η ευπαίδευτη συνήγορος της υπό αναφορά Αιτήτριας θέμα μη κατοχής από το Ενδιαφερόμενο Μέρος των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας τίτλου και πείρας. Η προγενέστερη όμως διαπίστωση ότι η κα Παπασάββα δεν είναι προσοντούχος, δεν αφήνει περιθώρια εξέτασης του παρόντος ισχυρισμού, καθότι αυτό που πρώτιστα ενδιαφέρει είναι το έννομο συμφέρον της ίδιας της Αιτήτριας, η ύπαρξη του οποίου συναρτάται με το κατά πόσο κατείχε τα απαραίτητα προς διορισμό στην επίδικη θέση προσόντα. Κατά την εξέταση από την ΕΔΥ προηγήθηκε η απόφαση ότι η Αιτήτρια δεν ήταν προσοντούχος για διεκδίκηση της προσβαλλόμενης θέσης. Συνεπώς, η δικαστική επιβεβαίωση της ορθότητας της απόφασης της ΕΔΥ επί του εν λόγω θέματος έχει ως αποτέλεσμα την ανυπαρξία πλέον εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο της Αιτήτριας για προώθηση του εξεταζόμενου ισχυρισμού και προσβολή της επίδικης απόφασης.
Καταληκτικά, η μη κατοχή των απαραίτητων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων από την κα Παπασάββα, της αποστερεί το δικαίωμα προσβολής της επίδικης απόφασης. Υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων, η προσφυγή της δεν έχει περιθώρια επιτυχίας.
Όπως ήδη λέχθηκε, η ΕΔΥ, για σκοπούς επανεξέτασης, θεώρησε ως υποψήφιες την Αιτήτρια κα Κονή (θα αναφέρεται στη συνέχεια ως η Αιτήτρια) και το Ενδιαφερόμενο Μέρος κα Κούλουμου. Στην πορεία δε επανεξέτασης έλαβε υπόψη το αρχικό Σχέδιο Υπηρεσίας, την αξιολόγηση στην οποία προέβηκε η τότε Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας για την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση κατά τη συνεδρία της με ημερ. 20/3/2006 - κατά την οποία η Αιτήτρια αξιολογήθηκε ως «Πολύ Καλή» και το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως «Σχεδόν Εξαίρετη» - τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς όφελος του Ενδιαφερόμενου Μέρους, τα προσόντα των υποψηφίων, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε γενικά της Αιτήτριας, την επέλεξε ως πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σε αυτή την προαγωγή στην προσβαλλόμενη θέση, καταλήγοντας ως ακολούθως:
«Επιλέγοντας την Κούλουμου Τούλα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο από την ανθυποψήφιά της για την απόδοσή της στην προφορική εξέταση, κατά την οποία αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη, ενώ η ανθυποψήφιά της ως Πολύ καλή, και υπερέχει σε προσόντα, αφού, εκτός από το πρώτο πτυχίο και μεταπτυχιακό δίπλωμα, που και η Κονή διαθέτει, επιπλέον διαθέτει και δεύτερο πτυχίο, καθώς και Δίπλωμα Κλινικής Εγκληματολογίας. Τα εν λόγω προσόντα είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, η Επιτροπή όμως τα συνεκτίμησε με τα άλλα στοιχεία, αφού τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.
Όσον αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις αξιολογήσεις των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, η επιλεγείσα είναι ίση με την ανθυποψήφιά της, αξιολογηθείσα, όπως και αυτή, ως καθόλα εξαίρετη.
Επιλέγοντας την Κούλουμου, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η Κονή υπερέχει σε αρχαιότητα, κατά τρία χρόνια και τρεις περίπου μήνες στην παρούσα τους θέση, λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι η επιλεγείσα έχει καλύτερη αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση της Επιτροπής, δεν υστερεί σε αξία, υπερέχει σε προσόντα και, επιπλέον, έχει υπέρ της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, έκρινε ότι αυτή γενικά υπερέχει και είναι καταλληλότερη για προαγωγή. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η υπό πλήρωση θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, Διευθυντική, και ως εκ τούτου, σύμφωνα και με την κρατούσα νομολογία, η αρχαιότητα είναι ήσσονος σημασίας.»
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει σειρά ισχυρισμών προς ανατροπή της επίδικης απόφασης. Εισηγείται ότι κατά πλάνη περί το Νόμο λήφθηκε υπόψη η αξιολόγηση στην προφορική συνέντευξη του 2006 στη διαδικασία επανεξέτασης, αντί της αρχικής αξιολόγησης του 2001 και κατέστη αποφασιστικός παράγοντας στην πλήρωση της επίδικης θέσης, ότι πλάνη επίσης εμφιλοχώρησε στην εισήγηση του Διευθυντή και της Καθ΄ης η Αίτηση σε σχέση με τα προσόντα του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ότι παραγνωρίστηκε η υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα και πείρα, ότι παράνομα λήφθηκε υπόψη η σύσταση του Διευθυντή και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αόριστη και αναιτιολόγητη.
Ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη η προφορική εξέταση της αρχικής διαδικασίας, της 18/1/2001, και όχι η προφορική εξέταση της 20/3/2006, έχει εκτεταμένο νομικό και πραγματικό υπόβαθρο. Συγκεκριμένα, η πρώτη προφορική εξέταση διεξήχθη με άλλη σύνθεση της ΕΔΥ. Όταν εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο και στα πλαίσια της επανεξέτασης, το 2006, η σύνθεση της ΕΔΥ είχε αλλάξει. Την εποχή εκείνη, με βάση τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμο του 2005, Ν.105(Ι)/2005, η ΕΔΥ, υπό νέα σύνθεση, ήταν υποχρεωμένη να διενεργήσει νέα προφορική εξέταση, όπως και έπραξε την 20/3/2006. Το νομικό καθεστώς διαφοροποιήθηκε και πάλι τον Απρίλιο του 2006 με τον Τροποποιητικό Νόμο 96(Ι)/2006 και επιτρέπεται πλέον στην ΕΔΥ κατά την επανεξέταση μετά από ακύρωση, να λαμβάνει υπόψη και προφορική εξέταση που έγινε από Επιτροπή με διαφορετική σύνθεση. Το ερώτημα στην υπό κρίση περίπτωση είναι ποια προφορική εξέταση θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την τελευταία, προσβαλλόμενη, επανεξέταση. Τα όσα παρατέθηκαν από το Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 1291/2007, ημερ. 7/9/2009, είναι απόλυτα σχετικά και τα υιοθετώ. Η αποδοχή τους οδηγεί στην απόρριψη του εξεταζόμενου επιχειρήματος της πλευράς της Αιτήτριας, αφού επιβεβαιώνουν την ορθότητα της ενέργειας της Καθ΄ης η Αίτηση να λάβει υπόψη κατά την πορεία επανεξέτασης την αξιολόγηση στην προφορική εξέταση της 20/3/2006. Αναφέρεται στην απόφαση Οδυσσέως (ανωτέρω):
«Όπως σημείωσα, η ΕΔΥ έλαβε υπόψη την απόδοση κατά τις προφορικές εξετάσεις που διεξάχθηκαν στις 12.5.05, δηλαδή κατά την πρώτη επανεξέταση. Σύμφωνα με την οποία η ενδιαφερόμενη ήταν εξαίρετη και ο αιτητής πολύ καλός. Κατά την εισήγηση του αιτητή αυτή η απόδοση θα πρέπει να αγνοηθεί και, αντ΄ αυτής, να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης που διεξáχθηκε στις 27.8.02, δηλαδή κατά την αρχική πλήρωση της θέσης. Σύμφωνα με το οποίο η διαφορά μεταξύ τους ήταν μικρότερη, αφού τότε η ενδιαφερόμενη αξιολογήθηκε ως πάρα πολύ καλή και ο αιτητής ως πολύ καλός. Αυτό, με την ακόλουθη σκέψη: Κατά την πρώτη επανεξέταση δεν ήταν επιτρεπτό να ληφθεί υπόψη η προφορική εξέταση που έγινε κατά την αρχική πλήρωση της θέσης, αφού, στο μεταξύ, είχε αλλάξει η συγκρότηση της ΕΔΥ. Περαιτέρω, στη βάση του Νόμου, όπως αυτός είχε νομολογιακά ερμηνευθεί, ήταν υποχρεωτική η διεξαγωγή νέας προφορικής εξέτασης, που προβλεπόταν ως αναγκαίο στοιχείο κρίσης. Επομένως, η δεύτερη προφορική εξέταση, που έγινε στις 12.5.05, ήταν τότε νόμιμο στοιχείο κρίσης. Ακολούθησε, όμως, στις 28.4.06, η θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 96(Ι)/06 και με το άρθρο 34Α(3) προβλέπεται πως η αλλαγή στη "σύνθεση" της ΕΔΥ (ή και της Συμβουλευτικής Επιτροπής) δεν επηρεάζει τη δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη, κατά την επανεξέταση, προφορική εξέταση που τυχόν διεξάχθηκε πριν από την ακυρωθείσα απόφαση. Ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος με βάση το οποίο, όπως και το άρθρο 34Α(1) προνοεί, κωδικοποιώντας τη νομολογία μας, γίνεται η επανεξέταση. Αυτή η προφορική εξέταση, κατά τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, ήταν η αρχική και αυτή ήταν πλέον η εξέταση που έπρεπε να ληφθεί υπόψη αφού δεν είχε κριθεί ότι έπασχε με οποιονδήποτε τρόπο αλλά απλώς παρέμεινε ανενεργός ενόψει του τότε νομικού καθεστώτος.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Ιδίως δεν μπορώ να συμφωνήσω πως κατά τη λειτουργία του Νόμου όπως αυτός ίσχυε τότε η αρχική εξέταση απλώς παρέμεινε ανενεργός. Ήταν, τότε, υποχρεωτική η διεξαγωγή νέας προφορικής εξέτασης, έγινε τέτοια προφορική εξέταση, αυτή ήταν πλέον νόμιμο στοιχείο κρίσης και, κατά την επενέργεια του Νόμου όπως αυτός ίσχυε, η πρώτη προφορική εξέταση, έπαυσε να είναι στοιχείο κρίσης. Αντ΄ αυτής ίσχυε η δεύτερη και δεν νομίζω πως η νέα νομοθετική ρύθμιση μπορεί να ερμηνευθεί ως αποσκοπούσα σε αναβίωση εκείνου το οποίο, ως θέμα νόμου, κατέστη ανεπίτρεπτο στοιχείο κρίσης. Για να καταστεί ανίσχυρο εκείνο που στη συνέχεια έγινε νόμιμα. Μια θα μπορούσε να ήταν η προφορική εξέταση που θα αποτελούσε στοιχείο κρίσης. Όταν η ΕΔΥ επανεξέτασε το θέμα η αρχική εξέταση δεν ήταν τέτοιο στοιχείο κρίσης αφού αυτή, κατά το νόμο, είχε παύσει να ισχύει και αντικαταστάθηκε από τη δεύτερη και, στο πλαίσιο της νέας δυνατότητας, ορθά η ΕΔΥ έλαβε υπόψη αυτή τη δεύτερη, ως τη μόνη προφορική εξέταση που παρέμεινε ως στοιχείο κρίσης πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφαση της.»
Εισηγήθηκε περαιτέρω η ευπαίδευτη συνήγορος για την Αιτήτρια ότι εντοπίζεται πλάνη του Διευθυντή και της Καθ΄ης η Αίτηση ως προς τα προσόντα του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης. Τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα είναι που καθορίζουν το πλαίσιο ελέγχου που διενεργείται σε σχέση με διοικητική απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν επανεξέτασης. Στην υπόθεση Ρένου Ναζίρη ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38, η Πλήρης Ολομέλεια επαναβεβαίωσε την Αρχή ότι η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος. Σκοπός βεβαίως είναι η αποφυγή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας και η λήξη, με την πρώτη ευκαιρία, της αμφισβήτησης διοικητικών αποφάσεων. Η Πλήρης Ολομέλεια απαντώντας στο ερώτημα κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση, καθόρισε ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη, ούτε η συμπερίληψη, ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Κατά παρόμοιο τρόπο και στην υπό κρίση περίπτωση, σημειώνοντας το ακυρωτικό αποτέλεσμα των προηγούμενων διαδικασιών, δεν υπάρχει περιθώριο εξέτασης του προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης.
Προβάλλεται ακόμη ως λόγος ακύρωσης ισχυρισμός περί παράνομης σύστασης του Διευθυντή. Θέτει η πλευρά της Αιτήτριας ότι η εν λόγω σύσταση έπασχε ουσιωδώς, ως εκφεύγουσα των στοιχείων των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων. Είναι βεβαίως πάγια γραμμή της νομολογίας ότι σύσταση του Διευθυντή σε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής χωρίς αιτιολογία είναι καθόλα νόμιμη, εφόσον δεν εντοπίζεται ανάλογη νομοθετική υποχρέωση αιτιολόγησης. Στην παρούσα περίπτωση η προβαλλόμενη θέση της πλευράς της Αιτήτριας ότι η υπό αναφορά σύσταση δε συνάδει με τα στοιχεία των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων, είναι χωρίς έρεισμα. Πέραν του ότι οι υποψήφιες ισοβαθμούσαν στα στοιχεία των ετήσιων εκθέσεων, το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε σε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία κρίθηκαν από την ΕΔΥ ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Προέβαλε περαιτέρω η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας ότι παράνομα το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης κατέστη αποφασιστικό κριτήριο επιλογής του Ενδιαφερόμενου Μέρους και ότι δόθηκε σ΄ αυτή υπέρμετρη βαρύτητα. Η προφορική εξέταση διαφωτίζει βεβαίως ως προς την αξία των υποψηφίων. Κατά πάγια δε νομολογία, η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους, η οποία, αξία, αποτελεί βασικό κριτήριο. Στην παρούσα περίπτωση, εύκολα εντοπίζεται από τα πρακτικά διορισμού, τα οποία με λεπτομέρεια αποτυπώθηκαν σε προηγούμενο στάδιο της απόφασης, ότι η προφορική εξέταση ήταν συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης και λήφθηκε υπόψη στα πλαίσια που η νομολογία επιτάσσει, όχι ως ο μοναδικός παράγοντας επιλογής, αλλά συνυπολογιζόμενη με τα υπόλοιπα νομολογιακά καθιερωμένα κριτήρια.
Ούτε και οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης που περιστρέφονται γύρω από την αρχαιότητα της Αιτήτριας και την κατ΄ ισχυρισμό αόριστη και αναιτιολόγητη απόφαση έχουν περιθώρια επιτυχίας. Κατ΄ αρχάς, εύκολα εντοπίζεται από το σύνολο των πρακτικών που αφορούν την επαναξιολόγηση και την τελική πράξη της Καθ΄ης η Αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη με αναφορά σε όλους τους σχετικούς παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη και που η νομολογία αναγνωρίζει ως αποφασιστικούς. Ως προς το ζήτημα δε της αρχαιότητας, δεν πρέπει να διαφεύγει ότι, παρόλο που βεβαίως θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο κρίσης, δεν είναι ουσιαστικής σημασίας δεδομένου του επιπέδου της επίδικης θέσης η οποία βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία. [Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 ΑΑΔ 374, 396-397].
Τελικά, στην παρούσα περίπτωση, το Ενδιαφερόμενο Μέρος ήταν ισάξιο με την Αιτήτρια σε ό,τι αφορούσε τις ετήσιες εκθέσεις, αλλά υπερείχε λόγω της προς όφελός της σύστασης του Διευθυντή, της καλύτερης αξιολόγησης στην προφορική εξέταση και της κατοχής πρόσθετων προσόντων μη προβλεπομένων από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά συναφών προς τα καθήκοντα της θέσης. Υστερούσε μόνο ως προς την αρχαιότητα κατά τρία περίπου χρόνια. Η Καθ΄ης η Αίτηση είχε νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα απόδοσης αυξημένης βαρύτητας στο στοιχείο των συνεντεύξεων, δεδομένης της βαθμίδας της επίδικης θέσης. Είχε επίσης κάθε δικαίωμα να αξιολογήσει τα προαναφερθέντα επιπρόσθετα προσόντα στα οποία δεν απέδωσε υπερβολική βαρύτητα, αλλά ούτε και εντελώς οριακή, ως να μην είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Υπό αυτές τις συνθήκες και κάτω από το πρίσμα αυτών των δεδομένων, η Καθ΄ης η Αίτηση ενήργησε μέσα σε απόλυτα επιτρεπτά όρια και σε καμία περίπτωση δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Η πλευρά της Αιτήτριας είχε το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής προκειμένου να επιτύχει ακυρότητα της επίδικης πράξης. Απέτυχε να το αποσείσει.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν έχει αποδειχθεί από την πλευρά της Αιτήτριας έκδηλη υπεροχή ώστε και να δικαιολογείται δικαστική επέμβαση.
Ενόψει των πιο πάνω, οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές απορρίπτονται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται εις βάρος των Αιτητριών και υπέρ της Καθ΄ης η Αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμία διαταγή για τα έξοδα σε σχέση με το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α. Ρ. Λιάτσος
Δ.
/ΧΤΘ