ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Π. Λεωνίδου, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-09-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο BASSAM ADEL FOUAD NAKHLA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 888/2012, 4/9/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D641

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 888/2012)

 

4 Σεπτεμβρίου, 2014

 

[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

BASSAM ADEL FOUAD NAKHLA,

                                                                      Αιτητής,

KAI

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

                                                            Καθ΄ης η αίτηση.

- - - - - -

 

Π. Λεωνίδου, για τον Αιτητή.

 

Μ. Πασιαρδή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία απερρίφθη το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας.

Ο αιτητής κατάγεται από την Αίγυπτο και εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία στις 17.12.2007. Στις 28.1.2008 υπέβαλε αίτηση ασύλου. Κλήθηκε, για σκοπούς συνέντευξης, σε τρεις περιπτώσεις, στις 14.7.2009, στις 30.4.2010 και στις 18.5.2010. Περαιτέρω, στις 20.5.2010 ο αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ζήτησε από τη Διευθύντρια των Ιατρικών Υπηρεσιών όπως διευθετηθεί εξέταση του αιτητή, μετά από ισχυρισμούς του ότι υπέστη βασανιστήρια στη χώρα του. Οι αρμόδιες Ιατρικές Υπηρεσίες κάλεσαν τον αιτητή όπως παρουσιαστεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για να εξεταστεί από Ιατροσυμβούλιο. Με επιστολή ημερομηνίας 30.6.2010 απεστάλη η γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου, μετά την εξέταση που έγινε στον αιτητή. Ο αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση, ημερομηνίας 19.10.2010, προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος, εφόσον δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 [Ν.6(Ι)/2000], όπως τροποποιήθηκε, («ο Νόμος»). Επιπρόσθετα, δεν κατέστη δυνατό να του αναγνωριστεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1), επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) αναφορικά με τον κίνδυνο ο αιτητής να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του. Επίσης, δε διαπιστώθηκαν λόγοι για να παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δυνάμει του άρθρου 19(α). Ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 31.10.2010, αφού έκανε αποδεκτή την εισήγηση του Λειτουργού.

 

Μετά τη γνωστοποίηση της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε την 1.12.2010 διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Στις 8.3.2011 ο αρμόδιος Λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων απέστειλε στο νομικό εκπρόσωπο του αιτητή επιστολή για δικαίωμα πρόσβασης στην έκθεση που ετοιμάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου μετά τη συνέντευξη του αιτητή. Μετά την επιθεώρηση της έκθεσης του Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, προσκομίστηκαν οι λόγοι διοικητικής προσφυγής, καθώς και επιστολή ημερομηνίας 4.11.2003 από ιατρό της χώρας του αιτητή, ο οποίος τον εξέτασε τότε. Η αρμόδια Λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων συνέλεξε επίσης πληροφορίες, μετά από έρευνα, για την κατάσταση στην Αίγυπτο και στις 26.3.2013 ετοίμασε έκθεση. Την επόμενη ημέρα, μετά από μελέτη της έκθεσης της Λειτουργού, η Αναθεωρητική Αρχή Πρσφύγων εξέδωσε απόφαση με την οποία επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικώς με επιστολή που του απεστάλη ταχυδρομικώς στις 18.4.2012.

Οι λόγοι ακυρώσεως επικεντρώνονται στο ότι η απόφαση λήφθηκε με πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα, έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.

 

Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από την Αίγυπτο και είναι Χριστιανός στο θρήσκευμα, κατά τις προφορικές συνεντεύξεις του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του νόμιμα στις 17.12.2007 και εισήλθε την ίδια ημέρα νόμιμα στη Δημοκρατία. Προέβαλε τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή αντιμετώπισε πρόβλημα με κάποιους ενόπλους λόγω του ότι είναι Χριστιανός Κόπτης. Οι μουσουλμάνοι ήθελαν να τον σκοτώσουν επειδή κήρυττε τον Ιησού. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι, σε περίπτωση που επιστρέψει στην Αίγυπτο, θα τον σκοτώσουν. Επίσης, ο αδελφός του, ο οποίος ήταν ιερέας, βρίσκεται στην Κύπρο εξαιτίας του ίδιου προβλήματος.

 

Κατά τις συνεντεύξεις υποβλήθηκαν στον αιτητή σχετικές ερωτήσεις. Από τις απαντήσεις που έδωσε, οι καθ΄ων η αίτηση, τόσο στο επίπεδο της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και στο επίπεδο της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, έκριναν ότι, λόγω συγκεχυμένων, ασαφών και αντιφατικών ισχυρισμών που προέβαλε, αυτός ήταν αναξιόπιστος και, επομένως, η εκδοχή του δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω ευρήματα κρίθηκαν ότι κλονίζουν την αξιοπιστία του αιτητή:

 

● Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπισε φόβο δίωξης από ομάδα μουσουλμάνων εξαιτίας του αδελφού του, ο οποίος ήταν ιερέας και διατηρούσε εκκλησία και ότι, όταν ο αδελφός του ήρθε στην Κύπρο, άρχισε ο ίδιος να αντιμετωπίζει προβλήματα μαζί τους. Ο αδελφός του εισήλθε στην Κύπρο το 2003 και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία το 2005, όπου, κατά τη δευτεροβάθμια εξέταση, το αίτημά του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε με απόφαση ημερομηνίας 7.3.2012, μετά που αυτός κρίθηκε αναξιόπιστος. Το αίτημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό του αδελφού του ενόψει του γεγονότος ότι ο ίδιος αντιμετώπιζε φόβο δίωξης εξαιτίας της ιδιότητας του αδελφού του. Σημειώνεται ότι ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν πήγαινε συχνά στην εκκλησία του αδελφού του και ότι δεν είναι θρησκευόμενο άτομο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία του αιτήματός του.

● Ο αιτητής προέβαλε συγκεχυμένους και αντιφατικούς ισχυρισμούς ως προς το πού βρισκόταν την περίοδο από τον καιρό που  συνέβη το ισχυριζόμενο περιστατικό δίωξης εναντίον του το 2003 μέχρι τον ερχομό του στην Κύπρο τέλη του 2007.

● Βάσει των προβαλλόμενων ισχυρισμών του αιτητή, τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι την αναχώρησή του από την Αίγυπτο (από Δεκέμβριο του 2003 μέχρι Δεκέμβριο του 2007) δεν τεκμηριώνουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και ότι ήταν στο στόχαστρο των εν λόγω ατόμων έτσι ώστε να αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα του.

● Ο αιτητής προέβαλε ασαφείς και αντιφατικούς ισχυρισμούς σε σχέση με τη δίωξη που υπέστη και, συγκεκριμένα, κατά πόσο τον έπιασαν μία ή δύο φορές και πότε συνέβη το ισχυριζόμενο περιστατικό. Ο ισχυρισμός του αιτητή περί βασανιστηρίων εδράζεται στο ότι άγνωστοι τον υπέβαλαν σε ηλεκτροσόκ, τον κτυπούσαν και του έκοψαν το δάκτυλο.

 

Όπως έχει νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. [Βλέπε Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α. (2009) 3 ΑΑΔ 358, Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 466/2010, 28.9.2012].

 

Περαιτέρω, ο αιτητής προσκόμισε διαβατήριο της χώρας του το οποίο εκδόθηκε στις 15.2.2005, με το οποίο ταξίδεψε κατά τη νόμιμη αναχώρησή του από την Αίγυπτο, εθνική ταυτότητα και έγγραφο του Υπουργείο Εσωτερικών, στο οποίο φαίνεται η καταχώρηση των στοιχείων του στο ηλεκτρονικό σύστημα, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα με τις Αρχές της χώρας του.

 

Ο αιτητής εξετάστηκε από Ιατροσυμβούλιο στις 24.6.2010, προκειμένου να εξακριβωθεί ο ισχυρισμός του ότι υπέστη βασανιστήρια, όπου διαπιστώθηκε ότι στη δεξιά πλάγια θωρακική χώρα και στη δεξιά του κνήμη φέρει υπερτροφική ουλή και ακρωτηριασμό του μεσαίου δακτύλου του αριστερού χεριού. Το Ιατροσυμβούλιο επισημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να αποφανθεί κατά πόσο τα εν λόγω ευρήματα είναι επακόλουθα βασανιστηρίων. Δεδομένης της επισήμανσης του Ιατροσυμβουλίου και της αναξιοπιστίας του αιτητή, κρίθηκε ότι δε συνάγεται ότι ο αιτητής υπήρξε θύμα βασανιστηρίων.

 

Περαιτέρω, κατά τη δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος, διεξήχθη έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσο οι Κόπτες γενικά διώκονται στην Αίγυπτο λόγω θρησκείας. Μετά από έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι Κόπτες αποτελούν το 9% του πληθυσμού της Αιγύπτου, αριθμούν κάπου στα δέκα εκατομμύρια σε μία χώρα των 82 εκατομμυρίων ανθρώπων. Σύμφωνα με το Country of Origin Information, τα μέλη μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, που είναι επίσημα αναγνωρισμένα από την κυβέρνηση, γενικά επιδίδονται στη θρησκευτική λατρεία χωρίς παρενόχληση. Αν και σημειώνονται περιστατικά θρησκευτικής βίας, τα περιστατικά αυτά είναι μεμονωμένα και σποραδικά και δεν αποτελούν αποτέλεσμα αδιάκριτης βίας.

 

Καταδεικνύεται από την έκθεση της Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και της Λειτουργού της Αναθεωρητικής Αρχής, ότι προέβηκαν σε ενδελεχή έρευνα. 

 

Ο αιτητής θεωρήθηκε αναξιόπιστος και στην έκθεση της Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου καταγράφονται με λεπτομέρεια οι ασαφείς και αντιφατικοί ισχυρισμοί του, οι οποίοι με την ίδια λεπτομέρεια εξετάστηκαν και από την Λειτουργό της Αναθεωρητικής Αρχής. Η διάρκεια των συνεντεύξεων υπήρξε εκτεταμένη και η αρμόδια Λειτουργός υπέβαλε λεπτομερείς ερωτήσεις και διευκρινιστικές σε πολλές περιπτώσεις και ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστεί ως τυποποιημένο το ερωτηματολόγιο που του υπεβλήθηκε. Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι πρόθεση της Λειτουργού ήταν να «τσακώσει» τον αιτητή και να αποδείξει ότι αυτός περιέπεσε σε αντιφάσεις, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του αιτητή στην αγόρευση του. Οι Λειτουργοί που προέβηκαν στις συνεντεύξεις προσπάθησαν με επανειλημμένες ερωτήσεις να ερευνήσουν όλα τα στοιχεία του αιτητή καθώς και τους λόγους που ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του. Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η μία συνέντευξη έγινε από διαφορετικό λειτουργό απ΄ ότι οι άλλες δύο, δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι δε δημιουργούσε κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης, γεγονός που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της υπόθεσης. Καθοριστικής σημασίας επί του θέματος είναι το άρθρο 11 του Νόμου το οποίο προβλέπει όλα τα σχετικά με την υποβολή αίτησης. Πουθενά στο Νόμο δε γίνεται πρόνοια ότι η συνέντευξη και η έκθεση-εισήγηση πρέπει να γίνουν από τον ίδιο Λειτουργό. Παρατηρείται επίσης ότι ο αιτητής υπέγραψε ως ορθές όλες τις απαντήσεις που έδωσε κατά τη συνέντευξη και δέχθηκε ότι οι απαντήσεις του είχαν καταγραφεί, μονογράφοντας κάθε σελίδα της συνέντευξής του και ο μεταφραστής υπέγραψε ως ορθή τη μετάφραση που έκαμε.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 17(1)(β) του Νόμου «για τον καθορισμό της ιδιότητας του πρόσφυγα, ο Προϊστάμενος καθοδηγείται από το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και κριτήτρια για τον προσδιορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα που εκδίδεται από το Γραφείο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.» Στην παράγραφο 204 του πιο πάνω Εγχειρίδιου προνοοούνται τα ακόλουθα αναφορικά με το «ευεργέτημα της αμφιβολίας»:

 

«Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους.»

 

Το άρθρο 13(4) του Νόμου καθορίζει ότι ο Προϊστάμενος «δίδει στον αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας, νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα από αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε την προσφυγή του αιτητή, έλαβε υπόψη της την υποβληθείσα έκθεση του αρμόδιου Λειτουργού της Αρχής και προχώρησε σε εξέταση ως όφειλε, τόσο όσον αφορά τα διαδικαστικά θέματα όσο και τα θέματα ουσίας. Θεωρώ ότι η Αναθεωρητική Αρχή ακολούθησε τη διαδικασία που περιγράφεται στο Νόμο και προέβη σε δική της έρευνα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μετά από έρευνα όλων των γεγονότων που σχετίζονται με το υπό εξέταση αίτημα και αιτιολογούν  επαρκώς την επίδικη απόφαση.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι στερήθηκε του δικαιώματος να εξεταστεί η υπόθεσή του με καλή πίστη. Το βάρος απόδειξης αυτού του ισχυρισμού βρίσκεται στους ώμους του αιτητή [βλ. Platritis v. Republic (1969) 3 C.L.R.366, Παπαδόπουλος ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262]. Διεξήχθησαν τρεις συνεντεύξεις δίδοντας στον αιτητή επανειλημμένες ευκαιρίες να προβάλει τους ισχυρισμούς του και να παρουσιάσει οποιαδήποτε έγγραφα ήθελε.  Περαιτέρω, εφόσον ο αιτητής ισχυρίστηκε κακοποίηση, ζητήθηκε από τις Ιατρικές Υπηρεσίες να τον εξετάσουν και να εκδόσουν γνωμάτευση. Σύμφωνα με την έκθεση, το Ιατροσυμβούλιο δεν ήταν σε θέση να αποφασίσει αν τα ευρήματά τους ήταν επακόλουθα βασανιστηρίων.

 

Η έκθεση της Λειτουργού είναι λεπτομερής και σ΄ αυτήν γίνεται καταγραφή των γεγονότων, όπως προκύπτουν από το φάκελο του αιτητή, γίνεται αναλυτική εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή και αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων. Έγινε επίσης έρευνα σε συνάρτηση με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα προέλευσης του αιτητή και σε στατιστικά στοιχεία που τέθηκαν προς εξέταση. Από την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής είναι πρόδηλο ότι η Αρχή έχει λάβει υπόψη όλα τα ουσιώδη γεγονότα της προσφυγής.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της. Αυτό που εξετάζεται είναι η νομιμότητα της και κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου, ούτε προχωρά σε επανεκτίμηση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας αρχής. [Βλ. Zahmatkesh v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 376 Samson v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 390].

 

Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και κατόπιν εκτίμησης των πραγματικών γεγονότων και στην απουσία μεμπτότητας, το Δικαστήριο δεν δικαιολογείται να παρέμβει.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

Κ. Σταματίου,

Δ.

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο