ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 643
Kούτσιου Ροζάννα - Αμφιτρίτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 987
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 25(I)/2006 - Ο περί της Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Νόμος του 2006
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D666
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 243/2010)
11 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΖΟΥΠΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή που καταχωρίστηκε στις 24/2/2010, ο αιτητής, ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε ως Σύμβουλος Β΄ στο Γραφείο Εκπροσώπησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Ραμάλλα, αξιώνει την ακόλουθη θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση η οποία στάληκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 14/12/2009 και με την οποίαν απέρριψε το αίτημα του για μετάθεση του από το Γραφείο Εκπροσώπησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Παλαιστινιακή Αρχή, (Ραμμάλλα) στο Υπουργείο Εξωτερικών γιατί δεν τηρήθηκαν οι όροι ή τα συμφωνηθέντα είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Τα γεγονότα της προσφυγής
Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 11/6/2008, εγκρίθηκε η σχετική πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών για τη δημιουργία Γραφείου Εκπροσώπησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Ραμάλλα, έδρα της Παλαιστινιακής Εθνικής Αρχής.
Οι λειτουργοί της πιο πάνω διπλωματικής αποστολής συμπεριλαμβάνονται, μέχρι την ανακήρυξη ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, στο διπλωματικό κατάλογο του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, ως μέλη της κυπριακής πρεσβείας στο Ισραήλ.
Aκολούθως, ο Υπουργός Εξωτερικών μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του περί της Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Νόμου του 2006 (Ν. 25(Ι)/2006 - στο εξής «ο Νόμος»), αποφάσισε τη μετάθεση του αιτητή από το κέντρο, στη Ραμάλλα, από 16/3/2009.
Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στη Ραμάλλα ο αιτητής, ο οποίος διέμενε αρχικά στα Ιεροσόλυμα, υπέβαλε στο Υπουργείο Εξωτερικών, μέσω της πρεσβείας στο Τελ Αβίβ, διαβήματα για αλλαγή του τόπου διαμονής του από τα Ιεροσόλυμα στη Ραμάλλα, για παραχώρηση τεθωρακισμένου υπηρεσιακού αυτοκινήτου, γενικού επιδόματος εξωτερικού πρεσβείας Τελ Αβίβ, πλέον 20% ως δυσχερής τόπος υπηρεσίας, καθώς και πλήρη κάλυψη του ενοικίου της διαμονής του στη Ραμάλλα.
Τα αιτήματα διαβιβάστηκαν στο αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών το οποίο ενέκρινε την αλλαγή του τόπου διαμονής, ως και την καταβολή γενικού επιδόματος εξωτερικού πρεσβείας Τελ Αβίβ, επιδόματος ενοικίου κατά 50% και την παραχώρηση στον αιτητή του παλιού υπηρεσιακού οχήματος της πρεσβείας του Τελ Αβίβ, λόγω μη ύπαρξης διαθέσιμων κονδυλίων στον προϋπολογισμό για άμεση αγορά τεθωρακισμένου αυτοκινήτου ή οχήματος 4Χ4 που είχε ζητήσει σε μεταγενέστερο στάδιο ο αιτητής.
Στις 5/11/2009 ο αιτητής υπέβαλε αίτημα για τη μετάθεση του από τη Ραμάλλα, το οποίο απορρίφθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών με την επίδικη απόφαση του της 14/12/2009.
Οι λόγοι ακύρωσης
Ο αιτητής με τον πρώτο λόγο ακύρωσης υποστηρίζει ότι η πιο πάνω απόρριψη του αιτήματος του παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, καθώς και της αιτιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση.
Είναι η θέση του ότι η μετάθεση του στη Ραμάλλα έγινε υπό την προϋπόθεση της τήρησης κάποιων γραπτών δεσμεύσεων του Υπουργείου, που αφορούσαν αφενός την ανεξαρτησία - αυτονομία του Γραφείου Εκπροσώπησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Ραμάλλα και αφετέρου την ικανοποίηση των αιτημάτων που τέθηκαν από τον ίδιο και εγκρίθηκαν από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου.
Εισηγείται περαιτέρω ο αιτητής ότι υπήρξε εν προκειμένω μια αντιφατική συμπεριφορά εκ μέρους της Κεντρικής Υπηρεσίας, η οποία ενώ αρχικά δεσμεύτηκε, διαβεβαιώνοντας τον παραπλανητικά ότι θα ικανοποιούσαν τις αξιώσεις του, στη συνέχεια προέβαλαν τη θέση ότι επρόκειτο για θέματα της αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών, μετακυλώντας ουσιαστικά την ευθύνη σε ένα όργανο που δεν διέθετε οποιαδήποτε γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών της περιοχής.
Επιπρόσθετα, υποβάλλεται από τον αιτητή ως δεύτερος λόγος, ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και είναι αποτέλεσμα υπέρβασης και κατάχρησης εξουσίας, χωρίς εξειδίκευση των υπηρεσιακών αναγκών επί των οποίων βασίσθηκε.
Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης ο αιτητής υποστηρίζει ότι το αίτημα του απορρίφθηκε αναρμοδίως, διότι η επιστολή ημερομηνίας 14/12/2009, με την οποία ο αιτητής ειδοποιήθηκε για την απόρριψη του αιτήματός του, υπογράφεται από κάποιον Γιώργο Σ. Γιάγκου, «για Γενικό Διευθυντή», χωρίς να προκύπτει από οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ότι η απόφαση όντως ελήφθη από τον ίδιο το Γενικό Διευθυντή κατά τα νομολογηθέντα στην απόφαση Κούτσιου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, την οποία επικαλείται και ακόμη ότι δεν ενημερώθηκε για τις διαθέσιμες θεραπείες, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 του Ν. 158(Ι)/99, γεγονός που συνιστά, κατά την άποψη του, παράβαση ουσιώδους νομοθετικού τύπου.
Τέλος, με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης προβάλλεται από τον αιτητή ο ισχυρισμός για παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης του, εφόσον η απόφαση ήταν δυσμενούς φύσεως.
Η προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας
Εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση προβάλλεται ότι η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενο της, διότι στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της καταχώρισης και της εκδίκασης της προσφυγής, ο αιτητής μετατέθηκε στο Κάιρο από 1/7/2011 και εν συνεχεία από 17/4/2012 στο Υπουργείο Εξωτερικών, επήλθε με άλλα λόγια πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του με συνέπεια την κατάργηση της δίκης κατά τα λεχθέντα στη Στράκκα Λτδ v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643.
Ο αιτητής απαντά ότι η επίδικη απόφαση προκάλεσε σ' αυτόν, κατά το χρόνο της ισχύος της, ζημιογόνες συνέπειες με αποτέλεσμα να συντρέχει λόγος για τη συνέχιση της δίκης.
Με ένορκη δήλωση του πατέρα του, ο οποίος εμφανίζεται ως γενικός πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του, επιχειρείται η στοιχειοθέτηση των υλικών και ηθικών ζημιών που κατ' ισχυρισμό υπέστη ο αιτητής από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη.
Αυτές αφορούν, όπως τελικά προσδιορίζονται στην παράγραφο 12 της πιο πάνω ενόρκου δηλώσεως, στη μη έγκριση των αιτημάτων του και πιο συγκεκριμένα του επιδόματος εξωτερικού στο ύψος που, όπως υποστηρίζει, είχε συμφωνηθεί και του συνολικού επιδόματος ενοικίου, αντί του 50% που του καταβάλλετο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ραμάλλα.
Για τους πιο κάτω λόγους οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν ευσταθούν.
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, (σελ 275-276) τονίζεται ότι, «οσάκις εξέλιπε το αντικείμενο καθ' ου βάλλει η αίτησις ακυρώσεως, η δε συνέχισις της δίκης ουδένα πλέον πληροί σκοπόν, η δίκη κηρύσσεται κατηργημένη.
Συνήθεις περιπτώσεις καταργήσεως της δίκης είναι επί ανακλήσεως της προσβαλλομένης πράξεως εφ' όσον αύτη δεν κατέλιπε διοικητικής φύσεως συνεπείας . και επί πλήρους ικανοποιήσεως της αξιώσεως του αιτούντος.
Όταν όμως η επιγενομένη αιτία δεν ανατρέπει πάντα τ' αποτελέσματα, καταλείπονται δε διοικητικής φύσεως συνέπειαι : 889 (55), 813 (56), η δίκη δεν θεωρείται κατηργημένη : 2194 (59)».
Στην υπόθεση Στράκκα Λτδ v. Δημοκρατίας (πιο πάνω), στη σελ. 651 υπογραμμίστηκαν τα ακόλουθα:
"Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η δίκη καταργείται για διάφορους λόγους στους οποίους περιλαμβάνεται η έλλειψη αντικειμένου. Κατά κανόνα η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώρηση και πριν την εκδίκαση της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της, όπως π.χ. η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της, η σιωπηρά ανάκληση της η οποία εξυπακούεται από νέα πράξη του ίδιου οργάνου που ρυθμίζει το ίδιο θέμα και η πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή. Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη καταργείται γιατί η συνέχιση της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Στην περίπτωση όμως που έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται. Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν ήδη προκύψει σ' αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκληση της ή την ικανοποίηση της αξίωσης του και συντρέχει επομένως λόγος για τη συνέχιση της δίκης."
Στην παρούσα περίπτωση είναι παραδεκτό ότι υπήρξε μεταγενέστερα, πλήρης ικανοποίηση του αιτήματος του αιτητή για μετάθεση του.
Τίθεται επομένως το ερώτημα εάν, παρά τη μεταγενέστερη αποδοχή του αιτήματος του, παρέμειναν ζημιογόνα κατάλοιπα, ήτοι ζημία ή βλάβη διοικητικής φύσεως, απορρέοντα άμεσα από την επίδικη απόφαση.
Υπενθυμίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, αφορούσε την απόρριψη του αιτήματος του για μετάθεση και ότι οι μεταθέσεις - τοποθετήσεις των μελών της Εξωτερικής Υπηρεσίας, είτε στην Κεντρική Υπηρεσία είτε σε Διπλωματική Αποστολή εμπίπτουν στην αρμοδιότητα και διακριτική ευχέρεια του Υπουργού, δυνάμει του άρθρου 5(4) του Νόμου.
Ο καθορισμός του ύψους των επιδομάτων και εξόδων καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις της καταβολής τους, εμπίπτουν, σύμφωνα με το άρθρο 4(3) του Νόμου στην εξουσία των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών.
Στο άρθρο 7 του Νόμου προβλέπεται περαιτέρω η κανονιστική ρύθμιση των συναφών θεμάτων που αφορούν, μεταξύ άλλων και τα επιδόματα και άλλα ωφελήματα που καταβάλλονται στα μέλη της Εξωτερικής Υπηρεσίας κατά τη μετακίνηση τους και κατά την υπηρεσία τους στο εξωτερικό.
Από το Υπουργικό Συμβούλιο εκδόθηκαν οι περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Ειδικοί Όροι Υπηρεσίας Κανονισμοί) του 2006 (Κ.Δ.Π. 109/2006, όπως τροποποιήθηκαν), οι οποίοι καλύπτουν διάφορα συναφή θέματα, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων εξωτερικού, φιλοξενίας, εργοδότησης υπηρετικού προσωπικού και ενοικίου.
Στον αιτητή παραχωρήθηκε το Γενικό Επίδομα Εξωτερικού ανάλογο με το καταβαλλόμενο για την πρεσβεία του Ισραήλ, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Οικονομικών και παρά τη διαπίστωση ότι το κόστος ζωής στα Ιεροσόλυμα ήταν χαμηλότερο από το κόστος ζωής στο Τελ Αβίβ, νοουμένου ότι η Ραμάλλα δεν θα συμπεριλαμβάνετο στα δυσχερή πόστα για σκοπούς πρόσθετου Γενικού Επιδόματος.
Αναφορικά με το επίδομα ενοικίου, την πλήρη κάλυψη του οποίου είχε ζητήσει ο αιτητής με την υποστήριξη της Υπηρεσίας του, υπήρξε ένσταση από πλευράς του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο επισήμανε ότι μόνο στην περίπτωση του Πρέσβη, παρέχεται πλήρης κάλυψη του ενοικίου διαμονής και ότι ενδεχόμενη παρέκκλιση προς όφελος του αιτητή θα δημιουργούσε προηγούμενο.
Παράλληλα όμως, αναγνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης Διπλωματικής αποστολής, το Υπουργείο υπέδειξε όπως καταβάλλεται στον αιτητή αυξημένο επίδομα ενοικίου από την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων του, κατ' αναλογία του τρόπου που εφαρμόζετο στην περίπτωση των Γενικών Προξένων, σύμφωνα με σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ήτοι να καταβάλλεται από τον αιτητή το 12% των ολικών ετήσιων απολαβών του έναντι του ενοικίου του (νοουμένου ότι αυτό δεν θα υπερέβαινε το ανώτατο όριο ενοικίου του, που στην προκείμενη περίπτωση καθορίστηκε στα €3.805 το μήνα) και το υπόλοιπο να καταβάλλεται στον αιτητή από τη Δημοκρατία ως επίδομα ενοικίου. Παράλληλα, σε περίπτωση που το ποσό του καταβλητέου επιδόματος ενοικίου που προέκυπτε με αυτό τον τρόπο, ήταν χαμηλότερο από το 50% του πραγματικού ενοικίου ή του ανώτατου καθορισμένου ποσού, το Υπουργείο ενέκρινε την καταβολή εκ μέρους της Δημοκρατίας του 50% του ενοικίου ή του αντίστοιχου ποσού.
Η αλληλογραφία μεταξύ του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και του Υπουργείου Εξωτερικών, η οποία παρουσιάστηκε από τους καθ' ων η αίτηση στην ένσταση τους είναι αρκούντως διαφωτιστική.
Προκύπτει επομένως ότι, ο αιτητής κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στη Ραμάλλα λάμβανε όλα τα νόμιμα δικαιώματα του και συνεπώς η επίδικη απόφαση απόρριψης του αιτήματος για μετάθεση του, η οποία εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού, δεν προκάλεσε οποιαδήποτε ζημιά, ούτε συνέπειες διοικητικής φύσεως στον αιτητή.
Η αόριστη εκ μέρους του επίκληση συμφωνιών με την Υπηρεσία του ούτως ώστε να συναινέσει στη μετάθεση του, βρίσκεται σε αντίθεση με το Νόμο και τους συναφείς Κανονισμούς, δεν συμβαδίζει με την ιδιότητα του μέλους της Εξωτερικής Υπηρεσίας και δεν μπορεί βέβαια να στοιχειοθετήσει ισχυρισμό ή έστω εκ πρώτης όψεως πιθανότητα ζημιογόνου καταλοίπου άμεσα προερχομένου από την απόρριψη του αιτήματος του για μετάθεση.
Είναι πρόδηλο ότι η μεταγενέστερη ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή για μετάθεση του από τη Ραμάλλα, εκκρεμούσης της προσφυγής, κατέστησε αυτή άνευ αντικειμένου και συνεπώς υποκείμενη σε απόρριψη.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Αναφορικά με τα έξοδα, κρίνω υπό τις περιστάσεις και ιδιαίτερα ενόψει της ικανοποίησης του αιτήματος του αιτητή για μετάθεση, όπως μη εκδώσω οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ