ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
COSTAS PLATRITIS ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS & ANOTHER) (1969) 3 CLR 366
Παπαδόπουλος Tηλέμαχος ν. Διευθυντή Tμήματος Eσωτερικών Προσόδων (1990) 3 ΑΑΔ 262
Amiri Mohammad ν. Aναθεωρητικής Aρχής Προσφύγων και Άλλης (2009) 3 ΑΑΔ 358
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D678
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 1674/2011)
15 Σεπτεμβρίου, 2014
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
HAMID HAMIDI,
Αιτητή,
- ΚΑΙ -
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΙ/Η
ΜΕΣΩ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
__________
Γ. Καλλή (κα), για τον αιτητή.
Δ. Νικολάτου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 22.9.2011, όπως του κοινοποιήθηκε με επιστολή που παρέλαβε στις 14.10.2011, με την οποία η έφεση του εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, απορρίφθηκε ως εξ υπαρχής άκυρη.
Ο αιτητής εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων στις 24.6.2010 και δύο μέρες αργότερα, υπέβαλε αίτηση ασύλου μαζί με τα σχετικά προσωπικά του στοιχεία προς την αρμόδια υπηρεσία. Παραχωρήθηκε στον αιτητή άσυλο και ακολούθησε συνέντευξη του ιδίου, στις 11.7.2011. Μετά την λήψη της σχετικής συνέντευξης και την καταχώριση σχετικής έκθεσης-εισήγησης, εκ μέρους του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 18.7.2011 προς τον προϊστάμενο Υπηρεσίας, ο τελευταίος αποφάσισε την επομένη, 19.7.2011, την απόρριψη της αίτησης.
Στις 5.8.2011, καταχωρίστηκε στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διοικητική προσφυγή. Ακολούθησε σχετική ετοιμασία έκθεσης από αρμόδιο λειτουργό προς την αναθεωρητική Αρχή ημερ. 15.9.2011. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στις 22.9.2011 απέρριψε την προσφυγή του αιτητή, ενώ σημειώνεται ότι σχετική αίτηση της συζύγου του για παραχώρηση ασύλου, επίσης απορρίφθηκε. Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρίστηκε επίσης προσφυγή, η οποία και εκκρεμεί.
Ο αιτητής, υπήκοος του Ιράν, κατά τον ίδιο, και χριστιανός στο θρήσκευμα, βαφτίστηκε τον Ιούλιο του 2010 στην Κύπρο, στην Ευαγγελική Εκκλησία. Το 2011 τέλεσε γάμο με την νυν σύζυγο του. Ήταν αρχικά ο ισχυρισμός του αιτητή, όπως είχε προβληθεί στη συνέντευξη του που δόθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου στις 15.3.2010, ότι αν επιστρέψει στη χώρα του μπορεί να τον συλλάβουν λόγω αλλαγής θρησκείας. Ήδη, όταν βρισκόταν στην πατρίδα του, ήταν χριστιανός προτεστάντης και εκκλησιαζόταν σε σπίτι-εκκλησία. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του γιατί δύο μέλη της εκκλησίας που θεωρήθηκαν ως αποστάτες συνελήφθησαν το Μάρτιο του 2010.
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξαν πλήρως και σε όλη της την έκταση, τη νομιμότητα της απόφασης η οποία λήφθηκε μετά από ενδελεχή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση στοιχείων και ισχυρισμών, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, επικυρώνοντας έτσι την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Στη συνέντευξη η οποία διεξήχθη στις 11.7.2011 η λειτουργός Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε την εισήγηση της. Καταγράφεται περίληψη γεγονότων και ισχυρισμών του αιτητή, ανάλυση για την αξιοπιστία του, νομική ανάλυση της υπόθεσης και τέλος καταγραφή της εισήγησης και οι λόγοι για τους οποίους κατά τη γνώμη της λειτουργού δεν μπορούσε να αναγνωριστεί η προσφυγική ιδιότητα στον αιτητή, ούτε να του αναγνωριστεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ή παραχώρηση άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος κατά τη συνέντευξη. Είναι στη βάση αυτής της εισήγησης, που αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης, από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.
Διαπιστώνεται ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ακολούθησε τη διαδικασία που προνοείται από το Νόμο και προχώρησε σε δική της έρευνα. Αρμόδια λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής ετοίμασε σχετική έκθεση μετά από διερεύνηση των διαδικαστικών και ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης (άρθρο 28Ζ(2) του Νόμου). Οι ισχυρισμοί του αιτητή τέθηκαν υπό το φακό της αξιολόγησης. Κρίθηκε ότι υπέπεσε σε αντιφάσεις κατά τη διάρκεια της συνέντευξης οι οποίες άπτονται του πυρήνα του αιτήματος του. Επιμέρους, στην έκθεση-εισήγηση της, η αρμόδια λειτουργός, ημερομηνίας 18.7.2011, παρατηρεί ότι ο αιτητής παρουσίασε σοβαρή αδυναμία να δώσει εξηγήσεις σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του απευθύνθηκαν. Λήφθηκαν υπόψη διάφοροι παράγοντες όπως καταγράφονται στην έκθεση: ότι εγκατέλειψε τη χώρα του έχοντας στην κατοχή του διαβατήριο το οποίο απέκτησε νόμιμα χωρίς οποιαδήποτε προβλήματα, έφυγε μέσω του αεροδρομίου της χώρα του, χωρίς επίσης να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προβλήματα, ενώ αδυναμία παρουσιάστηκε στην προβολή του ισχυρισμού του ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή άλλα άτομα είχαν συλληφθεί το Μάρτιο του 2012, που λάμβαναν μέρος σε εκκλησία-σπίτι όπως και ο ίδιος, ενώ απάντησε αρνητικά όταν ρωτήθηκε αν αντιμετώπιζε οποιαδήποτε προβλήματα ακριβώς λόγω της συμμετοχής του στον εκκλησιασμό. Λεπτομέρειες και διευκρινίσεις, που δόθηκαν γύρω από τη δυσκολία του να εγκαταλείψει νωρίτερα τη χώρα του και που έχουν κατά τον ίδιο αναχθεί σε οικονομική δυσκολία ή το γεγονός ότι δεν άλλαξε τον χώρο διαμονής του, παρά το γεγονός ότι πρόβαλλε φόβο δίωξης στη χώρα του, δημιούργησαν περαιτέρω αμφιβολίες σχετικά με τους ισχυρισμούς του. Περαιτέρω, διευκρινιστικές ερωτήσεις σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στη χώρα του σε προσωπικό επίπεδο, κατέδειξαν την αδυναμία του να προβάλει οποιοδήποτε συγκεκριμένο γεγονός ή ισχυρισμό, ενώ ο ίδιος, όπως καταγράφεται στη συνέχεια, δεν επιθυμούσε να τα αναφέρει. Έτσι ο αιτητής κρίθηκε ότι δεν τεκμηρίωσε το προσφυγικό αίτημα, άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2009: δεν επιβεβαιώθηκε δικαιολογημένος φόβος δίωξης ή ενδεχόμενο να υποβληθεί σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα διαμονής του.
Μη νόμιμη συγκρότηση λόγω μονομελούς σύνθεσης της και έλλειψη πολυμέλειας όπως εκ του Νόμου επιβάλλεται.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν είχε συγκροτηθεί δεόντως: ένα μόνο μέλος και όχι πολυμελώς, ως εκ του Νόμου επιβάλλεται.
Σύμφωνα με το άρθρο 28Ε(3) του Νόμου κάθε μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής «δύναται να ασκεί τις δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιότητες της Αναθεωρητικής Αρχής από μόνο του με την εξαίρεση κάποιων προσδιοριζόμενων στο Νόμο περιπτώσεων». Πρόκειται για την πρόνοια του άρθρου 28Ε(4) που κατά την κρίση μου δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Ο ισχυρισμός του αιτητή απορρίπτεται. Όπως απορρίπτεται κατά συνέπεια και η θέση, ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής πάσχει, ως εκ του γεγονότος ότι αυτή στηρίζεται επί απόφασης η οποία ελήφθη από αναρμόδιο όργανο.
Έλλειψη δέουσας έρευνας.
Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει, ότι οι καθ΄ ων η αίτηση άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια αφού έλαβαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία και κατόπιν δέουσας έρευνας, εξάσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια πριν απορρίψουν το αίτημα. Το βάρος απόδειξης για παραχώρηση πολιτικού ασύλου το φέρει κατά πάντα χρόνο ο αιτητής, ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του, τη συνοδεία όλων των εγγράφων και στοιχείων που έχει στην κατοχή του, ώστε να δώσει στην Υπηρεσία Ασύλου τις αναγκαίες εκείνες λεπτομέρειες και πληροφορίες, σχετικά με το άτομο του και το παρελθόν του, γενικά το όλο ιστορικό του, ώστε να βοηθήσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την Υπηρεσία Ασύλου ώστε με διαπιστωμένο πλέον το υπόβαθρο των γεγονότων, να καταλήξει στην απόφαση της. Ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος που έφερε εφόσον κρίθηκε αναξιόπιστος. Ενώπιον μου δεν έχει υποδειχθεί τίποτε περαιτέρω που να ανατρέπει την εν λόγω κατάληξη.
Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν είχαν καμιά υποχρέωση να καλέσουν ενώπιον τους τον αιτητή ώστε να ακουστεί, πριν λάβουν την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 28Ζ(3) του Νόμου 6(Ι)/2000). Η Αναθεωρητική Αρχή όσο και αρμόδιος λειτουργός έχουν διακριτική ευχέρεια και «δύνανται» να καλούν τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη, όποτε κρίνουν τούτο αναγκαίο. Αυτό σε αντίθεση με τη διαδικασία που ακολουθείται στην Υπηρεσία Ασύλου. Η Αναθεωρητική Αρχή εξασκώντας την διακριτική της ευχέρεια κατέληξε να μην καλέσει τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη. Ο αιτητής είχε, μέσω του δικηγόρου του, την ευκαιρία να θέσει ενώπιον της αρχής όλα τα σχετικά στοιχεία και να ασκήσει ελεύθερα όλα τα δικαιώματα που ο Νόμος του προσφέρει. Όπως και του προσφέρθηκε με προσωπική συνέντευξη στη διαδικασία της Υπηρεσίας Ασύλου δυνάμει του άρθρου 13 του Νόμου. Ακόμη, με την καταχώριση της διοικητικής προσφυγής, ο αιτητής είχε την ευκαιρία να εκθέσει εκ νέου τους ισχυρισμούς του και τις απόψεις ή και οποιοδήποτε άλλο νέο στοιχείο προς υποστήριξη της.
Μετά την καταχώριση της διοικητικής προσφυγής η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ακολούθησε τη διαδικασία που προβλέπεται στο Νόμο και προχώρησε σε δική της έρευνα. Η αρμόδια λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής ετοίμασε σχετική έκθεση μετά από διερεύνηση των διαδικασιών και ουσιωδών γεγονότων κάτω από το άρθρο 28Ζ(2) του Νόμου. Η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή από την Αναθεωρητική Αρχή κρίνεται εύλογη. Η απόφαση πλήρως αιτιολογημένη καθιστά σαφείς τους λόγους απόρριψης του αιτήματος.
Απόφαση υπό πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
Το βάρος απόδειξης για την ύπαρξη πλάνης το φέρει και πάλι ο αιτητής. (Platritis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 366, Παπαδόπουλος ν. Διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262).
Όχι μόνο δεν έχουν τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε στοιχεία που να αποδεικνύουν αντικανονική και μη ενδελεχή έρευνα ή πλάνη ή παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, αλλά ούτε και στοιχειοθετήθηκε πώς η ισχυριζόμενη πλάνη έχει επιδράσει στην τελική κρίση της Αναθεωρητικής Αρχής κατά τρόπο που να καθιστούν την απόφαση της άκυρη (Γαλανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43).
Παράλειψη εξέτασης κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία.
Η αίτηση απορρίφθηκε εφόσον κατά την κρίση της αρμόδιας λειτουργού ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) του Νόμου. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που έχει σημασία σε τέτοιες υποθέσεις, είναι αν ο εξεταστής που διενεργεί τη συνέντευξη, αλλά και άλλοι αρμόδιοι λειτουργοί των Τμημάτων που εκτίμησαν τα κριτήρια, στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον τους, άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια με αντικειμενικότητα και καλή πίστη εντός των ορίων του Νόμου και του Εγχειριδίου του Υπάτου Αρμοστή για τους Πρόσφυγες.
Εν κατακλείδι, είναι στη βάση της αναξιοπιστίας του αιτητή που κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε βάσιμος φόβο δίωξης, για θρησκευτικούς λόγους, ως εκ της ιδιότητας του ως μέλους συγκεκριμένου συνόλου και δικαιολογημένα εγείρει κώλυμα έγκρισης της αίτησης (Mohammad Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358). Ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για παροχή του καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο 3 του Νόμου), ή ότι μπορεί να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας ή του καθεστώτος για ανθρωπιστικούς λόγους (άρθρα 19 και 19 Α αντίστοιχα).
Στη βάση των ανωτέρω οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν έχουν έρεισμα. Δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €800 έξοδα σε βάρος του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ