ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Πασχαλίδης, Ανδρέας Λούκα Αιτήτρια παρούσα προσωπικά. Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-09-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Υπoθεση Αρ. 1695/2009, 22/9/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D693

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1695/2009)

 

 

22 Σεπτεμβρίου, 2014

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

                           ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

                       1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 5/7/2012

 

Αιτήτρια παρούσα προσωπικά.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία γεννήθηκε στις 30/3/1969, προσελήφθη τον Απρίλιο του 1999, σε έκτακτη βάση, στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ως Νομικός Λειτουργός στον Τομέα Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέση στην οποία μονιμοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2002. Η εν λόγω θέση το 2008 μετονομάστηκε σε θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας.

 

Του διορισμού της αιτήτριας στη Νομική Υπηρεσία είχε προηγηθεί ο διορισμός της το 1995 στη μόνιμη θέση του γραμματέα Κοινοβουλευτικών Επιτροπών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ως δημόσιος υπάλληλος.

 

Η αιτήτρια αφυπηρέτησε οικειοθελώς από τη Δημόσια Υπηρεσία, προτού συμπληρώσει το 45ο έτος της ηλικίας της και συγκεκριμένα αφυπηρέτησε, την 1/10/2009.

 

Με την αφυπηρέτηση της, η αιτήτρια δικαιούτο σε εφάπαξ ποσό. Στις 19/11/2009 κατεβλήθη στην αιτήτρια εφάπαξ ποσό το οποίο είχε υπολογιστεί από το Γενικό Λογιστήριο. Το εν λόγω ποσό, το οποίο παραλήφθηκε από την αιτήτρια με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της ως προς τα συνταξιοδοτικά της δικαιώματα, ήταν μειωμένο ως αποτέλεσμα εφαρμογής των διατάξεων του περί Συντάξεων Νόμου.

 

Σ' αυτό το στάδιο θα πρέπει να λεχθεί ότι ένα περίπου χρόνο νωρίτερα και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 2008, η Επίτροπος Διοίκησης, στο γραφείο της οποίας η αιτήτρια είχε, ενόψει της πρόθεσης της για οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση, υποβάλει σχετικό παράπονο, αποφάνθηκε ως η αρμόδια Αρχή Ισότητας, ότι οι διατάξεις του άρθρου 27 του περί Συντάξεων Νόμου συνιστούσαν απαγορευμένη με Νόμο διάκριση λόγω ηλικίας των προνοιών του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Ν. 58(Ι)/2004) και της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ και εισηγήθηκε την εξάλειψη των εν λόγω διατάξεων.

 

Αντίθετη επί του προκειμένου άποψη είχε ο Γενικός Εισαγγελέας, στον οποίο η διοίκηση παρέπεμψε το θέμα για σκοπούς γνωμοδότησης.

 

Στις 2/9/2009 η αιτήτρια απηύθυνε επιστολή προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία πληροφορούσε τον τελευταίο για την επικείμενη πρόωρη αφυπηρέτηση της, ενώ παράλληλα, ζητούσε την πλήρη αναγνώριση των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θα αφυπηρετούσε πρόωρα.

 

Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με επιστολή του ημερομηνίας 20/11/2009, πληροφόρησε την αιτήτρια ότι, σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, οι διατάξεις της περί Συντάξεων Νομοθεσίας που αφορούν στον καθορισμό της ηλικίας των 45 ετών ως της ελάχιστης ηλικίας για διασφάλιση δικαιώματος σε σύνταξη (άρθρο 27 - οικειοθελής πρόωρη αφυπηρέτηση), δεν έρχονται σε σύγκρουση ούτε με το κοινοτικό δίκαιο ούτε με την κυπριακή νομοθεσία και συνεπώς δεν χρειάζεται τροποποίηση της περί Συντάξεων Νομοθεσίας. Με επιστολή του της ίδιας ημερομηνίας, το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας κοινοποίησε στην αιτήτρια το ύψος του εφάπαξ ποσού που δικαιούτο και τις αποκοπές που έγιναν λόγω της πρόωρης αφυπηρέτησής της.

 

Αντιδρώντας η αιτήτρια καταχώρισε την πιο πάνω προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας καταχώρισε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά την παραπομπή στο ΔΕΕ αριθμού προδικαστικών ερωτημάτων. Ισχυρίζεται βασικά ότι τα επίδικα θέματα που εγείρονται στα πλαίσια της κυρίως προσφυγής, αφορούν στην ερμηνεία των προνοιών της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ και του πεδίου εφαρμογής της και ιδιαίτερα κατά πόσο το συνταξιοδοτικό σχέδιο των δημοσίων υπαλλήλων στην Κύπρο, με τα χαρακτηριστικά που αυτό φέρει, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, κατά πόσο οι διατάξεις της Οδηγίας μπορούν να ερμηνευθούν με τρόπο που να επιτρέπουν τη διατήρηση των διατάξεων του περί Συντάξεων Νόμου, σε ό,τι αφορά το κριτήριο της ηλικίας ως προς την παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων σε άτομα τα οποία αφυπηρετούν πρόωρα από τη δημόσια υπηρεσία. Παραθέτω τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως αυτά εκτίθενται στην αίτηση:

 

"1. Το άρθρο 3, παράγραφος 3 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ το οποίο προβλέπει ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή προστασίας, μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επαγγελματικό σχέδιο συντάξεως δημοσίων υπαλλήλων χωρίς εισφορές, σύμφωνα με το οποίο η σύνταξη τελεί σε άμεση συνάρτηση με το χρόνο υπηρεσίας των υπαλλήλων, ενώ το ύψος της σύνταξης, η οποία παραχωρείται στη βάση συμφωνίας του κράτους, ως εργοδότη και των υπαλλήλων στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης, υπολογίζεται στη βάση του τελευταίου μισθού των υπαλλήλων, συνιστά παροχή που καταβάλλει το δημόσιο σύστημα κατά την έννοια της Οδηγίας και ως εκ τούτου εξαιρείται από την Οδηγία;

 

2.   Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο ερώτημα 1, μπορεί η έννοια του επαγγελματικού σχεδίου κοινωνικής ασφάλισης που περιλαμβάνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2 της Οδηγίας να ερμηνευθεί έτσι ώστε να καλύπτει επαγγελματικό σχέδιο συντάξεως δημοσίων υπαλλήλων με τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στο ερώτημα 1;

 

3.   Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο ερώτημα 2, συνιστά «ένταξη ή αποδοχή σε παροχές», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2 της Οδηγίας, ο καθορισμός ηλικίας υπαλλήλου κατά το χρόνο της παραίτησης/οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησης του προκειμένου να διασφαλίσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τα οποία όμως ενεργοποιούνται όταν συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης;

 

4.   Μπορούν οι διατάξεις του άρθρου 2, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συνιστούν άμεση διάκριση λόγω ηλικίας διατάξεις εθνικής νομοθεσίας, σύμφωνα με τις οποίες δημόσιος υπάλληλος που αφυπηρετεί/παραιτείται οικειοθελώς διασφαλίζει τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα εάν συμπλήρωσε 5 χρόνια υπηρεσίας και το 45ο έτος ηλικίας οπότε του καταβάλλεται το εφάπαξ ποσό αμέσως και η σύνταξη παγοποιείται και αρχίζει να του καταβάλλεται όταν συμπληρώσει το 45ο έτος ηλικίας παίρνει μόνο εφάπαξ/φιλοδώρημα και χάνει τα μελλοντικά του δικαιώματα σε σύνταξη, έστω και αν συμπλήρωσε 5 χρόνια υπηρεσίας;

 

5.   Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο ερώτημα 4 μπορούν οι διατάξεις του άρθρου 6 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπεται εν πάση περιπτώσει, η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας που περιγράφεται στο ερώτημα 4, επειδή δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό σκοπό, ιδίως από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης και πιο συγκεκριμένα επειδή -

 

i.                 Το σχέδιο συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων είναι χωρίς εισφορές και αποτελεί πλεονέκτημα που απολαμβάνουν μόνο οι κρατικοί υπάλληλοι στα πλαίσια της απασχόλησής τους∙

 

ii.                Βοηθά στη διατήρηση της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας με τη διατήρηση στην υπηρεσία ατόμων με 10 έως 20 χρόνια υπηρεσία, με στόχο την εκμετάλλευση των εμπειριών που απέκτησαν με έξοδα του κράτους∙

 

iii.              Βοηθά στη συγκράτηση του αριθμού των ατόμων που αφυπηρετούν πρόωρα, με όλες τις συνεπακόλουθες κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις∙

 

iv.              Βοηθά στη βιωσιμότητα του Ταμείου Συντάξεως των δημοσίων υπαλλήλων∙

 

v.               Βοηθά στη διατηρησιμότητα ή/και βελτίωση των δημοσίων οικονομικών η οποία μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση       του ρυθμού ανάπτυξης και κατ' επέκταση της απασχολησιμότητας∙

 

vi.              Οι υπάλληλοι που παραιτούνται πρόωρα λαμβάνουν φιλοδώρημα το οποίο είναι ψηλότερο από το εφάπαξ που θα ελάμβαναν αν παραχωρείτο σ' αυτούς σύνταξη και εφάπαξ ποσό∙

 

vii.            Οι υπάλληλοι λαμβάνουν για την υπηρεσία τους σύνταξη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων∙

 

viii.           Η εισαγωγή της ηλικίας των 45 ετών έγινε με τη σύμφωνη γνώμη της συνδικαλιστικής πλευράς∙

 

ix.              Οι παραπονούμενοι γνώριζαν/όφειλαν να γνωρίζουν κατά την ένταξή τους στη δημόσια υπηρεσία τις πρόνοιες της περί Συντάξεως Νομοθεσίας, καθότι αποτελούν βασικό όρο απασχόλησης, και τις αποδέχτηκαν∙

 

x.               Ο εργοδότης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι            το κράτος, προσέφερε ένα συνταξιοδοτικό πακέτο ωφελημάτων στους υπαλλήλους του, το οποίο συμφωνήθηκε με τη συνδικαλιστική πλευρά, στα πλαίσια των δημοσιονομικών του δυνατοτήτων. Σε περίπτωση επέμβασης ή διαφοροποίησης στην παραχώρηση των ωφελημάτων αυτών, επιβάλλεται η επαναδιαπραγμάτευση του εν λόγω πακέτου."

 

 

Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση των εφεσιβλήτων. Η ουσία της επιχειρηματολογίας τους περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι τα θέματα που εγείρονται με την παρούσα αίτηση μπορούν να τύχουν αντιμετώπισης και τα σχετικά ερωτήματα να απαντηθούν από τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας, χωρίς να απαιτείται η παραπομπή τους στο ΔΕΕ.

 

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο το θέμα παραπομπής των δικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ εξετάζεται, τέθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Cypra Ltd. v. Δημοκρατίας, μέσω 1) Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, 2) Διευθυντή Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, Α.Ε. 78/2009, ημερομηνίας 5/6/2013. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

"Το άρθρο 267 (πρώην άρθρο 234) της Συνθήκης, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παρέχει στο Δ.Ε.Ε. την εξουσία να ερμηνεύει τη Συνθήκη, δεν του παρέχει όμως ειδικά την εξουσία να εφαρμόζει τη Συνθήκη στα γεγονότα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το εν λόγω άρθρο δεν παραθέτει το πλαίσιο διαδικασίας έφεσης, ούτε και το Δ.Ε.Ε. ενεργεί σαν  Εφετείο από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων. Η λειτουργία του είναι "essential for the preservation of the Community character of law established by the Treaty and has the object of ensuring that in all circumstances this law is the same in all States of the Community" (είναι αναγκαία για τη διατήρηση του Κοινοτικού χαρακτήρα του νόμου που καθιδρύεται από τη Συνθήκη και έχει στόχο να διασφαλίσει ότι σε όλες τις περιστάσεις ο νόμος αυτός είναι ο ίδιος σε όλα τα Κράτη Μέλη της Κοινότητας) (Υπόθεση 166/73, Rheinműhlen-Dusseldorf v. EVGF, [1974] ECR 33).

 

Το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του Εθνικού Δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο. Τα θέματα αυτά αποφασίζονται από τα εθνικά δικαστήρια και τα ερωτηματικά που πηγάζουν από τα εν λόγω θέματα απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια. Με άλλα λόγια, το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί νομικών θεμάτων/ζητημάτων και δεν εφαρμόζει το νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του (Duringello v. INPS, Case C-186/90). Θα πρέπει βέβαια να λεχθεί ότι ο διαχωρισμός μεταξύ νομικών θεμάτων και γεγονότων δεν είναι πάντα εύκολος. Γι' αυτό δεν είναι άγνωστες οι περιπτώσεις όπου η διατύπωση μιας απόφασης του Δ.Ε.Ε. ελάχιστη ή καμιά διακριτική ευχέρεια αφήνει στα εθνικά δικαστήρια ως προς το πώς θα εφαρμόσουν την απόφαση στα γεγονότα της υπόθεσης που είναι ενώπιόν τους. (Υπόθεση 235/87, Annunziatta Matteucci v. Communauté Française de Belgique, [1988] CMLR 357). Χρήσιμη περίληψη των λόγων που δικαιολογούν παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε. περιέχεται στην απόφαση του Δικαστή MacPherson στην υπόθεση R. v. H.M. Treasury, ex parte Daily Mail and General Trust plc. (1987) C.M.L.R. (2), p. 1, 4. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

"I do not refer the case simply because a serious point of Community law arises, but I do so for the following reasons:

1.   The relevant facts are not in dispute. The case before me in its written form and the documents before me set out the facts which are substantially, if not wholly, agreed.

2.   The point raised will in my judgment be substantially determinative of the case.

3.   There is no Community authority precisely or indeed in my judgment closely in point.

4.   The point raised and indeed the case itself are both put forward in good faith and without any adverse motive ...

5.   I am convinced that at some stage in its life the case will be or will have to be referred to Europe.

6.   I do not find the point free from doubt."

 

 

Σε μετάφραση,

 

"Δεν παραπέμπω την υπόθεση απλά γιατί σοβαρό σημείο του Κοινοτικού Δικαίου εγείρεται, αλλά την παραπέμπω για τους πιο κάτω λόγους:

1. Τα σχετικά γεγονότα δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Η υπόθεση ενώπιον μου στην έγγραφη μορφή της και τα ενώπιον μου έγγραφα παραθέτουν τα γεγονότα τα οποία, αν όχι στην ολότητά τους, στην ουσία είναι συμφωνημένα.

2. Το νομικό σημείο που ηγέρθη, κατά την κρίση μου, θα είναι καθοριστικό για την επίλυση τελεσίδικα της επίδικης διαφοράς.

3.  Δεν υπάρχει Κοινοτική αυθεντία ακριβώς στο σημείο ή πραγματικά κατά την κρίση μου, παραπλήσια του.

4.  Το εγερθέν σημείο και πραγματικά αυτή η ίδια η υπόθεση προβάλλονται και τα δύο καλόπιστα και χωρίς υστερόβουλο κίνητρο.

5.  Είμαι πεπεισμένος ότι σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας η υπόθεση θα παραπεμφθεί ή θα πρέπει να παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

6.  Δεν βρίσκω ότι το σημείο είναι απαλλαγμένο αμφιβολίας."

 

 

Σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούν παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε., χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει, σ' αυτές τις ίδιες τις Συστάσεις του Δικαστηρίου που αφορούν τέτοιες παραπομπές (Information Note on references from National Courts for a Preliminary Ruling (2012/C338/01) και ιδιαίτερα στην υπό στοιχείο 13 Σύσταση, την οποία και παραθέτουμε:

 

"13. Συνεπώς, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει το ίδιο για την ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και για την εφαρμογή του στα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώνει, ιδίως αν θεωρεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Εντούτοις, η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων μπορεί                 να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη όταν πρόκειται για νέο ερμηνευτικό ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος που συμβάλλει στην ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ή όταν προκύπτει ότι η υφιστάμενη νομολογία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πρωτοεμφανιζόμενο πλαίσιο μιας υποθέσεως."

 

    (Η έμφαση είναι δική μου)

 

 

Διεξήλθα προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις. Στο φάκελο υπάρχουν επίσης καταχωρημένες οι γραπτές αγορεύσεις των δύο πλευρών, τις οποίες είχα την ευκαιρία να διεξέλθω. Για να αποφανθώ επί της αίτησης, είναι ανάγκη όπως διευκρινιστούν κάποια ζητήματα. Προτίθεμαι να θέσω αυτά τα ζητήματα ενώπιον των μερών στο στάδιο των διευκρινίσεων. Αφού διευκρινιστούν αυτά τα ζητήματα θα προχωρήσω και στην εξέταση της παρούσας αίτησης. Ως εκ τούτου, η προσφυγή ορίζεται για διευκρινίσεις στις 25/9/2014, στις             8.45 π.μ., εφόσον οι αγορεύσεις έχουν συμπληρωθεί.

 

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο