ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D677
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1417/2010)
15 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
2. ΥΠΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Π. Παπαγεωργίου, για τον Αιτητή.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Υπαρχηγού της Εθνικής Φρουράς, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η αναφορά παραπόνου του, επικυρώθηκαν ως σύννομες οι επιβληθείσες ποινές του 2ήμερου και 4ήμερου περιορισμού, για παραβίαση του Πειθαρχικού Κώδικα της Εθνικής Φρουράς.
Tα γεγονότα της προσφυγής
Ο τραυματισμός προσωπικού του Λόχου Στρατονομίας από εκπυρσοκρότηση υπηρεσιακού πιστολιού, που έλαβε χώρα στις 13/10/2009 στο Στρατόπεδο «Ηλία Παπακυριακού», αποτέλεσε το έναυσμα ανάκρισης η οποία διατάχθηκε από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς και διενεργήθηκε από το Διοικητή της 20ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας, Ταξίαρχο Ιεροδιακόνου, προς διαλεύκανση των συνθηκών του περιστατικού.
Από την έκθεση στην οποία συμπεριλήφθηκε το ιστορικό του συμβάντος και το μαρτυρικό υλικό, προέκυψε ότι ο αιτητής, που κατά τον ουσιώδη χρόνο έφερε το βαθμό του Συνταγματάρχη και ήταν Διευθυντής της Διεύθυνσης Στρατονομίας, παρέλειψε να ενημερώσει έγκαιρα την ιεραρχία του Γ.Ε.Ε.Φ. για τον τραυματισμό δύο στρατονόμων, παρόλο που είχε ιδίαν αντίληψη του γεγονότος και είχε έγκαιρα ενημερωθεί από τον υφιστάμενο του Διοικητή του Λόχου Στρατονομίας.
Ως αποτέλεσμα, ο ανακριτής πρότεινε τον πειθαρχικό έλεγχο του αιτητή από το διοικούντα Αξιωματικό του σύμφωνα με το άρθρο 3(ε) («Αμέλεια Καθήκοντος») του Πρώτου Πίνακα (Πειθαρχικός Κώδικας) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.
Στη συνέχεια, ο Αρχηγός διαβίβασε το πόρισμα της ανάκρισης και τις εισηγήσεις της Διεύθυνσης Δικαστικού στον Υπαρχηγό, με οδηγίες για προσωπική έρευνα και άσκηση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας του ως διοικών αξιωματικός του αιτητή, κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 6 των Πειθαρχικών Κανονισμών.
Ακολούθως ο Υπαρχηγός, αφού κάλεσε σε απολογία τον αιτητή με την οποία ο τελευταίος αρνήθηκε τα όσα του καταλογίζονταν, υποστηρίζοντας ότι υπήρξε απόκρυψη και παραποίηση στοιχείων από τους υφισταμένους του, έκρινε ότι ο αιτητής υπέπεσε εις διπλούν στο πειθαρχικό παράπτωμα της αμέλειας καθήκοντος και του επέβαλε τις επίδικες ποινές του 2ήμερου και 4ήμερου περιορισμού.
Η αναφορά παραπόνου που υποβλήθηκε από τον αιτητή εναντίον των ποινών απορρίφθηκε από τον Υπαρχηγό ως αβάσιμη και οι ποινές επικυρώθηκαν ως «σύννομες και ως καλώς επιβληθείσες».
Οι λόγοι ακύρωσης
Για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλονται εκ μέρους του αιτητή διάφοροι λόγοι, οι οποίοι στη συνέχεια ομαδοποιούνται και εστιάζονται στα ακόλουθα ζητήματα:
(1) Αναρμοδιότητα οργάνου και υπέρβαση εξουσίας,
(2) πλάνη περί τα πράγματα ή/και το νόμο - παράνομη και παράτυπη διαδικασία,
(3) έλλειψη δέουσας έρευνας κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης και
(4) έλλειψη αιτιολογίας.
1. H κατ' ισχυρισμόν αναρμοδιότητα του Υπαρχηγού - υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας
Είναι η θέση του αιτητή ότι ο Υπαρχηγός δεν είχε αρμοδιότητα να ασκήσει πειθαρχική δικαιοδοσία στην περίπτωση του, διότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς και ότι αρμόδιος να επιληφθεί ήταν, με βάση το άρθρο 124 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, ο Αρχηγός, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να εκδοθεί κάτω από συνθήκες υπέρβασης ή/και κατάχρησης εξουσίας.
Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Ο Υπαρχηγός του Γ.Ε.Ε.Φ., ο οποίος φέρει το βαθμό του Αντιστράτηγου, έλαβε εντολή από τον Αρχηγό (βλ Παράρτημα 6 της Ένστασης) να εφαρμόσει την πειθαρχική του δικαιοδοσία ως «Διοικών Αξκος» του αιτητή.
Σημειώνεται ότι η Διεύθυνση Στρατονομίας υπάγεται στο Γ.Ε.Ε.Φ. και ότι με βάση τον Κανονισμό 5(1) των Πειθαρχικών Κανονισμών ««διοικών αξιωματικός» σημαίνει τον διοικητήν της μονάδος εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενο μέρος και περιλαμβάνει τον διοικητήν υπομονάδος».
Σύμφωνα δε με τον Κανονισμό 6(2), «ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίση του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας».
Επομένως, ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
2. Η κατ' ισχυρισμόν νομική και πραγματική πλάνη και παραβίαση του άρθρου 12 του Συντάγματος - Παράνομη και παράτυπη διαδικασία
Με τον επόμενο προβαλλόμενο λόγο υποβάλλεται ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, καθότι ο Αρχηγός διέταξε τον Ταξίαρχο Ιεροδιακόνου να διενεργήσει «στρατιωτική ποινική ανάκριση» με παράλληλη εντολή να διερευνήσει «κατά πόσον υπήρξε πλήρης και έγκαιρη ενημέρωση της ιεραρχίας για το συμβάν».
Εφόσον όμως, λέγει ο αιτητής, η μη έγκαιρη ενημέρωση συνιστούσε πειθαρχικό παράπτωμα, θα έπρεπε να τροχιοδρομηθεί πειθαρχική διαδικασία από το διοικούντα αξιωματικό, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 6 και όχι ποινική ανάκριση από τον Αρχηγό.
Το επιχείρημα είναι αβάσιμο. Οι οδηγίες για στρατιωτική ποινική ανάκριση που δόθηκαν στον Ταξίαρχο Ιεροδιακόνου, αφορούσαν τη διερεύνηση του όλου επεισοδίου της ρίψης πυροβολισμών και των τραυματισμών που επακολούθησαν και όχι ειδικά την πειθαρχική ευθύνη του αιτητή. Στη συνέχεια, αφού διεφάνη ότι ενδεχομένως να προέκυπτε η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος εκ μέρους του αιτητή και άλλων εμπλεκομένων που κατονομάζονταν στο πόρισμα, ακολουθήθηκε η διαδικασία του Κανονισμού 6(1), με τη διαταγή του Αρχηγού προς το διοικούντα αξιωματικό, δηλαδή τον Υπαρχηγό, να επιληφθεί προσωπικά της έρευνας.
Εισηγείται επιπρόσθετα ο αιτητής ότι η εν τέλει επιβολή από τον Υπαρχηγό δύο διαδοχικών πειθαρχικών ποινών για το ίδιο συμβάν, με την ίδια αιτιολογία της ελλιπούς ενημέρωσης, παραβιάζει τον Κανονισμό 4(2) των Πειθαρχικών Κανονισμών που απαγορεύει την επιβολή διττής πειθαρχικής ποινής σε σχέση με το ίδιο παράπτωμα, αλλά και το άρθρο 12.2 του Συντάγματος που ορίζει ότι «ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου δια την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν, εκτός εάν συνεπεία ταύτης προεκλήθη θάνατος».
Ο ισχυρισμός δεν είναι αποδεκτός. Στην επίδικη απόφαση του Υπαρχηγού αναφέρονται λεπτομέρειες από τις οποίες προκύπτει ευθέως ότι ο αιτητής διέπραξε το ίδιο αδίκημα της παράλειψης ενημέρωσης της προϊστάμενης αρχής σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, ήτοι κατά την τακτική ενημέρωση της 14/10/2009 και επίσης κατά την αναφορά της 15/10/2009. Επομένως δεν επρόκειτο για ανεπίτρεπτη διττή ποινή για το ίδιο παράπτωμα, ούτε εκ δευτέρου τιμωρία της αυτής πράξεως ή παραλείψεως.
Μέσα στα πλαίσια του λόγου ακύρωσης που αφορά σε νομική πλάνη, προβάλλεται από τον αιτητή, ότι ο Υπαρχηγός καθυστέρησε να λάβει απόφαση επί του παραπόνου του, κατά παράβαση του Κανονισμού 12(11) που ορίζει ότι ο παραπονούμενος λαμβάνει γνώση περί της αποφάσεως του διοικητού του εντός 10 ημερών και επίσης ότι δεν διενεργήθηκε η προβλεπόμενη στον Κανονισμό 12(7) προσωπική έρευνα του παραπόνου του από τον Υπαρχηγό.
Οι ισχυρισμοί δεν είναι αποδεκτοί. Είναι γεγονός ότι ο Κανονισμός 12(11) προβλέπει ότι η εξέταση του παραπόνου γίνεται κατά προτεραιότητα, εις τρόπον ώστε ο παραπονούμενος να λαμβάνει γνώση των αποφάσεων επί του παραπόνου του, εντός 10 ημερών από του διοικητού του.
Στην παρούσα περίπτωση η αναφορά παραπόνου υποβλήθηκε στις 10/8/2010 και η απόφαση του Υπαρχηγού με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως αβάσιμη λήφθηκε στις 28/8/2010.
Δεδομένου ότι, όπως έχει νομολογηθεί, οι προθεσμίες στο διοικητικό δίκαιο είναι κατά κανόνα ενδεικτικές, η κοινοποίηση της απάντησης του Υπαρχηγού μετά πάροδο 18 ημερών από της λήψεως του παραπόνου δεν έχει επενεργήσει δυσμενώς για τον αιτητή, ούτε και είχε κάποια ουσιαστική επιρροή στη λήψη της επίδικης απόφασης. Ως αποτέλεσμα δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο ακύρωσης (βλ. Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181, Χατζηδάς v. Δημοκρατίας (1989) 3Γ Α.Α.Δ. 1121).
Σε σχέση με την έρευνα κατά την εξέταση του παραπόνου, ο Υπαρχηγός στην απόφαση του αναφέρεται ρητώς στην προσωπική έρευνα που διενήργησε και επίσης σημειώνει ότι διάφορα άλλα υπηρεσιακά ζητήματα που τέθηκαν με την αναφορά παραπόνου δεν αφορούσαν τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Επομένως ο ισχυρισμός ότι δεν διενεργήθηκε έρευνα επί του παραπόνου, απορρίπτεται.
3. Η κατ' ισχυρισμόν έλλειψη δέουσας έρευνας - παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης
Με άλλο ισχυρισμό του, ο αιτητής θέτει ζήτημα έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του Υπαρχηγού, υποστηρίζοντας ότι αρκέστηκε στο πόρισμα του Ταξίαρχου Ιεροδιακόνου χωρίς να διερευνήσει περαιτέρω το παράπονο του, χωρίς να του επιτρέψει την πρόσβαση στα στοιχεία της υπόθεσης και χωρίς να αναφερθεί στους ισχυρισμούς που περιέχονταν στην απολογία του.
Το παράπονο είναι ανεδαφικό. Ο φάκελος με τη συνοπτική έκθεση ανάκρισης μαζί με το ιστορικό και τη μαρτυρία των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένης της μαρτυρίας του αιτητή, καθώς και τα συμπεράσματα του Ταξίαρχου Ιεροδιακόνου, όπως επίσης και η εισήγηση της Διεύθυνσης Δικαστικού, ετέθησαν ενώπιον του Υπαρχηγού για σκοπούς άσκησης της πειθαρχικής του δικαιοδοσίας ως διοικών αξιωματικός του αιτητή.
Ο τελευταίος, όπως προκύπτει από το φάκελο, διενήργησε προσωπική έρευνα, εξέτασε την απολογία του αιτητή και προχώρησε στην επιβολή των επίδικων ποινών απορρίπτοντας στη συνέχεια το παράπονο του θεωρώντας το αβάσιμο.
Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Πρέπει όμως να τονισθεί ότι η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270).
Στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση του Υπαρχηγού ήταν υπό το φως του συνόλου των στοιχείων που είχε ενώπιον του εύλογα εφικτή, λήφθηκε δε μετά τη διεξαγωγή της αναγκαίας προς τούτο έρευνας. Πέραν τούτων, ακόμα και η υιοθέτηση των συμπερασμάτων της προηγηθείσας ανάκρισης του Ταξίαρχου Ιεροδιακόνου, ή και των απόψεων της Διεύθυνσης Δικαστικού από το διοικούντα αξιωματικό, δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμπτή (βλ. Αργύρης Αργυρού v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 377/2006, ημερομηνίας 19/2/2008).
Το αίτημα του αιτητή για να του δοθεί πρόσβαση στα έγγραφα του φακέλου της διεξαχθείσας ανάκρισης, απορρίφθηκε από τον Υπαρχηγό, διότι όπως ορθά υποδείχθηκε δεν υφίστατο με βάση το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, ανάλογη υποχρέωση της Υπηρεσίας.
Όπως προβλέπεται εξάλλου στο σχετικό Κανονισμό 6(2) «ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας».
4. Η κατ' ισχυρισμόν έλλειψη αιτιολογίας
Εγείρεται, τέλος, ζήτημα ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης, με το επιχείρημα ότι οι ποινές επιβλήθηκαν με γενικότητα, χωρίς εξειδίκευση και χωρίς σχολιασμό των ισχυρισμών που τέθηκαν στην αναφορά παραπόνου του αιτητή.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Στο ίδιο το κείμενο της απόφασης του Υπαρχηγού, ημερομηνίας 29/7/2010, καταγράφονται με λεπτομέρεια και εξειδικεύονται τα περιστατικά που οδήγησαν στη στοιχειοθέτηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων και εν συνεχεία στην επιβολή των επίδικων ποινών.
Η αιτιολογία βεβαίως συμπληρώνεται άνετα από το υπόλοιπο υλικό του φακέλου, το οποίο συμπεριλαμβάνει και τις απόψεις του αιτητή, όπως αυτές τέθηκαν διαδοχικά στη μαρτυρία, την απολογία και την αναφορά παραπόνου του.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις θέσεις που υπέβαλε στο παράπονο του, αυτές στο μέτρο που σχετίζονταν με το περιστατικό, εξετάστηκαν από τον Υπαρχηγό, ο οποίος τις απέρριψε ως αβάσιμες και το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά, ούτε επεμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις στην ουσιαστική κρίση του αρμόδιου οργάνου, εκτός εάν έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί τα πράγματα, ή το Νόμο ή υπέρβαση εξουσίας, κάτι που δεν έχει διαφανεί από το υπάρχον υλικό.
Περαιτέρω, η αναφορά στις διαπροσωπικές σχέσεις, του αιτητή με τον Υπαρχηγό και οι αιχμές που διατυπώθηκαν στην γραπτή αγόρευση του περί έλλειψης αμεροληψίας του τελευταίου, αφενός ορθά θεωρήθηκαν ως άσχετες με το διερευνώμενο παράπτωμα και αφετέρου τέτοιοι ισχυρισμοί, όπως έχει νομολογηθεί, θα πρέπει να αποδεικνύονται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων (βλ. Καψοσιδέρης v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176, Νεοφύτου v. Δημοκρατίας (2007) 3 A.A.Δ. 8).
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με έξοδα €1.350 υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ