ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D648
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1297/2012)
5 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΟΛΥΒΙΟΣ Χ"ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------------------
Ξένια Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Φίλιππος Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Κατά το έτος 2006 οι Καθ΄ων η Αίτηση προήγαγαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη στη θέση Ανώτερου Υπαστυνόμου. Ο Αιτητής, μέλος επίσης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κύπρου, στη Δύναμη της οποίας υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο με το βαθμό του Υπαστυνόμου, προχώρησε στην καταχώρηση της προσφυγής 2327/2006, προσβάλλοντας την πιο πάνω απόφαση. Στις 15/5/2008 ο αδελφός Δικαστής Νικολάτος εντοπίζοντας έλλειψη εξηγήσεων που να δικαιολογούν τη βαθμολογία που δόθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης, λανθασμένη ερμηνεία του σχετικού Κανονισμού ως προς την αποτίμηση της αριθμητικής βαθμολογίας του μεταπτυχιακού διπλώματος του Αιτητή, καθώς και έλλειψη αιτιολόγησης της βαθμολογίας των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν έκθετη σε ακύρωση. Κατ΄ ακολουθία, οι Καθ΄ων η Αίτηση προέβησαν σε επενεξέταση του όλου θέματος και προήγαγαν αναδρομικά από το 2006 τα ίδια Ενδιαφερόμενα Μέρη στη θέση Ανώτερου Υπαστυνόμου, αντί του Αιτητή. Ο Αιτητής, προβάλλοντας αριθμό λόγων για τους οποίους η επίδικη απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί, προσέφυγε εκ νέου στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο αδελφός Δικαστής Πασχαλίδης, εκδίδοντας, στις 31/5/2011, την απόφαση στη σχετική προσφυγή 250/2009, αποδέχθηκε έναν εκ των προβληθέντων λόγων ακύρωσης, συγκεκριμένα τη θέση ότι η αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης έπασχε λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Κατά την ανάπτυξη του σκεπτικού του, το Δικαστήριο παρέθεσε και το ανάλογο απόσπασμα της προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης, στην υπόθεση αρ. 2327/2006, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης έφερνε στο προσκήνιο τις αρχές του δεδικασμένου. Είναι σκόπιμο υπό τις συνθήκες να καταγραφεί αυτούσιο το τελικό μέρος της απόφασης στην υπόθεση αρ. 250/2009, το οποίο συναρτάται άμεσα και με μέρος των λόγων ακύρωσης που επικαλείται ο Αιτητής στην υπό κρίση υπόθεση:
«Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης παρατηρώ τα πιο κάτω:
Ένας από τους λόγους ακύρωσης της αρχικής προαγωγής ήταν η παράλειψη της Επιτροπής Αξιολόγησης να παράσχει επαρκή αιτιολογία ως προς την αριθμητική αξιολόγηση των υποψηφίων. Σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση:
"Ο αιτητής έλαβε 2.5 μονάδες από το σύνολο των 3 μονάδων που εδίδοντο για την υποκατηγορία αυτή, ήτοι γνώσεις κι εμπειρίες σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων ενώ στην περυσινή αξιολόγηση, μετά από ένστασή του, του είχαν δοθεί και οι 3 μονάδες για το στοιχείο αυτό. Είναι άγνωστο γιατί αξιολογήθηκε μόνο με 2.5 μονάδες στη φετινή αξιολόγηση, στο κριτήριο αυτό. Καμία αιτιολογία για τη μείωση της βαθμολογίας του στο συγκεκριμένο στοιχείο έχει δοθεί.
Ούτε έχει δοθεί η απαιτούμενη αιτιολόγηση για το ότι δόθηκαν στον αιτητή μόνο 2.5 ενώ στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 3 μονάδες σε ότι αφορά τις ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες στην εκτέλεση των συνηθισμένων αστυνομικών καθηκόντων κατά την εκτέλεση των οποίων επιδεικνύεται ιδιαίτερος ζήλος και ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Δεδομένων των αντικειμενικών ενστάσεων του αιτητή το Συμβούλιο Ενστάσεως όφειλε, κατά την κρίση μου, να δείξει την αντικειμενικότητα της βαθμολογίας του αναφέροντας συγκεκριμένα στοιχεία από τον προσωπικό φάκελο του αιτητή που να δικαιολογούν τη συγκεκριμένη βαθμολογία του. Σημειώνω και πάλι πως ο κανονισμός απαιτεί ρητά ότι οι ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες θα πρέπει να αιτιολογούνται δεόντως και η αιτιολογία για τη βαθμολογία στο συγκεκριμένο κριτήριο θα πρέπει να στηρίζεται στα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων. Επομένως η απλή γενική αριθμητική αποτίμηση των στοιχείων των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων στην οποία προέβη η Επιτροπή Αξιολόγησης χωρίς ωστόσο τον προσδιορισμό των στοιχείων αυτών, δεν συνιστά στην προκείμενη περίπτωση αιτιολογημένη κρίση. Είναι πάγια νομολογημένο ότι οι φάκελοι προσφέρονται ως αιτιολογικό έρεισμα, μόνο αν προκύπτει από το περιεχόμενο τους, κατά τρόπο σαφή και αναντίλεκτο, τι ακριβώς οδήγησε στην ορισμένη κρίση. Στην παρούσα Υπόθεση δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου."
Σύγκριση της αξιολόγησης που ακυρώθηκε ως αναιτιολόγητη με την αξιολόγηση που έλαβε χώρα στα πλαίσια της επανεξέτασης, αποκαλύπτει την ανυπαρξία ουσιαστικής μεταξύ τους διαφοράς. Η μόνη διαφοροποίηση που έχω εντοπίσει και η οποία δεν επηρεάζει, κατά τη γνώμη μου, την κατάληξη μου περί ανυπαρξίας ουσιαστικής διαφοράς, είναι στα βοηθητικά έντυπα. Ενώ στα εν λόγω έντυπα, ως αιτιολογία αναφέρεται ότι ο αιτητής, παρόλο που εργάστηκε μόνο σε δύο διαφορετικά είδη καθηκόντων, λόγω μακράς και ευδόκιμης υπηρεσίας στο τμήμα πυροπροστασίας του παραχωρήθηκαν 2.5 μονάδες, καθώς επίσης και ότι υιοθετήθηκε το πρακτικό ημερομηνίας 13/3/2006, στην προηγούμενη αξιολόγηση αναφερόταν ως αιτιολογία της βαθμολογίας ότι έχει μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία στο Αρχηγείο Πυροσβεστικής, σε θέματα πυροπροστασίας.
Στην επανεξέταση η Επιτροπή Αξιολόγησης έδωσε στον αιτητή, σε σχέση με το στοιχείο γνώσεις και εμπειρία, 2.5 μονάδες, ενώ για τις ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες του έδωσε 2.2 μονάδες. Του δόθηκαν δηλαδή λιγότερες μονάδες από αυτές που του είχαν δοθεί την πρώτη φορά. Δεν δόθηκε όμως γι΄ αυτό οποιαδήποτε αιτιολογία. Και αυτό κατά παράβαση του δεδικασμένου, γιατί για τις γνώσεις και την εμπειρία δεν του δόθηκαν όλες οι μονάδες, ενώ για τις ιδιαίτερες επιδεξιότητες μειώθηκε ακόμη περαιτέρω η βαθμολογία του. Υπό το φως των συγκεκριμένων στοιχείων, δεν θεωρώ ότι με την επανεξέταση η Επιτροπή Αξιολόγησης συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση ως προς την παροχή αιτιολογίας.»
Η δεύτερη ακυρωτική απόφαση οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.
Προβάλλει, μεταξύ άλλων, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης εσφαλμένα, υπό πλάνη και κατά παραβίαση του δικαστικού δεδικασμένου, καθόρισε νέα κριτήρια για την αξιολόγηση του Μέρους ΙΙ του εντύπου Αξιολόγησης και επαναξιολόγησε όλα τα κριτήρια. Εισηγείται ότι η εν λόγω Επιτροπή όφειλε κατά την επανεξέταση να αξιολογήσει εκ νέου μόνο το στοιχείο της παραγράφου 11 του Μέρους ΙΙ του πιο πάνω εντύπου που αφορά ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες και να αιτιολογήσει την απόφασή της με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και όχι να επαναξιολογήσει κατά το δοκούν όλα τα κριτήρια που δεν κρίθηκαν άκυρα. Είναι η τελική σχετική εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου ότι στην παρούσα υπόθεση οι Καθ΄ων η Αίτηση, παραβιάζοντας κάθε κανόνα χρηστής διοίκησης, ενήργησαν εκ νέου κατά παραβίαση του δεδικασμένου επαναξιολογώντας όλα τα κριτήρια του εντύπου Αξιολόγησης και καθορίζοντας «μετρήσιμα» κριτήρια, που έχουν άμεση σχέση με την αξιολόγηση των υποψηφίων στο Μέρος Ι του εντύπου Αξιολόγησης και όχι από τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου, όπως απαιτεί και ο Καν. 7(2)(β)(ΙΙΙ).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ΄ων η Αίτηση υποβάλλει ότι ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δεδικασμένου και καθορισμού νέων κριτηρίων από την Επιτροπή Αξιολόγησης είναι καθ΄ όλα αβάσιμος και/ή ανεδαφικός. Επικαλούμενος το πρακτικό της Επιτροπής Αξιολόγησης ημερομηνίας 26/1/2012, Παράρτημα Β της Ένστασης, εισηγείται ότι η Επιτροπή προς συμμόρφωση με τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση προχώρησε σε επανεξέταση της αξιολόγησης των υποψηφίων, μελετώντας τους προσωπικούς τους φακέλους, τα ατομικά δελτία και τις ετήσιες αξιολογήσεις των τεσσάρων τελευταίων ετών, συμβουλευόμενη τον άμεσα προϊστάμενο κάθε αξιολογούμενου και αφού ακολούθησε τη μεθοδολογία που είχε ήδη καθοριστεί στο πρακτικό της Επιτροπής Αξιολόγησης ημερομηνίας 13/3/2006. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, κατέληξε, η Επιτροπή προχώρησε στην αξιολόγηση κάθε υποψηφίου σε κάθε στοιχείο κρίσης, παραθέτοντας προς τούτο πλήρη και, εν πάση περιπτώσει, επαρκή αιτιολογία προς συμμόρφωση με το δικαστικό δεδικασμένο.
Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του Κανονισμού 7(2)(β)(ΙΙΙ) της Κ.Δ.Π. 214/04:
"Η Επιτροπή Αξιολόγησης μελετά τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία καθώς και τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, των τεσσάρων τελευταίων ετών, των υποψηφίων και αιτιολογημένα τους αξιολογεί με βάση το κριτήριο της αξίας, ως ακολούθως.."
[..]
(β) Την ευρύτητα των εμπειριών αναφορικά με-
[..]
(ΙΙΙ) τις ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες στην εκτέλεση των συνηθισμένων αστυνομικών καθηκόντων κατά την εκτέλεση των οποίων επιδεικνύεται ιδιαίτερος ζήλος και ιδιαίτερη επιδεξιότητα, οι οποίες αιτιολογούνται δεόντως και βαθμολογούνται μέχρι τρεις μονάδες:
Νοείται ότι η αιτιολογία θα πρέπει να στηρίζεται από τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου του υποψηφίου.»
Ο Κανονισμός 7(5) αναφέρει:
"Η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπληρώνει αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή έντυπο αξιολόγησης με αιτιολογημένη απόφαση..
Νοείται ότι η βαθμολογία του αξιολογούμενου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των πέντε μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης και ο Πρόεδρος της Επιτροπής μεριμνά ώστε η βαθμολογία κάθε μέλους να είναι αιτιολογημένη."
Το παράπονο του Αιτητή δεν επικεντρώνεται πλέον στο μέρος της ακυρωτικής απόφασης που κάλυπτε το αναιτιολόγητο της αξιολόγησής του σε σχέση με την παροχή 2.5 μονάδων από το σύνολο των 3 που αφορούσαν την υποκατηγορία του Μέρους ΙΙ της αξιολόγησής του «γνώσεις και εμπειρίες σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων». Και πολύ ορθά. Όπως εντοπίζεται από τη σχετική αξιολόγηση, στο υπό αναφορά στοιχείο η σχετική βαθμολογία του Αιτητή διαφοροποιήθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης προς όφελός του και του αποδόθηκε το σύνολο των 3 μονάδων στο κριτήριο αυτό. Συνεπώς, το όλο ζήτημα επικεντρώνεται πλέον στο κατά πόσο, κατ΄ ακολουθία του δεδικασμένου της αμέσως προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης, καλύπτεται με επαρκή αιτιολογία η απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης για παροχή 2 μονάδων στον Αιτητή σε ότι αφορά το στοιχείο Γ του Μέρους ΙΙ της αξιολόγησης, ήτοι «ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες στην εκτέλεση των συνηθισμένων Αστυνομικών καθηκόντων κατά την εκτέλεση των οποίων επιδεικνύεται ιδιαίτερος ζήλος και ιδιαίτερη επιδεξιότητα».
Επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ΄ων η Αίτηση ότι, λόγω ασάφειας του πιο πάνω Καν. 7(2)(β)(ΙΙΙ), η Επιτροπή Αξιολόγησης όταν εξέταζε για πρώτη φορά το θέμα της πλήρωσης των επίδικων θέσεων, στις 13/3/2006, καθόρισε κριτήρια αξιολόγησης και μεθοδολογία η οποία ακολουθήθηκε και από την Επιτροπή Αξιολόγησης που αποφάσισε τις προσβαλλόμενες με την παρούσα προσφυγή προαγωγές. Συγκεκριμένα, η τότε Επιτροπή αποφάσισε όπως καθορίσει τα ακόλουθα «μετρήσιμα» κριτήρια για την παραχώρηση των 3 μονάδων για σκοπούς, όπως έκρινε, ίσης μεταχείρισης και αντικειμενικής αξιολόγησης των υποψηφίων:
«Όσοι αξιολογούμενοι βαθμολογούνται σ΄ όλα τα στοιχεία του Μέρους Ι του εντύπου Αξιολόγησης ως "ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ" ή ενός ως "ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ" και των υπολοίπων ως "ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ" θα βαθμολογούνται με 3 μονάδες.
Σε περίπτωση που αξιολογούνται σε δύο στοιχεία ως "ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ" και τα υπόλοιπα ως "ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ" τότε θα τους παραχωρούνται 2½ μονάδες.
Σε περίπτωση που αξιολογούνται σε τρία ή τέσσερα στοιχεία ως "ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ" και τα υπόλοιπα ως "ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ" τότε θα τους παραχωρούνται 2 μονάδες.
Σε περίπτωση που αξιολογούνται σε 5 μέχρι 6 στοιχεία ως "ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ" και τα υπόλοιπα ως "ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ" τότε θα του παραχωρούνται 1½ μονάδες.»
Με βάση την πιο πάνω προσέγγιση είναι που η Επιτροπή Αξιολόγησης στην υπό κρίση πλέον περίπτωση επιχείρησε να αιτιολογήσει την απόφασή της για παροχή 2 μονάδων στον Αιτητή σε σχέση με το υπό αναφορά στοιχείο της Έκθεσης Αξιολόγησης. Προστέθηκε λοιπόν ως αιτιολογία η αναφορά «Σε τρία σημεία αξιολόγησης αξιολογήθηκε σαν πολύ καλός σύμφωνα με το πρακτικό αξιολόγησης του 2006». Το κρίσιμο βεβαίως ερώτημα είναι εάν αυτό συνιστά επαρκή αιτιολογία προς συμμόρφωση με το δεδικασμένο.
Στην πορεία εξέτασης του πιο πάνω ερωτήματος δεν είναι χωρίς σημασία να καταγραφεί ότι από το όλο ιστορικό που αφορά τη βαθμολογία στο υπό εξέταση στοιχείο των ιδιαίτερων επιδεξιοτήτων και ικανοτήτων προκύπτουν παραδοξότητες και ανακολουθίες. Πιο συγκεκριμένα, ενώ κατά την πρώτη βαθμολόγηση, το 2006, δόθηκαν στον Αιτητή 2.5 μονάδες, στη συνέχεια, κατά την επανεξέταση του 2009 η βαθμολογία μειώθηκε στις 2.2 μονάδες, χωρίς την παροχή οποιασδήποτε αιτιολογίας. Ακολούθως, στην πρόσφατη, επίδικη, επανεξέταση η εν λόγω βαθμολογία μειώθηκε ακόμη περισσότερο, στις 2 μονάδες, με αιτιολογία πλέον τη συνάρτησή της με «μετρήσιμα» κριτήρια, δηλαδή τα στοιχεία του Μέρους Ι του εντύπου Αξιολόγησης. Προκύπτουν όμως περαιτέρω ερωτήματα, αφού η συνάρτηση της παροχής μονάδων με το Μέρος Ι απολήγει σε παροχή, όπως με σαφήνεια καθορίστηκε, 3, 2.5, 2 και 1.5 μονάδων. Με αυτό ως δεδομένο, παραμένει ανεξήγητο ποιο ήταν το μέτρο καθορισμού άλλων υποδιαιρέσεων, όπως 2.2 μονάδων που δόθηκαν στον Αιτητή το 2009. Άμεσα δε σχετικό με την υπό κρίση περίπτωση είναι το γεγονός ότι στα Ενδιαφερόμενα Μέρη κατά την προσβαλλόμενη αξιολόγηση δόθηκαν 2.4, 2.8 και 2.7 μονάδες αντίστοιχα. Όλα αυτά αφήνουν βεβαίως σκιές ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά καιρούς και δημιουργούν καίριες αμφιβολίες ως προς το επίπεδο της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης που πρέπει να διέπει όλες τις εκφάνσεις και όλο το πλέγμα ενεργειών κάθε διοικητικού οργάνου.
Παραμένει βεβαίως προς απάντηση το κρίσιμο ερώτημα της επαρκούς αιτιολόγησης και της, κατ΄ ακολουθία, συμμόρφωσης των Καθ΄ων η Αίτηση με την προηγούμενη ακυρωτική απόφαση. Προέχει η εξέταση της θέσης που πρόβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορός τους σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής δε νομιμοποιείται να εγείρει με την παρούσα προσφυγή το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, από τη στιγμή που θα μπορούσε να το πράξει σε προηγούμενη διαδικασία, της προσφυγής 250/2009.
Συνιστά βεβαίως πάγια γραμμή της νομολογίας ότι δεν επιτρέπεται η έγερση ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί σε προηγούμενο στάδιο, η δε επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης. Διαφεύγει όμως, με όλο το σεβασμό του ευπαίδευτου συνήγορου, ότι ο συγκεκριμένος ακριβώς λόγος, ως λόγος ακύρωσης, συνιστά μέρος του δεδικασμένου. Πέραν τούτου, προκύπτει ως νέος ισχυρισμός επί του οποίου στηρίχθηκε η επίδικη αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης. Η εξέτασή του λοιπόν είναι και επιτρεπτή και επιβεβλημένη.
Η παροχή 2 μονάδων στον Αιτητή αιτιολογείται από τους Καθ΄ων η Αίτηση σε αναφορά με τη βαθμολογία του Μέρους Ι του εντύπου Αξιολόγησης. Η προσέγγιση όμως αυτή δε συνιστά ούτε επαρκή αιτιολογία, ούτε και ορθή ερμηνεία του σχετικού Καν. 7(2)(β)(ΙΙΙ). Όπως έχει ήδη εντοπιστεί και από τις δύο προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις ο υπό αναφορά Κανονισμός απαιτεί ρητά όπως οι ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες αιτιολογούνται δεόντως. Η δε αιτιολογία για τη βαθμολογία στο συγκεκριμένο κριτήριο θα πρέπει να στηρίζεται από τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων. Η απλή γενική αριθμητική αποτίμηση των στοιχείων των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, κρίθηκε ήδη ότι δε συνιστά στην προκείμενη περίπτωση αιτιολογημένη κρίση. Η προσφυγή των Καθ΄ων η Αίτηση στη βαθμολογία και μόνο των στοιχείων του Μέρους Ι αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του υπό εξέταση Κανονισμού. Η υποχρέωση για δέουσα αιτιολογία δεν εκπληρωνόταν με τον καθορισμό «μετρήσιμων» κριτηρίων τα οποία είχαν άμεση σχέση με την αξιολόγηση του Μέρους Ι. Θα έπρεπε να αξιολογηθούν στο σύνολό τους τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων που είχαν άμεση σχέση με τις ιδιαίτερες ικανότητες και επιδεξιότητές τους στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Είναι μέσα από αυτή την πορεία που θα προέκυπτε η εκ του Κανονισμού προβλεπόμενη αξιολόγηση και η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης της Επιτροπής Αξιολόγησης. Η παράλειψη επιτέλεσης αυτού του καθήκοντος έχει ως αναπόδραστο αποτέλεσμα την αποδοχή του εξεταζόμενου λόγου ακύρωσης.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, δε συντρέχει λόγος εξέτασης των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του Αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Α. Ρ. Λιάτσος
Δ.
/ΧΤΘ