ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D609
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.: 927/2010)
14 Αυγούστου, 2014
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28 ΚΑΙ 25 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ,
3. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------
Αίτηση για Αναστολή Απόφασης ημερομηνίας 13.2.2014.
Δάφνη Νικολάτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Αιτητές.
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Mε την παρούσα αίτηση, οι καθ' ων η αίτηση στην ως άνω προσφυγή ζητούν την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 6.11.2013, που εξέδωσε το παρόν δικαστήριο, εναντίον της οποίας ασκήθηκε η Αναθεωρητική Έφεση 155/13, μέχρι τελικής εκδίκασης της εν λόγω έφεσης. Με την πρωτόδικη απόφαση διαπιστώθηκε συνεχιζόμενη παράλειψη οφειλομένης ενέργειας όπως προκύπτει από τα άρθρα 28Α και 24 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, να καταρτιστεί πίνακας διοριστέων καθηγητών στην ειδικότητα της Πολιτικής Αγωγής και/ή Πολιτικών Επιστημών από τον οποίο να γίνονται οι διορισμοί καθηγητών για την διδασκαλία του μαθήματος Πολιτικής Αγωγής στα σχολεία μέσης εκπαίδευσης. Διατάχθηκε όπως κάθε πράξη που παραλήφθηκε να εκτελεστεί.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του κ. Σάββα Αντωνίου, Αναπληρωτή Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, στην οποία απαριθμούνται οι δυσχέρειες που θα αντιμετωπίσουν οι καθ' ων η αίτηση αν η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου τύχει εφαρμογής.
Στην ειδοποίηση πρόθεσης ένστασης που καταχώρησε ο αιτητής στην προσφυγή προβάλλονται ως λόγοι ένστασης ότι η αίτηση είναι αβάσιμη και αποσκοπεί στην ανατροπή του ακυρωτικού αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε εξαιρετική περίσταση ή νόμιμη αιτία.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση αγορεύοντας προς υποστήριξη της αίτησης, αναφέρθηκε στο νομικό καθεστώς που διέπει την αίτηση και σε σχετική επί του θέματος νομολογία, τονίζοντας παράλληλα ότι η αναστολή αφορά σε κάθε ακυρωτική απόφαση που εκδίδεται στο πεδίο της διοικητικής δικαιοδοσίας, χωρίς να γίνεται από τη σχετική νομοθεσία και/ή νομολογία οποιοσδήποτε διαχωρισμός μεταξύ ακύρωσης πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης. Υποστήριξε ότι στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως ορίζει η νομολογία, οι οποίες καταγράφονται με λεπτομέρεια στην ένορκη δήλωση του Αναπληρωτή Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης. Ως τέτοιες αναφέρονται, σε περίπτωση εκτέλεσης της ακυρωτικής απόφασης, δηλαδή διορισμό καθηγητών Πολιτικής Επιστήμης/Αγωγής από νέους Πίνακες Διοριστέων, ο κατακερματισμός των διδασκόντων σε πάρα πολλά σχολεία λόγω των πολύ περιορισμένων ωρών διδασκαλίας του μαθήματος και της αδυναμίας ένταξης τους ως ενεργών μελών της σχολικής μονάδας, δυσλειτουργίες στον καταρτισμό των Ωρολογίων Προγραμμάτων, διοικητικά προβλήματα στις σχολικές μονάδες, επιπλέον οικονομικό κόστος από οδοιπορικά των διακινούμενων υποαπασχολούμενων καθηγητών Πολιτικής Αγωγής, έξοδα παιδαγωγικής κατάρτισης των τελευταίων και υποαπασχόληση ή ακόμη και απόλυση φιλολόγων καθηγητών λόγω μείωσης του ωραρίου, με αποτέλεσμα το Κράτος να κληθεί να καταβάλει σημαντικές αποζημιώσεις. Σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης και κατάργησης του Πίνακα Διοριστέων, που θα έχει δημιουργηθεί προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, θα αποδιοργανωθεί πλήρως η λειτουργία του Δημόσιου Εκπαιδευτικού Συστήματος, εφόσον τα αποτελέσματα της πρωτόδικης απόφασης δεν θα μπορούν να αντιστραφούν, με αλυσιδωτές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Περαιτέρω, θα είναι δύσκολο να αποκατασταθούν τα κεκτημένα συμφέροντα και/ή δικαιώματα τρίτων προσώπων που δεν ήταν ενδιαφερόμενα μέρη στην διαδικασία, όπως οι ήδη διορισμένοι καθηγητές, τα οποία θα επηρεαστούν άμεσα από την εκτέλεση της απόφασης. Συνεπώς, καταλήγουν οι καθ' ων η αίτηση, εάν εκτελεστεί η πρωτόδικη απόφαση, η έφεση που ασκήθηκε θα καταστεί άνευ αντικειμένου και περαιτέρω προώθηση της θα συνιστά αντινομία προς την αποδοχή της δικαστικής απόφασης, δηλαδή καταστρατήγηση του δόγματος της αρχής της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Υποστηρίζουν επίσης οι καθ' ων η αίτηση ότι επειδή η ακυρωτική απόφαση εν προκειμένω διατάσσει την Διοίκηση σε ενέργεια προς αποκατάσταση της παράλειψης, είναι πιο κατάλληλη περίπτωση για χορήγηση αναστολής, καθότι συναρτάται προς θετική υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση και όχι παγοποίηση ή ανατροπή ή ακύρωση της απόφασης.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η επιχειρηματολογία της συνηγόρου του επιτυχόντος στην προσφυγή αιτητή, η οποία υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία αναστολής της ακύρωσης της παράλειψης, διότι είναι σαν να διατάσσει παράβαση του Συντάγματος και ειδικότερα του Άρθρου 146.5. Τόνισε επίσης ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό μέτρο που ασκείται με φειδώ, ιδιαίτερα στον τομέα της διοικητικής δικαιοσύνης, υπογραμμίζοντας ότι η Διοίκηση εδώ μπορεί να επανέλθει στον τρόπο που χειρίστηκε τα πράγματα εάν επιτύχει η έφεση και ότι οι λειτουργικές δυσχέρειες που επικαλούνται οι καθ' ων η αίτηση ως «εξαιρετικές περιστάσεις», δεν είναι λόγος διαιώνισης της παράνομης τακτικής που εφάρμοζε η Διοίκηση μέχρι τώρα.
Σημειώνω ευθύς εξαρχής ότι οι διατάξεις της παραγράφου 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθιστούν την απόφαση η οποία εκδίδεται βάσει της παραγράφου 4 του ιδίου Άρθρου δεσμευτική για κάθε δικαστήριο, όργανο ή αρχή της Δημοκρατίας, τα οποία υποχρεούνται σε ενεργό συμμόρφωση προς αυτή. Αναλόγως του ακυρωτικού αποτελέσματος, η Διοίκηση οφείλει να αποκαταστήσει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση σαν να μην είχε ληφθεί η ακυρωθείσα πράξη/απόφαση ή στην περίπτωση ακυρώσεως παράλειψης οφειλομένης ενέργειας, να εκδώσει την παραληφθείσα πράξη μετά από την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον της (βλ. «Αι συνέπειαι της ακυρώσεως της Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως» της Δ. Κοντογιώργα Θεοχαροπούλου σελ. 84 επ.)
Η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλει την πρωτόδικη απόφαση, εκτός εάν τούτο ρητά διατάσσεται βάσει των προνοιών της Δ.35, θ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων, που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146.4 του Συντάγματος, είναι εκείνη που καθορίζεται στην παράγραφο 5 του ιδίου Άρθρου - (βλ. Ορφανίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44 και ΚΟΑ ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ 1110).
Η παρούσα αίτηση βασίζεται μεταξύ άλλων, στους Κανονισμούς 17, 18 και 19 των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962 και στη Δ.35 θθ.18 και 19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε διοικητικές υποθέσεις επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες αποδεικνύεται ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (Βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδης (Αρ.1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 280). Οι «εξαιρετικές περιστάσεις» καθορίστηκαν στην υπόθεση Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4Γ Α.Α.Δ. 2321, η οποία υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), ως ακολούθως:
«Τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις, είναι δύσκολο να προκαθορισθεί και ανεπιθύμητο να προσδιοριστεί εξαντλητικά. Οι περιστάσεις πρέπει να συσχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης στη συγκεκριμένη περίπτωση, και να καταφαίνονται οι ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Το εξαιρετικό των περιστάσεων πρέπει να προκύπτει απότο συσχετισμό, αφενός, των συνεπειών της άμεσης εφαρμογής της ακυρωτικής απόφασης και των δυσχερειών, αφετέρου, αποκατάστασης της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Σ' αυτά πρέπει να προστεθεί ότι ο,ποτεδήποτε αναστέλλεται πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση, δικαιολογείται η επιτάχυνση της ακρόασης της έφεσης γιατί για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή αιωρείται η νομιμότητα στη λειτουργία της Δημόσιας Υπηρεσίας.»
Η εξουσία του δικαστηρίου δυνάμει των πιο πάνω προνοιών να αναστείλει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης, είτε αυτή ακυρώνει πράξη/απόφαση είτε ακυρώνει παράλειψη/άρνηση της Διοίκησης, είναι αδιαμφισβήτητη. Μπορεί μάλιστα να λεχθεί ότι στη δεύτερη περίπτωση, που η εφαρμογή της ακυρωτικής απόφασης δεν συνεπάγεται απλά κατάργηση της ακυρωθείσας πράξης αλλά προϋποθέτει λήψη θετικών ενεργειών και πράξεων της Διοίκησης, ενισχύεται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου προς χορήγηση αναστολής εφόσον αυτή θα απολήγει όχι σε αναβίωση της ακυρωθείσας πράξης αλλά σε απλή διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης μέχρι τη διεκπεραίωση της έφεσης.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων, καταλήγω ότι δικαιολογείται η προσωρινή αναστολή της πρωτόδικης απόφασης, λόγω των συνεπειών που θα έχει το ακυρωτικό αποτέλεσμα και οι ενέργειες των καθ' ων η αίτηση προς θετική συμμόρφωση με αυτό. Τα όσα με λεπτομέρεια εξειδικεύει ο Αναπληρωτής Διευθυντής της Μέσης Εκπαίδευσης ως αλυσιδωτές συνέπειες από την ενεργό συμμόρφωση του Υπουργείου Παιδείας, έστω και αν ανάγονται στην αποκατάσταση της νομιμότητας, επιδρούν καταλυτικά στην διοικητική και εκπαιδευτική δομή της Μέσης Εκπαίδευσης, συνεπάγονται επιβάρυνση των δημοσίων οικονομικών και εγείρουν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Η δε άμεση εφαρμογή της ακυρωτικής απόφασης με την πρόσληψη ατόμων από τον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών στην ειδικότητα Πολιτικής Αγωγής, ενδέχεται να επιφέρει συνέπειες και για τρίτα πρόσωπα, όπως τους φιλόλογους που ήδη διδάσκουν το μάθημα της Πολιτικής Αγωγής, παράγοντας που επίσης συνηγορεί υπέρ της έγκρισης της αίτησης (Βλ. Arif Mustafa v. Υπουργείου Εσωτερικών, μέσω Επαρχιακής Διοίκησης Λεμεσού, Υπόθ. Αρ. 125/04, ημερομηνίας 4.10.2004 και Ραδιοτηλεοπτικές Υπηρεσίες Αντέννα Ρ.Τ. Λτδ και τώρα ΑΝΤΕΝΝΑ TV ΛΤΔ ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1995) 4Α Α.Α.Δ. 478).
Περαιτέρω, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης - πιθανότητα που δεν μπορεί να αποκλεισθεί - θα είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, όπως παρουσιάζεται στην ένορκη δήλωση του κ. Αντωνίου, να ανατραπούν τα αποτελέσματα και η τριτενέργεια που μπορεί να αναπτύξει το ακυρωτικό αποτέλεσμα και η έφεση θα αποστερηθεί της αποτελεσματικότητάς της. Από την άλλη, σε περίπτωση έγκρισης της παρούσας αίτησης, δεν φαίνεται ότι θα προξενηθεί οποιαδήποτε βλάβη στον επιτυχόντα αιτητή για την οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.
Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την αναστολή της πρωτόδικης απόφασης μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης. Η αίτηση εγκρίνεται και η εκτέλεση της απόφασης στην παρούσα προσφυγή αναστέλλεται μέχρι τελικής εκδίκασης της Αναθεωρητικής Έφεσης 155/2013. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου