ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D605
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1112/2011
11 Αυγούστου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
IΩΑΝΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΝΤΩΝΗΣ, από την Πάφο Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. YΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Γ. Καραπατάκης, για τους Αιτητές.
Μ. Στυλιανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: O αιτητής αξιώνει την ακύρωση της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας, η οποία εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως στις 18/7/2011, με την οποίαν διορίστηκαν κατόπιν επανεξέτασης, στην εξειδικευμένη θέση Κυβερνήτη 3ης Τάξης Αστυνομικών Ακάτων, με το βαθμό του Λοχία - (στο εξής: «η επίδικη θέση») τα ενδιαφερόμενα μέρη Χ. Πατσαλίδης, Χ. Παναγή, Γ. Ηλία, Α. Ηροδότου, Γ. Νικολαΐδης, Ι. Αρτεμίου, Α. Αρμοστής και Π. Πολυκάρπου, αναδρομικά από 9/3/2004.
Τα γεγονότα της προσφυγής
H υπόθεση έχει μακρύ ιστορικό. Η παρούσα είναι η τέταρτη διαδοχική προσφυγή του αιτητή για το ίδιο ζήτημα. Ο αρχικός διορισμός των ενδιαφερομένων μερών στην επίδικη θέση, που ανάγεται στο 2004, ακυρώθηκε (βλ. Ιωάννου Κυριάκου Αντώνης v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 477/2004, ημερ. 23/5/2005) γιατί όπως διαπιστώθηκε, η μέθοδος αξιολόγησης των υποψηφίων από το Συμβούλιο Προσλήψεων, ήταν εκτός πλαισίου του σχετικού Κανονισμού 5(2) των τότε ισχυόντων, περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89).
Ακολούθησε επανεξέταση με κατάληξη τον επαναδιορισμό των ενδιαφερομένων μερών, ο οποίος προσβλήθηκε εκ νέου από τον αιτητή και ακυρώθηκε (βλ. Ιωάννου Κυριάκου Αντώνης v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 523/2006, ημερ. 19/2/2008) γιατί, όπως κρίθηκε από το Δικαστήριο, η αξιολόγηση της πείρας του αιτητή από το Συμβούλιο Προσλήψεων και τον Αρχηγό, ήταν πλημμελής με αποτέλεσμα να υπάρχει παραβίαση του δεδικασμένου.
Νέα επανεξέταση του θέματος οδήγησε στο διορισμό των ίδιων προσώπων και στην τρίτη διαδοχική προσφυγή του αιτητή, η οποία είχε και πάλι επιτυχή κατάληξη (βλ. Ιωάννου Κυριάκου Αντώνης v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1337/2008, ημερ. 5/11/2010 - στο εξής: «η ακυρωτική απόφαση»), εφόσον εντοπίστηκε παραβίαση του δεδικασμένου και πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο σε σχέση με τα στοιχεία του καταλόγου των υποψηφίων που καταρτίσθηκε από το Συμβούλιο Προσλήψεων και υιοθετήθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής και τον Αρχηγό.
Υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης, η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, διενήργησε νέα επανεξέταση και υπέβαλε στον Αρχηγό την έκθεση της, μαζί με Πίνακα Επιτυχόντων αναλόγως της συνολικής βαθμολογίας των υποψηφίων στα διάφορα κριτήρια που συνυπολογίστηκαν (αξιολόγηση Συμβουλίου Προσλήψεων {2004}, επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, σχετική πείρα).
Ο Αρχηγός, αφού, όπως σημείωσε, έλαβε υπόψη την ακυρωτική απόφαση και ενήργησε με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, υιοθέτησε την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αποφάσισε τον επαναδιορισμό τον ενδιαφερομένων μερών στην επίδικη θέση.
Η απόφαση του Αρχηγού εγκρίθηκε από τον Υπουργό και δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας ημερ. 25/7/2011. Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή, επιδιώκοντας την ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Οι λόγοι ακύρωσης
Αξιώνοντας την ακύρωση της επίδικης απόφασης, ο αιτητής υποστηρίζει ότι τόσο η προπαρασκευαστική απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής όσο και η τελική απόφαση του Αρχηγού που την υιοθέτησε, πάσχουν ως αντίθετες προς το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, εκδόθηκαν δε υπό το καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης.
Το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης
Στην ακυρωτική απόφαση του, της 5/11/2010 το Δικαστήριο επεσήμανε τα εξής (σελ. 7 - 9):
«Ο αιτητής έχει δίκαιο να παραπονείται. Τα στοιχεία τα οποία μπορούσαν να διαφανούν και να αξιολογηθούν ως αποτέλεσμα προφορικών εξετάσεων είναι εκείνα που εμπίπτουν κάτω από τις επικεφαλίδες "Προσωπικά Χαρακτηριστικά", "Ικανότητα Επικοινωνίας" και "Γενικά Χαρακτηριστικά". Σε καμιά όμως περίπτωση και με καμιά ερμηνεία δεν θα μπορούσαν τα επί μέρους στοιχεία κάτω από την επικεφαλίδα "Επαγγελματικά Χαρακτηριστικά" και η αποδοθείσα για ένα έκαστο από αυτά βαθμολογία, να θεωρηθούν και να είναι το προϊόν απόδοσης υποψηφίου κατά την προφορική εξέταση. Δεν επαφίετο επομένως, και δεν επιτρεπόταν στο Συμβούλιο Προσλήψεων το 2006 ή στη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά το 2008 να αξιολογεί και να ζυγίζει την πείρα υποψηφίου, την επιμόρφωση, επιτεύγματα κλπ και να απονέμει για αυτά μονάδες από 0 - 30. Όπως διαδοχικά είχε τονίσει το Ανώτατο Δικαστήριο στις αποφάσεις του στις δύο προηγηθείσες προσφυγές, δεν ήταν έργο του Συμβουλίου ή της Επιτροπής να μετρήσει το ίδιο τη βαρύτητα που θα έπρεπε να αποδοθεί σε κάθε στοιχείο κάθε υποψηφίου για σκοπούς κατάταξης του σε κατάλογο. Θα έπρεπε να περιοριστεί σε εκείνο που προνοούσε ο Κανονισμός 5(2)(γ), ήτοι στη "διεξαγωγή και βαθμολογία των γραπτών ή και προφορικών εξετάσεων των υποψηφίων".
Επομένως, παρά την ορθότητα της διαπίστωσης ότι πράγματι τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που είχαν γίνει από το τότε λειτουργούν Συμβούλιο Προσλήψεων παρέμειναν άθικτα και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, σ΄αυτά δεν θα μπορούσαν να είχαν νόμιμα περιληφθεί τα αποτελέσματα που αφορούσαν στην αξιολόγηση και βαθμολόγηση του στοιχείου "Επαγγελματικά Χαρακτηριστικά" τα οποία προσμετρούσαν από 0-30 μονάδες. Αυτά τα στοιχεία δεν είχαν καμιά σχέση με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και εξέβαιναν από το περιορισμένο καθήκον που είχε η Επιτροπή και προηγουμένως το Συμβούλιο δυνάμει του Κανονισμού 5(2)(γ). Συνακόλουθα, και ο Κατάλογος τον οποίο κατάρτισε το Συμβούλιο και υιοθέτησε η Επιτροπή, όπως επίσης και ο Αρχηγός της Αστυνομίας, έπασχε νομικά. Και έπασχε, για τον ίδιο λόγο για τον οποίον είχαν ακυρωθεί και προηγουμένως οι διορισμοί των ίδιων προσώπων.
Έπεται ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο και εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, αφού τα δύο αυτά όργανα τελούσαν υπό την πεπλανημένη πεποίθηση ότι όλα τα στοιχεία των υποψηφίων που λήφθηκαν υπόψη ήσαν στοιχεία τα οποία νόμιμα μπορούσαν να είχαν ληφθεί και αξιολογηθεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Όπως δε υποδεικνύει και ο συνήγορος του αιτητή, η συμπερίληψη του στοιχείου των Επαγγελματικών Χαρακτηριστικών ως μετρήσιμου στοιχείου στην τελική βαθμολογία που οδήγησε στην κατάταξη στον επιλήψιμο Κατάλογο, προκάλεσε στον αιτητή και σε άλλα πρόσωπα ουσιαστική ζημιά. Συγκεκριμένα, αν τα μετρήσιμα στοιχεία τα οποία λαμβάνονταν υπόψη ήσαν μόνο εκείνα που ήσαν αποτέλεσμα κρίσης ως προς την απόδοση κατά την προφορική εξέταση, όπως θα έπρεπε, τότε ο αιτητής θα μπορούσε ή έπρεπε να είχε περιληφθεί στον τελικό κατάλογο υποψηφίων που προτείνονταν για διορισμό».
Η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής
Οι ενέργειες της Συμβουλευτικής Επιτροπής για σκοπούς συμμόρφωσης προς το δεδικασμένο, διατυπώθηκαν στην έκθεση της, όπου αναφέρονται, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα στα οποία παραπέμπει ο δικηγόρος του αιτητή υποστηρίζοντας ότι αποκαλύπτουν έλλειψη δέουσας έρευνας, νομική και πραγματική πλάνη και παραβίαση των αρχών της επανεξέτασης και του δεδικασμένου:
«12. Στις 24/3/2011 συνήλθε η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής και ενημερώθηκε για το αποτέλεσμα της συνάντησης που είχε η Πρόεδρος της Επιτροπής με λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας. Κατά την ίδια συνεδρία, η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη τα όσα συζητήθηκαν στη Νομική Υπηρεσία και μετά από ανταλλαγή απόψεων, αποφάσισε τα πιο κάτω:
α. Τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που διενήργησε το Συμβούλιο Προσλήψεων και αφορούν τα τρία κριτήρια που δεν επηρεάστηκαν και παρέμειναν άθικτα θα χρησιμοποιηθούν αυτούσια, επομένως δεν απαιτείται να γίνει νέα αξιολόγηση των υποψηφίων.
β. Όσον αφορά τα Επαγγελματικά Χαρακτηριστικά, η Επιτροπή θα ακολουθήσει την πρόνοια της προκήρυξης που προβλέπει ότι προηγούμενη σχετική πείρα και επιπρόσθετα προσόντα θα θεωρηθούν πλεονέκτημα και θα αξιολογήσει το πλεονέκτημα αυτό βαθμολογώντας την πείρα και τα επιπρόσθετα προσόντα που κατείχαν οι υποψήφιοι μέχρι την ημέρα τελευταία ημέρα υποβολής αιτήσεων που καθόριζε η προκήρυξη.
δ. Θα αξιολογηθούν τα προσόντα όλων των υποψηφίων που αξιολογήθηκαν από το τότε Συμβούλιο Προσλήψεων, ανεξάρτητα αν προσλήφθηκαν ή όχι.
ε. Η ανώτατη βαθμολογία θα περιοριστεί στις 80 μονάδες, δηλαδή 70 μονάδες για τα τρία κριτήρια της συνέντευξης που παρέμειναν άθικτα και ανά 5 μονάδες για την πείρα και το επιπρόσθετο προσόν. Ως εκ τούτου Η επιτροπή θα κατανείμει τις 5 μονάδες για την πείρα, ως ακολούθως: Οι υποψήφιοι που έχουν διαπιστωμένη εμπειρία κάτω από 6 μήνες μέχρι 18 μήνες, θα βαθμολογούνται με 3 μονάδες, και οι υποψήφιοι που έχουν διαπιστωμένη εμπειρία από 18 μήνες και άνω θα βαθμολογούνται με 5 μονάδες. Όσον αφορά τα επιπρόσθετα προσόντα, η Επιτροπή θα κατανείμει τις 5 μονάδες για τα επιπρόσθετα προσόντα ως ακολούθως: Οι υποψήφιοι που κατέχουν επιπρόσθετο/α προσόν/ντα που σχετίζονται με τη θέση που διεκδικούν, θα βαθμολογούνται με 5 μονάδες.
13. Κατά την ίδια συνεδρία η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, διόρισε υποεπιτροπή αποτελούμενη από τους Ανώτερο Αστυνόμο Μιλτιάδη Μιλτιάδους και τον κ. Γιάννη Καριτζή, Ανώτερο Επιθεωρητή Πλοίων, με οδηγίες να προβούν σε ενδελεχή μελέτη των αιτήσεων και να διαπιστώσουν την πείρα που διέθετε ο κάθε υποψήφιος κατά την ημέρα υποβολής της αίτησης τους, καθώς και το επιπρόσθετο προσόν, όπως προνοούσε η προκήρυξη των θέσεων που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31/10/2003.
14 Εν αναμονή της έρευνας της Υποεπιτροπής που διορίστηκε για να διερευνήσει τα επιπρόσθετα προσόντα και τις εμπειρίες των υποψηφίων, η Επιτροπή αποφάσισε να πραγματοποιήσει νέα συνεδρία για να αξιολογήσει την πείρα και τα επιπρόσθετα προσόντα, και αφού λάβει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, να καταρτίσει τον Πίνακα Επιτυχόντων κατά σειρά επιτυχίας που θα επιβληθεί στον Αρχηγό Αστυνομίας όπως προβλέπει ο Κανονισμός 5(2) (δ) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 51/89). (Φωτοαντίγραφο του πρακτικού συνεδρίας ημερομηνίας 24.3.2011 επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6΄).
15. Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, συνήλθε στις 20/6/2011 και ενημερώθηκε από τα μέλη της υποεπιτροπής, για την έρευνα που διεξήγαγε σε σχέση με την διαπίστωση της πείρας και των επιπρόσθετων προσόντων των υποψηφίων και αποφάσισε ομόφωνα να υιοθετήσει τα αποτελέσματα της έρευνας, όπως αυτά αναφέρονται στη σχετική έκθεση (Φωτοαντίγραφο του πρακτικού συνεδρίας 20.6.2011 επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7΄).
16. Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, ενήργησε στα πλαίσια του εφαρμοζόμενο Κανονισμού 5(2) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 51/89) και προέβηκε στον καταρτισμό του Πίνακα επιτυχόντων κατά σειρά επιτυχίας. Για την κατάταξη των υποψηφίων, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που διενήργησε το Συμβούλιο Προσλήψεων, τα οποία σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση παραμένουν άθικτα, καθότι δεν αμφισβητήθηκαν και αποτελούν αναντίλεκτο μέρος του δεδικασμένου, σχετική αναφορά γίνεται στη σελ. 8 της απόφασης στην υπόθεση αρ. 523/2006 και 1337/2008, εκτός από τα αποτελέσματα των επαγγελματικών χαρακτηριστικών, δηλαδή τα αποτελέσματα των προσωπικών χαρακτηριστικών των ικανοτήτων επικοινωνίας και των γενικών χαρακτηριστικών.
17. Περαιτέρω, η Επιτροπή, με βάση τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την έρευνα που προέβηκε η υποεπιτροπή που διορίστηκε για το σκοπό αυτό, εν σχέση με την πείρα και τα επιπρόσθετα προσόντα ενός εκάστου των υποψηφίων καθώς και του Αιτητή, τα οποία υιοθετήθηκαν από την ολομέλεια της Επιτροπής, προέβηκε στην αξιολόγηση τους, σύμφωνα με την απόφαση που λήφθηκε στη συνεδρία της Επιτροπής στις 24/3/2011. Από την αξιολόγηση που προέβηκε η Επιτροπή, προέκυψε η πιο κάτω σειρά κατάταξης των υποψηφίων ..............»
(Ακολουθεί πίνακας με επί μέρους και γενική βαθμολογία στην οποίαν συμπεριλαμβάνονται μονάδες για πείρα και πρόσθετα προσόντα). (Η έμφαση είναι του κειμένου)
Στις πολυσέλιδες αγορεύσεις του ο αιτητής επαναλαμβάνει ουσιαστικά τον ίδιο ισχυρισμό, ήτοι τον ισχυρισμό ότι υπήρξε συνειδητή παραβίαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης και συνεπώς παραβίαση των αρχών της επανεξέτασης από την Συμβουλευτική Επιτροπή και επιπρόσθετα, έλλειψη δέουσας έρευνας και νομική και πραγματική πλάνη, η οποία καταδεικνύει τη «δυστροπία και αλαζονεία» της διοίκησης απέναντι στο δεσμευτικό αποτέλεσμα των δικαστικών αποφάσεων που προηγήθηκαν.
Είναι συναφώς η θέση του αιτητή, ότι η αξιολόγηση της πείρας και των επιπρόσθετων προσόντων μέσω της απόδοσης μονάδων από την Συμβουλευτική Επιτροπή, έγινε κατά παράβαση του ακυρωτικού δεδικασμένου και χωρίς να υπάρχει προς τούτο εξουσιοδότηση του σχετικού Κανονισμού 5(2). Πρόσθετα, αυτή ήταν αναιτιολόγητη, εφόσον το ζήτημα του πλεονεκτήματος της πείρας είχε απασχολήσει την Επιτροπή και τον Αρχηγό στις προηγούμενες διαδικασίες κατά τις οποίες είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ό αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ίσοι σε σχέση με αυτή την παράμετρο καθότι όλοι κατείχαν κατά τον επίδικο χρόνο το πλεονέκτημα της πείρας.
Επομένως, συνεχίζει στην εισήγηση του ο αιτητής, η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να περιορίσει την ανώτατη βαθμολογία στις 80 μονάδες, κατανέμοντας τις 70 στα τρία κριτήρια της συνέντευξης που παρέμειναν άθικτα και τις υπόλοιπες 10 για τα επιπρόσθετα προσόντα (5) και την πείρα (5), με τον τρόπο που διατυπώθηκε στη παράγραφο 12(ε) της έκθεσης της, αποκαλύπτει μια σκόπιμη προσπάθεια αλλοίωσης των βαθμολογικών δεδομένων και της σειράς κατάταξης, ούτως ώστε να επαναδιοριστούν τα ενδιαφερόμενα μέρη και να αποκλειστεί ο αιτητής, ο οποίος θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων, εάν ελαμβάνονταν υπόψη, όπως υποδείχθηκε στην ακυρωτική απόφαση, μόνον τα στοιχεία εκείνα που ήταν αποτέλεσμα κρίσης της απόδοσης στη συνέντευξη.
Εν προκειμένω, καταλήγει ο αιτητής, η πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με τα στοιχεία που θα μπορούσε νόμιμα να λάβει υπόψη της για τον καταρτισμό του Πίνακα Επιτυχόντων, ήταν ουσιώδης και συμπαρασύρει σε ακυρότητα την επίδικη απόφαση του Αρχηγού, ο οποίος συμφώνησε με τα πορίσματα της.
Η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση, υποστηρίζει ότι υπήρξε συμμόρφωση με το δεδικασμένο, αφού αφαιρέθηκαν οι 30 μονάδες που αντιστοιχούσαν στα «επαγγελματικά χαρακτηριστικά» και ότι η αξιολόγηση της πείρας και των επιπρόσθετων προσόντων των υποψηφίων και η απόδοση μονάδων σε αυτά, καλύπτεται με βάση τους Κανονισμούς 5(2)(α) και 5(2)(στ) και την προκήρυξη της επίδικης θέσης που δημοσιεύτηκε στις 31/10/2003 και η οποία καθορίζει ότι «προηγούμενη σχετική πείρα και επιπρόσθετα προσόντα θα θεωρηθούν πλεονέκτημα».
Το παράπονο του αιτητή είναι βάσιμο. Η κρινόμενη περίπτωση αποτελεί επανεξέταση κατόπιν ακυρωτικής απόφασης και αναπόφευκτα ισχύουν οι σχετικές νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα (βλ. Χατζηλουκά v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ.643, Aργυρού v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ.639).
Η νομολογία έχει κατ' επανάληψη τονίσει ότι κατά την επανεξέταση μετά από ακύρωση ή ανάκληση αποφάσεως η διοίκηση υποχρεούται να ανατρέξει και να εφαρμόσει το νομικό καθεστώς που ίσχυε στον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή στο χρόνο λήψης της πρώτης απόφασης (βλ. Απέητος και άλλοι v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64, Αργυρίδης v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 376).
Εφαρμοστέο είναι το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, δηλαδή, ο Κανονισμός 5(2) της Κ.Δ.Π. 51/89 που καθορίζει τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Προσλήψεων, ως είχε πριν από την τροποποίηση του από τους περί Αστυνομίας (Γενικούς) (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 2004 (Κ.Δ.Π. 213/2004) και ο οποίος προβλέπει τα ακόλουθα:
«(2) Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου Προσλήψεων είναι:
(α) Αξιολόγηση και ταξινόμηση των αιτήσεων των υποψηφίων για πρόσληψη.
(β) Ορισμός ημερομηνίας εξέτασης των υποψηφίων, προφορικής ή και γραπτής, κατά την κρίση του Συμβουλίου Προσλήψεων.
(γ) Διεξαγωγή και βαθμολογία των γραπτών ή και προφορικών εξετάσεων των υποψηφίων.
(δ) Καταρτισμός πίνακα επιτυχόντων κατά σειρά επιτυχίας στις εξετάσεις και υποβολή του στον Αρχηγό».
Για σκοπούς σφαιρικής παρουσίασης του πλαισίου που εδώ ενδιαφέρει αρκεί να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 6(4), « ο Αρχηγός, με βάση τον πίνακα επιτυχόντων και τις απόψεις του Συμβουλίου Προσλήψεων αναφορικά με τις προσωπικές συνεντεύξεις και τα προσόντα των υποψηφίων, θα προβαίνει σε προσλήψεις σύμφωνα με το άρθρο 13Α του Νόμου».
Κατά τις διευκρινίσεις η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εξήγησε, ότι η αναφορά της στο κανονιστικό πλαίσιο του 2004, δηλαδή στα ισχύοντα μετά τη τροποποίηση του Κανονισμού 5(2), με την οποίαν προστέθηκε ρητώς στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου, {Καν. 5(2)(στ)(ιιι)}, η εξουσία αξιολόγησης των ακαδημαϊκών και άλλων προσόντων των υποψηφίων και η αποτίμηση της βαρύτητας τους, δεν υπονοεί εφαρμογή του τροποποιημένου κανονισμού στην παρούσα περίπτωση, αλλά καταδεικνύει την αναγκαιότητα της αξιολόγησης που έγινε από την Επιτροπή.
Είναι προφανές ότι ο Κανονισμός 5(2), ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, και ο οποίος λήφθηκε υπόψη, όπως σημειώθηκε, δεν παρείχε στην Συμβουλευτική Επιτροπή, την εξουσία καθορισμού βαρύτητας στοιχείων όπως η πείρα και τα πρόσθετα προσόντα με προσθήκη μονάδων στον Πίνακα γι' αυτά τα δεδομένα και μάλιστα με τον τρόπο που διατυπώθηκε στις παραγράφους 12(ε) και 17 της απόφασης της και εφαρμόστηκε στη συνέχεια, ρυθμίζοντας ουσιαστικά και την κατάταξη των υποψηφίων, δεδομένου ότι Κανονισμός αναφέρεται σε καταρτισμό πίνακα επιτυχόντων κατά σειρά επιτυχίας στις εξετάσεις .
Στην ακυρωτική απόφαση, υποδείχθηκε κατά τρόπο απόλυτα σαφή, ότι δεν επαφίετο και δεν επιτρεπόταν στο Συμβούλιο Προσλήψεων ή στη Συμβουλευτική Επιτροπή να αξιολογεί και να ζυγίζει την πείρα υποψηφίου, την επιμόρφωση, επιτεύγματα κλπ και να απονέμει γι' αυτά μονάδες και επιπρόσθετα ότι δεν ήταν έργο του Συμβουλίου ή της Επιτροπής να μετρήσει το ίδιο τη βαρύτητα που θα έπρεπε να αποδοθεί σε κάθε στοιχείο κάθε υποψηφίου για σκοπούς κατάταξης του σε κατάλογο.
Η υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί προς τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση, μη επαναλαμβάνουσα τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης, προβαίνουσα στην έκδοση νέας σε αντικατάσταση της ακυρωθείσας είναι δεδομένη (βλ. Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ.517). Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο τα κριθέντα από το Δικαστή σημεία δικαίου, δηλαδή το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώθηκε και τον οποίον η διοίκηση δεν μπορεί να επαναλάβει κατά την ενέργεια της δεύτερης πράξης. Στο Σύγγραμμα της Δήμητρας Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως (ανατύπωση), 1988, σελ. 83, διαβάζουμε:
«'Εν συμπεράσματι, θα πρέπει να σημειωθή, ότι η υποχρέωσις της Διοικήσεως να επιχειρήση οπωσδήποτε πράξιν εις αντικατάστασιν της ακυρωθείσης, είτε ταυτόσημον είτε μη, είναι απλή, λογική συνέπεια των τριών ακολούθων αξιωμάτων':
- Πρώτον, ότι ο νόμος επιτάσσει οπωσδήποτε ρύθμισιν της συγκεκριμένης σχέσεως.
- Δεύτερον, ότι η ακύρωσις εξαφανίζει την πράξιν και επαναφέρει τα πράγματα εις την κατάστασιν που ήσαν πριν από την έκδοσιν της ακυρωθείσης, οπότε μετά την ακύρωσιν παραμένει η επιταγή του νόμου προς ενέργειαν ανεκτέλεστος, διότι ουδέποτε η ακυρωτική απόφασις ισοδυναμεί με την οφειλομένην ενέργειαν.
Τρίτον, ότι και το ακυρωτικόν δεδικασμένον καλύπτει μόνον τα κριθέντα σημεία δικαίου υπό του δικαστού. Ήτοι, τον λόγον διά τον οποίον ηκυρώθη η πράξις και τον οποίον δεν ημπορεί να επαναλάβη η Διοίκησις κατά την ενέργειαν της δευτέρας πράξεως. Άλλως, παραβιάζεται το δεδικασμένον εκ της ακυρωτικής αποφάσεως, το άρθρον 50 του νόμου περί ΣτΕ και το άρθρον 95, παράγραφος 5, του ισχύοντος Συντάγματος.
Εξ άλλου, όσον αφορά εις τα κατά χρόνον αποτελέσματα της πράξεως της εκδοθείσης υποχρεωτικώς εις αντικατάστασιν της ακυρωθείσης, φυσικόν είναι να ανατρέχουν εις τον χρόνον εκδώσεως της ακυρωθείσης, τόσον διότι η ακύρωσις επαναφέρει τα πράγματα εις τον προ της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως χρόνον, όσον και διότι πρόκειται περί υποχρεωτικής ενεργείας εκ του νόμου.»
Στην παρούσα περίπτωση, η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να προχωρήσει σε αξιολόγηση της πείρας και των επιπρόσθετων προσόντων των υποψηφίων, προσδιορίζοντας ουσιαστικά τη βαρύτητα τους με κατανομή μονάδων, χωρίς μάλιστα να παρέχεται τέτοια δυνατότητα από το Κανονισμό 5(2) τον οποίο, όπως και η ίδια σημείωσε, έλαβε υπόψη κατά την ενώπιον της διαδικασία, παραβιάζει το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης.
Τα περιθώρια ενεργειών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με βάση τα προηγηθέντα, τις υποδείξεις της ακυρωτικής απόφασης και το νομικό πλαίσιο που προεκτέθηκε, περιορίζονταν στην διαπίστωση της κατοχής εκ μέρους των υποψηφίων της προηγούμενης σχετικής πείρας και του επιπρόσθετου προσόντος που καθορίζονταν ως πλεονέκτημα στην προκήρυξη, μέσω της αξιολόγησης των αιτήσεων και την υποβολή των σχετικών συμπερασμάτων της στον Αρχηγό μαζί με τον Πίνακα Επιτυχόντων.
Ο Πίνακας δεν ήταν δυνατό να περιλαμβάνει, βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου και του δεδικασμένου, οτιδήποτε πέραν όσων αφορούσαν την κρίση της απόδοσης κατά την προφορική εξέταση και από αυτά μόνον όσα παρέμεναν άθικτα από τις ακυρωτικές αποφάσεις.
Υπό τις περιστάσεις, η προσθήκη στον Πίνακα Επιτυχόντων της προφορικής εξέτασης που είχε γίνει από το Συμβούλιο Προσλήψεων, μονάδων για την πείρα και τα πρόσθετα προσόντα, οι οποίες, αξίζει να σημειωθεί, καθορίστηκαν αυθαίρετα και αναιτιολόγητα από την Επιτροπή όπως αποκαλύπτει η παράγραφος 12(ε) της έκθεσης της, παραβιάζει το δεδικασμένο και καθιστά την επίδικη απόφαση του Αρχηγού που αποδέχτηκε τον παράνομα καταρτισμένο Πίνακα, πάσχουσα και εκτεθειμένη σε ακύρωση.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα €1.350 υπέρ του αιτητή πλέον Φ.Π.Α. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ