ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D590
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Aρ.: 9/2012)
31 Ιουλίου, 2014
[ Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
RAFAT OBAID,
Αιτητής,
- και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
__________
Χρ. Μέρικου (κα) για Δημόκριτος Αριστείδου & Σια, για τον αιτητή.
Νικόλ Γρηγορίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, 40 χρονών, οδηγός/διανομέας, στις 28.5.2008, υπέβαλε αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος λόγω αναπηρίας, εξαιτίας εργατικού ατυχήματος που είχε υποστεί το 2007. Το αρμόδιο ιατρικό συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με γνωμάτευση του ημερομηνίας 24.7.2008, έκρινε τον αιτητή ικανό για ελαφριά εργασία, υπολογίζοντας τον προσωρινό βαθμό αναπηρίας λόγω του ατυχήματος, σε 25%. Συστήθηκε επανεξέταση της κατάστασης του μετά από ένα χρόνο.
Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση, ενέκριναν την αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος λόγω αναπηρίας στο ποσοστό που ενέκρινε το Ιατροσυμβούλιο. Στις 14.5.2010, ο αιτητής επανεξετάστηκε από ορθοπεδικό χειρουργικό συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι ο αιτητής ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του, υπολογίζοντας το βαθμό αναπηρίας του σε 18%. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του ιατρικού συμβουλίου, αποφάσισαν να μειώσουν το ποσοστό αναπηρίας σε 18% και απέστειλαν στον αιτητή, κατ΄ αναλογία εφάπαξ ποσό.
Ζητήθηκε επανεξέταση της απόφασης. Κατά την ορισθείσα ημερομηνία, 27.1.2011, για εξέταση του αιτητή από το δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο, ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε. Το δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο στις 19.5.2011, καθόρισε τον βαθμό αναπηρίας του σε 18% (Έκτος πίνακας νομοθεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων).
Στη συνέχεια, η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με όλα τα ενώπιον της δεδομένα, υιοθέτησε τη γνωμάτευση του δευτεροβάθμιου ιατρικού συμβουλίου. Είναι αυτή την απόφαση ημερ. 25.10.2011, που προσβάλλει ο αιτητής με την προσφυγή του, ως άκυρη, παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Προβάλλονται συνολικά οκτώ λόγοι ακύρωσης, με προεξάρχοντες, το αναιτιολόγητο της απόφασης, έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με τη συνδρομή των πραγματικών και νομικών προϋποθέσεων που οδήγησαν στην έκδοση της, και πλάνη περί τα πράγματα: παραγνωρίστηκαν και δεν αξιολογήθηκαν δεόντως και ή καθόλου, τα δεδομένα του αιτητή.
Προβάλλεται εκ μέρους του αιτητή ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, διαφοροποιήθηκε δυσμενώς: μείωση του ποσοστού ανικανότητας χωρίς να υπάρχει αποδεδειγμένα, κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει βελτίωση της κατάστασης της υγείας του. Η επανεξέταση του αιτητή, διενεργήθηκε από το συμβούλιο για να διερευνηθεί αν όντως η κατάσταση της υγείας του βελτιώθηκε, είτε για να βεβαιωθεί, όπως εισηγείται ο συνήγορος του, αν με παραπλανητικές παραστάσεις είχε εξασφαλίσει σύνταξη ανικανότητας, ενώ ήταν ικανός για πλήρη απασχόληση. Μόνο νέα ιατρική βεβαίωση για βελτίωση της υγείας του αιτητή θα μπορούσε να ανατρέψει, εισηγείται, την πρώτη ευνοϊκή απόφαση.
Προκύπτει από τα στοιχεία τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον μου, από το φάκελο του αιτητή και τα επιμέρους γεγονότα τα οποία είναι παραδεκτά, ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθέτησαν τη γνωμάτευση του ιατρικού συμβουλίου και ενέκριναν την αίτηση του αιτητή για παροχή σύνταξης λόγω αναπηρίας σε 25% στη βάση των προνοιών του άρθρου 49 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων 59(Ι)/2010. Προκύπτει από το εν λόγω άρθρο ότι όταν ο βαθμός αναπηρίας, για το χρονικό διάστημα που αποτελεί τη βάση υπολογισμού, υπολογίζεται σε ποσοστό κατώτερο του 20%, η παροχή λόγω αναπηρίας χορηγείται υπό μορφή εφάπαξ βοηθήματος (βοήθημα αναπηρίας). Ενώ στο εδάφιο 6 του άρθρου 49, προβλέπεται ότι, όταν ο βαθμός αναπηρίας για το χρονικό διάστημα που αποτελεί τη βάση υπολογισμού, υπολογίζεται σε ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 20%, η παροχή λόγω αναπηρίας λογίζεται ως σύνταξη αναπηρίας.
Παραπέμπει ο συνήγορος του αιτητή στις υποθέσεις Χατζηαράπης ν. Δημοκρατίας κ.α. (1993) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1724 και στην Γιάλλουρος ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ.1237, για να εισηγηθεί ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση διαφοροποιήθηκε από ευνοϊκότερη, χωρίς να υπάρχει αποδεδειγμένα οποιοδήποτε στοιχείο που να εισηγείται ότι η κατάσταση της υγείας του βελτιώθηκε, ώστε να είναι σε θέση να κερδίζει το ποσοστό που προβλέπεται. Κρίνω ότι η υπόθεση Χατζηαράπης διακρίνεται από τα περιστατικά της παρούσης. Στην περίπτωση εκείνη, οι καθ΄ ων η αίτηση δεν είχαν προβεί σε υπολογισμό του βαθμού απώλειας της ικανότητας προς εργασία του αιτητή. Είναι γι΄ αυτό το λόγο, που η διοικητική πράξη κρίθηκε αυθαίρετη και ακυρώθηκε. Στην παρούσα περίπτωση προσδιορίζεται το ποσοστό αναπηρίας του αιτητή, εκτίθενται αναλυτικά οι λόγοι και επαναβεβαιώνεται, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, το ποσοστό αναπηρίας του αιτητή. Τα ίδια ισχύουν, κρίνω, για την υπόθεση Γιάλλουρος (ανωτέρω). Στην περίπτωση εκείνη, οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν στηρίξει την υπόθεση τους μόνο σε επιστολή του εργοδότη του αιτητή, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Ο αιτητής έχει εξεταστεί κατ΄ επανάληψη από ιατρικά συμβούλια και στη βάση των ιατρικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, που προσκόμισε, και της έρευνας που διεξήχθη, καθορίστηκε το ποσοστό αναπηρίας του.
Η έκθεση του ιατροσυμβουλίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπαρκής. Διαπιστώνω ότι το έντυπο όπως είναι διατυπωμένο καλύπτει κάθε δυνατή περίπτωση, ότι έχουν συμπληρωθεί οι παράγραφοι εκείνες που αφορούσαν την περίπτωση του αιτητή και ως εκ τούτου η διατύπωση των διαπιστώσεων του ιατροσυμβουλίου εξάγεται με σαφήνεια. Το ποσοστό αναπηρίας που καθορίστηκε για τον αιτητή κρίθηκε στη βάση του συνόλου των εξετάσεων που διενεργήθηκαν. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του αιτητή για έλλειψη δέουσας έρευνας απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Το ίδιο αβάσιμος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος: πλάνη περί τα πράγματα, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν εξειδικεύεται, όπως ορθά παρατηρεί η δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση, ούτε με τους λόγους ακύρωσης, ούτε με τη γραπτή αγόρευση του αιτητή. Η αιτιολογία της Υπουργού κρίνω ότι είναι πλήρης. Σημειώνω, ότι πριν καταλήξει στην απόφαση της η Υπουργός, διεξήλθε το φάκελο του αιτητή, μελέτησε τόσο τις ιατρικές μαρτυρίες που βρίσκονται σε αυτόν, όσο και την έκθεση δευτεροβάθμιου ιατρικού συμβουλίου και παραπέμπει ευθέως με αναφορά της, στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).
Με την έκθεση του ιατρικού συμβουλίου ημερ. 24.7.2008, τελευταία σελίδα της έκθεσης, γίνεται εισήγηση όπως μετά μετά την αφαίρεση των μετάλλων από το αριστερό αντιβράχιο του αιτητή να επανεκτιμηθεί η κατάσταση του. Στις 14.5.2010 η κατάσταση του όπως επανεκτιμήθηκε, με διαπίστωση ότι παρέμεινε 10% αναπηρία, ήπια δυσκαμψία θωρακοοσφυϊκής μοίρας, ενώ το 15% αναπηρίας μειώθηκε σε 8%. Κρίθηκε ότι δεν εντοπίζεται πλέον αγκύλωση, απλώς μόνο «μικρού βαθμός περιορισμός των στροφικών κινήσεων του αριστερού αντιβραχίου και εγχειρητική ουλή». Διαπιστώσεις που υιοθετεί και το δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο στην έκθεση του 19.5.2011, γνωμάτευση την οποία στη συνέχεια υιοθέτησε και η Υπουργός, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση τα πιο πάνω και αυτός ο ισχυρισμός απορρίπτεται, ως ατεκμηρίωτος.
Έχει νομολογηθεί, ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε επανεκτίμηση των γεγονότων και να υποκαταστήσει την κρίση της αρμόδιας αρχής, με δική του. Το ζήτημα, δεν εμπίπτει στο πεδίο του αναθεωρητικού ελέγχου. Εκτός εκεί, όπου διαπιστώνεται πρόδηλο λάθος στην όλη εξέταση του θέματος, χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ως προϊόν ελλιπούς έρευνας. Πρόκειται για τεχνικά ζητήματα, υπολογισμός ποσοστών αναπηρίας, στα οποία κατέληξε το ιατροσυμβούλιο ως αποτέλεσμα της περαιτέρω εξέτασης του αιτητή στη δεδομένη χρονική στιγμή. Εκείνο που εξετάζεται σε κάθε περίπτωση, είναι, αν το αποφασίζον όργανο, έλαβε υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης του, όλα τα σχετικά στοιχεία και κατέγραψε πλήρως την αιτιολογία στη βάση της οποίας έλαβε την απόφαση.
Η έκταση και η μορφή της δέουσας έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Σολωμού κ.α. ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.α. (2006) 2 Α.Α.Δ. 271, Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366). Το εύρος της έρευνας στην οποία το αρμόδιο όργανο προβαίνει και η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας συνιστά λόγο ακυρότητας. Παράλειψη δέουσας έρευνας η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων, όπως ορίζεται σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οδηγεί σε ακύρωση της διοικητικής πράξης.
Η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και κατ΄ επέκταση καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος δεν με βρίσκει σύμφωνη. Οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν απαιτούσαν περαιτέρω εξειδίκευση ως προς τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (Polyancon Estates Co Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 411, Δημοκρατία ν. Krashias Footwear Industries Ltd (2009) 3 A.A.Δ. 92).
Ως γενική παρατήρηση καταγράφεται πως αν ο Αιτητής είναι ή όχι ικανός να ασκεί την εργασία του, αποτελεί θέμα τεχνικό, που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική δικαιοδοσία, εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη, κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας. Ούτε και βεβαίως το Δικαστήριο υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης ή προβαίνει σε επανεκτίμηση πρωτογενών γεγονότων, εφ΄ όσον κρίνει ότι η έρευνα ήταν επαρκής (Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835, Χατζηαράπης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 64, 69 και Samson ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 390). Επαρκής έρευνα θεωρείται εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Για τους λόγους που παρέθεσα ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται νόμιμη και δεόντως αιτιολογημένη. Δεν διαπιστώνεται ότι παρείσφρησε οποιαδήποτε πλάνη ως προς τα γεγονότα.
Η αίτηση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ